oko

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oko (bs)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oko (hr) ουδέτερο

Πρόθεση

[επεξεργασία]

oko (hr)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

oko (hr)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɔkɔ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oko (pl) ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oko (sr)

  • λατινική γραφή του око



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oko (sk) ουδέτερο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oko (cs) ουδέτερο