lance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Ετυμολογία

lance < παλαιά γαλλική lance < λατινική lancea

Ουσιαστικό

lance (en)

  1. το κοντάρι
  2. (οπλισμός) η λόγχη
  3. το καμάκι για φάλαινες

Συγγενικά

Σύνθετα



Ετυμολογία

lance < παλαιά γαλλική lance < λατινική lancea

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
lance lances

lance (fr) θηλυκό

  1. (οπλισμός) η λόγχη
  2. η μάνικα


Σύνθετα