valor

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 11:31, 16 Αυγούστου 2020 από τον FocalPointBot (συζήτηση | συνεισφορές) (αντικατάσταση # με *)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
valor valores

valor (es) αρσενικό

Συγγενικά