Ahnung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Ahnung | die | Ahnungen |
γενική | der | Ahnung | der | Ahnungen |
δοτική | der | Ahnung | den | Ahnungen |
αιτιατική | die | Ahnung | die | Ahnungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ahnung (de) θηλυκό