μαλακίζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των μεταφράσεων (παραμέτρων του προτύπου τ)
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 59: Γραμμή 59:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|μαλακιζομαι}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 20:00, 21 Μαΐου 2013

Ετυμολογία

μαλακίζομαι < αρχαία ελληνική μαλακίζομαι < μαλακία

Ρήμα

μαλακίζομαι, πρτ.: μαλακιζόμουν, στ.μέλλ.: θα μαλακιστώ, αόρ.: μαλακίστηκα, μτχ.π.π.: μαλακισμένος

  1. (οικείο) αυνανίζομαι, αυτοϊκανοποιούμαι
  2. (οικείο) περνώ ασκοπα τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτα παραγωγικό ή χρήσιμο
  3. (οικείο) κάνω μαλακίες, χοντρά λάθη


Μεταφράσεις