help out

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 02:25, 25 Φεβρουαρίου 2024 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας help out
γ΄ ενικό ενεστώτα helps out
αόριστος helped out
παθητική μετοχή helped out
ενεργητική μετοχή helping out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
help out < → δείτε τις λέξεις help και out

help out (en)

  • βοηθάω, βγάζω, διευκολύνω, ειδικά σε μια δύσκολη κατάσταση
    ⮡  His advice helped me out a lot.
    Οι συμβουλές του με βοήθησαν πολύ.
    ⮡  I help someone out of an embarrassing situation/of a difficult position.
    Βγάζω κάποιον από αμηχανία/από δύσκολη θέση.
    ⮡  He asked me to help him out, eg. with a loan.
    Μου ζήτησε να τον διευκολύνω, π.χ. με δάνειο.
     συνώνυμα: help