help out
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | help out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | helps out |
αόριστος | helped out |
παθητική μετοχή | helped out |
ενεργητική μετοχή | helping out |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]help out (en)
- βοηθάω, βγάζω, διευκολύνω, ειδικά σε μια δύσκολη κατάσταση
Πηγές
[επεξεργασία]- help out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 169. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, βοηθώ