διαβατήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαβατήριο < στον ενικό, (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαβατήρια (εννοείται ἱερά: θυσίες πριν διαβούμε τα σύνορα) < επίθετο διαβατήριος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði̯a.vaˈti.ɾi.o/ & /ðʝa.vaˈti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐βα‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαβατήριο ουδέτερο
- επίσημο ταξιδιωτικό έγγραφο, απαραίτητο για να ταξιδέψει κανείς στο εξωτερικό. Έχει μορφή μικρού βιβλιαρίου και φέρει τη φωτογραφία του κατόχου
- ↪ αρμόδιες για την έκδοση και την ανανέωση διαβατηρίων είναι οι αστυνομικές αρχές
- ↪ με την κάρτα επιβίβασης στο χέρι προχωρήσαμε για τον έλεγχο διαβατηρίων
- (μεταφορικά) οτιδήποτε επιτρέπει σε κάποιον να εισέλθει σε έναν επαγγελματικό, καλλιτεχνικό κ.λπ χώρο
- ↪ ένα πτυχίο δεν είναι απαραίτητα το διαβατήριο για την επιτυχία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαβατήριο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ διαβατήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)