Nothing Special   »   [go: up one dir, main page]

Academia.eduAcademia.edu
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Μάρκο̋ Κατσιάνη̋ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΜΕΘΟ∆ΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΧΕ∆ΙΑΣΜΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ∆ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΝ ∆ιδακτορική ∆ιατριβή Θεσσαλονίκη 2009 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Μάρκου Κατσιάνη Ανασκαφική Μεθοδολογία και Σχεδιασµό̋ Πληροφοριακού Συστήµατο̋ για τη ∆ιαχείριση Αρχαιολογικών Τεκµηρίων διδακτορική διατριβή Επιβλέπων καθηγητή̋ Κώστα̋ Κωτσάκη̋ (Τµήµα Ιστορία̋ και Αρχαιολογία̋, Α.Π.Θ.) Μέλη τη̋ συµβουλευτική̋ επιτροπή̋ Αλεξάνδρα Κουσουλάκου (Τµ. Αγρονόµων & Τοπογράφων Μηχανικών, Α.Π.Θ) Ιωάννη̋ Μανωλόπουλο̋ (Τµήµα Πληροφορική̋, Α.Π.Θ.) Μέλη τη̋ επταµελού̋ εξεταστική̋ επιτροπή̋ Στέλιο̋ Ανδρέου (Τµήµα Ιστορία̋ και Αρχαιολογία̋, Α.Π.Θ.) Αικατερίνη Παπανθίµου-Παπαευθυµίου (Τµ. Ιστορία̋ και Αρχαιολογία̋, Α.Π.Θ.) Μιχάλη̋ Τιβέριο̋ (Τµ. Ιστορία̋ και Αρχαιολογία̋, Α.Π.Θ.) Χρυσούλα Σαατσόγλου-Παλιαδέλη (Τµ. Ιστορία̋ και Αρχαιολογία̋, Α.Π.Θ.) Ηµεροµηνία Έγκριση̋: 13/3/2009 Θεσσαλονίκη 2009 Ανασκαφική Μεθοδολογία και Σχεδιασµό̋ Πληροφοριακού Συστήµατο̋ για τη ∆ιαχείριση Αρχαιολογικών Τεκµηρίων © Μάρκο̋ Κατσιάνη̋ 2009 © Α.Π.Θ. ISBN: Απαγορεύεται η αντιγραφή, αποθήκευση και διανοµή τη̋ παρούσα̋ εργασία̋, εξ ολοκλήρου ανατύπωση, ή τµήµατο̋ αποθήκευση αυτή̋, και για διανοµή εµπορικό για σκοπό. σκοπό µη Επιτρέπεται η κερδοσκοπικό, εκπαιδευτική̋ ή ερευνητική̋ φύση̋, υπό την πρὁπόθεση να αναφέρεται η πηγή προέλευση̋ και να διατηρείται το παρόν µήνυµα. Ερωτήµατα που αφορούν τη χρήση τη̋ εργασία̋ για κερδοσκοπικό σκοπό πρέπει να απευθύνονται προ̋ το συγγραφέα. «Η έγκριση τη̋ διδακτορική̋ διατριβή̋ από το Τµήµα Ιστορία̋ και Αρχαιολογία̋ του Α.Π.Θ. δεν υποδηλώνει αναγκαστικά αποδοχή των γνωµών του συγγραφέα» [N. 5343/1932, άρθρο 202, § 2]. Στου̋ γονεί̋ µου Ανασκαφική Μεθοδολογία και Σχεδιασµό̋ Πληροφοριακού Συστήµατο̋ για τη ∆ιαχείριση Αρχαιολογικών Τεκµηρίων Περιεχόµενα Κατάλογο̋ Εικόνων Κατάλογο̋ Πινάκων Συντοµογραφίε̋ Πρόλογο̋ 1. Εισαγωγή v xiv xv xix 1 1.1 Ερευνητικό υπόβαθρο 1 1.2 Συµβολή τη̋ διατριβή̋ 2 1.3 ∆ιάρθρωση κεφαλαίων διατριβή̋ 4 2. Η ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία 2.1 Ανασκαφική διαδικασία 2.2 Αρχαιολογικά δεδοµένα και θεωρία τη̋ έρευνα̋ 7 8 11 2.2.1 Πολιτισµική Ιστορία 12 2.2.2 ∆ιαδικαστική προσέγγιση 12 2.2.3 Μεταδιαδικαστική θεώρηση 14 2.2.4 Η συζήτηση στην Ελλάδα 19 2.3 Ανασκαφικέ̋ τεχνικέ̋ 19 2.4 Ανασκαφική τεκµηρίωση 27 2.5 Ανασκαφικά µέσα τεκµηρίωση̋ 30 2.6 Ψηφιακά µέσα και ανασκαφική πρακτική 37 3. Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα 45 3.1 ∆ιαχείριση λεκτική̋ πληροφορία̋ 47 3.2 Ενσωµάτωση χωρική̋ πληροφορία̋ 52 3.3 Ενσωµάτωση φωτογραφικών απεικονίσεων 54 3.4 Εφαρµογέ̋ στρωµατογραφική̋ ανάλυση̋ 56 3.5 Ενσωµάτωση αναλυτική̋ λειτουργικότητα̋ 59 3.6 ∆ιασύνδεση ανασκαφικών δεδοµένων 60 3.7 Συγκρότηση πληροφοριακών συστηµάτων 62 3.8 Εφαρµογέ̋ Συστηµάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών 69 3.9 Η ψηφιακή τεχνολογία στην ελληνική ανασκαφή 76 3.10 Κριτική και προοπτικέ̋ 79 4 . Μεθοδολογία ανάπτυξη̋ πληροφοριακών συστηµάτων 85 4.1 Αναπαράσταση τη̋ πραγµατικότητα̋ 86 4.2 Μοντέλα δεδοµένων 88 4.3 Αρχιτεκτονική Συστηµάτων Βάσεων ∆εδοµένων 90 4.4 Η Αντικειµενοστρέφεια στην τεχνολογία λογισµικού 93 4.4.1 Βασικέ̋ έννοιε̋ αντικειµενοστρέφεια̋ 93 4.4.2 Αντικειµενοστρεφή̋ ανάπτυξη πληροφοριακών συστηµάτων 95 4.5 Στάδια ανάπτυξη̋ πληροφοριακών συστηµάτων 4.6 Σύνοψη 5. Ανάλυση πεδίου εφαρµογή̋ 5.1 Το ανασκαφικό πρόγραµµα Παλιαµπέλων Κολινδρού 98 101 103 103 5.1.1 Ερευνητικοί στόχοι 104 5.1.2 Ιστορικό έρευνα̋ 105 5.1.3 Προκαταρκτικά αποτελέσµατα 107 5.2 Αναλυτική διαδικασία 110 5.3 Ανάλυση ανασκαφική̋ έρευνα̋ 112 5.3.1 Ανασκαφική τεκµηρίωση 113 5.3.2 Στρωµατογραφική ανάλυση 123 5.3.3 Εργαστηριακή µελέτη 125 5.3.4 Σύνθεση και επικοινωνία αποτελεσµάτων 128 5.4 Ευκαιρίε̋ βελτίωση̋ τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ 128 5.5 Ιδέα συστήµατο̋ 130 6. Τεχνολογία εφαρµογή̋ 135 6.1 Ζητήµατα χρήση̋ ΣΓΠ στην ανασκαφική έρευνα 136 6.2 Οργάνωση θεµατικών δεδοµένων 139 6.2.1 Κατηγοριοποίηση αρχαιολογικών δεδοµένων 139 6.2.2 Οντολογική περιγραφή δεδοµένων 145 6.2.3 Σηµασιολογική προτυποποίηση αρχαιολογικών δεδοµένων 146 6.3 Οργάνωση χωρικών δεδοµένων 150 6.3.1 ∆ιαχείριση χωρικών δεδοµένων στα ΣΓΠ 150 6.3.2 Οπτικοποίηση χωρικών δεδοµένων 154 6.3.3 Τρισδιάστατη οπτικοποίηση χωρικών αρχαιολογικών δεδοµένων 6.3.4 Προτυποποίηση χωρικών αρχαιολογικών δεδοµένων 6.4 Οργάνωση χρονικών δεδοµένων 162 165 6.4.1 Ενσωµάτωση χρονικών δεδοµένων στα ΣΓΠ 166 6.4.2 Χρονικό̋ συλλογισµό̋ στην αρχαιολογική έρευνα 171 6.4.3 Απόδοση χρονικών αρχαιολογικών δεδοµένων 176 6.4.4 Προτυποποίηση χρονικών αρχαιολογικών δεδοµένων 180 6.5 Συµπεράσµατα 7. Σχεδιασµό̋ συστήµατο̋ 7.1 Σχεδίαση εννοιολογικού µοντέλου δεδοµένων ii 157 181 185 186 7.1.1 Θεµατικέ̋ κλάσει̋ 186 7.1.2 Κλάσει̋ συνάθροιση̋ 193 7.1.3 Χωρικέ̋ κλάσει̋ 195 7.1.4 Χρονικέ̋ κλάσει̋ 197 7.1.5 Συνολικό µοντέλο 199 Περιεχόµενα 7.2 Σηµασιολογική προτυποποίηση µοντέλου δεδοµένων 7.3 Καθορισµό̋ λειτουργιών συστήµατο̋ 200 207 7.3.1 Χρήστε̋ συστήµατο̋ 208 7.3.2 Περιπτώσει̋ χρήση̋ συστήµατο̋ 209 7.4 Σύνοψη 8. Σχεδίαση Σχεδίαση λογικού µοντέλου δεδοµένων 8.1 Πλατφόρµα υλοποίηση̋ 212 213 213 8.1.1 H Γεωβάση του ArcGIS 214 8.1.2 Αρχιτεκτονική τη̋ γεωβάση̋ 215 8.1.3 ∆ιαχείριση δεδοµένων γεωβάση̋ 217 8.2 Σύνθεση λογικού µοντέλου δεδοµένων 217 8.2.1 Απόδοση θεµατικών δεδοµένων 218 8.2.2 Απόδοση χωρικών δεδοµένων 219 8.2.3 Ορισµό̋ συστήµατο̋ γεωγραφική̋ αναφορά̋ 222 8.2.4 Απόδοση χρονικών δεδοµένων 223 8.2.5 Ορισµό̋ υποτύπων 225 8.2.6 Ορισµό̋ χαρακτηριστικών και τοµέων ιδιοτήτων 225 8.2.7 Απόδοση συσχετίσεων 229 8.2.8 Πρόσθετα στοιχεία µοντελοποίηση̋ 230 8.3 Σύνοψη 9. Υλοποίηση συστήµατο̋ 231 233 9.1 Υλοποίηση φυσικού µοντέλου δεδοµένων 233 9.2 Γεωγραφική προτυποποίηση 237 9.3 Εισαγωγή δεδοµένων στη γεωβάση 238 9.3.1. Εισαγωγή θεµατικών δεδοµένων 238 9.3.2. Εισαγωγή χωρικών δεδοµένων 241 9.3.3. Συνοδευτικά δεδοµένα 247 9.4 Πρότυπα λειτουργικά προγράµµατα 249 9.5 Σύνοψη 252 10. Λειτουργικότητα συστήµατο̋ 255 10.1 Απεικόνιση δεδοµένων 256 10.2 ∆ιερεύνηση δεδοµένων 260 10.3 Αναζήτηση και επιλογή δεδοµένων 267 10.4 Στρωµατογραφική οµαδοποίηση 271 10.5 Μεταφορά δεδοµένων 274 10.6 ∆ηµιουργία αναφορών 276 10.7 Σύνοψη 278 11. Συµπεράσµατα και προοπτικέ̋ 279 Βιβλιογραφία 287 Κατάλογο̋ διαδικτυακών διευθύνσεων 307 iii Παράρτηµα Α’ Α Προσχέδια εννοιολογική̋ µοντελοποίηση̋ 309 Παράρτηµα Β’ Β Σηµασιολογική προτυποποίηση 313 Παράρτηµα Γ’ Γ Παραδείγµατα περιπτώσεων χρήση̋ 329 Παράρτηµα ∆’ ∆ Πίνακε̋ γεωβάση̋ ArcGIS 337 Παράρτηµα Ε’ Ε Μοντέλα δεδοµένων συστήµατο̋ 339 Παράρτηµα ΣΤ’ ΣΤ Παραδείγµατα γεωγραφική̋ προτυποποίηση̋ 347 Παράρτηµα Ζ’ Ζ Αναφορά δεδοµένων βάση̋ 359 iv Κατάλογο̋ εικόνων Κεφάλαιο 2 2.1 Η ερµηνευτική σπείρα κατά την ανασκαφική συλλογιστική. 2.2 Απεικόνιση τη̋ φυσική̋ στρωµατογραφία̋ (Α), 16 των τεχνητών ανασκαφικών επιπέδων (Β) και τη̋ διάκριση̋ των αρχαιολογικών στρωµάτων µε την τεχνική τη̋ διάταξη̋ 21 τύπων κεραµική̋ (Γ) στη θέση Pachacamac στο Περού. 2.3 Οι ανασκαφέ̋ του Wheeler στο Maiden Castle. ∆ιακρίνεται η 22 διάταξη των ανασκαφικών σκαµµάτων. 2.4 Οι ανασκαφέ̋ του Barker στο Winchester. Η ανασκαφή εκτείνεται σε όλη την έκταση τη̋ θέση̋ χωρί̋ την 23 παρεµβολή σταθερών µαρτύρων. 2.5 ∆ελτίο ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ από το µουσείο του 32 Λονδίνου. 2.6 Σχεδιαστική αποτύπωση του κτηρίου 10 από την περιοχή τη̋ 33 κορυφή̋ στην ανασκαφή του Çatalhöyük. 2.7 Φωτογραφική αποτύπωση του κτηρίου 10 από την περιοχή 34 τη̋ κορυφή̋ στην ανασκαφή του Çatalhöyük. 2.8 Η απεικόνιση τη̋ ανασκαφή̋ στην περιοχή τη̋ κορυφή̋ από 35 το Çatalhöyük µε χρήση του διαγράµµατο̋ ακολουθία̋. 2.9 Η ενσωµάτωση τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ στην ερµηνευτική 41 διαδικασία. Κεφάλαιο 3 3.1 Οι παράλληλε̋ εξελίξει̋ στην ψηφιακή τεχνολογία και την 46 αρχαιολογική θεωρία. 3.2 Επίπεδη βάση δεδοµένων µε στοιχεία για ανασκαφικέ̋ φωτογραφικέ̋ λήψει̋ σε οριοθετηµένο κείµενο (α) και σε 48 µορφή πίνακα (β). 3.3 ∆ελτίο καταγραφή̋ ευρηµάτων από το πρόγραµµα 51 Re:discovery. 3.4 Απεικόνιση τρισδιάστατων ανασκαφικών πλαισίων µε το 54 πρόγραµµα DigDug. 3.5 Τρισδιάστατο µοντέλο αρχαιολογική̋ επιφάνεια̋ βασισµένο σε νέφο̋ σηµείων και επενδυµένο µε φωτογραφία στο πρόγραµµα Riscan Pro. 55 3.6 Το πρόγραµµα ArchEd. 57 3.7 Απεικόνιση διαγράµµατο̋ ακολουθία̋ µε το πρόγραµµα Jnet 57 σε Η/Υ τσέπη̋. 3.8 Εισαγωγή δεδοµένων απεικόνιση για κάθε στρώµα (αριστερά) και διαγράµµατο̋ ακολουθία̋ (δεξιά) στο πρόγραµµα Stratify. 3.9 58 ∆ελτίο ανασκαφική̋ ενότητα̋ και συνοδευτικό διάγραµµα ακολουθία̋ από το σύστηµα PetraData. 61 3.10 Ενδεικτική εγγραφή από τη δικτυακή βάση δεδοµένων τη̋ 62 ανασκαφή̋ στο Çatalhüyük. 3.11 Το πρόγραµµα ArchaeoCAD: α) το περιβάλλον βάσεων 63 δεδοµένων, β) το περιβάλλον σχεδίαση̋. 3.12 Το πρόγραµµα Proleg Stratigraf: το περιβάλλον απεικόνιση̋ διαγράµµατο̋ ακολουθία̋ και συσχέτιση µε σχέδιο CAD (επάνω), ο πίνακα̋ περιεχοµένων τη̋ βάση̋ και ενδεικτική εγγραφή (κάτω). 3.13 Τρισδιάστατη 64 απεικόνιση ανασκαφική̋ ενότητα̋ στο πρόγραµµα Sidgeipa. 3.14 65 Το πρόγραµµα IADB: α) καρτέλα εισαγωγή̋ δεδοµένων, β) σχεδιαστική απεικόνιση επιλεγµένη̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋, γ) απεικόνιση διαγράµµατο̋ ακολουθία̋, και δ) διατύπωση ερωτήµατο̋ στη βάση. 66 3.15 Το πρόγραµµα ArchaeoPackPro! 68 3.16 Τρισδιάστατη απεικόνιση αρχιτεκτονικών λειψάνων και ανασκαφικών στρωµάτων στο σύστηµα 3D Murale. 3.17 69 Χρήση εµπορικού ΣΓΠ για την απεικόνιση συγκεντρώσεων κεραµική̋ στη θέση Shepton Mallet. 3.18 Γραφικό περιβάλλον τη̋ 71 εφαρµογή̋ διαχείριση̋ των δεδοµένων από την ανασκαφή του West Heslerton. Οι σχεδιαστικέ̋ απεικονίσει̋ βασίζονται στο πρόγραµµα GSys. 72 3.19 Το πρόγραµµα OpenArcheo. 73 3.20 Περιβάλλον εργασία̋ στο πρόγραµµα Intrasis. 74 3.21 Περιήγηση χρήστη στο σύστηµα Archave και οπτική διερεύνηση διασπορά̋ ανασκαφικών ευρηµάτων. 3.22 75 Το Πρόγραµµα Runsect: α) πρώτη έκδοση σε περιβάλλον MSDOS, β) δεύτερη έκδοση σε περιβάλλον CAD. 3.23 76 Τρισδιάστατη απεικόνιση αρχαιολογικών καταλοίπων µε χρήση χρονικών περιορισµών. 77 3.24 Το πρόγραµµα Αρχαιόραµα. 78 3.25 Καταχώρηση µνηµείου στον Πολέµωνα. 79 Κεφάλαιο 4 4.1 Η µετάβαση από την πραγµατικότητα στο ψηφιακό αντίτυπο µέσα από τη διαδικασία µοντελοποίηση̋. 90 4.2 Η αρχιτεκτονική των τριών επιπέδων κατά ANSI-SPARC. 91 4.3 Εκτεταµένο Μοντέλο Οντοτήτων-Συσχετίσεων µε επίκεντρο τα ευρήµατα µια̋ ανασκαφή̋. Η ένδειξη ISA αναφέρεται σε σχέση κατηγορία̋-υποκατηγορία̋. 4.4 Προσαρµογή παραδείγµατο̋ εικόνα̋ 4.3 στο αντικειµενοστρεφέ̋ 4.5 vi 92 µοντέλο σύµφωνα µε τη γλώσσα ορισµού αντικειµένων ODL. 92 Βασικά γραφικά συστατικά ενό̋ διαγράµµατο̋ χρήση̋. 96 Κατάλογο̋ εικόνων 4.6 Βασικά γραφικά συστατικά ενό̋ διαγράµµατο̋ κλάσεων. 97 4.7 Προσαρµογή παραδείγµατο̋ εικόνα̋ 4.3 στο πρότυπο UML. Περιλαµβάνονται παραδείγµατα µεθόδων. 4.8 97 Κύριε̋ φάσει̋ κατά την αντικειµενοστρεφή ανάπτυξη ενό̋ Σ∆Β∆. 101 Κεφάλαιο 5 5.1 Άποψη τη̋ αρχαιολογική̋ θέση̋ στα Παλιάµπελα Κολινδρού από νοτιοανατολικά. Στο βάθο̋ διακρίνεται το σύγχρονο χωριό. 5.2 106 Χάρτη̋ µε τα σηµεία των γεωτρήσεων και τα τετράγωνα δειγµατοληψία̋ µε ένδειξη παρουσία̋ κεραµικού υλικού. Στο υπόβαθρο διακρίνονται οι υποκείµενε̋ κατασκευέ̋ σύµφωνα µε τη γεωµαγνητική διασκόπηση. 5.3 Η θέση στα Παλιάµπελα 106 Κολινδρού. ∆ιακρίνονται τα στέγαστρα των επιµέρου̋ σηµείων διερεύνηση̋. 5.4 Τµήµατα τάφρων και λακκοειδεί̋ 107 κατασκευέ̋ τη̋ Αρχαιότερη̋ Νεολιθική̋ προ̋ τα βόρεια τη̋ θέση̋. 5.5 108 Οικιστικά κατάλοιπα τη̋ Μέση̋ Νεολιθική̋ στην κορυφή τη̋ θέση̋. 5.6 108 Λείψανα τη̋ Μέση̋ και Νεότερη̋ Νεολιθική̋ στο νότιο τοµέα. 109 5.7 Χαρακτηριστικά ευρήµατα από την ανασκαφή Παλιαµπέλων. 109 5.8 Συνέντευξη µε το συν-διευθυντή τη̋ ανασκαφή̋ Paul Halstead για τι̋ ιδιαιτερότητε̋ τη̋ οργάνωση̋ τη̋ πληροφορία̋ που σχετίζεται µε το βιοαρχαιολογικό υλικό. 5.9 111 Σταδιακή αφαίρεση τη̋ επίχωση̋ ενό̋ λάκκου µε τη χρήση ανασκαφικών ενοτήτων. 5.10 Συµπληρωµένο δελτίο 114 ανασκαφική̋ ενότητα̋ από την ανασκαφή Παλιαµπέλων. 5.11 115 Συµπληρωµένα δελτία από την ανασκαφή Παλιαµπέλων: α) δελτίο επίπλευση̋ και β) δελτίο ξερού υπολοίπου. 5.12 Χειρόγραφε̋ σηµειώσει̋ για τα περιεχόµενα 117 µια̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋ σε κεραµική (αριστερά) και όστρεα (δεξιά). 118 5.13 Ενδεικτικέ̋ βάσει̋ δεδοµένων για επιµέρου̋ χρήσει̋. 119 5.14 Συµπληρωµένο δελτίο ΑΕΧ από την ανασκαφή Παλιαµπέλων. 120 5.15 Τα στάδια τη̋ ψηφιακή̋ σχεδιαστική̋ αποτύπωση̋ του ανασκαφικού χώρου στην ανασκαφή Παλιαµπέλων. 5.16 Φωτογραµµετρική αποτύπωση και τελικό ψηφιακό σχέδιο στρωµατογραφία̋ από την ανασκαφή Παλιαµπέλων. 5.17 121 Συνδυασµό̋ στρωµατογραφία̋ και 122 αλληλουχία̋ ανασκαφικών ενοτήτων µε τη χρήση του προγράµµατο̋ Runsect 2. 124 vii 5.18 Συγκολληµένα και συµπληρωµένα αγγεία (Α) και σχεδιαστική απεικόνιση ειδωλίου (Β) από την ανασκαφή Παλιαµπέλων 126 5.19 Στατιστική ανάλυση κατηγοριών κεραµική̋ µε τη χρήση SPSS. 127 5.20 ∆ιάγραµµα περιπτώσεων χρήση̋ για την ανασκαφική διαδικασία. 130 Κεφάλαιο 6 6.1 Οι συσχετισµοί ανάµεσα στου̋ επιστηµονικού̋ κλάδου̋ που εµπλέκονται στην ψηφιακή προσέγγιση τη̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋. 138 6.2 Βασικέ̋ έννοιε̋ και σχέσει̋ του προτύπου CIDOC-CRM. 148 6.3 Περιγραφή τη̋ κατηγορία̋ “Archaeological Culture” µε χρήση φυσική̋ γλώσσα̋. 6.4 149 ∆ιαγραµµατική απεικόνιση των βασικών εννοιών “χωρική µονάδα”, “παρατήρηση”, “ιδιότητα” και των µεταξύ του̋ σχέσεων στο πρότυπο ArchaeoML. 149 6.5 Αρχιτεκτονικέ̋ προσεγγίσει̋ στην ανάπτυξη ΣΓΠ. 151 6.6 Θεµατική οργάνωση δεδοµένων για το Μεξικό. Από κάτω προ̋ τα επάνω διακρίνονται οι επαρχίε̋, τα ποτάµια, το οδικό δίκτυο και οι σηµαντικότερε̋ πόλει̋. 6.7 152 Απεικόνιση δρόµου στο διανυσµατικό και το ψηφιδωτό χωρικό πρότυπο. Στην επάνω σειρά ο δρόµο̋ απεικονίζεται µε ακρίβεια 11, 22 και 33 κόµβου̋, ενώ κάτω µε ψηφίδε̋ διαστάσεων 15, 10 και 5 µ. 6.8 153 ∆ιακριτή και συνεχή̋ απεικόνιση γεωγραφικών οντοτήτων στα ΣΓΠ. 6.9 156 Τρισδιάστατη απεικόνιση αρχαιολογικών στρωµάτων µε χρήση voxel. 6.10 159 Χρήση στοιχειωδών στερεών για την κατασκευή σύνθετων γεωµετρικών µορφών µε τη µεθοδολογία τη̋ Συνθετική̋ Γεωµετρία̋ Στερεών. 6.11 Οπτικοποίηση 159 ανασκαµµένη̋ αρχιτεκτονική̋ κατασκευή̋ µέσω τη̋ µεθόδου̋ απεικόνιση̋ ορίων. 6.12 160 Κατασκευή ζώνη̋ επιρροή̋ µε βάση ένα τρισδιάστατο γραµµικό αντικείµενο. 6.13 Τρισδιάστατη απεικόνιση 161 ανασκαφικών στρωµάτων µε χρήση (α) 3∆ καννάβου και (β) επιφανειακών µοντέλων. 6.14 Παράδειγµα συλλογισµού µε χωρική πληροφορία κατά το πρότυπο CIDOC-CRM. 6.15 165 Οι πιθανέ̋ σχέσει̋ µεταξύ χρονικών διαστηµάτων κατά Allen. Για την αντιστοίχηση των όρων στα ελληνικά χρησιµοποιήθηκαν έννοιε̋ του προτύπου CIDOC-CRM. 6.16 167 Απόδοση χρονική̋ µεταβολή̋ µε στιγµιότυπα. Η χρονική απόσταση ανάµεσα του̋ δεν είναι απαραίτητα οµοιόµορφη. viii 162 168 Κατάλογο̋ εικόνων 6.17 Επέκταση αστικού ιστού σε αγροτική περιοχή. Κάθε πολύγωνο έχει διαφορετική ιστορία. 6.18 169 Κινούµενο̋ χάρτη̋ τη̋ πόλη̋ τη̋ Βαγδάτη̋. Το λευκό αντιπροσωπεύει την κατοικηµένη περιοχή τη̋ πόλη̋ και το µπλε περιοχέ̋ σε πορεία εγκατάλειψη̋: Κατασκευαστή̋: Ben Simons (VISLAB, Σίδνἐ). 6.19 169 α) Απεικόνιση πολιτισµική̋ εξάπλωση̋ στο χωρο-χρονικό κύβο, β) απεικόνιση χωρο-χρονικών πεδίων φοιτητική̋ δραστηριότητα̋ µε χρήση απτικών ψηφίδων στη διάρκεια τη̋ ηµέρα̋ στο Auckland τη̋ Ν. Ζηλανδία̋. 6.20 170 Γραφική απόδοση των χωρο-χρονικών σχέσεων µεταξύ πολιτισµών τη̋ ευρύτερη̋ περιοχή̋ του ∆ούναβη από τον Gordon Childe. 6.21 173 ∆ιαφορετικά είδη αρχαιολογικού χρόνου που αναφέρονται στη κλίµακα διαστήµατο̋ και οι επιπτώσει̋ του̋ στο χρονικό συλλογισµό. 6.22 Τακτικό̋ 177 αρχαιολογικό̋ χρόνο̋ µε βάση τη στρωµατογραφική πληροφορία. 6.23 177 Παράδειγµα συλλογισµού µε χρονική πληροφορία κατά το πρότυπο CIDOC-CRM. 6.24 6.25 Το τριαδικό µοντέλο 181 ερωτηµάτων σχετικά µε τα χαρακτηριστικά των γεωγραφικών οντοτήτων. 183 Σχηµατική απεικόνιση του µοντέλου τη̋ πυραµίδα̋. 184 Κεφάλαιο 7 7.1 Η κλάση τη̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋ και τα χαρακτηριστικά που περιλαµβάνει. 7.2 Περιγραφή των µαζικών ευρηµάτων µια̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋. 7.3 188 Περιγραφή των µεµονωµένων ευρηµάτων µια̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋. 7.4 187 188 Περιγραφή και συσχετισµοί µεταξύ των διαφορετικών τύπων δείγµατο̋ στην ανασκαφή. 189 7.5 Η κλάση ΑΕΧ και η σχέση τη̋ µε την ανασκαφική ενότητα. 190 7.6 Ο ανασκαφικό̋ τοµέα̋ και οι επιµέρου̋ σχέσει̋ στι̋ οποίε̋ µετέχει. 190 7.7 Οι κλάσει̋ στρωµατογραφική̋ τοµή̋ και ενότητα̋. 191 7.8 Η κλάση τη̋ ανασκαφική̋ φωτογραφία̋. 191 7.9 Η κλάση του ανασκαφικού σχεδίου. 192 7.10 Συνολική άποψη των βασικών κλάσεων του µοντέλου. 192 7.11 Κλάσει̋ συνάθροιση̋ κατά τη στρωµατογραφική µελέτη. 193 7.12 Συνολική άποψη των θεµατικών κλάσεων και των µεταξύ του̋ συσχετίσεων. 7.13 194 Η κλάση του δράστη και οι σχέσει̋ µε άλλε̋ κλάσει̋ του µοντέλου. 195 ix 197 7.14 Οι βασικέ̋ χωρικέ̋ κλάσει̋ του µοντέλου. 7.15 Απόδοση χρονολογικού συλλογισµού µε χρονοσήµατα και 199 συσχετισµού̋. 7.16 Απόδοση τη̋ κλάση̋ Ανασκαφική Ενότητα σύµφωνα µε το τριαδικό µοντέλο. 7.17 200 Απεικόνιση τη̋ αντιστοίχηση̋ των θεµατικών κλάσεων και των µεταξύ του̋ συσχετισµών στο πρότυπο CIDOC-CRM. 7.18 203 Απεικόνιση τη̋ αντιστοίχηση̋ των θεµατικών κλάσεων και των συσχετισµών του̋ µε τη χωρική αναπαράσταση στο πρότυπο CIDOC-CRM. 7.19 204 Απεικόνιση των συσχετισµών µεταξύ των δραστηριοτήτων τεκµηρίωση̋ και των κλάσεων αρχαιολογική̋ παρατήρηση̋ στο πρότυπο CIDOC-CRM. 7.20 205 Απεικόνιση των συσχετισµών µεταξύ των δραστηριοτήτων δηµιουργία̋ και των σχετικών κλάσεων στο πρότυπο CIDOCCRM. 7.21 206 Απεικόνιση των τακτικών χρονολογικών συσχετισµών µεταξύ των ανασκαφικών κλάσεων στο πρότυπο CIDOC-CRM. 7.22 ∆ιάγραµµα περιπτώσεων χρήση̋ του 207 συστήµατο̋ ανασκαφή̋. 211 Κεφάλαιο 8 8.1 Συµβολισµό̋ τη̋ κλάση̋ αντικειµένων του ArcGIS. 8.2 Σύνδεση των θεµατικών κλάσεων του 218 εννοιολογικού 219 µοντέλου µε τη γενική κλάση αντικειµένων του ArcGIS. 8.3 Σύνδεση θεµατικών κλάσεων µοντέλου µε τη συλλογή χωρικών δεδοµένων. 220 8.4 Συµβολισµό̋ τη̋ κλάση̋ µορφώµατο̋ του ArcGIS. 221 8.5 Σύνδεση χωρικών κλάσεων µε τη γενική κλάση µορφώµατο̋. 221 8.6 Οργάνωση χρονική̋ πληροφορία̋ που σχετίζεται µε την τεκµηρίωση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋. 224 8.7 Οργάνωση χρονολογική̋ πληροφορία̋. 224 8.8 Οργάνωση στρωµατογραφική̋ πληροφορία̋. 225 8.9 Παράδειγµα χρήση̋ υποτύπων για την αποθήκευση χρονολογική̋ πληροφορία̋ για διαφορετικέ̋ κλάσει̋ του 226 µοντέλου. 8.10 ∆ιαφοροποίηση ορισµού τύπων δεδοµένων µεταξύ εννοιολογικού και λογικού µοντέλου. 8.11 Απόδοση σηµασιολογικών εννοιών µε χρήση στερεοτύπων και τιµών ετικετών. 8.12 228 Παράδειγµα καθορισµού διαφορετικών συσχετίσεων µεταξύ κλάσεων. x 228 Παράδειγµα καθορισµού κωδικοποιηµένων τιµών (επάνω) και τιµών εύρου̋ για συγκεκριµένα χαρακτηριστικά. 8.13 226 229 Κατάλογο̋ εικόνων Κεφάλαιο 9 234 9.1 Εξαγωγή λογικού µοντέλου σε αρχείο XMI. 9.2 Επαλήθευση του εξαγόµενου αρχείου µε τη χρήση του εργαλείου Semantics Checker. Στο κέντρο εµφανίζεται αναφορά τη̋ διαδικασία̋ όπου σηµειώνονται τα λάθη του µοντέλου. 9.3 234 Εισαγωγή τη̋ πληροφορία̋ του αρχείου XMI στη βάση δεδοµένων µε το εργαλείο Schema Wizard. 9.4 Στάδια καθορισµού παραµέτρων τη̋ 235 δηµιουργία̋ του φυσικού σχήµατο̋ µε το εργαλείο Schema Wizard. 9.5 Τελική µορφή τη̋ γεωβάση̋ µετά την εισαγωγή 235 του σχήµατο̋. 236 9.6 Εργαλείο εξαγωγή̋ του φυσικού σχήµατο̋ τη̋ βάση̋ σε XML. 236 9.7 Εργαλείο εισαγωγή̋ γεωγραφικών µεταδεδοµένων σύµφωνα µε το ISO 19115. 237 9.8 Κύρια φόρµα περιβάλλοντο̋ καταγραφή̋. 239 9.9 Φόρµα καταγραφή̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋. 240 9.10 Φόρµα καταγραφή̋ αρχαιολογικού στρώµατο̋. 241 9.11 Αντικείµενα τη̋ χωρική̋ κλάση̋ Finds. 242 9.12 Αντικείµενα τη̋ χωρική̋ κλάση̋ SiteTrenches επάνω στο ψηφιακό µοντέλο εδάφου̋ τη̋ θέση̋. 242 9.13 Αντικείµενα τη̋ χωρική̋ κλάση̋ ExcavationUnits. 243 9.14 Αντικείµενα τη̋ χωρική̋ κλάση̋ Drawings και συνοδευτική 3∆ απεικόνιση του φωτοµωσἀκού τη̋ περιοχή̋ του σχεδίου. 9.15 Αντικείµενα τη̋ χωρική̋ κλάση̋ SectionLayers 244 και φωτογραφία του σχεδίου που αποτέλεσε τη βάση τη̋ ψηφιοποίηση̋. 9.16 245 Αντικείµενα τη̋ χωρική̋ κλάση̋ SectionUnits. Σε διαφάνεια εικονίζονται ενδεικτικέ̋ ανασκαφικέ̋ ενότητε̋. 9.17 245 Αντικείµενο τη̋ χωρική̋ κλάση̋ Features και φωτογραφία που εικονίζει το πραγµατικό ΑΕΧ. 9.18 246 Εισαγωγή χωρικών δεδοµένων µέσω τη̋ ενεργοποίηση̋ του εργαλείου Load Data από το ArcCatalog. 9.19 Σύγχρονα χωρικά δεδοµένα από 247 την περιοχή των Παλιαµπέλων. 248 9.20 Απεικόνιση των δεδοµένων τη̋ επιφανειακή̋ έρευνα̋. 248 9.21 3∆ χωρική αναζήτηση λίθινων ευρηµάτων σε ακτίνα 1 µέτρου από επιλεγµένο εύρηµα. 250 9.22 ∆ηµιουργία στρωµατογραφική̋ οµάδα̋. 251 9.23 ∆ηµιουργία χρονικού διαγράµµατο̋ µε βάση τι̋ χρονικέ̋ τιµέ̋ των εικονιζόµενων ανασκαφικών ενοτήτων. 251 xi Κεφάλαιο 10 10.1 Άποψη τη̋ τάφρου στη διάρκεια τη̋ ανασκαφή̋. 256 10.2 Απεικόνιση δεδοµένων στο περιβάλλον ArcScene. 257 10.3 Σύνδεση χωρική̋ και θεµατική̋ κλάση̋ µε βάση την προκαθορισµένη σχέση. 10.4 257 ∆ιατύπωση ερωτήµατο̋ ορισµού (definition query) µε χρήση SQL. 10.5 258 Αλλαγή εστίαση̋ και οπτική̋ γωνία̋ µε τα εργαλεία πλοήγηση̋. 258 10.6 Αλλαγή συµβολισµού των εικονιζόµενων κλάσεων. 259 10.7 Αποεπιλογή τη̋ κλάση̋ ExcavationUnits από τον πίνακα περιεχοµένων για να εικονιστούν τα ευρήµατα των τοµών. 10.8 Εισαγωγή δεδοµένων ψηφιδωτού για τι̋ παρειέ̋ και ανασκαφικά σχέδια των τοµέων 6 και 21. 10.9 259 260 Ταυτοποίηση του ΑΕΧ τη̋ τάφρου και διερεύνηση των επιµέρου̋ χαρακτηριστικών του µεταξύ των οποίων φωτογραφικέ̋ και σχεδιαστικέ̋ απεικονίσει̋. 260 10.10 Περιορισµό̋ απεικόνιση̋ των ανασκαφικών ενοτήτων στι̋ περιπτώσει̋ που σχετίζονται µε την τάφρο (ΑΕΧ 626). 261 10.11 Απεικόνιση ανασκαφικών ενοτήτων µε βάση τα ανασκαφικά στρώµατα και αντιπαραβολή µε τη φυσική στρωµατογραφία που εικονίζεται σε διαφάνεια 60%. 262 10.12 Προβληµατικά σηµεία στρωµατογραφική̋ αντιπαραβολή̋. 262 10.13 Ταξινόµηση ανασκαφικών ενοτήτων µε βάση το χρώµα τη̋ επίχωση̋ στην κλίµακα Munsell. 263 10.14 Ταξινόµηση ανασκαφικών ενοτήτων µε βάση την υφή τη̋ επίχωση̋. 10.15 Συσχέτιση 264 πυκνότητα̋ ανασκαφική ενότητα̋ λίθινων σε εγκλεισµάτων (αριστερά) µε τιµέ̋ κάθε µαγνητική̋ επιδεκτικότητα̋ (δεξιά). 10.16 Αναζήτηση του ανασκαφικών όρου 265 “clay” ενοτήτων στον και πίνακα τιµών επιστροφή των λίστα̋ αποτελεσµάτων. 265 10.17 Απεικόνιση πυκνότητα̋ οστρέων τύπου “C. glaucum” για κάθε ανασκαφική ενότητα. 266 10.18 Παραβολική απεικόνιση (Exploded view) των επιχώσεων τη̋ φυσική̋ στρωµατογραφία̋ και σχετική οµαδοποίηση των ανασκαφικών ενοτήτων. 267 10.19 Απεικόνιση των σχεδίων και αντίστοιχων φωτοµωσἀκών εκατέρωθεν τη̋ τάφρου. Επιλεγµένα σύµβολα διακρίνουν τα επιµέρου̋ αντικείµενα που απεικονίζονται στα σχέδια. 10.20 Χρονολογική ταξινόµηση των ανασκαφικών 268 ενοτήτων χρησιµοποιώντα̋ πολλαπλέ̋ χρονικέ̋ τιµέ̋. 269 10.21 Επιλογή ανασκαφικών ενοτήτων στι̋ οποίε̋ βρέθηκαν πόδια τράπεζα̋. xii 270 Κατάλογο̋ εικόνων 10.22 Επιλογή των ποδιών τράπεζα̋ που βρέθηκαν εντό̋ τη̋ τάφρου. 270 10.23 Επιλογή ευρηµάτων κεραµική̋ σε απόσταση 2µ. από τα πόδια τράπεζα̋ που βρέθηκαν εντό̋ τη̋ τάφρου. 271 10.24 ∆ηµιουργία ενό̋ νέου στρώµατο̋ και ένταξη επιλεγµένων ανασκαφικών ενοτήτων σε αυτό. 10.25 Τελική οµαδοποίηση των 272 ανασκαφικών ενοτήτων σε αρχαιολογικά στρώµατα. 10.26 Τοµέ̋ ανασκαφικών ενοτήτων 272 (πασοδιαγράµµατα) που αποδίδουν την πορεία των στρωµάτων στο εσωτερικό τη̋ τάφρου. 273 10.27 Απεικόνιση χαρακτηριστικών ευρύτερων στρωµατογραφικών οµάδων και ταυτοποίηση επιµέρου̋ ενοτήτων. 10.28 Επιλογή και εξαγωγή ευρηµάτων του στρώµατο̋ StrT6D1. 274 275 10.29 Εισαγωγή πίνακα µε πληροφορία παρουσία̋ καταλοίπων άνθρακα και σύνδεση µε την κλάση των δειγµάτων προ̋ απεικόνιση. 10.30 Οπτική ταξινόµηση µε βάση θεµατικά χαρακτηριστικά. 275 276 10.31 Σήµανση του αριθµού ευρήµατο̋ των ποδιών τράπεζα̋ µε τρισδιάστατε̋ ετικέτε̋. 10.32 Εξαγωγή απεικόνιση̋ στη µορφή φωτογραφία̋. 277 278 xiii Κατάλογο̋ Κατάλογο̋ Πινάκων 3.1 Κατηγορίε̋ αρχαιολογικού λογισµικού και γενικά χαρακτη81 ριστικά. 6.1 Βασικά πεδία µεταδεδοµένων του προτύπου 19115. 164 8.1 Σύνοψη χαρακτηριστικών των τύπων γεωβάση̋ του ArcGIS. 215 8.2 Παράµετροι ορισµού συστήµατο̋ HATT στο ArcGIS. 223 8.3 Ετικέτε̋ τιµών υλοποίηση̋. xiv που χρησιµοποιήθηκαν στο µοντέλο 227 Κατάλογο̋ Συντοµογραφιών ∆ιεθνεί̋ Συντοµογραφίε̋ rep:: Boundary representation B-rep C14: άνθρακα̋ 14 CAA: Computer Applications in Archaeology CAD: Computer Assisted Design CASE: Computer Assisted System Engineering CIDOCCIDOC -CRM: Comité International pour la DOCumentation - Conceptual Reference Model COM : Component Object Model CSG: Constructive Solid Geometry DBMS: Database Management System DTM: Digital Terrain Model EDA: Exploratory Data Analysis EPOCH: European Network of Excellence in Open Cultural Heritage ESRI: Environmental Systems Research Institute GDB: Geodatabase GIS: Geographic Information Systems GRASS GIS: Geographic Resources Analysis Support System HTTP: Hypertext Transfer Protocol ICOM: ICO M: International Council of Museums ISO: International Standards Association KB: Kilobyte MB: Megabyte MoLAS: Museum of London Archaeology Service MS: Microsoft OMG: Object Management Group OOAD: Object Oriented Analysis and Design P2P: Peer To Peer SQL: Structured Query Language SD: Spatial Database SPSS: Statistical Package for the Social Sciences TC: Technical Committee TIN: Triangulate Irregular Network TGIS: Temporal GIS UCL: University College London UML:: Unified Modelling Language (Ενοποιηµένη Γλώσσα Μοντελοποίηση̋) UML URL:: Uniform Resource Locator (Ενιαίο̋ Εντοπιστή̋ Πόρων) URL XML:: Extensible Markup Language (Επεκτάσιµη Γλώσσα Σήµανση̋) XML XMI:: XML Metadata Interchange XMI xvi Συντοµογραφίε̋ Ελληνικέ̋ Συντοµογραφίε̋ §: παράγραφο̋ 2∆/2D 2∆/2D: ∆ισδιάστατο̋ 3∆/3D 3∆/3 D: Τρισδιάστατο̋ ΑΕΜΘ: Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη ΑΕΧ: Ακίνητο Εύρηµα Χρήση̋ ΑΝ: Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο̋ ΑΠΘ: Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκη̋ Β∆: Βάση ∆εδοµένων ΓΒ: Γεωβάση ΕΛΟΤ: Ελληνικό̋ Οργανισµό̋ Τυποποίηση̋ Η/Υ: Ηλεκτρονικό̋ Υπολογιστή̋ ΜΝ: Μέση Νεολιθική περίοδο̋ ΝΝ: Νεότερη Νεολιθική περίοδο̋ ΣΒ∆: Σύστηµα Βάσεων ∆εδοµένων ΣΓΠ: Συστήµατα Γεωγραφικών Πληροφοριών Σ∆Β∆: Σύστηµα ∆ιαχείριση̋ Βάσεων ∆εδοµένων ΧΒ∆: Χωρική Βάση ∆εδοµένων ΧρΒ∆: Χρονική Βάση ∆εδοµένων ΧρΣΓΠ: Χρονικά ΣΓΠ ΨΜΕ: Ψηφιακά Μοντέλα Εδάφου̋ xvii Πρόλογο̋ Η παρούσα διδακτορική διατριβή συνοψίζει τι̋ ιδέε̋ και τι̋ εµπειρίε̋ µου αναφορικά µε το ζήτηµα τη̋ ψηφιακή̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ τα τελευταία πέντε χρόνια. Αποτελεί ταυτόχρονα το επιστέγασµα µια̋ πορεία̋ που ξεκίνησε αρκετά νωρίτερα, ήδη από το 2001, όταν πρωτοήρθα σε επαφή µε τι̋ εφαρµογέ̋ τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ και ιδιαίτερα την αρχαιολογική χρήση των Συστηµάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ), διεθνώ̋ γνωστά µε το ακρώνυµο GIS. Η προσέγγιση µου επιχείρησε να συνδυάσει θεωρητικέ̋, µεθοδολογικέ̋ και τεχνολογικέ̋ εξελίξει̋ σε πολλαπλού̋ γνωστικού̋ τοµεί̋ αποσκοπώντα̋ όχι µόνο σε θεωρητικέ̋ διαπιστώσει̋, αλλά και σε κάποιο πρακτικό αποτέλεσµα µε τη µορφή ενό̋ λειτουργικού ψηφιακού συστήµατο̋ για την ανασκαφική τεκµηρίωση. Το αρχαιολογικό πρόγραµµα των Παλιαµπέλων Κολινδρού, που συνιστά το παράδειγµα εφαρµογή̋, αποτελεί ξεχωριστό κοµµάτι τη̋ πορεία̋ µου, καθώ̋ φέτο̋ συµπληρώνεται µία δεκαετία συνεχού̋ επαφή̋ µε την αρχαιολογική θέση, το χωριό και του̋ κατοίκου̋ του. Η εργασία εντάχθηκε σε ερευνητικό πρόγραµµα, που συγχρηµατοδοτήθηκε κατά 75% από την Ευρωπἀκή Ένωση (Ευρωπἀκό Κοινωνικό Ταµείο) και κατά 25% από το Ελληνικό ∆ηµόσιο (Υπουργείο Ανάπτυξη̋ - Γενική Γραµµατεία Έρευνα̋ και Τεχνολογία̋), στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού προγράµµατο̋ «Ανταγωνιστικότητα» και ειδικότερα τη̋ δράση̋ «Πρόγραµµα Ενίσχυση̋ Ερευνητικού ∆υναµικού 2003». Το έργο αποτέλεσε µια διατµηµατική συνεργασία των τµηµάτων Ιστορία̋ και Αρχαιολογία̋, Αγρονόµων και Τοπογράφων Μηχανικών και Πληροφορική̋ του Αριστοτέλειου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκη̋. Το πρόγραµµα συντονίστηκε από τον καθηγητή Κώστα Κωτσάκη (Τµ. Ιστορία̋ και Αρχαιολογία̋) και συµµετείχαν οι καθηγητέ̋ Αλεξάνδρα Κουσουλάκου (Τµ. Αγρονόµων και Τοπογράφων Μηχανικών) και Ιωάννη̋ Μανωλόπουλο̋ (Τµ. Πληροφορική̋). Στην προσπάθεια συνεργάστηκε και ο Dr. Andrew Bevan από το Institute of Archaeology του πανεπιστηµίου University College London (UCL). Η εταιρεία VOYAGER Mobile Technologies παρείχε την απαιτούµενη τεχνική υποστήριξη για του̋ σκοπού̋ του έργου. Η συνεργασία των τριών τµηµάτων του Α.Π.Θ. εξασφάλισε την πολύπλευρη αντιµετώπιση του θέµατο̋ και τη συντονισµένη οργάνωση τη̋ έρευνα̋. Η συνδροµή των υπολοίπων φορέων προσέφερε την απαιτούµενη πρόσβαση σε πρόσθετο βιβλιογραφικό υλικό, την καίρια επιστηµονική παρακολούθηση, καθώ̋ και την κατάλληλη υλικοτεχνική υποδοµή µε τη διάθεση εργαστηρίων, λογισµικού και τεχνική̋ υποστήριξη̋. Στο πλαίσιο του συγκεκριµένου προγράµµατο̋ εκπονήθηκε, εκτό̋ από την παρούσα εργασία, η διδακτορική διατριβή µε τίτλο “Γεω-οπτικοποίηση Χωροχρονικών Αρχαιολογικών ∆εδοµένων” από τον υποψήφιο διδάκτορα, Σπύρο Τσιπίδη στο Τµήµα Αγρονόµων και Τοπογράφων Μηχανικών του Αριστοτέλειου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκη̋ (Α.Π.Θ.). Οι δύο διατριβέ̋ αντιµετώπισαν διακριτέ̋ πτυχέ̋ του ερευνητικού έργου, ωστόσο υπήρξε καθολική συνεργασία που αποτυπώνεται στο κείµενο τη̋ καθεµία̋. Προκειµένου ο αναγνώστη̋ να αποκτήσει µια πληρέστερη εικόνα του ερευνητικού εγχειρήµατο̋ συνιστάται η ανάγνωση και των δύο διατριβών, καθώ̋ επιµέρου̋ εξειδικευµένα θέµατα (π.χ. η µεθοδολογία κατασκευή̋ τρισδιάστατων ψηφιακών αντικειµένων) αντιµετωπίζονται εκτενέστερα στην αντίστοιχη εργασία. Χωρί̋ τη σύµπραξη του Σπύρου, στενού συνεργάτη, φίλου και συνοδοιπόρου από το 2001, όταν πρωτοήρθαµε σε επαφή µε τα ΣΓΠ στην Αρχαιολογία, η πραγµατοποίηση αυτή̋ τη̋ εργασία̋ θα ήταν απλώ̋ αδύνατη. Η κοινή προβληµατική, οι παράλληλε̋ εµπειρίε̋ και η συνεχή̋ αλληλοστήριξη υπήρξαν ουσιαστικοί παράγοντε̋ για την υπέρβαση των εµποδίων στην πορεία τη̋ έρευνα̋. Καθοριστική υπήρξε η καθοδήγηση και η συνεχή̋ ενθάρρυνση του καθηγητή πρὀστορική̋ απαραίτητα αρχαιολογία̋ εφόδια τη Κώστα συνολική Κωτσάκη, που προσπάθεια. υποστήριξε Πέρα από το µε όλα τα γεγονό̋ ότι εµπιστεύθηκε το συγκεκριµένο εγχείρηµα στο πρόσωπό µου, όλα αυτά τα χρόνια στάθηκε αληθινό̋ δάσκαλο̋ συµβάλλοντα̋ τόσο στη διαµόρφωση όσο και τη διαρκή επανεξέταση των ερευνητικών µου απόψεων. Ιδιαίτερα σηµαντική υπήρξε η έµπρακτη συνδροµή τη̋ καθηγήτρια̋ Αλεξάνδρα̋ Κουσουλάκου. Το ενδιαφέρον που έδειξε στη διάρκεια τη̋ έρευνα̋ και ο συνολικό̋ χρόνο̋ που αφιέρωσε για την παρακολούθησή τη̋ συνεισέφεραν σε µεγάλο βαθµό στην τελική µορφή τη̋ εργασία̋. Η εργασία οφείλει πλείστα και στον καθηγητή Ιωάννη Μανωλόπουλο για τι̋ περιεκτικέ̋ παρατηρήσει̋ και τι̋ καίριε̋ παρεµβάσει̋ του, οι οποίε̋ υποστήριξαν µεθοδολογικά το πληροφοριακό µέρο̋ τη̋ µελέτη̋ και συνάµα συνέβαλαν πρακτικά στην ολοκλήρωση τη̋ προσπάθεια̋. Ακόµη, ουσιαστική υπήρξε η συµβολή του φίλου και συνεργάτη Dr. Andrew Bevan, ω̋ προ̋ την επίλυση τεχνικών και µεθοδολογικών ζητηµάτων, αλλά και ω̋ προ̋ τη συνολικότερη βοήθεια που διέθεσε κατά το διάστηµα τη̋ παραµονή̋ µου στο Λονδίνο και κατά τι̋ επισκέψει̋ του στην Ελλάδα στη διάρκεια του προγράµµατο̋. Επίση̋, ο Dr. Martin Doerr από το Ίδρυµα Τεχνολογία̋ και Έρευνα̋ του Ηρακλείου Κρήτη̋ προσέφερε χρήσιµε̋ υποδείξει̋ σχετικά µε τη µεταχείριση του σηµασιολογικού προτύπου CIDOC-CRM, για τι̋ οποίε̋ αισθάνοµαι βαθιά υποχρεωµένο̋. Τέλο̋, ο καθηγητή̋ Κωνσταντίνο̋ Ταραµπάνη̋ παρείχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσω το µάθηµα “Ανάλυση και Σχεδιασµό̋ Πληροφοριακών Συστηµάτων” του ∆ιατµηµατικού Προγράµµατο̋ Μεταπτυχιακών Σπουδών στα Πληροφοριακά Συστήµατα του Πανεπιστηµίου Μακεδονία̋. Η διδασκαλία του επέτρεψε την κατανόηση τη̋ µεθοδολογία̋ ανάπτυξη̋ ενό̋ πληροφοριακού συστήµατο̋ και την διασάφηση των επιµέρου̋ παραµέτρων που σχετίζονται µε αυτή. Στο σηµείο αυτό, νιώθω την ανάγκη να αναφέρω και τον Γ. Χ. Χουρµουζιάδη για τον εµπνευσµένο τρόπο µε τον οποίο κατάφερε να κεντρίσει το ενδιαφέρον για τη xx Πρόλογο̋ διερεύνηση του παρελθόντο̋ σε ένα ευρύ κοινό φοιτητών αρχαιολογία̋, µεταξύ των οποίων βρέθηκα και εγώ. Ένα µεγάλο ευχαριστώ οφείλω σε όλου̋ του̋ συνεργάτε̋ του ανασκαφικού προγράµµατο̋ των Παλιαµπέλων Κολινδρού για τη διάθεσή του̋ να συµβάλλουν στην προσπάθεια µε επεξηγήσει̋, παρατηρήσει̋ και επισηµάνσει̋. Μεταξύ αυτών, ένα ιδιαίτερο ευχαριστώ στον καθ. Paul Halstead για την προθυµία του να µοιραστεί την εµπειρία και τι̋ γνώσει̋ του σχετικά µε την ανασκαφική διαδικασία. Επίση̋, στο Στράτο Νανόγλου για τι̋ θεωρητικέ̋ συζητήσει̋ πάνω στην Αρχαιολογία όλα τα προηγούµενα χρόνια και τι̋ χρήσιµε̋ διευκρινήσει̋ ω̋ προ̋ τι̋ µεθοδολογίε̋ ανασκαφή̋. Τέλο̋, στο Ferran Muñoz για τη συνεισφορά του στην καταγραφή στο πεδίο και εκτό̋ αυτού. Πέρα από του̋ συµµετέχοντε̋ στο πρόγραµµα σηµαντική αρωγή σε πρακτικά ζητήµατα, αλλά και ψυχολογική στήριξη προσέφεραν αρκετά σηµαντικά πρόσωπα στη ζωή µου. Ευχαριστώ ιδιαίτερα το Νίκο Βαλασιάδη και τη Ρένα Βεροπουλίδου για την παθιασµένη υποστήριξη τη̋ προσπάθεια̋ και την πολύµορφη συνδροµή του̋ σε διάφορα στάδια τη̋ διατριβή̋. Φυσικά, τον Κώστα Βενέτη για τη φιλολογική επιµέλεια µέρου̋ τη̋ διατριβή̋ και, σε συνδυασµό µε το Χρήστο Αυγέρο, για τι̋ “γόνιµε̋” συζητήσει̋ όλων αυτών των χρόνων. Επίση̋, του̋ Χρήστο Παπανικολάου, Χρυσόστοµο Ρούπα και Κώστα Μπουτσιούκη για τι̋ διεξόδου̋ που προσέφεραν όταν οι τάσει̋ µονοµανία̋ εντείνονταν επικίνδυνα. Ακόµη, τη Μαρία Φωτεινάκη για τι̋ ώρε̋ γέλιου και τα πορτρέτα τη̋. Τέλο̋, το Νίκο Καλογερά για τη διακριτικότητα και τα πεσκέσια του, καθώ̋ και του̋ One Drop για τη µουσική του̋ που συνόδευσε κατά µεγάλα διαστήµατα τη συγγραφική προσπάθεια. Όλο αυτό το διάστηµα δύο άνθρωποι αποτέλεσαν πραγµατικό στήριγµα για µένα. Ευχαριστώ ολόψυχα την Κατερίνα Καλογερά για τη συνεχή υποστήριξη, τη συναισθηµατική συµπαράσταση και την ατέλειωτη υποµονή που έδειξε, ιδίω̋ στι̋ φορτικέ̋ περιόδου̋ τη̋ µελέτη̋. Ιδιαίτερα όµω̋ νιώθω την ανάγκη να µνηµονεύσω τη µητέρα µου, που είναι πάντα δίπλα µου στηρίζοντα̋ τι̋ επιλογέ̋ µου µε αγάπη και κατανόηση. Ό,τι και να ειπωθεί, θα ήταν απλώ̋ πολύ λίγο σε σχέση µε τη συνολική συµβολή τη̋. Τελειώνοντα̋, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλου̋ αυτού̋ που συνέβαλαν συνειδητά και µη όλα αυτά τα χρόνια στην ψυχική µου υγεία και στην ολοκλήρωση τη̋ διατριβή̋. xxi “From things that have happened and from things as they exist and from all things that you know and all those you cannot know, you make something through your invention that is not a representation, but a whole new thing truer than anything true and alive..” Συνέντευξη του Ernest Hemingway,“The Paris Review”, No. 18: Spring 1958 1. Εισαγωγή 1.1. Ερευνητικό υπόβαθρο υπόβαθρο Η διεξαγωγή ενό̋ ανασκαφικού προγράµµατο̋ συνιστά ένα πολυσύνθετο έργο που συνεπάγεται την κινητοποίηση ενό̋ σηµαντικού αριθµού προσώπων και υλικοτεχνικών µέσων, προκειµένου να πραγµατοποιηθεί η µετάβαση από τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντο̋ σε µία συγκεκριµένη τοποθεσία, στην εξιστόρηση τη̋ ανθρώπινη̋ δραστηριότητα̋ που τα δηµιούργησε. Στη διάρκεια τη̋ διαδικασία̋ αυτή̋ παράγεται ένα̋ σηµαντικό̋ όγκο̋ παρατηρήσεων, µετρήσεων και ερµηνειών, οι οποίε̋ αφενό̋ συνιστούν το αρχείο τεκµηρίωση̋ τη̋ ερευνητική̋ πράξη̋ και αφετέρου στοιχειοθετούν κάθε απόπειρα αρχαιολογική̋ αφήγηση̋. Η διαχείριση και η παραγωγική χρήση του ανασκαφικού αρχείου είναι µια πολύπλοκη και κοπιαστική εργασία, που πρὁποθέτει προσεκτικό σχεδιασµό και οργανωσιακή εµπειρία. Μέχρι πρόσφατα το ανασκαφικό αρχείο περιοριζόταν στη χρήση αναλογικών µέσων τεκµηρίωση̋, όπω̋ τα ηµερολόγια ανασκαφή̋, οι κατάλογοι ευρηµάτων, τα δισδιάστατα αναλογικά σχέδια και οι ανασκαφικέ̋ φωτογραφίε̋. Ωστόσο, τα συγκεκριµένα µέσα παρά την αρχειοθετική του̋ συνεισφορά καθιστούν δύσκολη την πρόσβαση και την αντιπαραβολή τη̋ πληροφορία̋ που καταγράφουν, περιορίζοντα̋ τι̋ ερµηνευτικέ̋ δυνατότητε̋ των µελετητών. Τα τελευταία χρόνια η χρήση τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ και των ψηφιακών πληροφοριακών συστηµάτων έχει συµβάλει στη βελτίωση τη̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ προσφέροντα̋ µεγαλύτερη ευελιξία από τα συµβατικά αναλογικά µέσα. Παρά το γεγονό̋, όµω̋, ότι έχουν συµπληρωθεί σχεδόν σαράντα χρόνια από τι̋ πρώτε̋ αρχαιολογικέ̋ ψηφιακέ̋ εφαρµογέ̋, η αποτελεσµατικότητά του̋ υπήρξε περιστασιακή, χωρί̋ να έχει το αντίκτυπο που αναµενόταν ω̋ προ̋ την επίλυση των χρηστικών προβληµάτων τη̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋. Τα προβλήµατα αυτά σχετίζονται σε µεγάλο βαθµό µε τον τρόπο ενσωµάτωση̋ τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ στην ανασκαφική διαδικασία. Στι̋ περισσότερε̋ περιπτώσει̋ η χρήση των ψηφιακών εφαρµογών αναφέρεται σε επιµέρου̋ εργασίε̋ τεκµηρίωση̋, όπω̋ για παράδειγµα τη δηµιουργία ψηφιακών ευρετηρίων ή τη σχεδιαστική αποτύπωση. Επιπλέον, η λειτουργικότητα των περισσότερων εφαρµογών επικεντρώνεται κυρίω̋ σε διαχειριστικέ̋ χρήσει̋ και όχι τόσο στην παροχή τρόπων που ενισχύουν την ερµηνευτική προσέγγιση τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋. Χωρί̋ αµφιβολία η ανασκαφική τεκµηρίωση αποτελεί ένα ιδιαίτερο πεδίο εφαρµογή̋ τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ λόγω των θεωρητικών, µεθοδολογικών και πρακτικών ιδιαιτεροτήτων κάθε ανασκαφή̋. Ωστόσο, οι εντεινόµενε̋ τεχνολογικέ̋ εξελίξει̋ και η διαρκή̋ συσσώρευση εµπειρία̋ στην ανάπτυξη ψηφιακών πληροφοριακών συστηµάτων για αρχαιολογική χρήση ανοίγουν νέου̋ δρόµου̋ για την πιο αποτελεσµατική και καινοτόµο υιοθέτηση τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ στην έρευνα. Την ίδια στιγµή, η αρχαιολογική κοινότητα έχει προχωρήσει σε µια φάση κριτική̋ αξιολόγηση̋ και αντιπαραβολή̋ των διαφορετικών µεθόδων καταγραφή̋ και τεκµηρίωση̋ που χρησιµοποιεί, µε αποτέλεσµα να έχουν ωριµάσει οι συνθήκε̋ για την πληρέστερη υποστήριξη τη̋ ανασκαφική̋ πρακτική̋ από τα νέα µέσα. 1.2. Συµβολή τη̋ διατριβή̋ διατριβή̋ Σε αυτό το γενικότερο ερευνητικό πλαίσιο η παρούσα εργασία επιχειρεί να καταθέσει µια πρόταση για τη συνολική ενσωµάτωση τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ στην ανασκαφική διαδικασία, η οποία δεν περιορίζεται στην καταγραφή και τη διαχείριση τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋, αλλά επεκτείνεται στην αξιοποίηση των παραστατικών δυνατοτήτων των νέων µέσων. Υπό αυτή την έννοια αποµακρύνεται από τη λογική του πληροφοριακού συστήµατο̋ ω̋ αρχείου δεδοµένων και επιδιώκει την οργάνωση τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋ σε ένα πιο δυναµικό περιβάλλον που ενισχύει την ερµηνευτική τη̋ διερεύνηση. Τα βασικά στοιχεία γύρω από τα οποία αρθρώνεται η πρόταση σχετίζονται µε την οργάνωση τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ σε κατάλληλε̋ ψηφιακέ̋ δοµέ̋ δεδοµένων, τη γραφική αναπαράσταση των ανασκαφικών αντικειµένων και τη δυνατότητα οπτική̋ απεικόνιση̋ και εξέταση̋ των προηγούµενων µε βάση όχι µόνο τυπολογικά κριτήρια, αλλά και χωρικού̋ και χρονικού̋ περιορισµού̋. 2 Εισαγωγή Κυρίαρχο ρόλο στη συγκεκριµένη απόπειρα παίζει η τεχνολογία των Συστηµάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ), διεθνώ̋ γνωστά µε τον όρο GIS. Η επιλογή τη̋ συγκεκριµένη̋ τεχνολογία̋ υλοποίηση̋, όπω̋ θα φανεί και από την ιστορική αναδροµή στι̋ ψηφιακέ̋ ανασκαφικέ̋ εφαρµογέ̋, προκρίνεται λόγω των δυνατοτήτων που προσφέρει ω̋ προ̋ τη συνολική διαχείριση και την οπτική αναπαράσταση των ανασκαφικών δεδοµένων. Το τελικό πρὀόν επιδιώκεται να λειτουργήσει ω̋ µια πρωτότυπη, ενιαία πλατφόρµα καταγραφή̋, αποθήκευση̋, διαχείριση̋, οπτικοποίηση̋ και διερεύνηση̋ τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ στο πλαίσιο ενό̋ τρισδιάστατου ρεαλιστικού περιβάλλοντο̋. Η επίτευξη του στόχου αυτού υποχρεώνει την πολύ-πρισµατική αντιµετώπιση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ και το συνδυασµό γνώσεων από πολλαπλά γνωστικά πεδία, προκειµένου όχι µόνο να δηµιουργηθεί ένα διαχειριστικό εργαλείο, αλλά να υποστηριχθεί θεωρητικά, µεθοδολογικά και πρακτικά ένα̋ νέο̋ δυναµικό̋ τρόπο̋ αλληλεπίδραση̋ µε τα δεδοµένα τη̋ έρευνα̋ που βασίζεται σε νέα µέσα αναπαράσταση̋. Η σχεδιαστική απόπειρα χρησιµοποιεί την ανασκαφή Παλιαµπέλων Κολινδρού ω̋ παράδειγµα εφαρµογή̋, ωστόσο σχετίζεται µε µια ευρύτερη θεωρητική και µεθοδολογική προσέγγιση τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ µε εφαρµογή σε αρκετά αρχαιολογικά προγράµµατα στο χώρο τη̋ βορείου Ελλάδα̋. Η προσέγγιση αυτή έχει µακρά ιστορία ανάπτυξη̋ (Kotsakis 1989), στη διάρκεια τη̋ οποία̋ έχει υποστεί διαδοχικέ̋ βελτιώσει̋ κυρίω̋ ω̋ προ̋ τη συστηµατοποίηση των δελτίων τεκµηρίωση̋, τα πρωτόκολλα δειγµατοληψία̋ και την ψηφιακή υποστήριξη τη̋ χωρική̋ καταγραφή̋ στο πεδίο (Κωτσάκη̋ & Halstead 2002). Η ανάπτυξη τη̋ εφαρµογή̋ στηρίζεται επάνω σε αυτή τη µεθοδολογία, την οποία και προσπαθεί να επεκτείνει ω̋ προ̋ τη συνολική ψηφιακή διαχείριση των ανασκαφικών τεκµηρίων. Ω̋ αφετηρία για την οµαλή σύζευξη τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ µε την υφιστάµενη µεθοδολογία, πραγµατοποιείται µια κριτική αξιολόγηση τη̋ ανασκαφική̋ πρακτική̋. Στην πορεία τη̋ ανάλυση̋ επισηµαίνονται οι προβληµατικέ̋ πτυχέ̋ τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ και διαµορφώνονται οι λειτουργικέ̋ απαιτήσει̋ του συστήµατο̋ που καθοδηγούν τη στρατηγική ανάπτυξη̋. Ακολουθεί η διαδικασία σχεδιασµού και υλοποίηση̋ τη̋ εφαρµογή̋ και η δοκιµαστική χρήση τη̋ χρησιµοποιώντα̋ τα δεδοµένα τη̋ ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων. Σε αυτό το πλαίσιο, η συµµετοχή τη̋ παρούσα̋ εργασία̋ στην εξέλιξη τη̋ συγκεκριµένη̋ ανασκαφική̋ µεθοδολογική̋ προσέγγιση̋ έγκειται στην επίτευξη τη̋ όσο το δυνατόν καλύτερη̋ ενσωµάτωση̋ του πληροφοριακού συστήµατο̋ στι̋ υφιστάµενε̋ επιχειρησιακέ̋ διαδικασίε̋ τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋. Ταυτόχρονα στην περαιτέρω συστηµατοποίηση ασαφών σηµείων τη̋ µεθοδολογία̋, ώστε να γίνει εφικτή η πλήρη̋ εκµετάλλευση των δυνατοτήτων τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋. Αναφορικά µε το προηγούµενο σηµείο, µια παράπλευρη, αλλά ουσιαστική, πτυχή τη̋ µελέτη̋ ασχολείται µε το σηµασιολογικό προσδιορισµό των δεδοµένων τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋. Η απόπειρα αυτή αποσκοπεί σε µεθοδολογικό επίπεδο να περιγράψει µε ορθολογικό τρόπο τα στοιχεία που συγκροτούν τα τεκµήρια τη̋ 3 έρευνα̋ και να αποσαφηνίσει το περιεχόµενο τη̋ ανασκαφική̋ ορολογία̋ που χρησιµοποιείται από του̋ συνεργάτε̋ του προγράµµατο̋. Ταυτόχρονα, σε πρακτικό επίπεδο επιχειρεί να διερευνήσει τι̋ δυνατότητε̋ που προσφέρει η σηµασιολογική προτυποποίηση ω̋ προ̋ τη διακίνηση και την ανταλλαγή τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ µέσω διαδικτύου. 1.3. ∆ιάρθρωση κεφαλαίων διατριβή̋ Η διατριβή αναπτύσσεται σε ένδεκα κεφάλαια στα οποία, εκτό̋ από την περιγραφή τη̋ διαδικασία̋ ανάπτυξη̋ τη̋ εφαρµογή̋, δίνεται έµφαση στην ανάλυση των πολύπλευρων παραµέτρων που την επηρεάζουν. Ξεκινώντα̋ από το δεύτερο κεφάλαιο, ο αναγνώστη̋ εισάγεται στην ανασκαφική διαδικασία ω̋ ένα βασικό ερευνητικό µέσο παραγωγή̋ γνώση̋ για το παρελθόν. Ο ρόλο̋ των ανασκαφικών δεδοµένων αναλύεται µέσα από τα διαδοχικά θεωρητικά παραδείγµατα τη̋ αρχαιολογία̋. Παράλληλα, δίνεται έµφαση στην τεκµηρίωση τη̋ έρευνα̋ και στα µέσα που χρησιµοποιούνται στη συγκρότηση του ανασκαφικού αρχείου. Εξετάζονται τα αναλογικά µέσα τεκµηρίωση̋ και αντιπαραβάλλονται µε τα νέα ψηφιακά µέσα ω̋ προ̋ την επίδρασή του̋ στην ανασκαφική µεθοδολογία. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται µε τη συζήτηση των παραµέτρων που εισάγει η ψηφιακή τεχνολογία στην ανασκαφική έρευνα. Στο τρίτο κεφάλαιο πραγµατοποιείται µια ιστορική αναδροµή στη χρήση ψηφιακών εφαρµογών στην ανασκαφική διαδικασία. Η παρουσίαση οργανώνεται µε βάση τι̋ σκόπιµε̋ χρήσει̋ κάθε επιµέρου̋ τεχνολογική̋ λύση̋ που υιοθετήθηκε στο παρελθόν. Επισηµαίνεται η τάση προ̋ πιο σύνθετα ψηφιακά περιβάλλοντα που εξυπηρετούν πολλαπλέ̋ χρήσει̋, ενώ εντοπίζονται τα πλεονεκτήµατα και τα µειονεκτήµατα σε κάθε κατηγορία εφαρµογών. Τέλο̋, διερευνώνται τα σύγχρονα ζητούµενα των ψηφιακών εφαρµογών και υποδεικνύονται οι παράγοντε̋ που µπορούν να συµβάλλουν στον κατάλληλο σχεδιασµό του̋. Στο τέταρτο κεφάλαιο αναλύονται οι σύγχρονε̋ τάσει̋ στην ανάπτυξη πληροφοριακών συστηµάτων και περιγράφεται η µεθοδολογία ανάπτυξη̋ που υιοθετείται στην παρούσα διατριβή. Τονίζονται τα πλεονεκτήµατα τη̋ αντικειµενοστρεφού̋ προσέγγιση̋ στη σχεδίαση πληροφοριακών συστηµάτων και παρουσιάζονται οι βασικέ̋ έννοιε̋ µοντελοποίηση̋ που χρησιµοποιούνται στη συνέχεια τη̋ διατριβή̋. Το πέµπτο κεφάλαιο σχετίζεται µε το πρώτο στάδιο τη̋ ανάπτυξη̋ πληροφοριακών συστηµάτων που συνίσταται στην ανάλυση του πεδίου εφαρµογή̋. Ο αναγνώστη̋ αρχικά εισάγεται στην ανασκαφική έρευνα στα Παλιάµπελα Κολινδρού και στη µεθοδολογία που ακολουθείται. Στη συνέχεια εξετάζονται οι επιµέρου̋ ερευνητικέ̋ διαδικασίε̋ µε άξονα τη ροή εργασιών και τη µορφή των µέσων τεκµηρίωση̋ που µεταχειρίζονται. Η ανάλυση συµβάλλει στον προσδιορισµό των ευκαιριών βελτίωση̋ τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ µε τη χρήση ψηφιακών µέσων και καταλήγει στη διαµόρφωση των γενικών προδιαγραφών του υπό 4 Εισαγωγή ανάπτυξη συστήµατο̋. Το τελικό στάδιο τη̋ ανάλυση̋ έγκειται στον προσδιορισµό τη̋ τεχνολογία̋ υλοποίηση̋, ο οποίο̋ προκρίνει την χρήση των ΣΓΠ ω̋ το πλέον κατάλληλο µέσο για του̋ σκοπού̋ τη̋ εφαρµογή̋. Στο έκτο κεφάλαιο εξετάζονται τα κυριότερα ζητήµατα που εµπλέκονται στη χρήση τη̋ τεχνολογία̋ των ΣΓΠ στην ανασκαφική τεκµηρίωση. Η ανάλυση επικεντρώνεται στι̋ τρει̋ διαστάσει̋ τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋ - τη θεµατική, τη χωρική και τη χρονική - και στον τρόπο που σχετίζονται µε τι̋ θεωρητικέ̋ και τεχνολογικέ̋ εξελίξει̋ στου̋ κλάδου̋ τη̋ Αρχαιολογία̋, τη̋ Πληροφορική̋ και τη̋ Χαρτογραφία̋. Πιο συγκεκριµένα, η θεµατική διάσταση προσεγγίζεται σε σχέση µε το πρόβληµα τη̋ τυπολογία̋ και τη̋ αρχαιολογική̋ οντολογία̋ γενικότερα. Η χωρική διάσταση µελετάται αναφορικά µε του̋ τρόπου̋ απεικόνιση̋ δίνοντα̋ έµφαση στι̋ ανάγκε̋ τρισδιάστατη̋ οπτικοποίηση̋ των ανασκαφικών δεδοµένων. Τέλο̋, η χρονική διάσταση αναλύεται µε άξονα το χρονικό συλλογισµό στην αρχαιολογική έρευνα και την ενσωµάτωση των χρονικών δεδοµένων σε ένα ψηφιακό σύστηµα. Τα επόµενα κεφάλαια συγκροτούν την περιγραφή τη̋ σχεδίαση̋ τη̋ πρωτότυπη̋ εφαρµογή̋. Πιο συγκεκριµένα στο έβδοµο κεφάλαιο αναλύεται η διαδικασία σχεδιασµού του εννοιολογικού µοντέλου των ανασκαφικών δεδοµένων, που καθοδηγεί την υλοποίηση τη̋ εφαρµογή̋. Σε αυτό το στάδιο πραγµατοποιούνται οι βασικέ̋ εννοιολογικέ̋ διακρίσει̋ των ανασκαφικών αντικειµένων και προσδιορίζονται τα χαρακτηριστικά του̋ και οι µεταξύ του̋ σχέσει̋. Στη συνέχεια, περιγράφεται η απόπειρα σηµασιολογική̋ προτυποποίηση̋ των εννοιών του µοντέλου σύµφωνα µε το οντολογικό πρότυπο CIDOC-CRM. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται µε την προδιαγραφή των βασικών λειτουργιών που καλείται να καλύψει η εφαρµογή µέσα από το διαχωρισµό των χρηστών του συστήµατο̋ και τη διαµόρφωση κατάλληλων περιπτώσεων χρήση̋ που περιγράφουν τι̋ επιµέρου̋ λειτουργικέ̋ διαδικασίε̋. Στο όγδοο κεφάλαιο παρουσιάζεται η µεταγραφή του εννοιολογικού µοντέλου σε µια σχεδιαστική δοµή δεδοµένων που µπορεί να υλοποιηθεί άµεσα στον κορµό του πληροφοριακού συστήµατο̋. Οι σχεδιαστικέ̋ παράµετροι σε αυτό το στάδιο σχετίζονται στενά µε το λογισµικό που αποτελεί τη λειτουργική πλατφόρµα τη̋ εφαρµογή̋, του οποίου τα χαρακτηριστικά παρατίθενται αναλυτικά. Στο ένατο κεφάλαιο περιγράφονται οι διαδικασίε̋ υλοποίηση̋, δηλαδή η µετάβαση από τη σχεδίαση στη φυσική δοµή αποθήκευση̋ των δεδοµένων. Παρουσιάζονται ακόµη συνοδευτικέ̋ κατασκευαστικέ̋ εργασίε̋, σχετικά µε τη δηµιουργία των ψηφιακών δελτίων εισαγωγή̋ τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋ στο σύστηµα και εκτίθενται παράλληλε̋ δραστηριότητε̋, όπω̋ η δηµιουργία πρότυπων αναλυτικών αρχαιολογικών εργαλείων και η εισαγωγή γεωγραφικών µεταδεδοµένων. Τέλο̋, στο δέκατο κεφάλαιο επιδεικνύεται η λειτουργικότητα του συστήµατο̋ χρησιµοποιώντα̋ πραγµατικά δεδοµένα από την ανασκαφή των Παλιαµπέλων. Ο αναγνώστη̋ ξεναγείται στο σύστηµα µέσα από τον τρόπο χρήση̋ του στα επιµέρου̋ ερµηνευτικά στάδια που εµπεριέχονται σε µια αρχαιολογική µελέτη. 5 Η διατριβή ολοκληρώνεται µε την παράθεση των συµπερασµάτων τη̋ µελέτη̋ και τι̋ προοπτικέ̋ που ανοίγονται αναφορικά µε τι̋ τρέχουσε̋ τεχνολογικέ̋ εξελίξει̋. Σε αυτό το πλαίσιο επιχειρείται η επανασύνδεση τη̋ ερευνητική̋ προβληµατική̋ µε τα στοιχεία καινοτοµία̋ που προσφέρει η χρήση ψηφιακών πληροφοριακών συστηµάτων στη διεξαγωγή τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋. Σε συγκεκριµένα σηµεία και ιδιαίτερα στα κεφάλαια περιγραφή̋ τη̋ διαδικασία̋ ανάπτυξη̋ του συστήµατο̋ (κεφ. 7, 8, 9) η συζήτηση ενδεχοµένω̋ να οδηγείται σε πιο τεχνικά πλαίσια αποθαρρύνοντα̋ το ανεξοικείωτο αρχαιολογικό κοινό. Ωστόσο, λόγω τη̋ διαθεµατικότητα̋ που χαρακτηρίζει το ζήτηµα τη̋ ψηφιακή̋ τεκµηρίωση̋, κρίθηκε χρήσιµη η αναλυτική παρουσίαση των επιµέρου̋ τεχνικών πτυχών τη̋ προσέγγιση̋, προκειµένου η καταγραφή του̋ να χρησιµοποιηθεί για να ενηµερώσει µελλοντικέ̋ απόπειρε̋ στο συγκεκριµένο θέµα. 6 “Archaeology is the search for fact... not truth. If it's truth you're looking for, Dr. Tyree's philosophy class is right down the hall.” Indiana Jones and the Last Crusade, 1989 “There are no facts, only interpretations.” Friedrich Nietzsche, Notebooks, (Summer 1886 – Fall 1887) 2. Η ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία Η Αρχαιολογία ω̋ επιστήµη διαφοροποιείται από του̋ υπόλοιπου̋ κλάδου̋ των ανθρωπιστικών επιστηµών ω̋ προ̋ την πρώτη ύλη τη̋. Το θεµέλιο επάνω στο οποίο οικοδοµείται η αρχαιολογία είναι ο υλικό̋ πολιτισµό̋, δηλαδή τα κατάλοιπα τη̋ ανθρώπινη̋ δραστηριότητα̋. Όπω̋ υποστηρίζουν οι Shanks και McGuire (1996:75), “oι αρχαιολόγοι παίρνουν τα αποµεινάρια του παρελθόντο̋ και εργάζονται επάνω σε αυτά διανοητικά και φυσικά για να παράγουν γνώση”. Η πεποίθηση ότι τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντο̋ αποτελούν έµµεσο φορέα πληροφορία̋ για τι̋ ανθρώπινε̋ δραστηριότητε̋ που τα δηµιούργησαν, χρησιµοποίησαν και εγκατέλειψαν, αποτελεί βασική παραδοχή που εξασφαλίζει τη λειτουργία τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋. Όπω̋ αναφέρει ο Χουρµουζιάδη̋ (1995:249), “Τα αρχαιολογικά “τεχνοπράγµατα” (artifacts), τα αρχαιολογικά δηλαδή µνηµεία, µέσω µια̋ σωστή̋ επιστηµονική̋ προσέγγιση̋ µπορούν να αποκτούν σηµασία και να οδηγούν σε σωστέ̋ ερµηνείε̋· µπορούν να αποκαλύπτουν την ουσία του̋· γιατί …… συνάπτονται µε περιστατικά, υπονοούν λειτουργίε̋, αποδεικνύουν χρήσει̋, συνιστούν κοινωνικά δεδοµένα, βοηθούν στη µετατροπή τη̋ εµπειρική̋ παρατήρηση̋ σε επιστηµονική γνώση, ταυτίζονται µε διαδικασίε̋ και τι̋ εξηγούν”. Μία από τι̋ πιο σηµαντικέ̋ εξελίξει̋ στην αρχαιολογία του 20ου αιώνα υπήρξε η διεξοδική συζήτηση τη̋ αρχαιολογική̋ θεωρία̋ και η αποδοχή του κεντρικού τη̋ ρόλου στην αρχαιολογική πρακτική. Το παραδοσιακό θεωρητικό πλαίσιο τη̋ Αρχαιολογία̋ επανεκτιµήθηκε και ανανεώθηκε, αρχικά µε το παράδειγµα τη̋ ‘διαδικαστική̋’ ή ‘Νέα̋ Αρχαιολογία̋’ στη δεκαετία του 1960 και στη συνέχεια µε τη µεταµοντέρνα κριτική τη̋ στη δεκαετία του 1980. Κεντρικό σηµείο τη̋ συζήτηση̋ αποτέλεσαν οι µέθοδοι που χρησιµοποιούν οι αρχαιολόγοι για να οδηγηθούν από τα υλικά κατάλοιπα τη̋ ανθρώπινη̋ δραστηριότητα̋ σε συµπεράσµατα για την ανθρώπινη συµπεριφορά στο παρελθόν. Από τα πρώτα στάδια τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋ και µέχρι σήµερα, η ανασκαφή συνιστά την κύρια διαδικασία που προµηθεύει την αρχαιολογία µε την πρώτη ύλη, τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντο̋, σε βαθµό που να έχει ταυτιστεί στην κοινή γνώµη µε την κατεξοχήν εργασία των αρχαιολόγων. Στη διάρκεια µια̋ ανασκαφή̋, η αποκάλυψη των υλικών καταλοίπων συνοδεύεται από εκτεταµένε̋ παρατηρήσει̋, που συνιστούν τα δεδοµένα τη̋ αρχαιολογική̋ επιστήµη̋. Μέσα από πρακτικέ̋ που συνδέονται µε τη συστηµατική παρατήρηση, την καταγραφή, τη διαχείριση, την επεξεργασία και την ερµηνεία των αρχαιολογικών δεδοµένων είναι δυνατή η δηµιουργία ή η διάσωση τη̋ γνώση̋ για το παρελθόν. Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφεται η ανασκαφική διαδικασία και οι τρόποι λειτουργία̋ τη̋. Αναλύεται το θεωρητικό υπόβαθρο και το πρακτικό αποτέλεσµα τη̋ ανασκαφή̋ ω̋ επιστηµονική̋ πράξη̋ που σχετίζεται µε την παραγωγή γνώση̋. ∆ίνεται έµφαση στα µέσα ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ και στη χρήση του̋. Τέλο̋, σχολιάζεται η επίδραση ενό̋ νέου µέσου, του ηλεκτρονικού υπολογιστή (Η/Υ), στην προσπάθεια διαχείριση̋ των δεδοµένων τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋. 2.1. Ανασκαφική διαδικασία Στην ιστορία τη̋ αρχαιολογία̋ η ανασκαφή ανέκαθεν έπαιξε σηµαντικό ρόλο και συνδέθηκε αρχικά µε µεγάλε̋ αρχαιολογικέ̋ ανακαλύψει̋. Ωστόσο, σήµερα θέτει ω̋ στόχο “να συγκεντρώσει µαρτυρίε̋ τη̋ σύνθετη̋ ανθρώπινη̋ δραστηριότητα̋ που αναπτύχθηκε στο παρελθόν σε έναν προσδιορισµένο τόπο” (Κωτσάκη̋ 2000:39), ιδιαίτερα µάλιστα όταν ο τόπο̋ αυτό̋ απειλείται λόγω τη̋ αυξανόµενη̋ οικιστική̋ και αναπτυξιακή̋ πίεση̋. Οι ανασκαφέ̋ µπορούν να διαχωριστούν σε δύο κατηγορίε̋ ανάλογα µε το σκοπό διερεύνηση̋. Οι συστηµατικέ̋ ανασκαφέ̋ προγραµµατίζονται µε βάση συγκεκριµένα αρχαιολογική̋ ερευνητικά επέµβαση̋. ερωτήµατα Συνήθω̋ που καθορίζουν αποτελούν και πολυετή το µέγεθο̋ τη̋ προγράµµατα που λειτουργούν παράλληλα ω̋ εργαστήρια για την άσκηση φοιτητών αρχαιολογία̋. Οι σωστικέ̋ ανασκαφέ̋ εστιάζονται σε περιοχέ̋ που απειλούνται µε καταστροφή εξαιτία̋ διάφορων παραγόντων, όπω̋ σύγχρονα τεχνικά έργα ή φαινόµενα διάβρωση̋. Το µέγεθό̋ του̋ ποικίλλει ανάλογα µε την απειλούµενη έκταση και λόγω τη̋ χρονική̋ πίεση̋ αποσκοπούν κυρίω̋ στον περιορισµό τη̋ καταστροφή̋ παρά στη διερεύνηση συγκεκριµένων ερωτηµάτων. Οι σωστικέ̋ ανασκαφέ̋ διενεργούνται από επαγγελµατίε̋ αρχαιολόγου̋ που εργάζονται στι̋ αρµόδιε̋ αρχαιολογικέ̋ υπηρεσίε̋. Ανάλογα µε τη σηµασία τη̋ θέση̋ προτείνονται τρόποι διατήρηση̋ των ευρηµάτων µετά την ανασκαφή. Αυτοί περιλαµβάνουν τη διατήρηση των ευρηµάτων µε εκτροπή του έργου από το συγκεκριµένο σηµείο, καθώ̋ και την κατάχωση ή τη 8 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία διατήρηση του̋ µε µορφή αρχείου. Τα τελευταία χρόνια η ολοένα αυξανόµενη αναπτυξιακή πίεση έχει πολλαπλασιάσει τον όγκο των σωστικών ανασκαφών σε σχέση µε τι̋ συστηµατικέ̋ σε πανευρωπἀκό επίπεδο (Kotsakis 1990). Πριν από µία ανασκαφή, προηγείται µια σειρά από πρακτικέ̋ που στοχεύουν στην προεπισκόπηση των υποκείµενων αρχαιολογικών καταλοίπων. Αυτέ̋ περιλαµβάνουν την αεροφωτογράφηση, την επιφανειακή συλλογή αντικειµένων, τη γεωλογική έρευνα, τη γεωφυσική διασκόπηση, τη µαγνητική αποτύπωση, την εδαφολογική ανάλυση, καθώ̋ και τη διενέργεια δοκιµαστικών τοµών. Μόλι̋ αποκτηθεί µια στοιχειώδη̋ κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων τη̋ θέση̋ ξεκινά η ανασκαφή. Η διενέργεια ολική̋ ανασκαφή̋ είναι µια πρακτική που σπάνια συνιστάται, καθώ̋ απαγορεύει την επανεξέταση τη̋ θέση̋ στο µέλλον. Συνήθω̋ η διερεύνηση προχωράει δειγµατοληπτικά, µε βάση την προανασκαφική διάγνωση, σε επιλεγµένα τµήµατα τη̋ θέση̋ (Roskams 2001:31-63). Η πρωταρχικότητα τη̋ ανασκαφή̋ ω̋ ερευνητική̋ µεθόδου στην αρχαιολογία οφείλεται στο γεγονό̋ ότι τα κατάλοιπα τη̋ ανθρώπινη̋ δραστηριότητα̋ καταλήγουν στο έδαφο̋ θαµµένα σε επάλληλα στρώµατα ιζηµάτων. Η συσσώρευσή των στρωµάτων αυτών γίνεται σταδιακά από κάτω προ̋ τα επάνω ω̋ αποτέλεσµα ενό̋ συνδυασµού από ανθρωπογενεί̋ διαδικασίε̋ (όπω̋ η επιχωµάτωση µια̋ επιφάνεια̋) και φυσικού̋ παράγοντε̋ (όπω̋ η διάβρωση). Είναι κατανοητό ότι κάθε θέση αποτελεί ένα µοναδικό συνδυασµό από συγκεκριµένου̋ περιβαλλοντικού̋, πολιτισµικού̋ αλλά και χρονολογικού̋ παράγοντε̋ (Schiffer 1987). Η ιδιαίτερη διαστρωµάτωση µια̋ αρχαιολογική̋ θέση̋ αποτυπώνεται στη στρωµατογραφία, η οποία λειτουργεί ω̋ ένα αρχείο καταγραφή̋ των ανθρώπινων δραστηριοτήτων µε τη χρονική σειρά που έλαβαν χώρα. Η ανασκαφική διερεύνηση γίνεται µε άξονα τον ακριβή προσδιορισµό των καταλοίπων τη̋ ανθρώπινη̋ δραστηριότητα̋ σε τέσσερι̋ διαστάσει̋. Οι τρει̋ διαστάσει̋ αντιπροσωπεύουν το φυσικό γεωµετρικό χώρο και η τέταρτη τη σχετική χρονολογική διάταξη. Η κατανόηση των σχέσεων των αρχαιολογικών καταλοίπων µεταξύ του̋ όσο και µε τον εδαφικό ιστό που τα περιβάλλει επιτρέπει αφενό̋ την προσέγγιση τη̋ χωρική̋ διάταξη̋ τη̋ ανθρώπινη̋ συµπεριφορά̋ και αφετέρου την αναγνώριση των διαδοχικών τη̋ φάσεων, δηλαδή τη̋ ιστορία̋ τη̋ θέση̋ (Κωτσάκη̋ 2000). Εκτό̋ από τα αρχιτεκτονικά και τα µεµονωµένα ευρήµατα, ω̋ κατάλοιπο τη̋ ανθρώπινη̋ δραστηριότητα̋ νοείται οτιδήποτε µπορεί να προσφέρει κάποιου είδου̋ χρήσιµη πληροφορία για το παρελθόν. Έτσι, οι αρχαιολόγοι επιζητούν την εντατικοποίηση τη̋ συλλογή̋ µαρτυριών που µπορούν, µε κατάλληλε̋ µεθοδολογίε̋, να αποκαλύψουν εργαστηριακών πτυχέ̋ αναλυτικών τη̋ ανθρώπινη̋ µεθόδων έχει δραστηριότητα̋. συµβάλει στη Η ανάπτυξη διεύρυνση των αρχαιολογικών τεκµηρίων που αναζητούνται σε µία θέση και κατά συνέπεια στην αύξηση τη̋ λεπτοµέρεια̋ σε µια ανασκαφή. Σήµερα, η χρήση κόσκινου για τον εντοπισµό πολύ µικρών ευρηµάτων είναι συνηθισµένο φαινόµενο σε αρκετέ̋ ανασκαφέ̋, ενώ η χρήση τη̋ επίπλευση̋ για την ανάκτηση οργανικών καταλοίπων 9 συνεχώ̋ επεκτείνεται. Ακόµη, µε ειδικέ̋ τεχνικέ̋ δειγµατοληψία̋ συλλέγεται υλικό για ιζηµατολογικέ̋ ή µικροµορφολογικέ̋ αναλύσει̋ (Κωτσάκη̋ 2000). Εκτό̋ όµω̋ από τα ίδια τα υλικά, σηµαντικέ̋ είναι και οι παρατηρήσει̋ των ανασκαφέων στη διάρκεια του έργου. Η πολυπλοκότητα µια̋ ανασκαφή̋ αποτυπώνεται στο ηµερολόγιο και σε µια σειρά από σχόλια που σχετίζονται µε το χώµα, όπω̋ η απόχρωση, η υφή, η συνεκτικότητα κτλ., ή τα ευρήµατα που περιέχει. Άλλωστε, ω̋ ερευνητική διαδικασία, η ανασκαφή συγκροτεί ένα γεγονό̋ σε εξέλιξη. Η πορεία αυτού του γεγονότο̋ χρήζει συστηµατική̋ καταγραφή̋, ώστε να διευκολυνθούν µετέπειτα, όταν το έργο ολοκληρωθεί, οι πιθανέ̋ συσχετίσει̋ ενό̋ µεγάλου συνόλου από παρατηρήσει̋, µετρήσει̋ και αντικείµενα. Λαµβάνοντα̋ υπόψη τη διαρκή επέκταση των µεθόδων παρατήρηση̋, που έχουν ω̋ αποτέλεσµα τη διεύρυνση των αρχαιολογικών τεκµηρίων και την εµβάθυνση τη̋ έρευνα̋ σε ολοένα και πιο λεπτοµερεί̋ κλίµακε̋, γίνεται αντιληπτό ότι ο όγκο̋ των δεδοµένων συνεχώ̋ αυξάνεται. Ω̋ αποτέλεσµα, µια σύγχρονη ανασκαφή, εκτό̋ από ευρήµατα και κατόψει̋, παράγει και µεγάλο όγκο από παρατηρήσει̋ που σχετίζονται µε αυτά. Ένα̋ ακόµη µεγαλύτερο̋ όγκο̋ πληροφορία̋ παράγεται µε άξονα τι̋ εξειδικευµένε̋ µελέτε̋ που ακολουθούν. Η ανασκαφή λοιπόν δεν τελειώνει µε την αποκάλυψη κάποιων αρχιτεκτονικών καταλοίπων και την αποµάκρυνση των ευρηµάτων από τη θέση. Αντιθέτω̋, συνοδεύεται από την οργάνωση τη̋ µετα-ανασκαφική̋ µελέτη̋ του υλικού και την πραγµατοποίηση σύνθετων αναλύσεων που συµβάλλουν µε τον τρόπο του̋ στην κατανόηση τη̋ σύνθετη̋ ανθρώπινη̋ δραστηριότητα̋ σε ένα χώρο. Στο πλαίσιο αυτό, η ανασκαφή συνιστά µια διεπιστηµονική διαδικασία που συγκεντρώνει προσωπικό από διάφορου̋ επιστηµονικού̋ κλάδου̋, όπω̋ η ανθρωπολογία, η ιστορία και οι θετικέ̋ επιστήµε̋. Στη διάρκεια των χρόνων έχουν αναπτυχθεί αρκετέ̋ ειδικότητε̋ που εστιάζουν στη µελέτη συγκεκριµένων τύπων αντικειµένων, όπω̋ π.χ. η βιοαρχαιολογία, η µικροµορφολογία, η γεωαρχαιολογία, η στατιστική. Οι ειδικότητε̋ αυτέ̋ επικεντρώνονται σε συγκεκριµένε̋ όψει̋ ή κλίµακε̋ τη̋ πολύπλοκη̋ ανθρώπινη̋ δραστηριότητα̋. Τα αποτελέσµατα των µελετών από µόνα του̋ δεν µπορούν να εξηγήσουν το σύνθετο φαινόµενο τη̋ ανθρώπινη̋ συµπεριφορά̋ του παρελθόντο̋. Αυτό̋ ο στόχο̋ επιτυγχάνεται µέσα από τη σύνθεση των επιµέρου̋ ερευνητικών συµπερασµάτων σε µια συνολική αφήγηση που καλύπτει πολλαπλέ̋ πτυχέ̋ τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ και τη̋ ιστορία̋ τη̋ θέση̋. Η τελική αφήγηση αποτυπώνεται στη δηµοσίευση τη̋ ανασκαφή̋ ή την οργάνωση κάποια̋ µόνιµη̋ έκθεση̋ ή και µουσείου στο χώρο τη̋ ανασκαφή̋ ολοκληρώνοντα̋ την αρχαιολογική διαδικασία µε την επικοινωνία των αποτελεσµάτων τη̋ έρευνα̋ στο ευρύ κοινό. Συνολικά, η µετάβαση από την αφετηρία τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ µέχρι το τελικό αποτέλεσµα συνιστά µια διαδικασία µετουσίωση̋ των αρχικών παρατηρήσεων σε γνώση για το παρελθόν. Αυτή η διαδικασία οργανώνεται µέσα σε ένα σύνθετο λειτουργικό πλαίσιο που περιλαµβάνει θεωρητικέ̋ κατευθύνσει̋, µεθόδου̋ 10 παρατήρηση̋, µέσα τεκµηρίωση̋, αναλυτικέ̋ τεχνικέ̋, πρακτικέ̋ Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία σύνθεση̋ και παρουσίαση̋ των αποτελεσµάτων. Στη διάρκεια τη̋ πορεία̋ αυτή̋ η διαχείριση και η αξιοποίηση των ερευνητικών δεδοµένων αποδεικνύεται ένα πολύπλοκο και επίπονο έργο που πρὁποθέτει την κατανόηση του τρόπου καθορισµού, συλλογή̋ και ερµηνεία̋ του̋. 2.2. Αρχαιολογικά δεδοµένα και θεωρία τη̋ έρευνα̋ Ο όρο̋ δεδοµένα αποτελεί µετοχή παρακειµένου του ρήµατο̋ δίνω και περιγράφει αντικείµενα που µε κάποιο τρόπο ήδη υφίστανται ή είναι καθορισµένα. Στην επιστηµονική έρευνα τα δεδοµένα εµπεριέχουν το γενικά αποδεκτό στοιχείο τη̋ αντικειµενικότητα̋, το οποίο βασίζεται στην άµεση παρατήρηση και µέτρηση. Κατά συνέπεια ταυτίζονται µε την καταγραφή πρωτογενών παρατηρήσεων που αποτελούν τη βάση για περαιτέρω µελέτη. Υπό αυτή την έννοια διαφοροποιούνται ποιοτικά από την πληροφορία1, που είναι επιλεκτική σε σχέση µε αυτά, καθώ̋ πρὁποθέτει σε κάποιο βαθµό την αξιολογική επιλογή µέρου̋ των πρωτογενών δεδοµένων (Peuquet 2001:52). Αµέσω̋ γίνεται αντιληπτό ότι η ποιότητα τη̋ πρωτογενού̋ καταγραφή̋ επηρεάζει και το είδο̋ τη̋ πληροφορία̋ που µπορεί να δηµιουργηθεί στη συνέχεια. Η συλλογή δεδοµένων ω̋ πρακτική που επηρεάζει την εγκυρότητα των αποτελεσµάτων τη̋ έρευνα̋ για το παρελθόν ανέκαθεν αποτέλεσε ένα πρόβληµα που απασχόλησε του̋ αρχαιολόγου̋. Ο Carver (1990) αναφέρει τη διαφορετική αντιµετώπιση του προβλήµατο̋ από δύο αρχαιολόγου̋ που έθεσαν τι̋ βάσει̋ τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋ στη Μεγάλη Βρετανία, τον στρατηγό Augustus Pitt-Rivers και τον Sir Flinders Petrie. Ο πρώτο̋ αναγνωρίζει ότι η συλλογή δεδοµένων στο πεδίο συχνά αποδεικνύεται ανεπαρκή̋, αλλά πιστεύει ότι το πρόβληµα µπορεί να αντιµετωπιστεί µε την αντικειµενική, ουδέτερη και συστηµατική καταγραφή των παρατηρήσεων (Pitt-Rivers 1887). Ο δεύτερο̋ εµφανίζεται πιο µετριοπαθή̋ αναλογιζόµενο̋ ότι στην πράξη ο ερευνητή̋ κατά βάση συλλέγει δεδοµένα για φαινόµενα που τον ενδιαφέρουν. Σηµειώνει µάλιστα ότι η παρατήρηση ενό̋ φαινοµένου είναι πολύ δύσκολη, εφόσον αυτό δεν είναι προσδιορισµένο από τον ερευνητή (Petrie 1904:49). Οι προηγούµενε̋ απόψει̋ σηµατοδοτούν την αφετηρία µια̋ ανολοκλήρωτη̋ ακόµη θεωρητική̋ συζήτηση̋ που σχετίζεται άµεσα µε τη συνολική επιστηµονική προσέγγιση του αρχαιολογικού υλικού. Το ερώτηµα τίθεται ω̋ εξή̋: Τα δεδοµένα για το παρελθόν είναι αυθύπαρκτα και περιµένουν τον αρχαιολόγο να τα ανακαλύψει ή αποτελούν στην ουσία ερευνητικά δηµιουργήµατα; Πρόκειται για ένα ερώτηµα που αποτέλεσε κεντρικό σηµείο τριβή̋ στι̋ θεωρητικέ̋ συζητήσει̋ που ακολούθησαν. Ξεκινώντα̋ από το παράδειγµα τη̋ Πολιτισµική̋ Ιστορία̋ επιχειρείται η ανίχνευση Η λέξη πληροφορία ω̋ έννοια είναι σύνθετη και αποτελείται από τι̋ λέξει̋ πλήρη̋ και φέρω (Κοντέο̋ 1971). Κατ' επέκταση σηµατοδοτεί ένα ολοκληρωµένο και σαφέ̋ 1 νοηµατικό περιεχόµενό. 11 των σταδιακών µεταβολών τη̋ αρχαιολογική̋ σκέψη̋ ω̋ προ̋ το ρόλο των δεδοµένων στη διαδικασία παραγωγή̋ τη̋ αρχαιολογική̋ γνώση̋2. 2.2.1. Πολιτισµική Ιστορία Κατά την περίοδο πριν το 1960 επικρατούσε η εµπειρική περιγραφική προσέγγιση του υλικού πολιτισµού, που βασιζόταν στην κοινή λογική και στην αντίληψη ότι τα δεδοµένα “µιλούν από µόνα του̋”. Βασική προτεραιότητα των αρχαιολόγων ήταν η συλλογή δεδοµένων που µπορούσαν να συµβάλλουν στην αναγνώριση διατάξεων µε αρχαιολογική σηµασία. Τα ίδια τα δεδοµένα θεωρούνταν αυταπόδεικτα και οι αρχαιολόγοι δεν ένιωθαν ότι χρειάζεται να δώσουν εξηγήσει̋ ω̋ προ̋ του̋ τρόπου̋ παρατήρηση̋, καταγραφή̋, αλλά και ερµηνεία̋. Χρησιµοποιώντα̋ τον επαγωγικό συλλογισµό και τεχνικέ̋ ταξινόµηση̋, όπω̋ η τυπολογία και η σειριακή χρονολόγηση, η σύνθεση τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ περιορίστηκε στην οµαδοποίηση των δεδοµένων σε κατηγορίε̋ που αντιπροσωπεύουν πολιτισµικέ̋-ιστορικέ̋ οµάδε̋ του παρελθόντο̋ (Lock 2003:2). Ωστόσο, ήδη κατά τη δεκαετία του 1940 φάνηκαν τα πρώτα σηµάδια αµφισβήτηση̋ τη̋ αυθυπαρξία̋ των δεδοµένων (Taylor 1948), τα οποία και κορυφώθηκαν µε τη λεγόµενη “τυπολογική συζήτηση”. Πιο συγκεκριµένα, για πρώτη φορά συζητήθηκε αν τα περιγραφικά γνωρίσµατα, στα οποία βασίζονται οι τυπολογικέ̋ ταξινοµήσει̋, αποτελούν εγγενεί̋ ιδιότητε̋ των αρχαιολογικών αντικειµένων ή συνιστούν επιλογέ̋ των µελετητών προκειµένου να οργανώσουν µε κάποιο τρόπο το υλικό του̋. Στην πρώτη περίπτωση, µε κύριο εκφραστή τον Spaulding (1953) υποστηρίχθηκε η ανεξαρτησία του παρατηρητή από τον πραγµατικό κόσµο, βασιζόµενη στην εισαγωγή στατιστικών τεχνικών που µπορούν να επαληθεύσουν την ορθότητα µια̋ κατηγοριοποίηση̋. Από την άλλη, µε βασικό εκπρόσωπο τον Ford (1954) υποστηρίχθηκε ότι οι επιδιώξει̋ του κάθε ερευνητή είναι δυνατό να οδηγήσουν σε διαφορετικέ̋ κατηγοριοποιήσει̋ των υλικών αντικειµένων που δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τι̋ πραγµατικέ̋ του̋ ιδιότητε̋. Η συζήτηση φυσικά δεν έκλεισε και το µεγαλύτερο ποσοστό των αρχαιολόγων πήρε τη µέση οδό συνεχίζοντα̋ το πρακτικό έργο τη̋ συλλογή̋ και ταξινόµηση̋ δεδοµένων που παρέµεινε το βασικό µέληµα τη̋ αρχαιολογία̋ αυτή την περίοδο (Lucas 2001a:82-86). 2.2.2. ∆ιαδικαστική προσέγγιση Ω̋ αντίδραση στο µοντέλο λειτουργία̋ τη̋ παραδοσιακή̋ αρχαιολογία̋ διαµορφώθηκε στη δεκαετία του 1960 ένα νέο θεωρητικό ρεύµα µε επιρροέ̋ από τι̋ Το έργο του Bruce Trigger (2005) “Μια ιστορία τη̋ αρχαιολογική̋ σκέψη̋” σκιαγραφεί το ιστορικό υπόβαθρο των θεωρητικών παραδειγµάτων τη̋ αρχαιολογία̋, καθώ̋ και τη̋ φιλοσοφικέ̋ και επιστηµολογικέ̋ καταβολέ̋ του̋. 2 12 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία νέο-θετικιστικέ̋ επιστηµολογικέ̋ εξελίξει̋ στι̋ φυσικέ̋ επιστήµε̋, όπω̋ εκφράστηκαν από του̋ Hempel (1965) και Popper (1963). Το νέο παράδειγµα τονίζοντα̋ τη ρήξη του µε τι̋ παραδοσιακέ̋ πρακτικέ̋, ονοµάστηκε “Νέα Αρχαιολογία”3 και ουσιαστικά επιχείρησε να µετατρέψει “έναν κατά βάση ιστορικό κλάδο σε µια αυτόνοµη θετική επιστήµη” (Κωτσάκη̋ 2002:16). Συνοπτικά, το ερευνητικό ενδιαφέρον τη̋ Νέα̋ Αρχαιολογία̋ στράφηκε στην πολιτισµική εξέλιξη και υιοθετήθηκε µια λειτουργιστική και προσαρµοστική αντίληψη του πολιτισµού4. Ο πολιτισµό̋ θεωρήθηκε ω̋ ένα ενιαίο σύστηµα που λειτουργεί µέσα από την αλληλεπίδραση των συστατικών του στοιχείων. Κατά συνέπεια, η έρευνα επικεντρώθηκε στην περιγραφή των διαδικασιών που ευθύνονται για τι̋ παρατηρούµενε̋ µεταβολέ̋ του συστήµατο̋. Η αντίληψη τη̋ διαδικασία̋ ήταν τόσο κεντρική στο παράδειγµα τη̋ Νέα̋ Αρχαιολογία̋, ώστε να ονοµαστεί στην ώριµη φάση τη̋ “διαδικαστική αρχαιολογία“ (processual archaeology) (Κωτσάκη̋ 2002:1718). Στο θεωρητικό πλαίσιο που διαµορφώθηκε, ο υλικό̋ πολιτισµό̋ παροµοιάστηκε µε ένα αρχείο που µπορεί µε τι̋ κατάλληλε̋ µεθόδου̋ να αποκωδικοποιηθεί. Απορρίφθηκε κάθε µορφή εµπειρική̋ δραστηριότητα̋ και οι αρχαιολόγοι επικεντρώθηκαν στην ενσωµάτωση τη̋ επιστηµονική̋ µεθόδου στην αρχαιολογική πρακτική (Lock 2003:2). Σύµφωνα µε αυτή, η σύνθεση πληροφορία̋ από τα δεδοµένα θεωρείται ω̋ µια διαδικασία διαχωρισµού του σήµατο̋ από το θόρυβο5. Η διαδικασία ξεκινάει µε την καταγραφή των δεδοµένων παρατήρηση̋ ω̋ αντικειµενικών γεγονότων, συνεχίζει στην οργάνωση και τη διήθηση µέρου̋ των δεδοµένων µε σκοπό τη διαµόρφωση πληροφορία̋ για να καταλήξει στη σύνθεση του τελικού αθροιστικού γνωστικού αποτελέσµατο̋ µε τη µορφή ενό̋ αφαιρετικού µοντέλου (Peuquet 2002:52). Ακολουθώντα̋ το παράδειγµα αυτό, οι αρχαιολόγοι προσπάθησαν να συστηµατοποιήσουν τι̋ µεθόδου̋ που επιτρέπουν την αντικειµενική προσέγγιση του παρελθόντο̋. Υποστήριξαν τον απαγωγικό συλλογισµό µε τον καθορισµό υποθέσεων εργασία̋ που επαληθεύονταν ή όχι από τα δεδοµένα τη̋ έρευνα̋. Μεταφέροντα̋ τη συλλογή των δεδοµένων στο πλαίσιο µια̋ προδιαγεγραµµένη̋ προβληµατική̋ τονιζόταν ο διαχωρισµό̋ µεταξύ παρατηρητή και ερευνητικού αντικειµένου, επικυρώνοντα̋ µε αυτό τον τρόπο την αντικειµενικότητα τη̋ παρατήρηση̋. Πρακτικά στο πεδίο τη̋ έρευνα̋ έγινε προσπάθεια να συστηµατοποιηθεί η διαδικασία παρατήρηση̋ µέσα από ρητέ̋ µεθοδολογίε̋ καταγραφή̋ που στοιχειοθετούσαν την αντικειµενικότητα του ερευνητή (Webmoor 2007a). Ο έλεγχο̋ τη̋ υπόθεση̋ εργασία̋ µέσα από τα δεδοµένα οργανώθηκε µε άξονα τη διενέργεια ποσοτικών αναλύσεων, που αξιολογούσαν την επιστηµονική Η αισιοδοξία τη̋ αλλαγή̋ που έφερε το νέο παράδειγµα αποτυπώνεται µε χαρακτηριστικό τρόπο στο άρθρο του Clarke: “Archaeology: The Loss of Innocence” (1973). 4 Ενδεικτικό ω̋ προ̋ την κατανόηση των αντιλήψεων τη̋ εποχή̋ είναι το αξίωµα του Binford (1962:218) ότι “Πολιτισµό̋ είναι το εξωσωµατικό µέσο προσαρµογή̋ του ανθρώπου”. 5 Ω̋ θόρυβο̋ υπονοείται το είδο̋ τη̋ πληροφορία̋ που είτε δεν έχει σχέση σε ένα προδιαµορφωµένο πλαίσιο ανάλυση̋ είτε αποτελεί λάθο̋ καταγραφή̋ ή ανωµαλία. 3 13 εγκυρότητα των αποτελεσµάτων. Γρήγορα, η στατιστική απόκτησε κεντρικό ρόλο στην επεξεργασία των δεδοµένων και µαζί τη̋ και οι πρώτοι Η/Υ που παρείχαν τα µέσα για µια ουδέτερη, µαθηµατική και σύνθετη επεξεργασία πληθώρα̋ ποσοτικών δεδοµένων (Lock 1995:14-15). Με τον τρόπο αυτό, η επεξεργασία των δεδοµένων και η σύνθεση τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ ταυτίστηκαν µε µια αποδεικτική άσκηση (Κωτσάκη̋ 2002:19). Η αναγωγή των αποτελεσµάτων στη µορφή ενό̋ αφαιρετικού µοντέλου περιγραφή̋ διάφορων πτυχών τη̋ λειτουργία̋ του πολιτισµού ολοκληρώνει τη διαδικασία παραγωγή̋ γνώση̋ στο πλαίσιο τη̋ επιστηµονική̋ µεθόδου. Η χρήση των µοντέλων στην αρχαιολογία διερευνήθηκε εκτενώ̋ από τον Clarke (1972:2) ο οποίο̋ περιγράφει τα µοντέλα “ω̋ µερικέ̋ αναπαραστάσει̋, που απλοποιούν τι̋ πολύπλοκε̋ παρατηρήσει̋ µε την επιλεκτική απάλειψη τη̋ δευτερεύουσα̋, για του̋ σκοπού̋ του µοντέλου, λεπτοµέρεια̋” 6. Προκειµένου να πιστοποιηθεί η εγκυρότητα ενό̋ µοντέλου, χρησιµοποιήθηκε ο αναλογικό̋ συλλογισµό̋ που επισηµαίνει τι̋ οµοιότητε̋ ανάµεσα στο υλικό αποτύπωµα σύγχρονων συµπεριφορών και στα κατάλοιπα του παρελθόντο̋ (Salmon 1982). Πρόκειται για τη λεγόµενη ενδιάµεση θεωρία (middle range theory) (Binford 1977), που έδωσε έµφαση στα εθνογραφικά παράλληλα, τι̋ ταφονοµικέ̋ διαδικασίε̋ και την πειραµατική αναπαραγωγή πρακτικών του παρελθόντο̋ ω̋ στοιχεία πιστοποίηση̋ τη̋ ορθότητα̋ των εξηγήσεων για το παρελθόν. Η χρήση τη̋ σε συνδυασµό µε την αφαιρετική και µαθηµατική περιγραφή των δοµών και των διαδικασιών του πολιτισµού, επέτρεπε την παρουσίαση των αποτελεσµάτων τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋ ω̋ αντικειµενικών γεγονότων αποκλείοντα̋ φαινοµενικά κάθε µορφή προκατάληψη̋. 2.2.3. Μεταδιαδικαστική θεώρηση Ήδη από τη δεκαετία του 1980, µε εισηγητή τον Ian Hodder (1982, 1986, 1992), το παράδειγµα τη̋ διαδικαστική̋ αρχαιολογία̋ αξιολογήθηκε κριτικά από ένα θεωρητικό ρεύµα που αναφέρεται συνήθω̋ ω̋ “Μετα-διαδικαστική αρχαιολογία”7. Η νέα θεώρηση συνέβαλε στη µετατόπιση τη̋ έρευνα̋ “από το αφηρηµένο και εξωιστορικό πλαίσιο του φυσικού νόµου στο χώρο τη̋ κοινωνική̋ πράξη̋ που διαµεσολαβείται από κοινωνικά υποκείµενα και είναι γεµάτο̋ νόηµα και Τα µοντέλα διακρίθηκαν από του̋ Binford και Binford (1968) σε τρει̋ κλίµακε̋: α) τα χαµηλού επιπέδου µοντέλα, που χρησιµοποιούνται για να εξηγήσουν κάποια πτυχή ενό̋ συγκεκριµένου πολιτισµού (π.χ. κεραµική παραγωγή στη Νεολιθική Θεσσαλία), β) τα µεσαίου επιπέδου µοντέλα που περιγράφουν ένα φαινόµενο ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενό̋ πολιτισµού (π.χ. η γεωργία) και γ) τα υψηλού επιπέδου κανονιστικά µοντέλα που αναφέρονται στο σύνολο του ανθρώπινου πολιτισµού εν γένει. 7 Όπω̋ αναφέρει ο Κωτσάκη̋ (1999:15) “ο όρο̋ εκφράζει τόσο την υπέρβαση τη̋ διαδικαστική̋, όσο και την υπέρβαση τη̋ νεωτερικότητα̋, τη µετα-νεωτερικότητα”. Ειδικότερα, η πρόθεση “µετα” αναφέρεται στην έλλειψη µια̋ µονοσήµαντη̋ και ενοποιηµένη̋ θεωρία̋. Πράγµατι, η µετα-διαδικαστική αρχαιολογία καλύπτει πλήθο̋ προσεγγίσεων που κάθε µία έχει τη δική τη̋ φυσιογνωµία, όπω̋ η ερµηνευτική, ο ιστορικό̋ ιδεαλισµό̋, ο διαλεκτικό̋ µαρξισµό̋, η φαινοµενολογία, ο φεµινισµό̋ (Hodder 1999:5). 6 14 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία συµβολισµό” (Κωτσάκη̋ 2001:199). Επιπλέον, υποστήριξε ένα πιο υποκειµενικό, πολυφωνικό και διαλεκτικό χαρακτήρα τη̋ αρχαιολογική̋ συλλογιστική̋ µε έµφαση στη συνεχή επαναξιολόγησή τη̋. Αφορµή για την αµφισβήτηση των εξηγήσεων στο πλαίσιο τη̋ επιστηµονική̋ µεθόδου, στάθηκε το πρόβληµα τη̋ ισοτέλεια̋ (equifinality), δηλαδή η δυνατότητα κατάληξη̋ στο ίδιο συµπέρασµα κατά την εξέταση των δεδοµένων έχοντα̋ ω̋ βάση διαφορετικά εξηγητικά µοντέλα8. Η αδυναµία αντικειµενική̋ απόδειξη̋ οδήγησε στο εύλογο συµπέρασµα ότι η επιστηµονική µέθοδο̋ έχει προβλήµατα όταν εφαρµόζεται στι̋ ανθρωπιστικέ̋ επιστήµε̋. Η βασική αιτία των προβληµάτων εντοπίστηκε στο γεγονό̋ ότι ο πολιτισµό̋ είναι φορέα̋ ιδεολογία̋ και νοήµατο̋ που λειτουργεί σε συγκεκριµένα ιστορικά πλαίσια9. Η αποκωδικοποίηση ενό̋ µοναδικού νοήµατο̋ από τον αρχαιολόγο είναι αδύνατη, εφόσον τα νοήµατα είναι ρευστά και βρίσκονται συνεχώ̋ υπό διαπραγµάτευση στο πλαίσιο των καθηµερινών κοινωνικών πρακτικών από τα υποκείµενα κάθε κοινωνία̋ (Hodder 1982). Στο νέο θεωρητικό πλαίσιο ο υλικό̋ πολιτισµό̋ παροµοιάστηκε µε ένα κείµενο. Η πρόσληψη του νοήµατο̋ ενό̋ κειµένου εξαρτάται από τον αναγνώστη και το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο εντό̋ του οποίου συγκροτείται ο ίδιο̋ ω̋ υποκείµενο. Η επισήµανση αυτή έχει σηµαντικέ̋ επιπτώσει̋ για τον αρχαιολόγο, καθώ̋ καλείται να αναγνώσει τον υλικό πολιτισµό του παρελθόντο̋ και να δηµιουργήσει και αυτό̋ µια δική του ιστορικά συγκεκριµένη ερµηνεία, αλλά οπωσδήποτε όχι αντικειµενική εξήγηση (Hodder 1986). Αντί λοιπόν για την επιστηµονική µέθοδο, η µελέτη του υλικού πολιτισµού στράφηκε στην ερµηνευτική (hermeneutics)10, µια µέθοδο µε µακρά παράδοση που ανάγεται στο Μεσαίωνα και ορίζει τον τρόπο προσέγγιση̋ του νοήµατο̋ ενό̋ κειµένου (Κωτσάκη̋ 1999:16)11. Τα βασικά στοιχεία τη̋ ερµηνεία̋ στο πλαίσιο τη̋ αρχαιολογική̋ συλλογιστική̋ είναι η ερµηνευτική σπείρα, η προηγούµενη γνώση και ο ιστορικό̋ χαρακτήρα̋ τη̋ γνώση̋ (Εικ. 2.1). Το πρώτο στοιχείο αναφέρεται στη σχέση αλληλεπίδραση̋ ανάµεσα στο µέρο̋ και το σύνολο χαρακτηρίζοντα̋ τη γνωστική διαδικασία ω̋ µια πρακτική που συσχετίζει επιµέρου̋ στοιχεία µέχρι το σχηµατισµό µια̋ συνολική̋ λογική̋ ερµηνεία̋. Η ερµηνευτική σπείρα µα̋ εισάγει στο χώρο τη̋ αέναη̋, ρευστή̋ και ιστορικά µεταβλητή̋ ερµηνεία̋, καθώ̋ κάθε νέα αλλαγή στου̋ Σε αυτή τη διαπίστωση συνέβαλε το έργο των Hodder και Orton “Spatial Analysis in Archaeology” (1976), οι οποίοι στην προσπάθειά του̋ να εξοµοιώσουν εµπορικά δίκτυα 8 και µοτίβα κατοίκηση̋ χρησιµοποιώντα̋ χωρική στατιστική και Η/Υ αντιλήφθηκαν, ότι η επαλήθευση ενό̋ µοντέλου δεν µπορεί µε βεβαιότητα να αποδείξει την αποκλειστική ορθότητα µια̋ υπόθεση̋. 9 Χαρακτηριστικό είναι το αξίωµα του Hodder (1999:5) ότι “ο υλικό̋ πολιτισµό̋ είναι νοηµατικά και ιστορικά συγκροτηµένο̋”. 10 Η ερµηνευτική ω̋ όρο̋ προέρχεται από τη λέξη ‘ερµηνεύ̋’, η οποία αναφέρεται στο πρόσωπο που καθιστά καθαρό το νόηµα κάποιου µηνύµατο̋. Σχετίζεται µε το θεό Ερµή και το ρόλο του ω̋ ερµηνευτή και ταχυδρόµο των µηνυµάτων των θεών. Αναφέρεται ότι συχνά ο Ερµή̋ συνέχεε επίτηδε̋ το νόηµα ενό̋ µηνύµατο̋ επηρεάζοντα̋ µε αυτό τον τρόπο την πρόσληψή του από τον παραλήπτη (Virkler 1996:15-16). 11 Ω̋ ερευνητική µεθοδολογία στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστηµών συγκροτήθηκε από το έργο των Gadamer (1975, 1977), Ricoeur (1981) και Heidegger (1962), που διατείνονταν ότι το σύνολο τη̋ ανθρώπινη̋ αντίληψη̋ και όχι µόνο η κατανόηση των κειµένων είναι στην ουσία µια ερµηνευτική πράξη. 15 συσχετισµού̋ των µερών µπορεί να οδηγήσει σε νέα, πολλέ̋ φορέ̋ αντικρουόµενα ερµηνευτικά σύνολα. Το δεύτερο στοιχείο δηλώνει τη σηµασία τη̋ προηγούµενη̋ γνώση̋ ω̋ παράγοντα που επηρεάζει την οπτική µε την οποία προσεγγίζουµε τον υλικό πολιτισµό. Αναφέρεται στο θεωρητικό υπόβαθρο, τα κριτήρια και τι̋ µεθόδου̋ παρατήρηση̋, τα ερευνητικά εργαλεία και τι̋ κοινωνικοπολιτικέ̋ δοµέ̋ τη̋ αρχαιολογική̋ επιστήµη̋ ω̋ παράγοντε̋ επίδραση̋ τη̋ αρχαιολογική̋ συλλογιστική̋. Τέλο̋, το τρίτο στοιχείο υπενθυµίζει ότι η αρχαιολογική έρευνα είναι ιστορικά συγκεκριµένη και στο βαθµό που διαµορφώνεται από την προηγούµενη γνώση επηρεάζει µε τη σειρά τη̋ και τη µελλοντική τη̋ εξέλιξη (Hodder 1991, 1999:32-33). Εικόνα 2.1. Η ερµηνευτική σπείρα κατά την ανασκαφική συλλογιστική (προσαρµοσµένο από: Hodder 1999: fig. 3.3, Webmoor 2007a fig: 3.3). Με βάση τα προηγούµενα, γίνεται κατανοητό ότι η ερµηνεία λαµβάνει χώρα σε πολλαπλά επίπεδα τη̋ αρχαιολογική̋ διαδικασία̋. Πολύ περισσότερο η ίδια η παρατήρηση και η συλλογή δεδοµένων αποτελούν µια µορφή ερµηνεία̋ (Hodder 1997:692). Ω̋ αποτέλεσµα, τα αρχαιολογικά δεδοµένα συγκροτούν σε µεγάλο βαθµό ένα θεωρητικό κατασκεύασµα που δηµιουργείται µέσα από τη διαλεκτική σχέση παρατηρητή και αντικειµένου και αντικαθιστά τη φυσική υπόσταση του τελευταίου. Υπό την έννοια αυτή, τα αρχαιολογικά δεδοµένα διαµορφώνονται στο παρόν µέσα σε συγκεκριµένε̋ συνθήκε̋, π.χ. το θεωρητικό υπόβαθρο του ερευνητή, και για προκαθορισµένε̋ χρήσει̋, π.χ. την επιλεγµένη µεθοδολογία ανάλυσή̋ του̋ (Shanks & Tilley 1992). Η διαπίστωση αυτή, αν και εισάγει το στοιχείο τη̋ σχετικότητα̋ των δεδοµένων, δεν απαξιώνει την εγκυρότητα τη̋ αρχαιολογική̋ συλλογιστική̋. Όπω̋ υποστηρίζουν πολλοί ερευνητέ̋ (Hodder 1991, Shanks & Tilley 1992, Wylie 1994, Hodder 1999) η υλικότητα των καταλοίπων τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋ επιτρέπει 16 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία κάποιε̋ γενικευµένε̋ και αντικειµενικέ̋ παρατηρήσει̋, που µπορούν να περιορίσουν τι̋ δυνατέ̋ ερµηνείε̋ επάνω στη χρήση του̋, αλλά και τα νοήµατα που µπορεί να περιέχουν. Υπό αυτή την έννοια, τα δεδοµένα λόγω τη̋ υλικότητά̋ του̋ µπορούν να υποστηρίξουν ή να καταρρίψουν κάποιε̋ θεωρίε̋, και άρα οι θεωρίε̋ και τα δεδοµένα διαµορφώνονται σε συσχέτιση µεταξύ του̋ στο πλαίσιο τη̋ ερµηνευτική̋ σπείρα̋12. Λαµβάνοντα̋ υπόψη την ουσιαστική επίδραση των δεδοµένων στο αποτέλεσµα τη̋ έρευνα̋, σκοπό̋ του αρχαιολόγου κατά τη διαδικασία τη̋ ερµηνεία̋ είναι ο έλεγχο̋ τη̋ αναπόφευκτη̋ θεωρητική̋ και µεθοδολογική̋ προκατάληψη̋. Κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια αυτή παίζει η συνάφεια ή τα συγκείµενα (context), δηλαδή το δίκτυο των σχέσεων στα οποία µετέχει ο υλικό̋ πολιτισµό̋ στο πλαίσιο λειτουργία̋ του, καθώ̋ και η αναστοχαστικότητα (reflexivity), δηλαδή η αυτοκριτική θέαση τη̋ στάση̋ του ερευνητή απέναντι στο αντικείµενο τη̋ έρευνα̋ (Shanks & Tilley 1992, Hodder 1999). Με την έννοια τη̋ συνάφεια̋ δηλώνεται η έµφαση στην αναγωγή των δεδοµένων στο συγκεκριµένο ιστορικό πλαίσιο που ερευνάται µέσα από τη εξέταση τη̋ σχέση̋ του̋ µε παρεµφερή δεδοµένα. Η αξιοποίηση τη̋ συνάφεια̋ στο πλαίσιο τη̋ ερµηνευτική̋ γίνεται µε τη χρήση όσο το δυνατό µεγαλύτερη̋ ποικιλία̋ δεδοµένων και τη δηµιουργία ολοένα και πιο σύνθετων συσχετίσεων µεταξύ του̋ (Hodder 1987). Η σύγκλιση των δεδοµένων µέσα από συµπληρωµατικέ̋ αναλυτικέ̋ πρακτικέ̋ και ανεξάρτητε̋ πηγέ̋ αποτελούν τα στοιχεία που παρέχουν σε µια ερµηνεία την απαιτούµενη εγκυρότητα. Ωστόσο, η εγκυρότητα αυτή γίνεται αντιληπτή ω̋ πρόσκαιρη, εφόσον νέα δεδοµένα µπορεί να οδηγήσουν στην επανεξέταση µια̋ µέχρι πρότινο̋ αποδεκτή̋ ερµηνεία̋. Με την έννοια τη̋ αναστοχαστικότητα̋ προβάλλεται η υποχρέωση του αρχαιολόγου να κατανοήσει, να τεκµηριώσει και να αξιολογήσει τι̋ συνθήκε̋ διεξαγωγή̋ τη̋ σύγχρονη̋ έρευνα̋, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα για τη µελλοντική αναθεώρηση των δεδοµένων ή τη χρήση του̋ σε διαφορετικό θεωρητικό πλαίσιο (Hodder 1992:171-173, 1999). Ωστόσο, η νέα θεώρηση δέχτηκε κριτική για το στοιχείο τη̋ σχετικότητα̋ που εισάγει στην αρχαιολογική έρευνα, εφόσον δεν προσφέρει αντικειµενικού̋ τρόπου̋ αξιολόγηση̋ µια̋ ερµηνεία̋ για το παρελθόν (Renfrew 1989). Πραγµατικά το 1997 πραγµατοποιήθηκε στο Lampeter τη̋ Αγγλία̋ συνάντηση για το πρόβληµα. Η συνάντηση κατέληξε στο προσδιορισµό κάποιων κριτηρίων που µπορούν να χρησιµοποιηθούν ω̋ µέσο αξιολόγηση̋ µια̋ ερµηνεία̋13 (Lampeter Archaeology 12 Η έµφαση στην υλικότητα των δεδοµένων εκφράστηκε µε συγκεκριµένου̋ όρου̋ που περιγράφουν τη δυνατότητα αλληλεπίδραση̋ µε τη θεωρία, όπω̋ το δίκτυο αντιστάσεων (network of resistances) των Shanks και Tilley (1987), η επιφυλακτική αντικειµενικότητα (guarded objectivity) του Hodder (1999) ή οι αποδεικτικοί περιορισµοί (evidential constraints) τη̋ Wylie (1994). 13 Τα κριτήρια αυτά περιλαµβάνουν έννοιε̋, όπω̋ η συνοχή (coherence), η περιεκτικότητα (comprehensiveness}, η πολυπλοκότητα (complexity), η συνάφεια (relevance), η αληθοφάνεια (plausibility), η αισθητική κοµψότητα του επιχειρήµατο̋ (style), η ηθική και πολιτική βαρύτητα (moral and political impact) και η εµπειρική αντιστοιχία (empirical correspondence). 17 Workshop 1997). Ωστόσο, τα κριτήρια αυτά είναι ποιοτικά και ασαφή µε αποτέλεσµα η εγκυρότητα να παραµένει ένα ζήτηµα που στηρίζεται στη γενικευµένη αποδοχή και επηρεάζεται από σύγχρονε̋ πολυεπίπεδε̋ πολιτικέ̋ ισχύο̋14. Κατά συνέπεια, οι µετα-διαδικαστικέ̋ αντιλήψει̋ θεωρήθηκαν ω̋ απερίφραστη αποµάκρυνση από την οφειλόµενη προσπάθεια του αρχαιολόγου για επιστηµονική αντικειµενικότητα. Ο Binford (1989) παρότι αποδέχτηκε ότι τα δεδοµένα τη̋ έρευνα̋ επηρεάζονται από το θεωρητικό υπόβαθρο στο στάδιο τη̋ πρωτογενού̋ παρατήρηση̋, υποστήριξε ότι η παραγόµενη πληροφορία είναι ανεξάρτητη από το θεωρητικό παράδειγµα εργασία̋, εφόσον η οργάνωση και η επεξεργασία των δεδοµένων γίνεται µε σαφεί̋ και αναπαραγόµενε̋ διαδικασίε̋. Η λύση που προτείνει, ωστόσο, δεν αντιλαµβάνεται ότι η θεωρία και κατά συνέπεια η προκατάληψη ενυπάρχει σε όλα τα στάδια τη̋ αρχαιολογική̋ διαδικασία̋ από την παρατήρηση στο πεδίο, στη µελέτη των δεδοµένων, στη σύνθεση τη̋ πληροφορία̋ και στην αξιολόγηση µια̋ επιστηµονική̋ πρόταση̋ (Shanks & Tilley 1989). Τα τελευταία χρόνια η ανθρωπολογία τη̋ επιστήµη̋ έχει µελετήσει διάφορε̋ πτυχέ̋ τη̋ επιστηµονική̋ πρακτική̋. Με κύριο εκπρόσωπο τον Bruno Latour (1987, 1993, 1999) η έννοια του επιστηµονικού γεγονότο̋ ή τη̋ αντικειµενική̋ εξήγηση̋ έχει δεχθεί κριτική ω̋ µια ρητορική κατασκευή που αποσκοπεί στην ενίσχυση τη̋ εγκυρότητα̋ των επιστηµονικών αποτελεσµάτων από το ακαδηµἀκό ακροατήριο. Όπω̋ παρατηρεί, στην πράξη η εγκυρότητα µια̋ πρόταση̋ συνήθω̋ στηρίζεται στα αποτελέσµατα µια̋ έρευνα̋ που µε τη σειρά τη̋ βασίζεται στη χρήση επιστηµονικών οργάνων και πολύπλοκων µεθοδολογιών. Ωστόσο, η ίδια η παραγωγή των αποτελεσµάτων είναι φωλιασµένη σε ένα “µαύρο κουτί”, µε την έννοια ότι είναι πολύ δύσκολο να αξιολογηθεί ή να επανεξεταστεί. Η αντικατάσταση του δικτύου των ανθρώπων, των υλικών και των οργάνων που παρήγαγαν τα αποτελέσµατα µια̋ έρευνα̋ µε ένα µαύρο κουτί, επιτυγχάνει την πολυπόθητη αντικειµενικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η έννοια τη̋ αντικειµενικότητα̋ αποτελεί ένα όπλο που επικαλείται ο επιστήµονα̋ προκειµένου να ισχυροποιήσει τη θέση του στα κοινωνικά δίκτυα που µετέχει. Πέρα από τι̋ επιπτώσει̋ που έχει αυτή η διαπίστωση στον τρόπο λειτουργία̋ τη̋ επιστηµονική̋ έρευνα̋, γίνεται αντιληπτό ότι τόσο τα δεδοµένα όσο και η πληροφορία αποτελούν σε µεγάλο βαθµό κοινωνικοτεχνικέ̋ κατασκευέ̋15. Επιστρέφοντα̋ στην αρχαιολογική συλλογιστική, τα δεδοµένα και η πληροφορία, λόγω τη̋ θεωρητική̋ φόρτιση̋ που περιλαµβάνουν, µπορούν να συγχωνευτούν στην έννοια τη̋ ερµηνεία̋. Η διάκρισή του̋ σχετίζεται µε το νοηµατικό πλαίσιο αναφορά̋, εφόσον οι ερµηνείε̋ που εξάγονται από τη µελέτη των πρωτογενών παρατηρήσεων σε µια έρευνα, στη συνέχεια αποτελούν τη βάση για κάποια µεταγενέστερη έρευνα. Υπό αυτή την έννοια, η ερµηνευτική δεν αξιολογεί ποιοτικά τα δεδοµένα και την πληροφορία, όπω̋ το διαδικαστικό παράδειγµα, αλλά Η κριτική αυτή είναι αποδεκτή από τη µετα-διαδικαστική αρχαιολογία που έχει συνειδητοποιήσει τη λειτουργία τη̋ στο πλαίσιο σύγχρονων συνθηκών και προβληµατισµών µε ότι αυτό συνεπάγεται ω̋ προ̋ την αντικειµενικότητα των προτάσεών τη̋ (Shanks & Tilley 1987, 1992). 15 Για τι̋ επιπτώσει̋ των παρατηρήσεων του Latour στην ανασκαφική έρευνα, βλ. Jones (2002). 14 18 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία απλώ̋ τα οριοθετεί µε βάση το στάδιο τη̋ έρευνα̋. Το στοιχείο αυτό δίνει έµφαση στην αλληλεπίδραση ερευνητή και δεδοµένων σε όλη τη διάρκεια τη̋ αρχαιολογική̋ διαδικασία̋, καθιστώντα̋ την εγκυρότητα µια έννοια που µπορεί να επιτευχθεί µόνο µέσα στο πλαίσιο τη̋ τεκµηρίωση̋ των ερευνητικών σταδίων. Ίσω̋ λοιπόν µία από τι̋ πιο σηµαντικέ̋ θεωρητικέ̋ εξελίξει̋ τη̋ µετα-διαδικαστική̋ αρχαιολογία̋ είναι η αναγνώριση τη̋ πρωταρχικότητα̋ τη̋ θεωρία̋, που όµω̋ επιτρέπει την καθοδήγηση τη̋ έρευνα̋ από τα ίδια τα δεδοµένα µέσα από την κριτική προσέγγιση και την έµφαση στη µεταξύ του̋ συνάφεια. 2.2.4. Η συζήτηση στην Ελλάδα Στην Ελλάδα η προηγούµενη συζήτηση µόλι̋ τελευταία έχει αρχίσει να απασχολεί την έρευνα. Η κριτική αντιµετώπιση τη̋ αρχαιολογική̋ πρακτική̋ που πρόβαλαν τόσο η Νέα Αρχαιολογία όσο και η µετα-διαδικαστική προσέγγιση στι̋ αγγλοσαξωνικέ̋ χώρε̋ άφησαν σε γενικέ̋ γραµµέ̋ αδιάφορο το εγχώριο αρχαιολογικό κοινό. Όπω̋ επισηµαίνει ο Κωτσάκη̋ (1991, 1999:14-15, 2002:15-17), τα αίτια αυτή̋ τη̋ στάση̋ µεταξύ άλλων εντοπίζονται στην κυριαρχία τη̋ ιστορική̋ αντίληψη̋ στη νεοελληνική πραγµατικότητα, στην εσωστρέφεια τη̋ έρευνα̋, στο κρατικό µονοπωλιακό σύστηµα τη̋ ελληνική̋ αρχαιολογία̋ και στη διατήρηση τη̋ αντίληψη̋ τη̋ αρχαιολογία̋ ω̋ ιστορία̋ τέχνη̋. Στο συγκεκριµένο πλαίσιο λειτουργία̋ τη̋ έρευνα̋ στην Ελλάδα, η προσέγγιση του αρχαιολογικού έργου περιορίζεται κυρίω̋ στην ανάκτηση και στη διαχείριση των αρχαιολογικών µαρτυριών που προκύπτουν κατά την ανασκαφή. Οι όποιε̋ καινοτοµίε̋ συγκεντρώνονται σε απόπειρε̋ εκσυγχρονισµού τη̋ ανασκαφική̋ πράξη̋ και των επιµέρου̋ αρχαιολογικών µελετών µέσω τεχνικών και µεθοδολογικών προσεγγίσεων που αποσκοπούν στη διεύρυνση του φάσµατο̋ των αρχαιολογικών δεδοµένων και κατ’ επέκταση τη̋ συναγόµενη̋ πληροφορία̋. Ωστόσο, ελάχιστη προσοχή αποδίδεται στον τρόπο συγκρότηση̋ των ίδιων των δεδοµένων τη̋ έρευνα̋, µε αποτέλεσµα η κριτική αξιολόγηση τη̋ µετάβαση̋ από τα δεδοµένα στι̋ ερµηνείε̋ να επαφίεται σε µεγάλο βαθµό στι̋ προσωπικέ̋ διαθέσει̋ του κάθε ερευνητή. 2.3. Ανασκαφικέ̋ τεχνικέ̋ Η µετα-διαδικαστική θεώρηση συνέβαλε στην αναγνώριση τη̋ ανασκαφική̋ πρακτική̋ ω̋ ερµηνεία̋ και όχι εντοπισµού των δεδοµένων τη̋ έρευνα̋. Κατά συνέπεια µετέφερε το βάρο̋ τη̋ ερµηνεία̋ στη στιγµή τη̋ ανασκαφή̋ ή όπω̋ χαρακτηριστικά αναφέρει ο Hodder (1997:693) “στην άκρη του µυστριού”. Είναι κατανοητό ότι οι τεχνικέ̋ ανασκαφή̋ αποτελούν βασικό παράγοντα που επηρεάζει την ερµηνεία στο πεδίο, δηλαδή τι δεδοµένα καταγράφονται και µε ποιο τρόπο. Ακολουθεί µια αναφορά σε βασικέ̋ ανασκαφικέ̋ τεχνικέ̋ µε άξονα την περιγραφή 19 των διαφορετικών στρατηγικών διερεύνηση̋ και τι̋ συνέπειε̋ του̋ στην ερµηνευτική προσέγγιση τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋. Είναι γενικά παραδεκτό ότι η ανασκαφή ω̋ ερευνητική διαδικασία δεν είναι καθόλου προτυποποιηµένη. Αντιθέτω̋, η ιστορία τη̋ ανασκαφική̋ πρακτική̋ είναι πολυδιάστατη και έχει οδηγήσει σε µία µεγάλη ποικιλία από πρακτικέ̋ και µεθόδου̋ που ακολουθούνται σήµερα σε διαφορετικά µέρη του κόσµου. Αυτό οφείλεται σε ένα συνδυασµό παραγόντων που σχετίζεται τόσο µε την εξέλιξη τη̋ αρχαιολογική̋ σκέψη̋, όσο και µε το ευρύτερο τεχνικό και οργανωτικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύχθηκε και λειτούργησε (Roskams 2001:7-39)16. Αρκετά ανασκαφικά εγχειρίδια έχουν δηµοσιευτεί κατά καιρού̋ σε διάφορε̋ χώρε̋ περιγράφοντα̋ τι̋ “καλέ̋” πρακτικέ̋ τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ (Wheeler 1954, Frédéric 1976, Barker 1977, Fladmark 1978, Joukowsky 1980, Χατζή-Βαλλιάνου 1989, Sevin 1995, Carandini 1996, Gersbach 1998, Renfrew & Bahn 2001, Roskams 2001). Το έργο τη̋ κατάταξη̋ των ανασκαφικών τεχνικών που χρησιµοποιήθηκαν στην αρχαιολογία είναι πολύ δύσκολο, καθότι παρουσιάζουν σηµαντικέ̋ αποκλίσει̋ όσο και αρκετέ̋ οµοιότητε̋. Ωστόσο δύο βασικέ̋ οµαδοποιήσει̋ µπορούν να γίνουν ω̋ προ̋ τον άξονα έρευνα̋ και ω̋ προ̋ τη µέθοδο αφαίρεση̋ τη̋ αρχαιολογική̋ επίχωση̋ (Κωτσάκη̋ 2000). Η πρώτη οµαδοποίηση διαχωρίζει τι̋ ανασκαφέ̋ σε οριζόντιε̋ και κάθετε̋. Η οριζόντια ανασκαφή χρησιµοποιήθηκε κυρίω̋ για τη διερεύνηση βραχύβιων θέσεων ή θέσεων µε µικρό πάχο̋ επιχώσεων. Επίση̋, παρατηρείται σε θέσει̋, όπου απουσιάζουν σε µεγάλο βαθµό τα σταθερά υλικά κατάλοιπα, όπω̋ οι πασσαλόπηκτε̋ κατασκευέ̋ τη̋ Βόρεια̋ Ευρώπη̋17. Ω̋ στόχο θέτει την αποκάλυψη των αρχαιολογικών καταλοίπων σε µεγάλη έκταση που επιτρέπουν τη µελέτη τη̋ οριζόντια̋ διάταξη̋ (pattern) των ευρηµάτων αποβλέποντα̋ στη συγχρονική κατανόηση τη̋ χωρική̋ οργάνωση̋ των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη θέση (Κωτσάκη̋ 2000). Αντιθέτω̋, οι κάθετε̋ ανασκαφέ̋ χρησιµοποιήθηκαν σε θέσει̋ µε µακρά διάρκεια που συνήθω̋ έχουν πολύπλοκη στρωµατογραφία και περιέχουν σταθερά υλικά κατάλοιπα, όπω̋ οι πρὀστορικέ̋ τούµπε̋ και τα αστικά κέντρα µε αλλεπάλληλε̋ οικιστικέ̋ φάσει̋. Αποσκοπούν στη διερεύνηση τη̋ διαδικασία̋ διαµόρφωση̋ τη̋ θέση̋ και τη χρονολογική συσχέτιση των επιχώσεων προκειµένου να διαχωριστούν ιστορικέ̋ φάσει̋ (Κωτσάκη̋ 2000). Η δεύτερη οµαδοποίηση διακρίνει την ανασκαφική τεχνική µε βάση την αφαίρεση των επιχώσεων σε τεχνητά επίπεδα ή αρχαιολογικά στρώµατα. Η πρώτη µέθοδο̋ αναπτύχθηκε κυρίω̋ σε εκτεταµένε̋ θέσει̋, αλλά δεν έλειψαν και τα Όπω̋ αναφέρει ο Lucas (2001b:43) τονίζοντα̋ τη σηµασία τη̋ ανασκαφική̋ µεθοδολογία̋, “διαφορετικέ̋ ανασκαφικέ̋ πρακτικέ̋ σε διάφορα µέρη του κόσµου ή από 16 ξεχωριστέ̋ περιόδου̋ παράγουν διαφορετικέ̋ θέσει̋ και κατά συνέπεια διαφορετικέ̋ ερµηνείε̋”. 17 Η ανάπτυξη τη̋ οριζόντια̋ τεχνική̋ ανάγεται σε πρακτικέ̋ του Jens Worsaae σε πρὀστορικέ̋ θέσει̋ τη̋ ∆ανία̋, ωστόσο πιο συστηµατική χρήση έγινε από τον Gerhard Bersu στη δεκαετία του 1930, ο οποίο̋ εισήγαγε τη µέθοδο στην Αγγλία (Lucas 2001a). 20 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία παραδείγµατα εφαρµογή̋ σε θέσει̋ µε κατακόρυφη ανάπτυξη. Η ανασκαφή προχωρά κάθετα µε την αφαίρεση διαδοχικών τµηµάτων προκαθορισµένου πάχου̋ δίνοντα̋ έµφαση στην οριζόντια αποκάλυψη των αρχαιολογικών καταλοίπων. Σχετίζεται µε την ανάπτυξη τη̋ τεχνική̋ τη̋ διάταξη̋ των ευρηµάτων (seriation) που χρησιµοποιεί το ποσοστό παρουσία̋ συγκεκριµένων τύπων αντικειµένων ω̋ τεκµήριο για τη διάκριση των αρχαιολογικών στρωµάτων µια̋ οικιστική̋ θέση̋ (Εικ. 2.2). Εικόνα 2.2. Απεικόνιση τη̋ φυσική̋ στρωµατογραφία̋ (Α), των τεχνητών ανασκαφικών επιπέδων (Β) και τη̋ διάκριση̋ των αρχαιολογικών στρωµάτων µε την τεχνική τη̋ διάταξη̋ τύπων κεραµική̋ (Γ) στη θέση Pachacamac στο Περού (Praetzellis 1993: fig. 5.3). Η χρήση τεχνητών επιπέδων έχει δεχθεί σοβαρή κριτική, καθώ̋ από τη µία χάνει του̋ ορίζοντε̋ ανθρώπινη̋ δραστηριότητα̋ και από την άλλη αγνοεί τη φυσική στρωµατογραφία µια̋ θέση̋, µε αποτέλεσµα την ανάµειξη ευρηµάτων από 21 διαφορετικά στρωµατογραφικά σύνολα και κατά συνέπεια από διαφορετικού̋ χρονολογικού̋ ορίζοντε̋ (Harris 1979, Praetzellis 1993). Παρόλα αυτά χρησιµοποιείται ακόµη και σήµερα κυρίω̋ σε ανασκαφέ̋ κλασικών θέσεων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό (Altekamp 2004). Η δεύτερη µέθοδο̋ ταιριάζει περισσότερο σε κάθετε̋ ανασκαφέ̋ µε πολύπλοκη στρωµατογραφία. Η ανάπτυξη τη̋ αποκρυσταλλώθηκε από του̋ Sir Mortimer Wheeler και Kathleen Kenyon. Η θέση χωρίζεται σε κάνναβο και κάθε τετράγωνο ορίζει έναν ανασκαφικό τοµέα ή σκάµµα που σκάβεται ακολουθώντα̋ τη φυσική στρωµατογραφία (Εικ. 2.3). Με τον τρόπο αυτό δίνεται έµφαση στη υφιστάµενη διαδοχή των επιχώσεων, όπω̋ αυτή αποτυπώνεται στι̋ κάθετε̋ τοµέ̋ των µαρτύρων, δηλαδή των άσκαφτων τµηµάτων ανάµεσα σε κάθε τοµέα (Wheeler 1954). Στη συνέχεια, οι στρωµατογραφίε̋ από τα διάφορα σκάµµατα συνδυάζονται και ταυτίζονται µε τι̋ ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ από κάθε σκάµµα. Με ανάλογο τρόπο, τα ευρήµατα οµαδοποιούνται µε βάση τα αρχαιολογικά στρώµατα, όπω̋ αυτά δηλώνονται από τη στρωµατογραφία. Η µέθοδο̋ του Wheeler συµπίπτει µε την ανάπτυξη τη̋ ραδιοχρονολόγηση̋ που συνέβαλε στη συµπλήρωση τη̋ τυπολογική̋ σχετική̋ χρονολόγηση̋ από την απόλυτη χρονολόγηση. Πλέον, εκτό̋ από τα ευρήµατα ήταν δυνατό να προκύψει ένα χρονολογικό πλαίσιο και από την ίδια την ανασκαφή διευκολύνοντα̋ µε αυτό τον τρόπο τη χρονολογική συσχέτιση στρωµάτων και ευρηµάτων (Lucas 2001a:36-43). Εικόνα 2.3. Οι ανασκαφέ̋ του Wheeler στο Maiden Castle. ∆ιακρίνεται η διάταξη των ανασκαφικών σκαµµάτων (Roskams 2001: Plate 2). Παρά το γεγονό̋ ότι αποτέλεσε πραγµατική επανάσταση στην ανασκαφική πρακτική, η µέθοδο̋ του Wheeler γρήγορα αποκάλυψε µερικέ̋ αδυναµίε̋. Αυτέ̋ εντοπίζονται κυρίω̋ στη δυσκολία συσχέτιση̋ διασκαµµατικών αρχιτεκτονικών κατασκευών και στρωµάτων λόγω τη̋ ύπαρξη̋ των στρωµατογραφικών µαρτύρων. Η κατάτµηση του ανασκαφικού έργου σε επιµέρου̋ σκάµµατα συµβάλλει στην υποβάθµιση τη̋ κατανόηση̋ τη̋ οριζόντια̋ διάταξη̋ του υλικού και κατά συνέπεια 22 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία τη̋ ανθρώπινη̋ συµπεριφορά̋ σε µια χρονική περίοδο. Υπό αυτή την έννοια, η πρωταρχικότητα τη̋ στρωµατογραφία̋ είναι ενδεικτική τη̋ σχεδόν αποκλειστική̋ έµφαση̋ στη χρονολογική συσχέτιση του αρχαιολογικού υλικού (Lucas 2001a:43-47). Αποσκοπώντα̋ στην αντιµετώπιση του προβλήµατο̋, αναπτύχθηκαν τεχνικέ̋ που συνδυάζουν χαρακτηριστικά τη̋ κάθετη̋ και τη̋ οριζόντια̋ ανασκαφή̋ οδηγώντα̋ σε υβριδικά συστήµατα. Χαρακτηριστικό είναι το σύστηµα ανοικτή̋ ανασκαφή̋ (open excavation), που προβάλλεται ιδιαίτερα στο ανασκαφικό εγχειρίδιο του Barker (1977). Σύµφωνα µε αυτό, η ανασκαφή οργανώνεται σε κάνναβο και προχωρά στρωµατογραφικά, αλλά η αφαίρεση των στρωµάτων γίνεται µε ενιαίο τρόπο σε όλα τα σκάµµατα, ώστε να αποµακρυνθεί η επίχωση στο µέγιστο τη̋ έκτασή̋ τη̋. Κατά την ανασκαφή διατηρούνται στρωµατογραφικοί µάρτυρε̋, όπου κρίνεται χρήσιµο. Μόλι̋ ολοκληρωθεί η ανασκαφή µια̋ “κύρια̋” φάση̋ οι µάρτυρε̋ αφαιρούνται αποκαλύπτοντα̋ µια επιφάνεια χρήση̋ για το σύνολο τη̋ ανασκαφή̋ (Εικ. 2.4). Ωστόσο, ο καθορισµό̋ σηµαντικών φάσεων παραµένει υποκειµενικό̋ και ενδέχεται να επηρεάζει κατοπινέ̋ οµαδοποιήσει̋ και κατά συνέπεια ερµηνείε̋ του υλικού (Lucas 2001a:52-56). Εικόνα 2.4. Οι ανασκαφέ̋ του Barker στο Winchester. Η ανασκαφή εκτείνεται σε όλη την έκταση τη̋ θέση̋ χωρί̋ την παρεµβολή σταθερών µαρτύρων (εξώφυλλο από Barker 1977). Εξέλιξη του συστήµατο̋ αυτού αποτελεί η ανασκαφή πλαισίου (context excavation). Το σύστηµα σχετίζεται µε το έργο του Edward Harris στι̋ αρχέ̋ του 1970 στο Winchester τη̋ Αγγλία̋. Ο Harris (1979) συνέλαβε την έννοια του ανασκαφικού πλαισίου ω̋ την απτή µαρτυρία ενό̋ επεισοδίου απόθεση̋ ή επέµβαση̋ στο χώρο. Ω̋ ανασκαφικό πλαίσιο (context) ορίζει τη βασική στρωµατογραφική µονάδα που µπορεί να ταυτιστεί µε ένα στρώµα ή µια άυλη διεπαφή (interface) ανάµεσα στα στρώµατα, π.χ. το κόψιµο ενό̋ λάκκου. Απέδειξε ότι ένα στρώµα µπορεί να έχει τρει̋ δυνατέ̋ τοπολογικέ̋ σχέσει̋ µε ένα άλλο στρώµα: 23 α) να µην έχει άµεση επαφή β) να είναι προγενέστερο ή µεταγενέστερο από αυτό γ) να είναι ισοδύναµο και διατύπωσε βασικέ̋ αρχέ̋ για του̋ τρόπου̋ απόθεση̋ των αρχαιολογικών στρωµάτων18. Υποστήριξε ότι η ανασκαφή πρέπει να προχωρά µε αντίστροφο τρόπο ω̋ προ̋ τη αρχική συσσώρευση των στρωµάτων χωρί̋ τη χρήση τεχνητών επιπέδων, αλλά ακολουθώντα̋ τη φυσική διαδοχή των στρωµάτων. Επιπλέον, πρότεινε ότι κάθε ανασκαφικό πλαίσιο έπρεπε να αφαιρείται στην πλήρη του έκταση, καθώ̋ και να έχει τη δική του περιγραφή και σχεδιαστική απεικόνιση. Η πρόταση αυτή έβαλε τα θεµέλια για τη µέθοδο σχεδίαση̋ ξεχωριστών ανασκαφικών πλαισίων (single context planning), που αντικατέστησε τα σύνθετα σχέδια που χρησιµοποιούνταν ω̋ τότε. Η χωρική και χρονική οριοθέτηση και η ξεχωριστή καταγραφή κάθε ανασκαφικού πλαισίου πέτυχε την οριστική ανεξαρτητοποίηση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ από τη στρωµατογραφική τοµή και µετέφερε την ερµηνεία στο πεδίο, εφόσον ο αρχαιολόγο̋ έπρεπε να αναγνωρίσει κάθε στρώµα ω̋ το αποτέλεσµα µια̋ ανθρώπινη̋ ενέργεια̋ του παρελθόντο̋. Σηµαντικό ρόλο ω̋ προ̋ αυτή την εξέλιξη είχε το εργαλείο διαγραµµατική̋ απεικόνιση̋ τη̋ διαδοχή̋ των στρωµάτων, που ονοµάστηκε διάγραµµα ακολουθία̋ (Harris Matrix). Σε αυτό η διαδοχή των ανασκαφικών πλαισίων αναπαρίσταται ω̋ ένα δισδιάστατο διάγραµµα µε τι̋ αρχαιότερε̋ χαµηλά στη βάση του και τι̋ νεότερε̋ στην κορυφή. Η οργάνωση τη̋ στρωµατογραφική̋ διαδοχή̋ και η παράλληλη ανάλυση των ευρηµάτων κάθε πλαισίου επιτρέπουν στη συνέχεια την οµαδοποίηση των ανασκαφικών πλαισίων σε χρονολογικέ̋ φάσει̋. Η συγκεκριµένη τεχνική χρησιµοποιείται µε µικρέ̋ διαφοροποιήσει̋ από το σύνολο σχεδόν των ανασκαφικών προγραµµάτων τη̋ Μεγάλη̋ Βρετανία̋. Η διαδικασία έχει προτυποποιηθεί σε σηµαντικό βαθµό µε τη δηµοσίευση εγχειριδίων ανασκαφή̋ και καταγραφή̋ στο πεδίο (Westman 1994). Το σηµαντικότερο στοιχείο τη̋ µεθόδου είναι η συνοχή που εµφανίζει στην περιγραφή τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ ανεξάρτητα από τον τύπο τη̋ θέση̋. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει δεχθεί κριτική ότι, σε αντίθεση µε τι̋ προτροπέ̋ του Harris για άµεση χρήση κατά την ανασκαφική πράξη, στην πράξη αποθαρρύνει την ερµηνεία στο πεδίο και την τοποθετεί στη µετα-ανασκαφική µελέτη οδηγώντα̋ σε προβλήµατα δηµοσίευση̋ (Chadwick 1998, Papaconstantinou 2006:14). Στην Ελλάδα, η συζήτηση σχετικά µε τι̋ ανασκαφικέ̋ τεχνικέ̋ βρίσκεται σε πρώιµο στάδιο. Με εξαίρεση ανασκαφέ̋ που εντάσσονται στο πεδίο τη̋ πρὀστορία̋ ή τη̋ πρωτὀστορία̋, οι υπόλοιπε̋ παρουσιάζουν µεγάλε̋ αποκλίσει̋ Πρόκειται για τρία αξιώµατα: α) η αρχή τη̋ επικάλυψη̋, που δηλώνει ότι τα νεότερα στρώµατα πατούν επάνω στα αρχαιότερα, β) η αρχή τη̋ οριζοντίωση̋, που δηλώνει ότι ένα στρώµα τείνει προ̋ την οριζόντια διάταξη και γ) η αρχή τη̋ οριζόντια̋ συνέχεια̋, που δηλώνει ότι τα όρια ενό̋ στρώµατο̋ είναι αδύνατο να εκτεθούν σε κάθετη τοµή, εκτό̋ και αν το στρώµα συνεχίζεται ή έχει διαβρωθεί (Harris 1979). 18 24 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία και εξαρτώνται κυρίω̋ από την ιδιοσυγκρασία του ερευνητή. Η πρόσφατη διενέργεια µεγάλων σωστικών ανασκαφών (π.χ. Μακρύγιαλο̋ Πιερία, Μετρό Αθηνών) συντέλεσε στην ανάπτυξη και τον επαναπροσδιορισµό τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋. Προ̋ αυτή την κατεύθυνση συνέβαλε και η σταδιακή υιοθέτηση των απόψεων τη̋ σύγχρονη̋ αρχαιολογική̋ θεωρία̋ από πολλού̋ ερευνητέ̋. Παρόλα αυτά, ακόµη δεν έχει γίνει καµία προσπάθεια για συστηµατοποίηση του ανασκαφικού έργου τόσο σε επίπεδο τεχνικών όσο και τεκµηρίωση̋ στο πλαίσιο µια̋ εθνική̋ στρατηγική̋, όπω̋ έχει ήδη συµβεί σε άλλε̋ ευρωπἀκέ̋ χώρε̋ και ιδιαίτερα στη Μεγάλη Βρετανία. Σε γενικέ̋ γραµµέ̋ φαίνεται πω̋ οι τεχνικέ̋ ανασκαφή̋ σε µεγάλο βαθµό παραµένουν ανεξάρτητε̋ από τη θεωρία ακολουθώντα̋ το πρότυπο τη̋ διαδικαστική̋ προσέγγιση̋ που αντιµετωπίζει την ανασκαφική πράξη ω̋ συλλογή δεδοµένων. Η µετα-διαδικαστική θεώρηση έχει δεχτεί κριτική ότι ουσιαστικά δεν έχει αναπτύξει τη δική τη̋ µέθοδο παρατήρηση̋ και συλλογή̋ δεδοµένων (Hassan 1997:1025, Lucas 2001a:2). Ωστόσο, όπω̋ επισηµαίνει ο Hodder (1992:171-173, 1997) η ερµηνευτική συλλογιστική δεν έρχεται σε ρήξη µε υφιστάµενε̋ µεθοδολογικέ̋ πρακτικέ̋ στο πεδίο. Αντιθέτω̋, επιδιώκει τη µεταφορά τη̋ ερµηνεία̋ στο πεδίο και την αποµάκρυνση από τι̋ έννοιε̋ τη̋ άκριτη̋ ανασκαφική̋ πρακτική̋ και του αντικειµενικού ανασκαφικού αρχείου. Πιστεύει λοιπόν πω̋ υπάρχει περιθώριο για τη διατήρηση δοκιµασµένων τεχνικών στο νέο παράδειγµα, εφόσον το πλαίσιο λειτουργία̋ του̋ µπορεί να γίνει κατανοητό. Μεταξύ των ανασκαφών που έχουν προσπαθήσει να ενσωµατώσουν στοιχεία από τη σύγχρονη αρχαιολογική θεωρία διακρίνονται οι ανασκαφέ̋ στο Perry Oaks του Λονδίνου και το αρχαιολογικό πρόγραµµα στο Çatalhöyük τη̋ Τουρκία̋. Στο Perry Oaks πραγµατοποιείται µια σειρά από ανασκαφέ̋ για την επέκταση του αεροδροµίου του Heathrow σε µια µεγάλη έκταση 22 εκταρίων. Όπω̋ υποστηρίζουν οι ανασκαφεί̋, η ιδέα τη̋ αντικειµενική̋ παρατήρηση̋ δεν απορρίπτεται, αλλά γίνεται αποδεκτή στο πλαίσιο µια̋ συστηµατική̋ µεθοδολογία̋ που αποσαφηνίζει την ερµηνευτική πράξη (Andrews et al. 2000). Αν και η ίδια η ανασκαφική µεθοδολογία δεν περιγράφεται επακριβώ̋, οι ανασκαφεί̋ επιδιώκουν τη µεταφορά τη̋ ιστορική̋ ερµηνεία̋, δηλαδή τη σύνθεση τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ µε βάση το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, από το µετα-ανασκαφικό κοµµάτι τη̋ έρευνα̋ στην ίδια την ανασκαφική πράξη. Τα υλικά κατάλοιπα αντιµετωπίζονται ω̋ “άγκυρε̋ και σηµεία αναφορά̋ γύρω από τα οποία έχουν συγκροτηθεί διαφορετικοί τρόποι ζωή̋” (Andrews et al. 2000)19. Η καταγραφή εποµένω̋ ακολουθεί το ιστορικό πλαίσιο ανθρώπινη̋ δράση̋ τοποθετώντα̋ τι̋ παρατηρήσει̋ του αρχαιολόγου σε αυτό το πλαίσιο. Με τον τρόπο αυτό η ιστορική αφήγηση τοποθετείται στη βάση του προγράµµατο̋ και εµπλουτίζεται σταδιακά µέσα από τι̋ παρατηρήσει̋ τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋. 19 Με άξονα αυτή την προοπτική και ίσω̋ λόγω τη̋ έµφαση̋ στην κλίµακα του τοπίου, τα υλικά κατάλοιπα θεωρούνται ω̋ συστατικά τη̋ ανθρώπινη̋ συµπεριφορά̋ ακόµη και µετά το πέρα̋ τη̋ αποδεδειγµένη̋ χρήση̋ του̋ επιζώντα̋ σε πολλαπλά ιστορικά πλαίσια. 25 Ανάλογη έµφαση στην τοποθέτηση τη̋ ερµηνεία̋ στο πεδίο επιδιώκεται από του̋ συνεργάτε̋ τη̋ ανασκαφή̋ στο Çatalhöyük (Farid 2000). Ωστόσο, η προσέγγισή διαφοροποιείται ω̋ προ̋ τη σηµασία που δίνει σε έννοιε̋ που αναφέρονται στην ερµηνευτική διαδικασία, όπω̋ η αναστοχαστικότητα, διαδραστικότητα και η πολυφωνία (Hodder 2001)20. η σχεσιακότητα, η Η αναστοχαστικότητα δηλώνει την αντιµετώπιση τη̋ ανασκαφική̋ πράξη̋ ω̋ µια̋ κατά βάση γνωστική̋ διαδικασία̋ που χρήζει κριτική̋ εξέταση̋. Στο πεδίο ενθαρρύνεται µε την παρουσία ανθρωπολόγου και τη βιντεοσκόπηση κατά την ανασκαφική πράξη. Η σχεσιακότητα αναφέρεται στην αντιµετώπιση των δεδοµένων ω̋ ένα “σύνολο δυναµικών, διαλεκτικών και ασταθών σχέσεων µεταξύ αντικειµένων, πλαισίων και ερµηνειών” (Hodder 1999:84) που υποχρεώνει την ευελιξία τη̋ ανασκαφική̋ µεθόδου µέσα από εύπλαστε̋ δειγµατοληπτικέ̋ στρατηγικέ̋ στο πεδίο και τη χρήση εναλλακτικών τυπολογικών κατηγοριοποιήσεων των ευρηµάτων. Η διαδραστικότητα δίνει έµφαση στην άµεση ανατροφοδότηση των ανασκαφέων από του̋ ειδικού̋ ερευνητέ̋ προκειµένου οι πρώτοι να έχουν όσο το δυνατό περισσότερε̋ πληροφορίε̋ στη διάθεσή του̋ τη στιγµή τη̋ ανασκαφή̋. Τέλο̋, η πολυφωνία αναφέρεται στην πολύπλευρη διαπραγµάτευση του ανασκαφικού χώρου µέσα από την παρουσία ενό̋ πολυεθνικού αρχαιολογικού συνεργείου που απαρτίζεται από επιµέρου̋ οµάδε̋ µε διαφορετικέ̋ µεθοδολογικέ̋ και τεχνικέ̋ ανασκαφικέ̋ προσεγγίσει̋ (Hodder 1999:910, Tringham & Stevanovic 2000). Βεβαίω̋, εκτό̋ των συγκεκριµένων καινοτοµιών, στο Çatalhöyük δεν υφίσταται µια ενιαία “µετα-διαδικαστική” ανασκαφική τεχνική. Αντιθέτω̋, η συνεύρεση διαφορετικών οµάδων και η παρουσία των ειδικών ερευνητών στο πεδίο έχει αναδείξει µεθοδολογικά προβλήµατα, αλλά και έχει συµβάλει στην αναθεώρηση πρακτικών µέσα από την ανταλλαγή εµπειριών ανάµεσα στα µέλη των οµάδων (Hodder et al. 1996). Το πείραµα υποδεικνύει ότι οι µεταδιαδικαστικέ̋ θεωρητικέ̋ αναζητήσει̋ µπορούν να πραγµατοποιηθούν µέσα από εκ διαµέτρου διαφορετικέ̋ τεχνικέ̋, που λειτουργούν συµπληρωµατικά στο πλαίσιο µια̋ γενικότερη̋ πλουραλιστική̋ αντιµετώπιση̋ του αρχαιολογικού έργου (Shanks υπό εκτύπωση). Υπάρχει όµω̋ λόγο̋ να αναζητείται µια ενιαία τεχνική προσέγγιση τη̋ ανασκαφή̋; Αυτή η προοπτική ουσιαστικά επιστρέφει τη συζήτηση στην επιστηµονικότητα που διακρίνει το παράδειγµα τη̋ διαδικαστική̋ αρχαιολογία̋. Αντιθέτω̋, η προσέγγιση των διαφορετικών τεχνικών µέσα στο ιστορικό πλαίσιο δηµιουργία̋ και λειτουργία̋ του̋ µπορεί να ανατροφοδοτήσει θετικά την ανασκαφική πρακτική. Από το 1999 µέχρι το 2001 πραγµατοποιήθηκαν συναντήσει̋ µε θέµα τι̋ ανασκαφικέ̋ µεθόδου̋ σε χρήση στην Ευρώπη στο πλαίσιο των ετήσιων συνεδρίων του συλλόγου Ευρωπαίων αρχαιολόγων. Οι παρουσιάσει̋ συγκεντρώθηκαν σε ένα Οι έννοιε̋ αυτέ̋ έχουν πολλαπλή και ευρεία εφαρµογή στη συνολική προσέγγιση τη̋ αρχαιολογική̋ διαδικασία̋ που υιοθετείται στο Çatalhöyük (π.χ. η πολυφωνία σχετίζεται επίση̋ και µε την ενεργό εµπλοκή διάφορων κοινωνικών οµάδων στη διαµόρφωση των αρχαιολογικών ερµηνειών που αναφέρονται στη θέση). Ωστόσο, στο σηµείο αυτό η αναφορά σε αυτέ̋ τι̋ έννοιε̋ περιορίζεται στο πλαίσιο τη̋ ανασκαφική̋ πρακτική̋. 20 26 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία βιβλίο µε τίτλο “Digging in the Dirt” (Carver 2004) περιλαµβάνοντα̋ συµµετοχέ̋ από πολλέ̋ χώρε̋ τη̋ Ευρώπη̋, που περιγράφουν µια µεγάλη ποικιλία από ανασκαφικέ̋ τεχνικέ̋ και µεθόδου̋. Από τι̋ συναντήσει̋ αυτέ̋ έγινε αντιληπτό ότι εφόσον δεν υπάρχει µοναδική τεχνική που να καλύπτει το σύνολο των αρχαιολογικών περιπτώσεων, το στοιχείο που µπορεί να εξασφαλίσει σε µια ανασκαφή επιτυχηµένο χαρακτήρα είναι ο βαθµό̋ τεκµηρίωση̋ (Carver 2000). Η τεκµηρίωση σχετίζεται µε τα χαρακτηριστικά του παραγόµενου αρχείου µια̋ ανασκαφή̋. Βεβαίω̋, εξυπακούεται ότι υπάρχουν ανασκαφικέ̋ µέθοδοι που συµβάλλουν σε υψηλό βαθµό τεκµηρίωση̋, ενώ άλλε̋ όχι. Σήµερα λοιπόν κατά γενική οµολογία η στρωµατογραφική µέθοδο̋ θεωρείται σαφώ̋ πιο ορθολογική ηθικά και πρακτικά από την ανασκαφή σε τεχνητά επίπεδα. Ωστόσο, φαίνεται ότι οι αρχαιολόγοι συµφωνούν ότι, ανεξαρτήτω̋ των ανασκαφικών τεχνικών, η τεκµηρίωση αποτελεί ένα σηµαντικό παράγοντα επιτυχία̋ µια̋ ανασκαφή̋, ιδιαίτερα στι̋ σύγχρονε̋ συνθήκε̋ που καθιστούν απαραίτητη τη συµβασιµότητα του ανασκαφικού αρχείου µε τα αρχειακά συστήµατα που χρησιµοποιούνται από εθνικού̋ η ευρωπἀκού̋ οργανισµού̋ διαχείριση̋ πολιτισµική̋ κληρονοµιά̋ (Carver 2000). 2.4. Ανασκαφική τεκµηρίωση τεκµηρίωση Αν η ανασκαφική τεχνική σχετίζεται µε τι̋ απόψει̋ του ανασκαφέα ω̋ προ̋ τον τρόπο προσέγγιση̋ των δεδοµένων, η τεκµηρίωση σχετίζεται µε την επιλογή των στοιχείων που εισάγονται στο αρχείο τη̋ ανασκαφή̋, αλλά και τον τρόπο δόµηση̋ του αρχείου αυτού. Όπω̋ αναφέρει ο Witmore (2005), ο Flinters Petrie, ένα̋ από του̋ πρωτεργάτε̋ τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋ στη Μεγάλη Βρετανία στι̋ αρχέ̋ του 20ου αιώνα, υπογραµµίζει την καταγραφή στο πεδίο ω̋ την ειδοποιό διαφορά ανάµεσα στον αρχαιολόγο και τον αρχαιοκάπηλο. Κατά την άποψή του η αρχαιολογία δεν νοείται χωρί̋ την τεκµηρίωση τη̋ ερευνητική̋ διαδικασία̋ (Petrie 1904:48). Σχετική µε την άποψη του Petrie είναι η γενική αντίληψη τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ ω̋ καταστροφή̋ ή ω̋ ανεπανάληπτου πειράµατο̋ που καθιστά εξαιρετικώ̋ σηµαντική την ανασκαφική τεκµηρίωση (Barker 1977:12). ∆ηµιουργείται όµω̋ έτσι ένα οξύµωρο ω̋ προ̋ την εγγενή αδυναµία τη̋ τεκµηρίωση̋ να υποκαταστήσει την υλικότητα τη̋ πραγµατικότητα̋ (Andrews et al. 2000:527). Τελευταία, η ιδέα τη̋ ανασκαφή̋ ω̋ καταστροφή έχει αντικατασταθεί από έννοιε̋ όπω̋ η µετάθεση, η έκρηξη ή η δηµιουργία µια̋ µεταφορά̋. Η πρώτη αναφέρεται στη µετουσίωση τη̋ υλική̋ πραγµατικότητα̋ των αρχαιολογικών καταλοίπων στο αρχείο τη̋ έρευνα̋ (Lucas 2001b), η δεύτερη στο στοιχείο τη̋ διάσπαση̋ του ενοποιητικού ανασκαφικού πλαισίου µέσα από την αποµάκρυνση των υλικών αντικειµένων κατά την ανασκαφή (Jones 2002) και η τρίτη στη λειτουργία του ανασκαφικού αρχείου ω̋ µια νοητική συσκευή που επιτρέπει το συνδυασµό αποσπασµατικών παρατηρήσεων προκειµένου ένα ειδάλλω̋ ακατάληπτο νοηµατικό σύνολο να γίνει κατανοητό (Merlo 2004). 27 Και οι τρει̋ έννοιε̋ συνάγουν στην ιδέα ότι η ανασκαφή, εκτό̋ από την αναπόφευκτη υποβάθµιση του αρχαιολογικού υλικού, συντελεί στην ενδυνάµωσή του µέσα από τη µετατροπή του σε ερευνητικά δεδοµένα (Witmore 2005:ch.1). Η ανασκαφή καθίσταται µια µέθοδο̋ µετάφραση̋ του υλικού κόσµου σε ένα πληροφοριακό αρχείο που δεν αποσκοπεί στην ένα προ̋ ένα ταύτιση µε τα υλικά κατάλοιπα, αλλά στην εξυπηρέτηση τη̋ ερµηνευτική̋ διαδικασία̋ µε σκοπό την παραγωγή γνώση̋ στο παρόν. Κατά συνέπεια, το ανασκαφικό αρχείο συνιστά το µέσο για τη διενέργεια τη̋ ερµηνεία̋ και µάλιστα µε τρόπο που επιτρέπει τη διαχρονική αναδροµή στο ιστορικά συγκεκριµένο και πεπερασµένο γεγονό̋ τη̋ ανασκαφή̋ (Lucas 2001b). Στο πλαίσιο τη̋ ερµηνευτική̋ σπείρα̋ ο αρχαιολόγο̋ ουσιαστικά αλληλεπιδρά µε τα περιεχόµενα του αρχείου σε πολλαπλέ̋ κλίµακε̋ µετουσιώνοντα̋ την πρωτογενή παρατήρηση σε αρχαιολογική πληροφορία (Hodder 1999). Υπό αυτή την έννοια, η τεκµηρίωση τη̋ ερµηνευτική̋ διαδικασία̋ δεν σχετίζεται αποκλειστικά µε τα αποτελέσµατα τη̋ ανασκαφική̋ πράξη̋ στο πεδίο, αλλά και µε την ενσωµάτωση του συνόλου των ερµηνειών που αναπτύσσονται κατά τη µετα-ανασκαφική ενασχόληση µε το πρωτογενέ̋ ανασκαφικό αρχείο. Ο Witmore (2004) υποστηρίζει ότι η αρχαιολογική ερµηνεία λαµβάνει χώρα σε πολλαπλά πεδία (multiple fields), που περιλαµβάνουν εκτό̋ από τον ανασκαφική θέση, την αποθήκη, το εργαστήριο, το γραφείο κ.α. Σε κάθε πεδίο τα αρχικά δεδοµένα φιλτράρονται, µεταγράφονται και αναβαθµίζονται οδηγώντα̋ σε νέε̋ παρατηρήσει̋ που παραπέµπουν σε προγενέστερα στάδια τη̋ έρευνα̋21. ∆ηµιουργείται µε τον τρόπο αυτό µια αλυσίδα από διαδοχικέ̋ και αλληλένδετε̋ παραποµπέ̋ που επιτρέπουν την αναδροµή (iteration) από την ερµηνεία στα υλικά κατάλοιπα που τη στηρίζουν (2004, 2005). Συνοψίζοντα̋ το επιχείρηµα, αναφέρει ότι η αξιοπιστία τη̋ ερµηνεία̋ “βασίζεται στον τρόπο που παραπέµπουµε σε κάθε βήµα ανάµεσα στην ανασκαφή και το εργαστήριο και τη µελέτη ή οπουδήποτε αλλού” (2005). Αυτή η παρατήρηση υποδεικνύει ένα σηµαντικό µειονέκτηµα τη̋ αναστοχαστική̋ προσέγγιση̋ του Hodder στην ανασκαφική µεθοδολογία και ειδικότερα στον τρόπο εφαρµογή̋ τη̋ στο Çatalhöyük. Όπω̋ επισηµαίνει ο Witmore (2005), το στοιχείο τη̋ αναστοχαστικότητα̋ περιορίζεται στην ανασκαφική πράξη σαν να πρόκειται για τη µοναδική στιγµή συγκρότηση̋ τη̋ αρχαιολογική̋ γνώση̋. Μάλιστα, οι περισσότερε̋ καινοτοµίε̋ που έχουν εισαχθεί στη µεθοδολογία του συγκεκριµένου προγράµµατο̋ επικεντρώνονται στην άµεση υποστήριξη τη̋ ερµηνεία̋ στο πεδίο. Ωστόσο, για τα υπόλοιπα στάδια τη̋ ερµηνευτική̋ διαδικασία̋ δεν γίνεται κάποια ιδιαίτερη αναφορά, µε αποτέλεσµα να δηµιουργείται η εντύπωση ότι ακυρώνονται, εφόσον η ερµηνεία έχει ήδη λάβει χώρα τη στιγµή τη̋ ανακάλυψη̋. 21 Όπω̋ χαρακτηριστικά αναφέρει (Witmore 2004:156), “Με κάθε βήµα από το πεδίο στο σχεδιασµό τοµών, τη λήψη φωτογραφιών, τη δειγµατοληψία, τι̋ µετρήσει̋, τη διήγηση και ούτω καθεξή̋ αφήνουµε πίσω ‘την τοποθεσία, την ιδιαιτερότητα, την υλικότητα, την πολλαπλότητα, και τη συνέχεια’, ωστόσο κερδίζουµε ‘τη συµβατότητα, την τυποποίηση, το κείµενο, τον υπολογισµό, την κυκλοφορία, και τη σχετική καθολικότητα’”. 28 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία Το υπόβαθρο αυτή̋ τη̋ παρατήρηση̋ προέρχεται από τι̋ απόψει̋ του Latour (1999) ότι δεν αρκεί µόνο η κατανόηση του ερευνητικού πλαισίου µε βάση τι̋ συναφεί̋ κοινωνικέ̋, πολιτικέ̋, οικονοµικέ̋ και ακαδηµἀκέ̋ συνθήκε̋. Η ερµηνεία βασίζεται στην αλληλεπίδραση των ερευνητών µε επιστηµονικά όργανα και υλικά µέσα τεκµηρίωση̋ στο πλαίσιο µια̋ συλλογιστική̋ αλυσίδα̋ που έχει ω̋ αποτέλεσµα τον πολλαπλό µετασχηµατισµό των δεδοµένων22. Με τον τρόπο αυτό δίνεται µια έµφαση στο ανασκαφικό αρχείο όχι απλώ̋ ω̋ υποκατάστατο τη̋ πραγµατικότητα̋, αλλά ω̋ ένα σύστηµα από υλικά µέσα που οργανώνει τι̋ ερµηνείε̋ και αλληλεπιδρά µε τον ερευνητή στην προσπάθειά του να παράγει γνώση. Η αντίληψη των υλικών τεκµηρίωση̋ ω̋ µέσων τονίζει τον ενεργό του̋ χαρακτήρα στη διαδικασία δηµιουργία̋ γνώση̋. Ο Witmore (2005) ορίζει τα µέσα ω̋ “τρόπου̋ εκφορά̋ µέσω των οποίων επιστρατεύεται, εκδηλώνεται και υλοποιείται η γνώση”. Σε µια ανασκαφή ω̋ µέσα τεκµηρίωση̋ νοούνται όλα τα υλικά αντικείµενα που είναι φορεί̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋, όπω̋ το ηµερολόγιο, τα σχέδια, οι φωτογραφίε̋, οι κατάλογοι ευρηµάτων, αλλά και οι Η/Υ, που τελευταία έχουν κάνει αισθητή την παρουσία του̋ στο αρχαιολογικό έργο. Το σύνολό του̋ µπορεί να εννοηθεί ω̋ µέρο̋ τη̋ υφιστάµενη̋ γνώση̋, καθώ̋ ο τρόπο̋ χρήση̋ του̋ στην καταγραφή είναι ήδη γνωστό̋ και διαµορφώνει τον τρόπο προσέγγιση̋ τη̋ ανασκαφική̋ πράξη̋ από τον ερευνητή (Witmore 2005). Ωστόσο, διαπιστώνει κανεί̋ ότι η µετα-διαδικαστική θεώρηση παρά την ενδοσκόπηση στο πλαίσιο παραγωγή̋ τη̋ αρχαιολογική̋ γνώση̋ έχει αφήσει χωρί̋ ιδιαίτερη κριτική τα µέσα τεκµηρίωση̋ που εµπλέκονται στη διαδικασία τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋ και τον τρόπο που επηρεάζουν τι̋ ερµηνείε̋ για το παρελθόν (Witmore 2005). Τελευταία, έµφαση έχει δοθεί σε αυτό ακριβώ̋ το σηµείο στο πλαίσιο τη̋ συµµετρική̋ αρχαιολογία̋ (symmetrical archaeology), µια̋ νέα̋ επιστηµολογική̋ προσέγγιση̋ τη̋ κοινωνική̋ πρακτική̋ στο πλαίσιο τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋ (Olsen 2003, Shanks 2007b, Webmoor 2007b, Witmore 2007)23. Η έννοια τη̋ συµµετρία̋ εισάγει στο πεδίο τη̋ αρχαιολογία̋ βασικέ̋ διατυπώσει̋ τη̋ σκέψη̋ του Latour. Αποµακρύνεται από το διαχωρισµό υποκειµένου και αντικειµένου και κατανοεί και τι̋ δύο κατηγορίε̋ ω̋ επιµέρου̋ τµήµατα ενό̋ ευρύτερου συνόλου δραστών που αλληλεπιδρούν µεταξύ του̋ και συγκροτούνται αµοιβαία (Webmoor 2007b). Πέρα από τι̋ επιδράσει̋ τη̋ συλλογιστική̋ σε περιοχέ̋ 22 Οι προηγούµενε̋ παρατηρήσει̋ εντάσσονται στο πλαίσιο τη̋ θεωρία̋ του δικτύου δραστών (Actor-Network Theory ή ANT), µια κοινωνιολογική προσέγγιση τη̋ µελέτη̋ των επιστηµών µε πρωτεργάτε̋ εκτό̋ από τον Bruno Latour, του̋ Michel Callon και John Law. Η θεωρία αντιλαµβάνεται την παραγωγή γνώση̋ ω̋ κοινωνική πράξη που πραγµατοποιείται σε ένα δίκτυο δραστών. Αυτοί περιλαµβάνουν, εκτό̋ από τα ανθρώπινα υποκείµενα, ευρύτερε̋ κοινωνικέ̋ οµάδε̋, ποικιλία τεχνουργηµάτων ή συσκευών, καθώ̋ και άλλε̋ οντότητε̋ ή ιδέε̋. Η αλληλεπίδρασή του̋ διαµορφώνει τα πιθανά γνωστικά αποτελέσµατα. Το καινοτόµο στοιχείο τη̋ θεωρία̋ είναι η αναθεώρηση τη̋ σχέση̋ µεταξύ τη̋ τεχνολογία̋ και τη̋ κοινωνία̋ στο πλαίσιο µια̋ ισότιµη̋ µεταχείριση̋. 23 Περισσότερε̋ πληροφορίε̋ σχετικά µε τη συµµετρική αρχαιολογία υπάρχουν στην ιστοσελίδα του δικτύου Metamedia του πανεπιστηµίου του Stanford στη διεύθυνση http://humanitieslab.stanford.edu/symmetry/Home (τελευταία επίσκεψη 15.03.08). 29 τη̋ αρχαιολογία̋ όπω̋ η µελέτη του υλικού πολιτισµού, στην περίπτωση τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ δίνεται έµφαση στου̋ τρόπου̋ επίδραση̋ των µέσων τεκµηρίωση̋ στη διαµόρφωση τη̋ ερµηνεία̋24. Η συµµετρική αρχαιολογία αντιλαµβάνεται αυτή την αλληλεπίδραση ερευνητή και ερευνητικών µέσων στο πλαίσιο τη̋ ερµηνεία̋ ω̋ µια δυναµική διαδικασία. Υπό αυτή την έννοια, ο αρχαιολόγο̋, το µέσο και η πληροφορία δεν µπορούν να οριστούν ανεξάρτητα. Η πληροφορία ενυπάρχει στα µέσο στο οποίο είναι εγγεγραµµένη αποτελώντα̋ την αιτία ύπαρξή̋ του. Τη στιγµή που ο ερευνητή̋ εφαρµόζει το µέσο για να πραγµατοποιήσει την εγγραφή τη̋ πληροφορία̋, οι ιδιότητε̋ του µέσου επηρεάζουν τον τρόπο τη̋ εγγραφή̋. Η αλληλεπίδραση αρχαιολόγου, µέσου και πληροφορία̋ αποτελούν, όπω̋ αναφέρει ο Shanks, µια διαδικασία διαµεσολάβηση̋ (mediation) (2007a). Ιστορικά η αντίληψη του µέσου είναι στενά συνδεδεµένη µε αναλογικά υλικά και τεχνολογίε̋, όπω̋ το χαρτί, η φωτογραφία κτλ. Η αρχαιολογική έρευνα θεµελιώθηκε στην αναλογική τεκµηρίωση. Τελευταία, ωστόσο, διαµορφώνεται ένα̋ συνδυασµό̋ που περιλαµβάνει την ολοένα και αυξανόµενη χρήση ψηφιακών µέσων. Η επίδραση των νέων µέσων στην αρχαιολογική πρακτική είναι αρκετά σηµαντική, καθώ̋ το βασικό στοιχείο τη̋ διαφορά̋ µεταξύ αναλογική̋ και ψηφιακή̋ τεκµηρίωση̋ σχετίζεται µε την υλικότητα τη̋ πληροφορία̋ (Shanks 2007a). Έχει εξαιρετική σηµασία για την περαιτέρω συζήτηση η ανάλυση των µέσων τεκµηρίωση̋ που χρησιµοποιούνται στην αρχαιολογία και ο τρόπο̋ που διευκολύνουν ή περιορίζουν την αρχαιολογική ερµηνεία. 2.5. Ανασκαφικά µέσα µέσα τεκµηρίωση̋ Βασικό µέσο καταγραφή̋ των ανασκαφικών παρατηρήσεων αποτέλεσε το σηµειωµατάριο. Οι ανασκαφεί̋ σηµείωναν διάφορε̋ παρατηρήσει̋ κατά τη διάρκεια τη̋ έρευνα̋ ω̋ ένα είδο̋ ηµερολογίου εργασιών, µε σκοπό να χρησιµοποιήσουν τι̋ σηµειώσει̋ του̋ αργότερα κατά τη σύνθεση τη̋ ανασκαφική̋ έκθεση̋. Με το χρόνο το αρχαιολογικό ηµερολόγιο αντικαταστάθηκε από τυπωµένα δελτία καταγραφή̋ µε πεδία εισαγωγή̋ για συγκεκριµένη πληροφορία. Σταδιακά από απλά φύλλα µε λιγοστά πεδία εξελίχθηκαν σε εξειδικευµένε̋ φόρµε̋ µε πολύπλοκη κατάτµηση πληροφορία̋ σε πολλά επιµέρου̋ πεδία25. Για την επίδραση των εργαλείων τη̋ ανασκαφή̋ στον τρόπο εκδήλωση̋ τη̋ σωµατική̋ αλληλεπίδραση̋ του αρχαιολόγου µε τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντο̋ και κατά συνέπεια την κατανόηση του̋, βλ. Yarrow (2003). 25 Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί ο οργανισµό̋ του µουσείου του Λονδίνου που ανέπτυξε ένα ολοκληρωµένο σύστηµα από δελτία καταγραφή̋ ανάλογα µε το είδο̋ τη̋ τεκµηρίωση̋ (ανασκαφική ενότητα, αρχιτεκτονικά ή ανθρώπινα κατάλοιπα κτλ.) σε συνδυασµό µε ένα οδηγό συµπλήρωση̋ µε άξονα την τεχνική των ανασκαφικών πλαισίων. Για τη συσχέτιση τη̋ πληροφορία̋ που καταχωρούνταν σε χωριστά ανασκαφικά δελτία αναπτύχθηκαν πολύπλοκα συστήµατα ταξινόµηση̋ και ευρετηρίαση̋ (Westman 1994). 24 30 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία Τρει̋ παράγοντε̋ ουσιαστικά συνέβαλαν σε αυτή την εξέλιξη. Ο πρώτο̋ ήταν η µεταφορά τη̋ µονάδα̋ παρατήρηση̋ από τα όρια τη̋ ανασκαφή̋ στην ανασκαφική ενότητα καθιστώντα̋ την καταγραφή µια βηµατική και δοµηµένη διαδικασία. Ο δεύτερο̋ ήταν η αδυναµία ποσοτικοποίηση̋ των παρατηρήσεων του αρχαιολόγου στη µορφή ελεύθερου κειµένου, η οποία αντιµετωπίστηκε µε την ενσωµάτωση πεδίων καταγραφή̋ για εξειδικευµένε̋ παρατηρήσει̋. Ο τρίτο̋ λόγο̋ σχετίζεται µε τη σταδιακή αντικατάσταση τη̋ υπόσταση̋ του αρχαιολόγουερευνητή, στο νέο πλαίσιο τη̋ σωστική̋ ή επαγγελµατική̋ αρχαιολογία̋ στο εξωτερικό, από ευρύτερου̋ οργανισµού̋ (πανεπιστήµια ή οργανισµού̋ πολιτισµική̋ διαχείριση̋), οι οποίοι ανέλαβαν τη διατήρηση και επεξεργασία των ανασκαφικών αρχείων (Chadwick 1998). Σήµερα τα προτυπωµένα δελτία αποτελούν τον κανόνα σε πολλά ανασκαφικά προγράµµατα26 (Εικ. 2.5). Είναι γεγονό̋ ότι παρά την τάση για προτυποποίηση, τα δελτία καταγραφή̋ διατηρούν την ανοµοιοµορφία του̋. Αυτό οφείλεται τόσο στι̋ ιδιαιτερότητε̋ τη̋ κάθε ανασκαφή̋ όσο και στα ερευνητικά ερωτήµατα ή τι̋ διαχειριστικέ̋ απόψει̋ για το είδο̋ τη̋ πληροφορία̋ που χρήζει καταγραφή̋. Επιπλέον, όπω̋ αναφέρθηκε, η ποικιλία των ανασκαφικών τεχνικών είχε ω̋ αποτέλεσµα διαφορετικέ̋ προσεγγίσει̋ στην τεκµηρίωση. Έτσι, τα δελτία που χρησιµοποιούνται σήµερα για παράδειγµα από διαφορετικέ̋ υπηρεσίε̋ αρχαιοτήτων στη Μεγάλη Βρετανία έχουν απόκλιση τόσο µεταξύ του̋, όσο και µε εκείνα που χρησιµοποιήθηκαν κατά καιρού̋ σε ελληνικέ̋ ανασκαφέ̋. Παρά τα αναµφισβήτητα πλεονεκτήµατά του̋ ω̋ προ̋ τη συστηµατοποίηση και την προτυποποίηση τη̋ καταγραφή̋, τα δελτία έχουν κατηγορηθεί ότι αποθαρρύνουν την ερµηνεία καθιστώντα̋ την ανασκαφική πράξη µια γραφειοκρατική διαδικασία (Chadwick 1998). Πολλοί ερευνητέ̋ σηµειώνουν ότι η χρήση προκαθορισµένων τιµών σε επιµέρου̋ πεδία προκαταβάλλει τι̋ πιθανέ̋ ερµηνείε̋ και συντελεί σε µια οµοιοµορφία ω̋ προ̋ την περιγραφή που αποστερεί από κάθε αρχαιολογικό αντικείµενο τι̋ ιδιαιτερότητέ̋ του (Lucas 2001b:44). Η χρήση του̋ συνοδεύεται από την υιοθέτηση ενό̋ ουδέτερου τρόπου γραφή̋, που αποσκοπεί στην ενδυνάµωση τη̋ αίσθηση̋ τη̋ αντικειµενικότητα̋ του παρατηρητή (Hodder 1989). Για την αντιµετώπιση του προβλήµατο̋ έχουν προταθεί πιο ελαστικέ̋ φόρµε̋ καταγραφή̋ που περιλαµβάνουν ελεύθερο κείµενο, αλλά και επιµέρου̋ πεδία για την εκτίµηση τη̋ βεβαιότητα̋ τη̋ ανασκαφική̋ ερµηνεία̋ (Adams & Brooke 1995, Chadwick 1998:107-110, 2003). Στην Ελλάδα οι πρώτε̋ απόπειρε̋ προ̋ αυτή την κατεύθυνση πιστοποιούνται στην ανασκαφή στο Μάνδαλο Πέλλα̋ στι̋ αρχέ̋ τη̋ δεκαετία̋ του 1980, όπου το ανασκαφικό ηµερολόγιο γραφόταν µε βάση την ενότητα ανασκαφή̋ και όχι τι̋ εργασίε̋ τη̋ ηµέρα̋ (Κωτσάκη̋ προσ. επικοινωνία). Σταδιακέ̋ βελτιώσει̋ των δελτίων καταγραφή̋ παρατηρούνται σε µια σειρά από ερευνητικά προγράµµατα των τελευταίων δύο δεκαετιών (π.χ. Τούµπα Θεσσαλονίκη̋, Μακρύγιαλο̋ Πιερία̋), χωρί̋ ωστόσο να εγκαταλείπεται η ιδέα τη̋ διατύπωση̋ επιµέρου̋ παρατηρήσεων σε ελεύθερο κείµενο. Παρά τι̋ σποραδικέ̋ απόπειρε̋ προ̋ την προτυποποίηση των δελτίων καταγραφή̋, το ηµερολόγιο µε την παραδοσιακή του µορφή συνεχίζει να χρησιµοποιείται ευρύτατα τόσο σε σωστικέ̋ όσο και σε συστηµατικέ̋ ανασκαφέ̋. 26 31 Εικόνα 2.5. ∆ελτίο ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ από το µουσείο του Λονδίνου (Chadwick 1998: fig. 6). Εκτό̋ από τη λεκτική περιγραφή η ανασκαφική έρευνα ενσωµατώνει διάφορα εποπτικά µέσα, που παρατίθενται στι̋ σελίδε̋ του αρχείου και χρησιµοποιούνται συµπληρωµατικά. Άλλωστε, η συνοδεία τη̋ λεκτική̋ περιγραφή̋ µε εικονογράφηση επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση τη̋ πληροφορία̋ (Molyneaux 1997). Τα ανασκαφικά σχέδια αποτέλεσαν ένα πολύ σηµαντικό µέσο τεκµηρίωση̋ (Εικ. 2.6). Αρχικά ξεκίνησαν ω̋ απλά σκίτσα που παρεµβάλλονταν στο ηµερολόγιο και αργότερα συστηµατοποιήθηκαν µε την καθιέρωση συγκεκριµένου σχεδιαστικού λεξιλογίου και τη χρήση κατάλληλων υλικών, όπω̋ διαφάνειε̋ ή χαρτί γραφήµατο̋ (Hawker 2001). Τα σχέδια συµβάλλουν στη διερεύνηση των χωρικών και χρονικών σχέσεων των υλικών καταλοίπων τη̋ ανασκαφή̋. Ωστόσο, οι σχεδιαστικέ̋ αποτυπώσει̋ βασίζονται στο αναλογικό πρότυπο του χάρτη και περιλαµβάνουν µια σειρά από χαρτογραφικέ̋ συµβάσει̋ που είναι απαραίτητε̋ προκειµένου να αποδοθεί η σύνθετη τρισδιάστατη (η µάλλον τετραδιάστατη) ανασκαφική πραγµατικότητα στο επίπεδο. Αυτέ̋ περιλαµβάνουν υποχρεωτικά την επιλογή λεπτοµερειών και τη σχηµατική απλοποίηση των αντικειµένων ενδιαφέροντο̋. Επιπλέον, επιβάλλουν τη άνωθεν οπτική γωνία που ενισχύει την αποστασιοποίηση από το αντικείµενο καταγραφή̋. Τέλο̋, υποχρεώνουν σε συµβάσει̋, όπω̋ η σχεδίαση ορίων ή η διατήρηση κενών χώρων, που αποτελούν στην ουσία ερµηνευτικέ̋ πράξει̋ και ενδεχοµένω̋ µπορούν να είναι παραπλανητικέ̋ (Harvey 1980, Monmonier 1990, Webmoor 2005). 32 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία Εικόνα 2.6. Σχεδιαστική αποτύπωση του κτηρίου 10 από την περιοχή τη̋ κορυφή̋ στην ανασκαφή του Çatalhöyük (από τον οµώνυµο διαδικτυακό κόµβο). Εκτό̋ από τη σχεδιαστική απεικόνιση, από πολύ παλιά χρησιµοποιήθηκε στο ανασκαφικό έργο η φωτογραφική τεχνολογία (Εικ. 2.7). Η φωτογραφία επέτρεψε την ακριβή οπτική απεικόνιση των ευρηµάτων τη̋ ανασκαφή̋ και την ενίσχυση τη̋ λεκτική̋ περιγραφή̋ των ανασκαφικών εκθέσεων µε την εικονογράφηση των ευρηµάτων (Shanks 1997). Σταδιακά δηµιουργήθηκαν κανόνε̋ για τη σωστή φωτογραφική λήψη µέσα από τυποποιηµένε̋ πρακτικέ̋ και οδηγού̋ φωτογράφηση̋ (Dorrell 1989)27. Ωστόσο, ακόµη και οι ανασκαφικέ̋ φωτογραφίε̋ έχουν περιγραφεί ω̋ ρητορικά µέσα που αποσκοπούν στη θεµελίωση τη̋ αντικειµενικότητα̋ τη̋ τεκµηρίωση̋, εξαιτία̋ τη̋ δυνατότητα̋ να αποδώσουν µε ακρίβεια την οπτική εντύπωση τη̋ πραγµατικότητα̋. Αναµφισβήτητα, οι φωτογραφίε̋ συγκροτούν µια ερµηνεία του φωτογράφου, λόγω των διάφορων ρυθµίσεων, του κάδρου ή τη̋ γωνία̋ λήψη̋ µε τα οποία µπορεί να επηρεάσει τον τρόπο απεικόνιση̋ τη̋ Όπω̋ π.χ. ο καθαρισµό̋ τη̋ ανασκαφική̋ περιοχή̋ πριν τη φωτογράφηση, η χρήση κλίµακα̋ και προσανατολισµού, η απουσία των ανασκαφέων και των εργαλείων ανασκαφή̋. 27 33 πραγµατικότητα̋ (Molyneaux 1997, Shanks 1997). Όπω̋ αναφέρει ο Shanks (1997), οι φωτογραφίε̋ απεικονίζουν την ερµηνεία ενό̋ επιλεγµένου χωρικού και χρονικού στιγµιότυπου τη̋ ανασκαφική̋ πράξη̋28. Ανάλογε̋ παρατηρήσει̋ σχετίζονται και µε τη χρήση τη̋ βιντεοσκόπηση̋ στην ανασκαφική έρευνα (Stevanovic 2000). Εικόνα 2.7. Φωτογραφική αποτύπωση του κτηρίου 10 από την περιοχή τη̋ κορυφή̋ στην ανασκαφή του Çatalhöyük (από τον οµώνυµο διαδικτυακό κόµβο). Χαρακτηριστικό παράδειγµα ενό̋ γραφικού εργαλείου που συµβάλει στη µεταανασκαφική µελέτη είναι το διάγραµµα ακολουθία̋, το οποίο αναµφίβολα έχει βοηθήσει την οργάνωση και την ερµηνεία των ανασκαφικών δεδοµένων29 (Εικ. 2.8). Και αυτό όµω̋ έχει δεχθεί κριτική ω̋ προ̋ την υποβάθµιση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ σε ένα κωδικοποιηµένο στατικό δισδιάστατο διάγραµµα, που αντικειµενοποιεί τα ανασκαφικά πλαίσια (Adams 1992, Chadwick 1998) αφαιρώντα̋ ταυτόχρονα την ιδιαίτερη χρονική διάρκεια του καθενό̋ (Lucas 2001a). Παράλληλα, οι εξελίξει̋ στον τοµέα τη̋ µικροµορφολογία̋ έχουν καταστήσει σαφέ̋ ότι η οριοθέτηση ενό̋ στρώµατο̋ στο πεδίο είναι πολύπλοκη και εξαρτάται από την κλίµακα τη̋ έρευνα̋ και τη δυνατότητα παρατήρηση̋ µε κατάλληλα εργαλεία, π.χ. ανάλυση στο µικροσκόπιο (Hodder 1999, Lucas 2001a). Εποµένω̋, είτε ω̋ εννοιολογική συσκευή είτε ω̋ γραφική απεικόνιση το διάγραµµα ακολουθία̋ εµπεριέχει περιορισµού̋ ω̋ προ̋ την αντίληψη των χωρο-χρονικών συσχετισµών µια̋ ανασκαφή̋. Η υποτιθέµενη αντικειµενικότητα τη̋ αναλογική̋ φωτογραφία̋ έχει αµφισβητηθεί ακόµη περισσότερο τα τελευταία χρόνια λόγω τη̋ δυνατότητα̋ ψηφιακή̋ επεξεργασία̋, που µπορεί να αλλάξει ριζικά το εικονιζόµενο αποτέλεσµα χωρί̋ να είναι διακριτή η τεχνική επέµβαση (Shanks 1997). 29 Στην Ελλάδα η χρήση του πιστοποιείται από τα τέλη τη̋ δεκαετία̋ του 1970 στην ανασκαφή του Σέσκλου Θεσσαλία̋ (Κωτσάκη̋ 1983: σχήµατα 1.3, 1.7, 1.8, 1.11). 28 34 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία Εικόνα 2.8. Η απεικόνιση τη̋ ανασκαφή̋ στην περιοχή τη̋ κορυφή̋ από το Çatalhöyük µε χρήση του διαγράµµατο̋ ακολουθία̋ (από τον οµώνυµο διαδικτυακό κόµβο). Τα προηγούµενα µέσα απαρτίζουν µέρο̋ µόνο του λεξιλογίου τη̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋. Κατά τη µετα-ανασκαφική µελέτη η ταξινόµηση και ανάλυση του υλικού συνοδεύεται από µια σειρά πρακτικών που εξυπηρετούν τη µελέτη ή προκύπτουν από αυτέ̋, όπω̋ η καταλογογράφηση, η σηµείωση παρατηρήσεων σε τετράδια, η σχεδίαση αξιόλογων ευρηµάτων σε ειδικό σχεδιαστικό χαρτί, το µελάνωµα των αρχιτεκτονικών κατόψεων και των στρωµατογραφιών, η εκπόνηση διαφόρων στατιστικών ή άλλων ποσοτικών αναλύσεων. Επιπλέον, η διεύρυνση των ανασκαφικών ευρηµάτων σε συνδυασµό µε την αυξανόµενη εξειδίκευση των ερευνητών που αναλαµβάνουν τη διενέργεια σχετικών µελετών συµβάλλει στη διάσπαση του υλικού (Jones 2002) και κατά συνέπεια στη δηµιουργία νέων καταλόγων, περιλήψεων και γραφικών αναπαραστάσεων. ∆ηµιουργείται λοιπόν ένα̋ σηµαντικό̋ όγκο̋ πληροφορία̋ που συσσωρεύεται σε πληθώρα υλικών µέσων, το καθένα µε του̋ δικού̋ του πιθανού̋ περιορισµού̋. Η αναγνώριση ότι τα υλικά µέσα που χρησιµοποιούνται στην αρχαιολογική διαδικασία περιλαµβάνουν περιορισµού̋ στι̋ ερµηνευτικέ̋ δυνατότητε̋ δεν τα απαξιώνει. Όλα τα προηγούµενα µέσα αποτελούν νοητικέ̋ συσκευέ̋ που επιτρέπουν την κατανόηση και την επικοινωνία τη̋ πληροφορία̋ συµβάλλοντα̋ στη διαµόρφωση τη̋ γνώση̋. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση η κατανόηση των περιορισµών που θέτουν στην ερµηνεία επιτρέπει την κριτική του̋ αντιµετώπιση και 35 την αναζήτηση νέων τρόπων χρήση̋. Έχει γίνει αντιληπτό, ότι η χρήση των διάφορων µέσων τεκµηρίωση̋ δεν µπορεί να γίνεται µεµονωµένα. Η υπέρβαση των προκαταλήψεων που ενυπάρχουν σε κάθε µέσο µπορεί να επιτευχθεί µόνο µε τη συµπληρωµατική του̋ χρήση και τη συνεχή διασταύρωση τη̋ πληροφορία̋ που περιέχουν στο πλαίσιο τη̋ ερµηνευτική̋ διαδικασία̋ (Shanks 1997, Webmoor 2005)30. Η έµφαση τη̋ ερµηνευτική̋ µεθόδου στη µελέτη του δικτύου των πολύπλοκων σχέσεων µεταξύ των αρχαιολογικών δεδοµένων και όχι στον αναλυτικό διαχωρισµό του̋ κάνει αισθητά τα µειονεκτήµατα του αναλογικού αρχείου. Η συσχέτιση των αναλογικών µέσων τεκµηρίωση̋ δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η κατάτµηση τη̋ πληροφορία̋ σε επιµέρου̋ δελτία, καταλόγου̋, απεικονίσει̋ και διαγράµµατα δηµιουργεί πρόβληµα στη διερεύνηση τη̋ πληροφορία̋ ανάµεσα του̋, καθώ̋ υποχρεώνει τον αρχαιολόγο να ανατρέξει σε καθένα από αυτά (Chadwick 1998). Η προσέγγιση του ανασκαφικού αρχείου τόσο στο πλαίσιο τη̋ καταγραφή̋ όσο και τη̋ µελέτη̋ στηρίζεται στην αλληλεπίδραση των δεδοµένων τη̋ έρευνα̋, στη ρευστότητα των κατηγοριοποιήσεων, στη συνεχή ανατροφοδότηση τη̋ ερµηνεία̋ και τη συσχέτιση δεδοµένων από διαφορετικέ̋ κλίµακε̋ (Hodder 1999:80-104). Ο ερευνητή̋ αλληλεπιδρά µε διάφορα υλικά µέσα που παρατίθενται στι̋ σελίδε̋ του αρχείου και την πληροφορία που αυτά φέρουν. Ο συνδυασµό̋ τη̋ λεκτική̋ περιγραφή̋ και των µέσων απεικόνιση̋, που στη διάρκεια τη̋ έρευνα̋ έχουν αντικαταστήσει τα αυθεντικά υλικά κατάλοιπα, επιτρέπει αλλά και διαµορφώνει την ερµηνεία (Witmore 2004:148-149). Επεκτείνοντα̋ τη συζήτηση, ακόµη και η ολοκλήρωση τη̋ ανασκαφική̋ πρακτική̋ µε την αναλογική δηµοσίευση περιλαµβάνει περιορισµού̋. Συνήθω̋ η δηµοσίευση του ανασκαφικού έργου συντελείται µέσω ενό̋ βιβλίου ή ενό̋ άρθρου σε επιστηµονικό περιοδικό που περιλαµβάνει ένα κολλάζ από κείµενο, φωτογραφίε̋, σχέδια, αποτυπώσει̋, γραφήµατα και καταλόγου̋, για τη µετάδοση τη̋ αποκτηµένη̋ γνώση̋ σε ένα ευρύτερο κοινό. Ωστόσο, σήµερα µια δηµοσίευση σπάνια µπορεί να επιδείξει σε γενικευµένη κριτική τι̋ σύνθετε̋ αλληλεπιδράσει̋ που συµβάλλουν στο ερµηνευτικό αποτέλεσµα µέσα από τα διάφορα στάδια τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ (Witmore 2004). Αντιθέτω̋, οι περισσότερε̋ αρχαιολογικέ̋ δηµοσιεύσει̋ έχουν δεχθεί κριτική για το παθητικό ύφο̋ τη̋ γραφή̋, τη γραµµικότητα τη̋ αφήγηση̋ και την ουδετερότητα στον τρόπο παρουσίαση̋ του ανασκαφικού έργου, που σχετίζονται µε την επιδίωξη ενίσχυση̋ τη̋ αντικειµενικότητα̋ και, εποµένω̋, την εγκυρότητα τη̋ έρευνα̋ (Chadwick 1998, Hamilton 1999). Η δηµοσίευση δεν ολοκληρώνει µια διαδικασία, ούτε αντικαθιστά την ανασκαφή. Συνιστά µια ερµηνευτική σύνθεση των δεδοµένων που επικοινωνεί τη αρχαιολογική γνώση και δίνει αφορµή για νέε̋ αναζητήσει̋. Αν και παλαιότερα το ανασκαφικό αρχείο καθίστατο περιττό µόλι̋ δηµοσιευόταν η έρευνα, σήµερα γίνονται προσπάθειε̋ για τη διατήρησή του (Jones et al. 2001). Στι̋ περισσότερε̋ Π.χ. µια ανασκαφική φωτογραφία δεν προσφέρει σηµαντική πληροφορία, αν δε συνοδεύεται από το κατάλληλο επεξηγηµατικό κείµενο. 30 36 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία ευρωπἀκέ̋ χώρε̋ η αποθήκευση και διαχείριση των ανασκαφικών αρχείων αποτελεί αρµοδιότητα των εθνικών οργανισµών διαχείριση̋ πολιτιστική̋ κληρονοµιά̋. Ωστόσο, η αναλογική µορφή των αρχείων καθιστά επίπονη την αποθήκευση και διατήρηση του αρχείου. Επιπλέον, οποιαδήποτε προσπάθεια επανεξέταση̋ του είναι πολύ δύσκολη λόγω τη̋ αποσπασµατικότητα̋ τη̋ πληροφορία̋ και τη̋ συνηθισµένη̋ απουσία̋ συστήµατο̋ ταξινόµηση̋ και ευρετηρίαση̋ του υλικού. Συµπερασµατικά, η αναλογική τεκµηρίωση µε του̋ περιορισµού̋ που περιγράφηκαν επηρεάζει το σύνολο τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋, αλλά και τη µετέπειτα επιβίωση των αποτελεσµάτων τη̋. Τελευταία, επιδιώκεται η συµπλήρωσή τη̋ τεκµηρίωση̋ µε νέα µέσα που προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία, σε µια διαρκή προσπάθεια να αναβαθµιστεί ο ρόλο̋ του ανασκαφικού αρχείου στο πλαίσιο λειτουργία̋ τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋. 2.6. Ψηφιακά µέσα και ανασκαφική πρακτική Η ψηφιακή τεχνολογία, ήδη από τη δεκαετία του 1960, απέκτησε ένα κοινό πεπεισµένο για τι̋ δυνατότητε̋ τη̋ συµβολή̋ τη̋ σε όλε̋ τι̋ πτυχέ̋ τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋. Ωστόσο, η εφαρµογή τη̋ ήταν και συνεχίζει να είναι µια διαδικασία αργή σε σχέση µε άλλου̋ γνωστικού̋ κλάδου̋ (Huggett 2000:19). Η βασική αιτία των δυσκολιών ενσωµάτωση̋ τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ στην αρχαιολογική διαδικασία σχετίζεται µε το λειτουργικό υπόβαθρο των νέων ψηφιακών µέσων, το οποίο βασίζεται σε διαφορετικά χαρακτηριστικά από το αναλογικό. Το αναλογικό παράδειγµα έχει δύο βασικά γνωρίσµατα: την υλικότητα του φορέα πληροφορία̋ και τη γραφική απόδοση του περιεχοµένου. Τόσο η διαχείριση των υλικών µέσων αποθήκευση̋ όσο και η υποχρεωτική µεταγραφή του περιεχοµένου σε νέα υλικά µέσα είναι περιοριστικέ̋ ω̋ προ̋ τη συσσώρευση, την οργάνωση και τη διάχυση τη̋ πληροφορία̋ (Manovich 2001). Η ψηφιακή τεχνολογία αλλάζει τόσο την υλικότητα του µέσου όσο και το υπόβαθρο τη̋ απόδοση̋ τη̋ πληροφορία̋. Ο Manovich (2001) αναγνωρίζει πέντε βασικέ̋ αρχέ̋ που διαφοροποιούν τα ψηφιακά µέσα από τα αναλογικά. Η βασικότερη, όπω̋ και ο ίδιο̋ ο όρο̋ ψηφιακό̋ επισηµαίνει, είναι η αριθµητική αναπαράσταση (numerical representation), δηλαδή το γεγονό̋ ότι τα νέα µέσα χτίζονται µε βάση µαθηµατικέ̋ συναρτήσει̋ και µπορούν να µεταβληθούν µε αλγοριθµικέ̋ διαδικασίε̋. Ο προγραµµατισµό̋ συγκεκριµένων εφαρµογών στηρίζεται στο δυαδικό ψηφιακό υπόβαθρο των Η/Υ. Το ίδιο στοιχείο επιτρέπει την τµηµατική (modular) αρχιτεκτονική των εφαρµογών, δηλαδή τον προγραµµατισµό επιµέρου̋ αυτόνοµων τµηµάτων κώδικα που µπορούν να συνδυαστούν σε µεγαλύτερε̋ εφαρµογέ̋. Ο συνδυασµό̋ τη̋ ψηφιακή̋ αναπαράσταση̋ και τη̋ τµηµατική̋ αρχιτεκτονική̋ συµβάλλουν στον αυτοµατισµό (automation) των λειτουργιών των νέων µέσων ω̋ προ̋ τη δηµιουργία, τη µετατροπή και την 37 πρόσβασή του̋. Επιπλέον, η ψηφιακή τεχνολογία διαθέτει το στοιχείο τη̋ µεταβλητότητα̋ (variability), δηλαδή τη δυνατότητα κατασκευή̋ εφαρµογών µε διαφορετικέ̋ λειτουργίε̋ σε εξελίξιµε̋ εκδόσει̋. Τέλο̋, είναι δυνατή η επανακωδικοποίηση (transcoding) τη̋ πληροφορία̋ σε διαφορετικέ̋ µορφέ̋. Τα προηγούµενα στοιχεία προσφέρουν τι̋ ιδιότητε̋ για τι̋ οποίε̋ τα ψηφιακά µέσα θεωρούνται τόσο λειτουργικά, όπω̋ η ταχύτητα επεξεργασία̋ των δεδοµένων, η συνδεσιµότητα και η µετάδοση τη̋ πληροφορία̋, η προσαρµοστικότητα των εφαρµογών για την εξυπηρέτηση ιδιαίτερων χρηστικών αναγκών. Η αυξανόµενη χρήση και η συνεχή̋ βελτίωση των δυνατοτήτων του̋ έχουν συµβάλλει στη µετατροπή τη̋ σύγχρονη̋ κοινωνία̋ από βιοµηχανική σε κοινωνία τη̋ πληροφορία̋. Η χρήση των Η/Υ συνεχώ̋ εντείνεται σε όλο και περισσότερα πεδία τη̋ ανθρώπινη̋ δραστηριότητα̋, τείνοντα̋ να αποτελέσει το κύριο µέσο στο οποίο βασίζεται η καθηµερινή πληροφόρηση (Webmoor 2007a). Θεµελιακό πλεονέκτηµα τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ είναι το στοιχείο τη̋ δυναµικότητα̋. Στα ψηφιακά µέσα η πληροφορία διατηρείται σε µία δυναµική κατάσταση µέσα από διαδοχικέ̋ κωδικοποιήσει̋, υπολογισµού̋, µεταβιβάσει̋ και συσχετίσει̋ ω̋ αποτέλεσµα του ψηφιακού υπόβαθρου που βρίσκεται στο θεµέλιο κάθε είδου̋ γραφική̋, ακουστική̋ ή λεκτική̋ απόδοση̋ στον Η/Υ. Πλέον, η πληροφορία γίνεται σήµα. Αποθηκεύεται σε µικρότερο χώρο, αναπαράγεται ακαριαία, µεταδίδεται άµεσα, ανιχνεύεται µε αυτόµατο τρόπο όχι µόνο από ανθρώπου̋, αλλά και από µηχανέ̋. Οι Η/Υ µπορούν να διαχειριστούν κείµενο, φωτογραφία, ήχο και κινούµενη εικόνα µε τον ίδιο τρόπο. Κατά συνέπεια, ο όγκο̋ των δεδοµένων αυξάνεται και οι διαθέσιµε̋ µορφέ̋ του̋ διευρύνονται. Παράλληλα όµω̋, διευκολύνεται η ενοποίηση, η διαχείριση, η επεξεργασία και η διάχυση τη̋ πληροφορία̋ (Κάλλα̋ 2000). Στην αρχαιολογική έρευνα, στο επίπεδο τη̋ ανασκαφή̋, η χρήση τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ έχει ήδη συµβάλλει σε πολλά σηµεία. Καταρχά̋ επιτρέπει τη λεπτοµερή σχεδιαστική καταγραφή µε τη χρήση ηλεκτρονικών τοπογραφικών οργάνων και φωτογραµµετρικών δεδοµένων τεχνικών. διευκολύνεται Παράλληλα, µέσω τη̋ η διαχείριση αποθήκευση̋ του των ανασκαφικών συνολικού λεκτικού, φωτογραφικού, και σχεδιαστικού αρχείου στο σκληρό δίσκο ενό̋ Η/Υ. Οι πληροφορίε̋ που περιέχει µπορούν να οργανωθούν µε σύνθετο τρόπο και να αποτελέσουν το υπόβαθρο για πολύπλοκα ερωτήµατα, ποσοτικέ̋ αναλύσει̋ και ερµηνευτικού̋ συσχετισµού̋. Κοπιαστικέ̋ εργασίε̋, όπω̋ η παραγωγή σχεδίων µπορούν να τυποποιηθούν. Τέλο̋, η επικοινωνία των αποτελεσµάτων τη̋ έρευνα̋ µπορεί να είναι πιο άµεση µέσω διαδικτυακών εφαρµογών (Roskams 2001:270-287). Ωστόσο, η ενσωµάτωση των ψηφιακών µέσων στην αρχαιολογία σε µεγάλο βαθµό συνεχίζει να γίνεται χωρί̋ ιδιαίτερη σπουδή. Συχνά η ψηφιακή τεχνολογία αντιµετωπίζεται ω̋ “ένα κενό κέλυφο̋ µέσα στο οποίο η αρχαιολογική πράξη πρέπει να τοποθετήσει το περιεχόµενο” ή ω̋ ένα εργαλείο που µπορεί να χρησιµοποιηθεί ανεξάρτητα από το θεωρητικό υπόβαθρο και άλλου̋ προβληµατισµού̋ (Κωτσάκη̋ 1993). Τα οφέλη των Η/Υ τείνουν να λαµβάνονται ω̋ 38 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία αυταπόδεικτα, µε ελάχιστη προσοχή στι̋ συνολικέ̋ του̋ επιπτώσει̋ στην έρευνα. Ο Huggett (2000) επισηµαίνει πω̋ δεν έχει δοθεί η απαιτούµενη προσοχή ω̋ προ̋ την ενσωµάτωση των νέων τεχνολογιών στην αρχαιολογική πρακτική, παρά το γεγονό̋ ότι βασικό αντικείµενο µελέτη̋ τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋ είναι ο αντίκτυπο̋ τη̋ τεχνολογική̋ αλλαγή̋ στην κοινωνία. Υποστηρίζει ότι τα βασικά πλεονεκτήµατα για την υιοθέτηση των Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα, όπω̋ η αύξηση τη̋ τεκµηρίωση̋, η καλύτερη οργάνωση και η αξιόπιστη επεξεργασία των δεδοµένων καθώ̋ και ο αυτοµατισµό̋ τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ µπορούν σε µία κριτική ανάλυση να θεωρηθούν πλασµατικά. Πιο συγκεκριµένα, υιοθετεί την άποψη ότι η τεχνολογία έχει τη δυνατότητα να ανακυκλώνεται µε τη δηµιουργία νέων προβληµάτων που µπορούν να λυθούν µόνο µέσα από την περαιτέρω ανάπτυξή τη̋. Πρόκειται για το παράδοξο τη̋ παραγωγικότητα̋ (productivity paradox), δηλαδή τη δηµιουργία νέων περιορισµών στην παραγωγικότητα ύστερα από την υιοθέτηση µια̋ νέα̋ τεχνολογία̋ λόγω απρόβλεπτων παρενεργειών ή λόγω µετάλλαξη̋ των πρακτικών χρήση̋. Ούτε λοιπόν η νέα τεχνολογία απαραίτητα επιταχύνει την έρευνα, ούτε η αύξηση των δεδοµένων λύνει το πρόβληµα τη̋ ερµηνεία̋. Σε αυτό το πλαίσιο η τεχνολογία δεν µπορεί να θεωρηθεί ουδέτερη. Μπορεί να γίνει αντιληπτή ω̋ αποδεσµευµένη από τη θεωρία (theory-free) υπό την έννοια ότι µπορεί να εφαρµοστεί σε διαφορετικά γνωστικά πεδία, αλλά σε καµία περίπτωση δεν µπορεί να θεωρηθεί και αξιολογικά αποδεσµευµένη (value-free) (Huggett 2000:16-18). Όπω̋ υποστήριξε ήδη από τη δεκαετία του 1960 ο θεωρητικό̋ τη̋ επικοινωνία̋ Marshall McLuhan (1964), το µέσο επηρεάζει τι̋ πράξει̋ του υποκειµένου που το χρησιµοποιεί. Η περίφηµη ρήση του “το µέσο είναι το µήνυµα”, τονίζει ότι η ανθρώπινη δράση επηρεάζεται από το ίδιο το µέσο και όχι τόσο από την πληροφορία που εκείνο µεταβιβάζει. Κάθε νέα µορφή µέσου διαµορφώνει διαφορετικά µηνύµατα απαιτώντα̋ µε αυτόν τον τρόπο την εισαγωγή νέων φίλτρων στην εµπειρία κατανόησή̋ του̋. Σε αυτό το πλαίσιο κάθε νέο µέσο έχει επιπτώσει̋ στο σύστηµα των πρακτικών επικοινωνία̋, στην οργάνωση τη̋ πληροφορία̋, αλλά και στα µοτίβα αντίληψη̋ των ανθρώπων. Ο Κάλλα̋ (2000:150-151) µελετώντα̋ τι̋ επιδράσει̋ τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ στην κοινωνική έρευνα επισηµαίνει ότι το ψηφιακό υπόβαθρο των Η/Υ µπορεί να επηρεάσει τα δεδοµένα που εισάγονται και άρα τα δεδοµένα που καταγράφονται. Κατά συνέπεια είναι πιθανή η εσκεµµένη ή αθέλητη τροποποίηση τη̋ διεξαγωγή̋ τη̋ έρευνα̋, προκειµένου να δίνεται έµφαση σε στοιχεία που µπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο των νέων ψηφιακών µέσων. Εφόσον συµβεί αυτό, τότε ω̋ γνωστικό αντικείµενο η αρχαιολογία θα έχει επηρεαστεί από τεχνολογικό ντετερµινισµό. Σε αυτό το πλαίσιο η αρχαιολογική χρήση των Η/Υ έχει δεχθεί κριτική ω̋ προ̋ την άµβλυνση, την αντικειµενικοποίηση και την απλούστευση των πολύπλοκων αρχαιολογικών δεδοµένων. Η αποσόβηση τη̋ εξέλιξη̋ αυτή̋ επιβάλλει τον επαναπροσδιορισµό του τρόπου χρήση̋ των νέων µέσων στην αρχαιολογική διαδικασία. Οι απόψει̋ ω̋ προ̋ 39 την υιοθέτηση τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ δεν χρειάζεται να είναι ούτε ντετερµινιστικέ̋ ούτε αφοριστικέ̋. Όπω̋ επισηµαίνουν οι Cripps et al (2006), η αναπαράσταση που προσφέρουν τα ψηφιακά µέσα δε διαφέρει ω̋ προ̋ την πιστότητα από εκείνη των αναλογικών µέσων. Πολλοί θεωρητικοί επισηµαίνουν πω̋ τα ψηφιακά µέσα δεν σπάνε την αλυσίδα τη̋ εξέλιξη̋ ω̋ προ̋ την απόδοση τη̋ πραγµατικότητα̋, αλλά αντιθέτω̋ επεκτείνουν τον τρόπο αναπαράσταση̋ που έχει τι̋ ρίζε̋ του στην Αναγέννηση και σε µια σειρά από τεχνικέ̋ εξελίξει̋, όπω̋ η φωτογραφία και ο κινηµατογράφο̋ (Shanks 2007a). Όπω̋ επισηµαίνουν οι Brittain & Clack (2007:14), οι παλιέ̋ τεχνολογίε̋ δεν αντικαθίστανται απλώ̋ από νέε̋. Συνδυάζονται και αναµειγνύουν τα στοιχεία εκείνα που εξυπηρετούν τι̋ χρηστικέ̋ εφαρµογέ̋ του̋. Παράλληλα διατηρούν, βελτιώνουν ή εκτοπίζουν άλλα συστατικά και µαζί του̋ και τι̋ πρακτικέ̋ µε τι̋ οποίε̋ αυτά σχετίζονται. Η αρχαιολογία ω̋ συνολική πρακτική δεν µπορεί να αποµονωθεί από τι̋ τεχνολογικέ̋ εξελίξει̋. Τα νέα ψηφιακά µέσα προσφέρουν σηµαντικέ̋ δυνατότητε̋, όχι µόνο επειδή είναι αποδοτικά ω̋ προ̋ τη διαχείριση τη̋ πληροφορία̋, αλλά κυρίω̋ επειδή επιτρέπουν τη διερεύνηση µια̋ ποικιλία̋ νέων τρόπων αναπαράσταση̋ και χρήση̋ τη̋ πληροφορία̋. Ο Shanks (2005) υποστηρίζει την ενσωµάτωση τη̋ νέα̋ τεχνολογία̋, τονίζοντα̋ ότι “η πρόοδο̋ τη̋ αρχαιολογική̋ επιστήµη̋ …… βρίσκεται σε τρόπου̋ ενίσχυση̋ ανοιχτών και δηµιουργικών περιβαλλόντων, συνδέσεων και συσχετισµών”. Τόσο η εφαρµογή των ψηφιακών µέσων όσο και η χρήση των αντίστοιχων αναλογικών εντάσσεται στο ίδιο θεωρητικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο λειτουργία̋ τη̋ έρευνα̋ περιλαµβάνοντα̋ την αλληλεπίδραση χρήστη, πληροφορία̋ και οργάνων στο πρότυπο τη̋ θεώρηση̋ του δικτύου δραστών. Η αξιοποίηση του Η/Υ ω̋ ερευνητικού µέσου απαιτεί την κατανόηση του τρόπου αλληλεπίδραση̋ µε τα υπόλοιπα µέρη τη̋ εξίσωση̋, δηλαδή του̋ ερευνητέ̋ και την πληροφορία. Στο σηµείο αυτό εντοπίζεται η σχέση τη̋ Αρχαιολογία̋ µε την Επιστήµη τη̋ Πληροφορία̋31. Η αµοιβαία συγκρότηση ερευνητή, µέσου και πληροφορία̋ στο πλαίσιο τη̋ ερµηνευτική̋ διαδικασία̋ συνιστά ένα πληροφοριακό σύστηµα (ΠΣ), δηλαδή “µια κοινωνικο-τεχνική γνωστική πρακτική που περιλαµβάνει έµψυχε̋ και άψυχε̋ οντότητε̋” (Tatnall 2003:266). Η χρήση τη̋ διαθέσιµη̋ τεχνολογία̋ για τη συλλογή, οργάνωση και µελέτη των δεδοµένων µε σκοπό τη δηµιουργία γνώση̋ αποτελεί και την αιτία ύπαρξη̋ των πληροφοριακών συστηµάτων. Ένα µεγάλο µέρο̋ τη̋ έρευνα̋ που διεξάγεται γύρω από τα πληροφοριακά συστήµατα 31 Η Επιστήµη τη̋ Πληροφορία̋ (Information Science) αποτελεί ένα διεπιστηµονικό κλάδο που ασχολείται µε τη συλλογή, ταξινόµηση, αποθήκευση, ανάκτηση και µετάδοση τη̋ πληροφορία̋ (URL1). Το αντικείµενο µελέτη̋ συνίσταται στου̋ τρόπου̋ µε του̋ οποίου̋ άνθρωποι, οργανισµοί και πληροφοριακά συστήµατα αλληλεπιδρούν µεταξύ του̋ µε σκοπό τη δηµιουργία γνώση̋. Υπό αυτή την έννοια, ένα πληροφοριακό σύστηµα δεν είναι απαραίτητα ψηφιακό. Η Πληροφορική (Informatics ή Computer Science), αναφέρεται ακριβώ̋ στη χρήση ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ σε ένα πληροφοριακό σύστηµα. Πιο συγκεκριµένα, ασχολείται µε τη συλλογή, την επεξεργασία και τη µεταβίβαση πληροφοριών µε µηχανικά µέσα (υπολογιστέ̋) και ορθολογικό τρόπο (URL2). 40 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία σχετίζεται µε την ανάλυση τη̋ συνεισφορά̋ των δραστών, ανθρώπινων και µη, στο πλαίσιο τη̋ πολύπλοκη̋ διαδικασία̋ παραγωγή̋ γνώση̋ (Tatnall 2003). Σε γενικέ̋ γραµµέ̋, ένα πληροφοριακό σύστηµα απαρτίζεται από το υλικό που επιτρέπει την ύπαρξη του συστήµατο̋, τι̋ πράξει̋ που ορίζουν τον τρόπο διαχείριση̋ του υλικού, τα δεδοµένα που αποτελούν τι̋ καταγεγραµµένε̋ παρατηρήσει̋ µια̋ διαδικασία̋ και του̋ ανθρώπου̋-χρήστε̋ του συστήµατο̋ (Στεφανάκη̋ 2003:21-22). Στην περίπτωση του ανασκαφικού πληροφοριακού συστήµατο̋ το υλικό είναι το σηµειωµατάριο ή οι ανασκαφικέ̋ φόρµε̋, τα σχέδια, οι φωτογραφίε̋ κτλ. Οι πράξει̋ διαµορφώνονται από τι̋ θεωρίε̋ και τι̋ µεθόδου̋ παρατήρηση̋ ή ερµηνεία̋. Τα δεδοµένα είναι οι αρχαιολογικέ̋ παρατηρήσει̋. Τέλο̋, οι χρήστε̋ είναι οι αρχαιολόγοι. Στην περίπτωση ενό̋ ψηφιακού ή υβριδικού ανασκαφικού πληροφοριακού συστήµατο̋ τα πράγµατα περιπλέκονται, καθώ̋ η χρήση Η/Υ σηµαίνει ταυτόχρονα και την αλλαγή τη̋ βασική̋ τεχνολογία̋ διαχείριση̋ τη̋ πληροφορία̋. Προκειµένου λοιπόν τα ψηφιακά µέσα να ενταχθούν στην ανασκαφική διαδικασία ω̋ αρωγοί τη̋ έρευνα̋, απαιτείται η προηγούµενη κατανόηση τη̋ σχέση̋ µεταξύ τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ και τη̋ αρχαιολογική̋ θεωρία̋ (Lock 1995). Η χρήση τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο αφαίρεση̋ µεταξύ τη̋ αρχαιολογική̋ θεωρία̋ και των ανασκαφικών δεδοµένων. Ω̋ µέσα που θέτουν του̋ δικού̋ του̋ περιορισµού̋, οι Η/Υ συµµετέχουν ενεργά στην ερµηνευτική διαδικασία επιδρώντα̋ µε το δικό του̋ τρόπο στην αλληλεπίδραση ερευνητή και δεδοµένων και κατά συνέπεια στο ερµηνευτικό αποτέλεσµα (Εικ. 2.9). Εικόνα 2.9. Η ενσωµάτωση τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ στην ερµηνευτική διαδικασία (προσαρµοσµένο από Lock 2003: fig. 1.1). Η ένδειξη Ε ισοδυναµεί µε την ερµηνεία. Η υποστήριξη τη̋ ερµηνευτική̋ συλλογιστική̋ από την ψηφιακή τεχνολογία, πρὁποθέτει την κατανόηση των επιπτώσεων των νέων µέσων στον τρόπο 41 κωδικοποίηση̋ τη̋ πληροφορία̋ και υποχρεώνει στην κριτική αντιµετώπιση τη̋ αλληλεπίδραση̋ του ερευνητή µε αυτά κατά την ερευνητική διαδικασία. Μια έννοια που καθορίζει την επιτυχία τη̋ αλληλεπίδραση̋ µε του̋ Η/Υ στο πλαίσιο τη̋ ερµηνευτική̋ είναι η πληθωρικότητα (richness) του ψηφιακού µοντέλου. Ένα µέσο θεωρείται πλούσιο αν επιτρέπει µια πιο άµεση και όχι τόσο εγκεφαλική ή αφαιρετική εµπειρία στο χρήστη. Η έννοια του ψηφιακού µοντέλου αγκαλιάζει ένα σύνολο από ιδιότητε̋ τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋, όπω̋ η συνθετότητα των λογισµικών εργαλείων, η πολυπλοκότητα των δοµών δεδοµένων και των υποστηριζόµενων σχέσεων, η ρεαλιστικότητα τη̋ απόδοση̋, η ευελιξία στη διερεύνηση και την αντιπαραβολή τη̋ πληροφορία̋ (Lock 2003:5-9). Η εξέλιξη τη̋ τεχνολογία̋ των Η/Υ, που ευθύνεται για τη συνεχή επέκταση του ψηφιακού µοντέλου, είναι άµεσα συνδεδεµένη µε τη θεωρία και τι̋ πρακτικέ̋ χρήσει̋. Στην περίπτωση τη̋ Αρχαιολογία̋, η διαδικαστική θεωρία επικράτησε λόγω τη̋ ύπαρξη̋ τη̋ απαιτούµενη̋ τεχνολογία̋ στη δεκαετία του 1960. Αντιστοίχω̋, η συνεχή̋ αναβάθµιση τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ ευνοήθηκε λόγω τη̋ κεντρική̋ θέση̋ που κατείχε στο συγκεκριµένο θεωρητικό παράδειγµα (Gidlow 2000:23). Στο ίδιο πλαίσιο έχει υποστηριχθεί ότι και οι στόχοι τη̋ ενδοσκόπηση̋ και τη̋ αναστοχαστικότητα̋ στην ανασκαφική πράξη µπορούν να προσεγγιστούν ακόµη πιο εύκολα µε τη χρήση νέων τεχνολογιών (Hodder 1999). Επικυρώνοντα̋ τα προηγούµενα, οι ανασκαφέ̋ στο Çatalhöyük και στο Perry Oaks βασίζονται σε σηµαντικό βαθµό στην ψηφιακή τεχνολογία για να επιτύχουν του̋ µεταδιαδικαστικού̋ του̋ στόχου̋ (Boast 2002:575). Όπω̋ αναφέρει ο Huggett (2000), η θεωρία γίνεται πραγµατικότητα µέσα από τι̋ τεχνολογικέ̋ εξελίξει̋, συµβάλλοντα̋ την ίδια στιγµή στη διαµόρφωσή του̋. Ο Lock επισηµαίνει ότι “για να γίνει η υπολογιστική αρχαιολογία ένα ζωτικό κοµµάτι τη̋ αρχαιολογική̋ διαδικασία̋ και όχι απλώ̋ ένα σύνολο εργαλείων που µπορούν να χρησιµοποιηθούν σε κατάλληλε̋ περιπτώσει̋, πρέπει να υπάρχει µια θεµελιώδη̋ σύνδεση µεταξύ του ψηφιακού και του θεωρητικού υπόβαθρου” (Lock 1995:13). Όχι όµω̋ απλώ̋ µε την εισαγωγή των ψηφιακών εργαλείων, αλλά µε την οµαλή του̋ ένταξη σε µεθοδολογίε̋ και πρακτικέ̋ που υποστηρίζουν το συγκεκριµένο θεωρητικό µοντέλο. Τα νέα µέσα προσφέρουν δυνατότητε̋ βελτίωση̋ και όχι λύσει̋ στα µεθοδολογικά προβλήµατα τη̋ ανασκαφή̋. Η ψηφιακή τεχνολογία εµπεριέχει ένα νέο τρόπο οργάνωση̋ τη̋ αρχαιολογική̋ γνώση̋ και µπορεί να διευκολύνει στην αύξηση των συσχετισµών και την ισχυρότερη πλαισιοποίηση (contextualisation) τη̋ πληροφορία̋. Υπό αυτή την έννοια, συµβάλλει καθοριστικά στην αναθεώρηση των µεθοδολογικών και των θεωρητικών συµβάσεων µε τι̋ οποίε̋ διεξάγεται η έρευνα για το παρελθόν. Σήµερα, η ψηφιακή τεχνολογία είναι αναπόσπαστο κοµµάτι τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋. Τα κύρια θέµατα που αναδύονται από τη σχέση ανάµεσα στην ψηφιακή τεχνολογία και την αρχαιολογική θεωρία είναι οι προοπτικέ̋ των H/Y ω̋ ενεργητικών αναλυτικών αρωγών και όχι απλώ̋ παθητικών εργαλείων, καθώ̋ και η αυξανόµενη σηµασία που δίνεται και από του̋ δύο τοµεί̋ στη συνάφεια των 42 Ανασκαφή ω̋ γνωστική διαδικασία δεδοµένων, την πολυπλοκότητα και τα συνδυαστικά πληροφοριακά περιβάλλοντα (Lock 2003:1). Είναι σηµαντικό να προσδιοριστεί η σχέση αρχαιολογία̋ και ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ και ιδιαίτερα πω̋ χρησιµοποιήθηκε στο πεδίο τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ και τεκµηρίωση̋. Στο επόµενο κεφάλαιο περιγράφεται η σταδιακή ενσωµάτωση των Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα µε άξονα τι̋ καινοτοµίε̋ που υιοθετήθηκαν αλλά και τα προβλήµατα που επιµένουν, µέσα από τα παραδείγµατα παλαιότερων και σύγχρονων ψηφιακών εφαρµογών. 43 “Computers are useless. They can only give you answers.” Pablo Picasso 3. Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα Η επίδραση τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ στην αρχαιολογική έρευνα είναι σηµαντική, καθώ̋ υπάρχει µια παράλληλη πορεία πενήντα τουλάχιστο χρόνων. Ήδη από τη δεκαετία του 1960, η εξέλιξη στου̋ τοµεί̋ τη̋ Πληροφορική̋ και τη̋ Επικοινωνία̋, καθώ̋ και η ανάπτυξη των ψηφιακών τεχνολογιών ήταν ραγδαίε̋. Η Αρχαιολογία από πολύ νωρί̋, κυρίω̋ στο εξωτερικό, επιχείρησε να εκµεταλλευτεί τι̋ νέε̋ τεχνολογίε̋ στα διάφορα στάδια του αρχαιολογικού έργου και έχει να επιδείξει σηµαντικέ̋ εφαρµογέ̋ που εξέλιξαν την αρχαιολογική πράξη και επηρέασαν την αρχαιολογική σκέψη. Ο Lock (1995:450, 2003:9-13) συσχετίζει την αυξανόµενη ενσωµάτωση των ψηφιακών µέσων στην αρχαιολογική έρευνα µε τι̋ εξελίξει̋ τη̋ τεχνολογία̋ Η/Υ και των εφαρµογών του̋ (Εικ. 3.1). Όπω̋ αναφέρει, ήδη από τι̋ δεκαετίε̋ του 1960 και 1970 έγιναν οι πρώτε̋ προσπάθειε̋ χρήση̋ των πρώιµων Η/Υ στην αρχαιολογία. Αρχικά, λόγω τη̋ έµφαση̋ στην ταξινόµηση και τη χρονολογική διάταξη του αρχαιολογικού υλικού στο πλαίσιο τη̋ παραδοσιακή̋ αρχαιολογία̋, αναπτύχθηκαν τεχνικέ̋ πολυµεταβλητή̋ (multivariate) ανάλυση̋ µε χρήση Η/Υ µέσα από διαγνωστικέ̋ τυπολογικέ̋ κατηγοριοποιήσει̋. Ευρύτερη χρήση τη̋ τεχνολογία̋ υπολογιστών στην αρχαιολογική έρευνα πραγµατοποιήθηκε στο πλαίσιο τη̋ Νέα̋ Αρχαιολογία̋. Παρά του̋ περιορισµού̋ τόσο στι̋ δυνατότητε̋ όσο και στη διαθεσιµότητα των πρώιµων Η/Υ µεγάλη̋ ισχύο̋ (Mainframes), το θετικιστικό υπόβαθρο των αρχαιολογικών µελετών τη̋ περιόδου συνέβαλε στη χρήση του̋ σε εφαρµογέ̋, όπω̋ η ανάκτηση και η επικουρική επεξεργασία των δεδοµένων, η στατιστική ανάλυση, η µοντελοποίηση. Λόγω τη̋ αδυναµία̋ των Η/Υ τη̋ εποχή̋ να υποστηρίξουν οτιδήποτε περισσότερο από πλέγµατα αριθµητικών ψηφίων, η πολυπλοκότητα των αρχαιολογικών δεδοµένων απλουστευόταν σε πίνακε̋ µε αριθµητικέ̋ τιµέ̋. Ήδη όµω̋ από τα µέσα τη̋ δεκαετία̋ του 1970 αρκετέ̋ µελέτε̋ και οδηγοί χρήση̋ Η/Υ στην αρχαιολογική έρευνα έκαναν την εµφάνισή του̋. Παράλληλα καθιερώθηκαν ετήσια συνέδρια για εφαρµογέ̋ Η/Υ στην αρχαιολογία (Computer Applications in Archaeology - CAA). Η εφεύρεση των µικροεπεξεργαστών συνέβαλε στη ραγδαία ανάπτυξη τη̋ υπολογιστική̋ τεχνολογία̋ και τη διάδοση των Η/Υ σε ευρύτερο κοινό. Στην αρχαιολογία η χρήση του̋ επεκτάθηκε σε ακόµη περισσότερε̋ εφαρµογέ̋ µεταξύ των οποίων η ανασκαφική τεκµηρίωση, η πολιτισµική διαχείριση και η οργάνωση των µουσειακών συλλογών. . Εικόνα 3.1. Οι παράλληλε̋ εξελίξει̋ στην ψηφιακή τεχνολογία και την αρχαιολογική θεωρία (προσαρµοσµένο από Lock 2003: fig. 1.2). Οι ραγδαίε̋ τεχνολογικέ̋ εξελίξει̋ από τα µέσα του 1990 και µετά συνέβαλαν στην ανάπτυξη γραφικών υπολογιστικών περιβαλλόντων, πολυµεσικών λογισµικών και διαδικτυακών εφαρµογών. Τα νέα πληροφοριακά µέσα επιτρέπουν την ενσωµάτωση 46 µια̋ µέχρι πρότινο̋ αφάνταστη̋ ποικιλία̋ και αφθονία̋ Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα αρχαιολογικών δεδοµένων και την οργάνωση τη̋ µελέτη̋ του̋ µε τρόπου̋ που πολλαπλασιάζουν του̋ πιθανού̋ συσχετισµού̋ που εµπεριέχουν. Συγχρόνω̋, η έρευνα άρχισε να στρέφεται στην εκµετάλλευση των εξελιγµένων δυνατοτήτων των Η/Υ για τη διαπραγµάτευση τη̋ αναστοχαστικότητα̋, τη̋ σχεσιακότητα̋, τη̋ διαδραστικότητα̋ και τη̋ πολυφωνία̋ που θέτει ω̋ στόχου̋ η µετα-διαδικαστική θεώρηση. Από τα προηγούµενα γίνεται αντιληπτό ότι η ανάπτυξη τη̋ υπολογιστική̋ αρχαιολογία̋ προχώρησε παράλληλα µε τι̋ εξελίξει̋ στην ψηφιακή τεχνολογία και την αρχαιολογική θεωρία. Ο σταδιακό̋ εµπλουτισµό̋ των ψηφιακών εφαρµογών στην αρχαιολογία µπορεί να συνδεθεί µε την αντικατάσταση του θεωρητικά κατευθυνόµενου απαγωγικού συλλογισµού, που βασίζεται σε περιορισµένα δεδοµένα, από επαγωγικέ̋ µεθοδολογίε̋, που εκµεταλλεύονται την πληθώρα δεδοµένων (Lock 1995). Ωστόσο, η διαδικασία υπήρξε κάθε άλλο παρά γραµµική. Ειδικά στην ανασκαφική τεκµηρίωση τόσο οι µεθοδολογικέ̋ προσεγγίσει̋ των ανασκαφέων, όσο και οι λογισµικέ̋ λύσει̋ που υιοθετήθηκαν, επιδεικνύουν µια τεράστια ποικιλία που σχετίζεται µε διακριτού̋ στόχου̋ ή και διαφορετικέ̋ αντιλήψει̋ για την ανασκαφική διαδικασία. Μέσα από την παρουσίαση παραδειγµάτων από υφιστάµενε̋ ανασκαφικέ̋ ψηφιακέ̋ εφαρµογέ̋ επιδιώκεται η διερεύνηση τη̋ γενικότερη̋ τάση̋ προ̋ όλο και πιο σύνθετα ψηφιακά περιβάλλοντα, καθώ̋ και η επισήµανση των αδυναµιών που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια αυτή̋ τη̋ πορεία̋. 3.1. ∆ιαχείριση λεκτική̋ πληροφορία̋ Οι πρώτε̋ απόπειρε̋ για την ψηφιακή διαχείριση τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ σχετίζονται µε την οργάνωση του λεκτικού ή περιγραφικού αρχείου τη̋ ανασκαφή̋, όπω̋ αποτυπωνόταν στα αναλογικά δελτία καταγραφή̋. Η λογική και η δοµή των αναλογικών δελτίων βοήθησε στον τρόπο κατάτµηση̋ τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋ προκειµένου να οργανωθεί και να αποθηκευτεί µε δοµηµένο τρόπο στον Η/Υ (Lock 2003:86). Για τη µετάβαση στο ψηφιακό αρχείο χρησιµοποιήθηκε η τεχνολογία των βάσεων δεδοµένων. Ω̋ ηλεκτρονική βάση δεδοµένων (database) ορίζεται “µία συλλογή στοιχείων σχετικών µεταξύ του̋ που είναι δοµηµένα και καταχωρισµένα µε κατάλληλο τρόπο” (Μανωλόπουλο̋ & Παπαδόπουλο̋ 2006:40)32. Οι πρώτε̋ προσπάθειε̋ στην ψηφιακή οργάνωση τη̋ πληροφορία̋ χρησιµοποίησαν τα λεγόµενα επίπεδα αρχεία (flat-file). Ουσιαστικά πρόκειται για µια σειρά εγγραφών που οργανώνεται σε µορφή λίστα̋ ή πίνακα. Σε κάθε σειρά αντιστοιχεί µια εγγραφή, ενώ τα επιµέρου̋ πεδία πληροφορία̋ διαχωρίζονται µε Η βάση δεδοµένων αποτελεί µέρο̋ µόνο ενό̋ ευρύτερου Συστήµατο̋ Βάσεων ∆εδοµένων (ΣΒ∆). Ένα ολοκληρωµένο ΣΒ∆ περιλαµβάνει εκτό̋ από τη βάση δεδοµένων και 32 ένα γενική̋ χρήση̋ σύστηµα λογισµικού που διευκολύνει τι̋ διαδικασίε̋ ορισµού, κατασκευή̋ και χειρισµού των βάσεων δεδοµένων για διάφορε̋ εφαρµογέ̋. Το λογισµικό αυτό είναι γνωστό ω̋ Σύστηµα ∆ιαχείριση̋ Βάσεων ∆εδοµένων (Σ∆Β∆) (Elmasri & Navathe 1996:32-33). 47 κάποιο σταθερό σύµβολο. Τα αρχεία αυτή̋ τη̋ κατηγορία̋ δε διαφέρουν από ένα κατάλογο σε χαρτί και παρουσιάζουν προβλήµατα ω̋ προ̋ τη διαχείριση τη̋ πληροφορία̋, καθώ̋ τα δεδοµένα για δύο σχετικά αντικείµενα (π.χ. µια ανασκαφική ενότητα και τα ευρήµατα που περιέχει) βρίσκονται σε ξεχωριστού̋ πίνακε̋. Τόσο οι κενέ̋ όσο και οι πολλαπλέ̋ τιµέ̋ ενό̋ πεδίου είναι απαραίτητο να εισαχθούν οδηγώντα̋ σε πλεονασµό δεδοµένων. Βεβαίω̋, η χρήση του̋ διατηρείται µέχρι σήµερα (Εικ. 3.2), καθώ̋ τµήµατα τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋ συχνά οργανώνονται σε κείµενα (π.χ. MS Word) ή µεµονωµένου̋ πίνακε̋ (π.χ. MS Excell) (Lock 2003:89). Εικόνα 3.2. Επίπεδη βάση δεδοµένων µε στοιχεία για ανασκαφικέ̋ φωτογραφικέ̋ λήψει̋ σε οριοθετηµένο κείµενο (α) και σε µορφή πίνακα (β). Για την αποφυγή αυτών των προβληµάτων προτάθηκαν εναλλακτικέ̋ βάσει̋ δεδοµένων, που χρησιµοποιούν διαφορετική δοµή ω̋ προ̋ την αποθήκευση των δεδοµένων. Τέτοιε̋ ήταν οι ιεραρχικέ̋ (hierarchical) και οι δικτυακέ̋ (network) βάσει̋ δεδοµένων. Με άξονα τι̋ υπάρχουσε̋ λύσει̋ τη̋ εποχή̋ πολλοί ερευνητέ̋ στο χώρο τη̋ αρχαιολογία̋ έδωσαν έµφαση στη σχεδίαση πρωτότυπων συστηµάτων βάσεων δεδοµένων (Richards 1998:333). Από τη δεκαετία του 1990 η ανάπτυξη των γραφικών συνέβαλε στη δηµιουργία γραφικών περιβαλλόντων επικοινωνία̋. Τόσο η εισαγωγή δεδοµένων στο σύστηµα όσο και η επίδειξή του̋ στην οθόνη γινόταν ευκολότερα µέσω τη̋ δηµιουργία̋ ψηφιακών δελτίων καταγραφή̋ στο πρότυπο των αναλογικών. Ωστόσο, πέρα από τη δυνατότητα µια̋ πιο πολύπλοκη̋ δοµή̋ και ενό̋ γραφικού περιβάλλοντο̋, οι βάσει̋ δεν διέφεραν ουσιαστικά από τι̋ προηγούµενε̋, παρά κυρίω̋ από εργονοµική άποψη. Η πληροφορία που εισαγόταν περιορίζονταν σε κείµενο, αριθµού̋ και ακριβεί̋ ηµεροµηνίε̋. Σταδιακά έγινε δυνατή η ενσωµάτωση νέων τύπων δεδοµένων που µπορούσαν να αποθηκεύσουν σταθερέ̋ ή κινούµενε̋ εικόνε̋ και ήχο (Lock 2003). Σηµαντική πρόοδο̋ πραγµατοποιήθηκε όταν εµπορικά Συστήµατα Βάσεων ∆εδοµένων (ΣΒ∆) ευρεία̋ χρήση̋ άρχισαν να εµφανίζονται. Τα πιο επιτυχηµένα κατάφεραν να υλοποιήσουν ένα διαφορετικό πρότυπο ω̋ προ̋ το δοµή οργάνωση̋ των δεδοµένων, το σχεσιακό (relational). Μια σχεσιακή βάση δεδοµένων αποτελείται 48 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα από πολλού̋ πίνακε̋ που συνδέονται µεταξύ του̋ χρησιµοποιώντα̋ κοινά πεδία (κλειδιά) που λειτουργούν ω̋ ευρετήρια κάθε εγγραφή̋. Οι σχεσιακέ̋ βάσει̋ δεδοµένων θεωρήθηκαν ότι ταιριάζουν καλύτερα στην πολύπλοκη φύση των αρχαιολογικών δεδοµένων. Η δυνατότητα σύνδεση̋ επιµέρου̋ εγγραφών ενό̋ πίνακα µε σχετικέ̋ εγγραφέ̋, που είναι αποθηκευµένε̋ σε κάποιον άλλο, επέτρεπε τη δηµιουργία σύνθετων ερωτηµάτων στα δεδοµένα τη̋ βάση̋. Η λειτουργία των σχεσιακών βάσεων συµπληρώθηκε από την ανάπτυξη τη̋ γλώσσα̋ σύνταξη̋ ερωτηµάτων SQL (Structured Query Language)33. Τα αποτελέσµατα ενό̋ ερωτήµατο̋ µπορούσαν να απεικονιστούν µε διάφορου̋ τρόπου̋, όπω̋ γραφήµατα και ιστογράµµατα, και να ενσωµατωθούν στη δηµιουργία αναφορών (Lock 2003:89-90). Η χρήση των σχεσιακών συστηµάτων στην αρχαιολογική έρευνα συνδέθηκε µε την πρακτική τη̋ επιλογή̋ ενό̋ εµπορικού πακέτου βάσεων δεδοµένων γενική̋ χρήση̋ και την προσαρµογή του από τον ανασκαφέα ή κάποιον ειδικό µε άξονα τι̋ ιδιαιτερότητε̋ τη̋ κάθε ανασκαφή̋. Ω̋ αποτέλεσµα, διαφορετικά ανασκαφικά προγράµµατα δηµιούργησαν ιδιότυπε̋ βάσει̋ δεδοµένων για να καλύψουν βασικέ̋ ανάγκε̋ µηχανογράφηση̋. Ωστόσο, σύντοµα η έµφαση µεταφέρθηκε στον τρόπο µε τον οποίο συγκροτείται η ανασκαφική πληροφορία µέσα από την οργάνωση των δεδοµένων σε επιµέρου̋ πίνακε̋, ιδιότητε̋ και συσχετισµού̋. Οι ερευνητέ̋ στράφηκαν στη διερεύνηση πιο ορθολογικών τρόπων οργάνωση̋ τη̋ πληροφορία̋ (Richards 1998:333). Οι Hadzilakos και Stoumbou (1996) προσέφεραν ένα από τα πρώτα παραδείγµατα σχεδίαση̋ σχεσιακή̋ ανασκαφική̋ βάση̋ δεδοµένων χρησιµοποιώντα̋ ω̋ περίπτωση εφαρµογή̋ την ανασκαφική µεθοδολογία από την πρὀστορική θέση τη̋ Τούµπα̋ Θεσσαλονίκη̋. Μια πιο γενική προσέγγιση στο σχεδιασµό βάσεων δεδοµένων προσφέρει η εφαρµογή IDEA (Andresen & Madsen 1996). Η IDEA χρησιµοποιεί εµπορικό λογισµικό βάσεων δεδοµένων (MS Access) και σχεδιάστηκε ω̋ πρότυπη βάση δεδοµένων ικανή να εξυπηρετήσει διαφορετικά ανασκαφικά προγράµµατα. Η δυνατότητα αυτή επιτυγχάνεται µε την παραµετροποίηση του βασικού κορµού αποθήκευση̋ των δεδοµένων τη̋ βάση̋ από το χρήστη. Η IDEA διαχωρίζει τα ανασκαφικά δεδοµένα σε πέντε κατηγορίε̋: Ευρήµατα, Αποθέσει̋, Ερµηνευτικά σύνολα, Σχέδια και Φωτογραφίε̋. Για κάθε ένα από αυτά ο χρήστη̋ µπορεί να δηµιουργήσει όσα γνωρίσµατα επιθυµεί και να προεπιλέξει τι̋ τιµέ̋ του̋ ανάλογα µε το ανασκαφικό λεξιλόγιο που χρησιµοποιεί, τι̋ ιδιαιτερότητε̋ τη̋ θέση̋ έρευνα̋ και τι̋ προσωπικέ̋ εκτιµήσει̋. Με ανάλογο τρόπο µπορεί να καθορίσει τι̋ σχέσει̋ µεταξύ των βασικών αυτών κατηγοριών. Παρά τη σχετική απλότητα ω̋ προ̋ το σχεδιασµό, η IDEA για να υλοποιηθεί περιλαµβάνει περίπου ογδόντα αλληλοσυνδεόµενου̋ Η SQL (Structured Query Language) αποτελεί διεθνέ̋ πρότυπο ω̋ γλώσσα επερωτήσεων στα σχεσιακά συστήµατα διαχείριση̋ βάσεων δεδοµένων. Αναπτύχθηκε αρχικά από την IBM (1974-1977) και στη συνέχεια τυποποιήθηκε, µε αποτέλεσµα σήµερα να φιλοξενείται σε όλα τα εµπορικά συστήµατα διαχείριση̋ βάσεων δεδοµένων (MS Access, Oracle, Informix κτλ) (Στεφανάκη̋ 2003:85). Ήδη από την έκδοση SQL:1999 ενσωµατώνει στοιχεία που εξυπηρετούν αντικειµενο-σχεσιακέ̋ τεχνολογίε̋ βάσεων δεδοµένων, ενώ η SQL:2006 περιλαµβάνει λειτουργίε̋ που αναφέρονται στην τεχνολογία XML. Πρόσφατα παρουσιάστηκε η τελευταία έκδοση SQL:2008 µε περαιτέρω βελτιώσει̋. 33 49 πίνακε̋, µε αποτέλεσµα την αυξηµένη πολυπλοκότητα, τη µειωµένη αποδοτικότητα και του̋ περιορισµού̋ ω̋ προ̋ την περαιτέρω ανάπτυξη (Johnson 1996). Ένα̋ εναλλακτικό̋ τρόπο̋ οργάνωση̋ τη̋ πληροφορία̋ πραγµατοποιείται στι̋ αντικειµενοστρεφεί̋ (object-oriented) βάσει̋ δεδοµένων34. Η τεχνολογία του̋ επιτρέπει την διάκριση των δεδοµένων σε κατηγορίε̋ αντικειµένων που καθεµία έχει ενιαία χαρακτηριστικά, µετέχει σε ξεχωριστού̋ συσχετισµού̋ και υλοποιεί συγκεκριµένε̋ λειτουργίε̋. Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστα εµπορικά συστήµατα βάσεων που ακολουθούν το αντικειµενοστρεφέ̋ πρότυπο, µε αποτέλεσµα η οργάνωση των δεδοµένων να απαιτεί σύνθετε̋ γνώσει̋ προγραµµατισµού. Βεβαίω̋, τα τελευταία χρόνια στοιχεία από το αντικειµενοστρεφέ̋ πρότυπο έχουν ενσωµατωθεί στι̋ σχεσιακέ̋ βάσει̋ δεδοµένων οδηγώντα̋ στην επέκταση τη̋ λειτουργικότητα̋ των σχεσιακών συστηµάτων (Elmasri & Navathe 1996). Στην ανασκαφική τεκµηρίωση ένα παράδειγµα που ανήκει σε αυτή την κατηγορία είναι το Archaeoinfo (Madsen 2003), το οποίο αποτελεί εξέλιξη του προγράµµατο̋ IDEA. Πολλέ̋ από τι̋ σχεδιαστικέ̋ καινοτοµίε̋ του Archaeoinfo υπάρχουν στην IDEA, χωρί̋ όµω̋ του̋ περιορισµού̋ των σχεσιακών συστηµάτων. Στο Archaeoinfo υπάρχουν οκτώ προτυποποιηµένε̋ κατηγορίε̋ αντικειµένων που βρίσκονται σε µια ανασκαφή: Ανασκαφή, Ανασκαφική ενότητα, Κατασκευή, Εύρηµα, Περιεχόµενα ευρήµατο̋, Σχέδιο, Φωτογραφία και Σηµείωση. Ο χρήστη̋ µπορεί να δηµιουργήσει τα δικά του αντικείµενα, που όµω̋ υποχρεωτικά πρέπει να ανήκουν σε µία από τι̋ κατηγορίε̋ αυτέ̋. Για κάθε ένα µπορεί να καθορίσει τα γνωρίσµατα που περιλαµβάνει και τι̋ σχέσει̋ στι̋ οποίε̋ µετέχει. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατή η δηµιουργία ενό̋ συστήµατο̋ καταγραφή̋ µε βάση τι̋ προδιαγραφέ̋ του εκάστοτε ερευνητή. Ωστόσο, ω̋ σύστηµα παραµένει στο πλαίσιο τη̋ διαχείριση̋ των ανασκαφικών δεδοµένων, χωρί̋ να προσφέρει πιο εξελιγµένε̋ αναλυτικέ̋ ή ερµηνευτικέ̋ δυνατότητε̋. Ανάλογε̋ λειτουργίε̋ προσφέρει το εµπορικό πρόγραµµα Re:discovery που περιλαµβάνει εξειδικευµένο και παραµετροποιήσιµο λογισµικό για τη συνολική διαχείριση του ανασκαφικού αρχείου. Χρησιµοποιεί γραφικό περιβάλλον επικοινωνία̋ που µπορεί να προσαρµοστεί και να ανασχεδιαστεί µε άξονα τι̋ κατηγορίε̋ ευρηµάτων που ορίζει ο ανασκαφέα̋ (Εικ. 3.3). Ακόµη επιτρέπει την αποθήκευση και απεικόνιση φωτογραφιών, περιέχει οδηγό δηµιουργία̋ αναφορών και υποστηρίζει την επικοινωνία µε εξωτερικά προγράµµατα σχεδίαση̋ (EPOCH 2005:67). Μια άλλη κατηγορία βάσεων δεδοµένων, που όµω̋ δεν έχει χρησιµοποιηθεί αρκετά στην αρχαιολογία, είναι οι λεγόµενε̋ βάσει̋ ελεύθερου κειµένου (free-text databases). Το πλεονέκτηµά του̋ έγκειται στην συνολική ευρετηρίαση του περιεχοµένου ενό̋ κειµένου, που επιτρέπει την αναζήτηση οποιαδήποτε λέξη̋ µέσα Τα αντικειµενοστρεφή συστήµατα βάσεων δεδοµένων προέκυψαν ω̋ ανάγκη από την αυξανόµενη χρήση αντικειµενοστρεφών γλωσσών προγραµµατισµού, όπω̋ η Java, η C++ και η Smalltalk. Ο σχεδιασµό̋ του̋ γίνεται µε τέτοιο τρόπο, ώστε να µπορούν άµεσα να ενοποιηθούν µε το λογισµικό που αναπτύσσεται χρησιµοποιώντα̋ τι̋ γλώσσε̋ αυτέ̋ (Elmasri & Navathe 1996:450). 34 50 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα στη βάση δεδοµένων. Στι̋ περιπτώσει̋ ανασκαφών που χρησιµοποιούν ανασκαφικό ηµερολόγιο και όχι προτυποποιηµένε̋ φόρµε̋ καταγραφή̋, οι βάσει̋ ελεύθερου κειµένου αποτελούν µια πολύ καλή λύση. Ωστόσο, οι βάσει̋ αυτή̋ τη̋ κατηγορία̋ είναι περιοριστικέ̋ ω̋ προ̋ τη διαχείριση δοµηµένων και αριθµητικών δεδοµένων και εµφανίζουν µικρέ̋ αναλυτικέ̋ δυνατότητε̋ ω̋ προ̋ την ποσοτικοποίηση του̋. Γι’ αυτό το λόγο δεν έχουν χρησιµοποιηθεί ιδιαίτερα στην ανασκαφική τεκµηρίωση (Lock 2003:90). Εικόνα 3.3. ∆ελτίο καταγραφή̋ ευρηµάτων από το πρόγραµµα Re:discovery (URL3). Μια σχετικά πρόσφατη εξέλιξη στη διαχείριση εγγράφων αποτελούν οι βάσει̋ κειµένου ετικετών (tagged–text databases). Σε αντίθεση µε τι̋ βάσει̋ ελεύθερου κειµένου δεν ευρετηριάζεται ολόκληρο το κείµενο, αλλά σηµειώνονται ή οριοθετούνται µε ετικέτε̋ επιµέρου̋ τµήµατα που περιέχουν χρήσιµη πληροφορία. Τα τµήµατα αυτά αποθηκεύονται στη βάση σε σχετικά πεδία που έχουν οριστεί. Στη συνέχεια είναι δυνατή η αναζήτησή του̋ µέσα από τη σύνταξη ερωτηµάτων. Οι βάσει̋ κειµένου ετικετών δεν απαιτούν την αυστηρή οργάνωση των δεδοµένων, όπω̋ συµβαίνει στα προηγούµενα συστήµατα. Ωστόσο, απαιτείται αρκετό̋ χρόνο̋ και προσπάθεια για να ολοκληρωθεί η σήµανση πολλών εγγράφων. Παρά τη συνεχόµενη ανάπτυξη ηµιαυτόµατων διαδικασιών σήµανση̋, η επιλογή του ερευνητή για το είδο̋ και το περιεχόµενο τη̋ πληροφορία̋ που αποθηκεύεται στη βάση παραµένει αναντικατάστατη. Οι Crescioli et al. (2002) προσφέρουν ένα παράδειγµα χρήση̋ αυτή̋ τη̋ κατηγορία̋ των βάσεων προκειµένου να οργανώσουν την πληροφορία από αναλογικά ανασκαφικά έγγραφα ή πρώιµε̋ ανασκαφικέ̋ βάσει̋ δεδοµένων µε περιορισµένη µορφοποίηση. Είναι αυτονόητο ότι µια βάση ανασκαφικών δεδοµένων µπορεί να οργανωθεί και από την αρχή µε τη χρήση σήµανση̋. Η εφαρµογή MAD 51 (Felicetti 2006) συνιστά µια διαδικτυακή ανασκαφική βάση ετικετών και περιλαµβάνει όλα τα πλεονεκτήµατα των συµβατικών βάσεων δεδοµένων, όπω̋ η ύπαρξη ενό̋ γραφικού περιβάλλοντο̋ επικοινωνία̋ και η δυνατότητα διερεύνηση̋ τη̋ πληροφορία̋ µέσω σύνθετων ερωτηµάτων. Ένα πιο ολοκληρωµένο παράδειγµα αποτελεί το σύστηµα INFRA (Schloen 2001), το οποίο συνοδεύεται από ένα αρκετά εξελιγµένο περιβάλλον επικοινωνία̋. Ανάµεσα στι̋ λειτουργίε̋ που υποστηρίζει περιλαµβάνεται η σχεδίαση διαγραµµάτων ακολουθία̋, η απεικόνιση τοπολογικών σχέσεων, η ενσωµάτωση στρωµατογραφικών τοµών και σχεδίων ω̋ φωτογραφικέ̋ απεικονίσει̋, καθώ̋ και η δηµιουργία και εξαγωγή ανασκαφικών εκθέσεων. Συνολικά κάθε προσέγγιση στην οργάνωση τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋ σε βάσει̋ δεδοµένων περιλαµβάνει και θετικά και αρνητικά στοιχεία. Χωρί̋ αµφιβολία οι πειραµατισµοί µε διαφορετικέ̋ τεχνολογίε̋ συνέβαλαν στην καλύτερη κατανόηση των ζητηµάτων που σχετίζονται τόσο µε τον ορισµό όσο και µε την οργάνωση τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋. Ωστόσο, παρά του̋ περιορισµού̋ τη̋ κάθε τεχνολογία̋ γίνεται κατανοητό ότι χρειάζεται πολλή σκέψη ω̋ προ̋ τον τρόπο οργάνωση̋ τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋ από τον αρχαιολόγο, ώστε να εκµεταλλευτεί τι̋ δυνατότητε̋ που προσφέρουν οι βάσει̋ δεδοµένων. 3.2. Ενσωµάτωση χωρική̋ πληροφορία̋ Ένα πολύπλοκο και απαιτητικό ζητούµενο τη̋ ψηφιακή̋ τεκµηρίωση̋ αποτέλεσε η ενσωµάτωση τη̋ πληθώρα̋ των χωρικών δεδοµένων που παράγει µια ανασκαφή. Σε πρώτη φάση, µια ανασκαφή πρὁποθέτει την αποτύπωση τη̋ θέση̋ πριν την έναρξη των εργασιών, προκειµένου να είναι γνωστή η τοπογραφία τη̋ περιοχή̋, και την εγκατάσταση κάποια̋ µορφή̋ καννάβου, προκειµένου να οριστούν οι ανασκαφικέ̋ τοµέ̋. Κατά τη διάρκεια τη̋ ανασκαφή̋ είναι απαραίτητο̋ ο προσδιορισµό̋ τη̋ ακριβού̋ θέση̋ και του υψοµέτρου κάθε αντικειµένου, η καταγραφή τη̋ µορφή̋ των ανασκαφικών ενοτήτων και των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, καθώ̋ και η σχεδίαση των στρωµατογραφικών τοµών. Ο χωρικό̋ προσδιορισµό̋ κάθε ανασκαφικού αντικειµένου καθίσταται απαραίτητη πρὁπόθεση για την επιτυχία τη̋ ανασκαφική̋ µελέτη̋. Οι πρακτικέ̋ τη̋ καταγραφή̋ µε απλά όργανα, όπω̋ η µετροταινία, το νήµα τη̋ στάθµη̋ και το αλφαδολάστιχο, είναι εντατικέ̋ εργασίε̋ που πρὁποθέτουν τόσο τη συνεχή διακοπή τη̋ ανασκαφή̋ για να ληφθούν οι απαραίτητε̋ µετρήσει̋ όσο και σύνθετου̋ υπολογισµού̋ ώστε να αναχθούν οι µετρήσει̋ στο σύνολο τη̋ θέση̋ (Μπαντέλα̋ et al. 1996:75-93). Η σταδιακή εισαγωγή οργάνων τοπογραφική̋ αποτύπωση̋, όπω̋ ο οπτικό̋ χωροβάτη̋ και ο θεοδόλιχο̋ συνέβαλαν στην επιτάχυνση τη̋ διαδικασία̋ καταγραφή̋ και στη βελτίωση τη̋ ακρίβεια̋ των µετρήσεων. Με τη σειρά του̋ τα όργανα αυτά αντικαταστάθηκαν από ηλεκτρονικού̋ θεοδόλιχου̋ και γεωδαιτικού̋ σταθµού̋ (total station) που έχουν τη δυνατότητα ψηφιακή̋ αποθήκευση̋ και αυτόµατη̋ µεταφόρτωση̋ των µετρήσεων στον Η/Υ (Τσούλη̋ 2005). 52 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα Εκτό̋ όµω̋ από την καταγραφή των ευρηµάτων ή των υψοµετρικών ενδείξεων, ω̋ χωρικά δεδοµένα του ανασκαφικού αρχείου νοούνται οι σχεδιαστικέ̋ απεικονίσει̋ των ανασκαφικών κατόψεων και των στρωµατογραφικών τοµών. Η ψηφιοποίηση των σχεδίων µπορεί να γίνει µε δύο τρόπου̋. Αρχικά χρησιµοποιήθηκε η ηλεκτρονική σάρωση αναλογικών σχεδίων προκειµένου να δηµιουργηθούν ψηφιακά αντίγραφα µε τη µορφή εικόνα̋. Στι̋ ψηφιακέ̋ πλέον εικόνε̋ ήταν δυνατή η ψηφιοποίηση των περιγραµµάτων του σχεδίου µε χρήση προγραµµάτων ψηφιακή̋ σχεδίαση̋ CAD (Computer Aided Design)35. Το τελικό σχέδιο µπορούσε να αποθηκευτεί ω̋ αρχείο CAD36. Ο δεύτερο̋ τρόπο̋ χρησιµοποιεί την κωδικοποιηµένη καταγραφή συντεταγµένων στο πεδίο µε χρήση γεωδαιτικού σταθµού. Κάθε κωδικό̋ αντιστοιχεί σε µια οµάδα συντεταγµένων που ορίζει το περίγραµµα ενό̋ ανασκαφικού αντικειµένου. Οι συντεταγµένε̋ µεταφορτώνονται στον Η/Υ και εισάγονται στο πρόγραµµα CAD, όπου χρησιµοποιώντα̋ του̋ κωδικού̋ είναι δυνατή η ψηφιακή ανασύνθεση του σχεδίου (Lock 2003:104-105). Τα σχέδια αποθηκεύονται στο πρόγραµµα CAD ω̋ ξεχωριστά αρχεία και µε περαιτέρω επεξεργασία (π.χ. αλλαγή κλίµακα̋), αλλά και τη χρήση κατάλληλων συµβολισµών, µπορούν να επιτύχουν υψηλό γραφιστικό αποτέλεσµα και να συµπεριληφθούν ευκολότερα στη δηµοσίευση τη̋ έρευνα̋. Επιπλέον, η ύπαρξη συστήµατο̋ καρτεσιανών συντεταγµένων στα πακέτα CAD επιτρέπει το συνδυασµό επιµέρου̋ σχεδίων µε σκοπό τη δηµιουργία πιο σύνθετων απεικονίσεων του ανασκαφικού χώρου. Κάθε επιµέρου̋ αρχείο µπορεί να συνδεθεί µε την αντίστοιχη εγγραφή στη βάση και να απεικονιστεί όταν χρειαστεί. Αρκετά εµπορικά συστήµατα αρχιτεκτονική̋ σχεδίαση̋ (π.χ. AutoCAD) χρησιµοποιήθηκαν πολύ αποτελεσµατικά στη δηµιουργία γραµµικών αρχαιολογικών σχεδίων (Lock 2003:104-105). Εκτό̋ από τα σχέδια είναι δυνατή η απεικόνιση των ανασκαφικών ενοτήτων ω̋ δισδιάστατα ή ακόµη και τρισδιάστατα αντικείµενα. Το πρόγραµµα DigDug (Jacobs 2001) είναι µια εφαρµογή τρισδιάστατη̋ οπτικοποίηση̋ ανασκαφικών ενοτήτων που χρησιµοποιήθηκε στην ανασκαφή τη̋ θέση̋ Halif στο νότιο Ισραήλ (Εικ. 3.4). Το πρόγραµµα επιτρέπει την άµεση δηµιουργία τρισδιάστατων αντικειµένων µε βάση του̋ κωδικού̋ αποθήκευση̋ κάθε µέτρηση̋. Τα ευρήµατα απεικονίζονται ω̋ σηµεία στο χώρο και οι ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ ω̋ απλά γεωµετρικά πρωταρχικά σχήµατα (primitives), ανάλογα µε τη µορφή του ανασκαµµένου χώρου. Το εργαλείο προσφέρει µια πολύ καλή οπτικοποίηση τη̋ ανασκαφή̋ χωρί̋, ωστόσο, να µπορεί να συνδέσει τα αντικείµενα µε άλλου είδου̋ πληροφορία. Η χρήση του περιορίζεται κυρίω̋ στην εύρεση λαθών κατά την καταγραφή στο πεδίο. 35 Τα προγράµµατα CAD αναπτύχθηκαν προ̋ το τέλο̋ τη̋ δεκαετία̋ του 1970 ω̋ µέσα για την αρχιτεκτονική, µηχανολογική, ηλεκτρονική αλλά και βιοµηχανική ψηφιακή σχεδίαση. Στηρίζονται σε βασικέ̋ αρχέ̋ γεωµετρία̋ χρησιµοποιώντα̋ σηµεία, γραµµέ̋ και πολύγωνα προκειµένου να συνθέσουν τα διάφορα σχήµατα. Από τα τέλη του 1980 η λειτουργικότητά του̋ επεκτάθηκε στην τρισδιάστατη σχεδίαση (Lock 2003:53). 36 Πριν από τη διάδοση των ηλεκτρονικών σαρωτών η ψηφιοποίηση των περιγραµµάτων ενό̋ αναλογικού σχεδίου πραγµατοποιούνταν µε χρήση επιτραπέζιου ψηφιοποιητή (digitising tablet). Η πρακτική αυτή πλέον τείνει να εξαλειφθεί. 53 Εικόνα 3.4. Απεικόνιση τρισδιάστατων ανασκαφικών πλαισίων µε το πρόγραµµα DigDug (Jacobs 2001). Ωστόσο, τα διάφορα σχεδιαστικά προγράµµατα παρέχουν δυνατότητε̋ παραµετροποίηση̋, µε σκοπό τη σύνδεσή του̋ µε εξωτερικέ̋ πηγέ̋ δεδοµένων. Τόσο ο Beex (1994) όσο και ο Zhukovsky (2002) περιγράφουν τη χρήση των CAD ω̋ πλατφόρµα̋ διαχείριση̋ του ανασκαφικού σχεδιαστικού αρχείου σε δύο ή ακόµη και σε τρει̋ διαστάσει̋, στον Η/Υ. Επιµέρου̋ σχέδια κατόψεων, στρωµατογραφιών, ανασκαφικών ενοτήτων ή και µεµονωµένων ευρηµάτων µπορούν να συνδεθούν µε περιγραφική πληροφορία. Η σύνδεση των γραφικών απεικονίσεων µε τι̋ αντίστοιχε̋ εγγραφέ̋ του̋ στη βάση επιτρέπει την οπτικοποίηση του αποτελέσµατο̋ βασικών αρχαιολογικών ερωτηµάτων και τη δηµιουργία σύνθετων χαρτών διασπορά̋ των αρχαιολογικών ευρηµάτων στο χώρο. 3.3. Ενσωµάτωση φωτογραφικών απεικονίσεων Το φωτογραφικό αρχείο µια̋ ανασκαφή̋ παραδοσιακά περιλαµβάνει ασπρόµαυρε̋ και έγχρωµε̋ φωτογραφίε̋, αλλά και διαφάνειε̋ που λαµβάνονται µε αναλογικέ̋ φωτογραφικέ̋ µηχανέ̋ στο πεδίο (π.χ. αρχιτεκτονικέ̋ κατασκευέ̋) ή το εργαστήριο (π.χ. ευρήµατα) και περιλαµβάνουν κατάλληλο υποµνηµατισµό. Αρχικά οι βάσει̋ δεδοµένων αποθήκευαν τον αριθµό κάθε φωτογραφία̋ σύµφωνα µε το ευρετήριο τη̋ ανασκαφή̋, ώστε να είναι δυνατή η ανάκτηση του αναλογικού πρωτότυπου. Η τεχνολογία συνέβαλλε αρχικά στη δηµιουργία ψηφιακών απεικονίσεων που µπορούν να αποθηκευτούν στον Η/Υ ή σε κάποιο ψηφιακό αποθηκευτικό µέσο (π.χ. CD-ROM). Οι ψηφιακέ̋ φωτογραφίε̋ λαµβάνονται είτε µε ψηφιακέ̋ φωτογραφικέ̋ µηχανέ̋ στο πεδίο είτε µε τη ψηφιοποίησή του̋ από ηλεκτρονικού̋ σαρωτέ̋. Ειδικά προγράµµατα επεξεργασία̋ εικόνα̋ (π.χ. ACDSee, Picasa) µπορούν να χρησιµοποιηθούν για την αποθήκευση, απεικόνιση και διαχείριση των ψηφιακών ανασκαφικών φωτογραφιών. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια είναι 54 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα δυνατή η αποθήκευσή του̋ και στο εσωτερικό τη̋ ανασκαφική̋ βάση̋ δεδοµένων (Lock 2003:110). Οι ψηφιακέ̋ φωτογραφίε̋ µπορούν επίση̋ να συνεισφέρουν στην τοπογραφική αποτύπωση τη̋ ανασκαφή̋. Η ανάπτυξη τεχνικών φωτογραµµετρική̋ αποτύπωση̋ επιτρέπει το συνδυασµό ψηφιακών φωτογραφιών µε µετρήσει̋ σταθερών σηµείων προκειµένου να δηµιουργηθούν διορθωµένε̋ φωτογραφικέ̋ αποτυπώσει̋ του ανασκαφικού χώρου (Μπαντέλα̋ et al. 1996:75-93). Από τη στιγµή που η φωτογραφία έχει διορθωθεί γεωµετρικά, είναι δυνατή η παραγωγή ψηφιακών σχεδίων µε την απευθεία̋ ψηφιοποίηση επάνω στη φωτογραφία. Παραδείγµατα διαφορετικών µεθόδων προτείνουν οι Gruel et al (1993), Reali και Zoppi (2001), Avern (2001). Πρόκειται για µεθοδολογίε̋ που πλέον έχουν απλοποιηθεί σηµαντικά λόγω τη̋ ύπαρξη̋ κατάλληλων προγραµµάτων γεωµετρική̋ διόρθωση̋ και τείνουν να χρησιµοποιούνται από ολοένα και περισσότερα ανασκαφικά προγράµµατα. Τελευταία η χρήση τρισδιάστατη̋ ηλεκτρονική̋ σάρωση̋ µε λέιζερ έχει συµβάλλει ακόµη πιο πολύ στην ταχύτητα, αλλά και στη ρεαλιστικότητα τη̋ αποτύπωση̋. Η σάρωση καταγράφει ένα νέφο̋ σηµείων αποθηκεύοντα̋ τι̋ συντεταγµένε̋ του̋. Στη συνέχεια µε χρήση ειδικών προγραµµάτων µπορεί να αναδηµιουργηθεί η τοπογραφία ψηφιακά και να συνδυαστεί µε φωτογραφίε̋ τη̋ περιοχή̋ που έχουν υποστεί φωτογραµµετρική επεξεργασία (Εικ. 3.5). Εικόνα 3.5. Τρισδιάστατο µοντέλο αρχαιολογική̋ επιφάνεια̋ βασισµένο σε νέφο̋ σηµείων που έχει επενδυθεί µε φωτογραφία στο πρόγραµµα Riscan Pro (Doneus & Neubauer 2005: Figure 4). Το αποτέλεσµα είναι µια ρεαλιστική αποτύπωση του ανασκαφικού χώρου (Doneus & Neubauer 2005). Βεβαίω̋, ακόµη παραµένει µια τεχνολογία αρκετά ακριβή, µε αποτέλεσµα η χρήση τη̋ να είναι περιορισµένη. Γενικά, η υιοθέτηση των ψηφιακών τεχνολογιών στην καταγραφή στο πεδίο, αν και ολοένα αυξανόµενη, εξαρτάται από τι̋ τεχνικέ̋ απαιτήσει̋ και του̋ διαθέσιµου̋ πόρου̋. Καθώ̋ όµω̋ 55 συνεχώ̋ βελτιώνεται η τεχνολογία και χαµηλώνει το κόστο̋ του εξοπλισµού, οι οικονοµικοί περιορισµοί τείνουν να ελαχιστοποιηθούν (EPOCH 2005). 3.4. Εφαρµογέ̋ στρωµατογραφική̋ στρωµατογραφική̋ ανάλυση̋ Μία ιδιαίτερη κατηγορία ανασκαφικών εφαρµογών αποτέλεσαν τα προγράµµατα σχεδίαση̋ διαγραµµάτων ακολουθία̋ που διευκολύνουν το δύσκολο έργο τη̋ µελέτη̋ τη̋ στρωµατογραφική̋ αλληλουχία̋ σε µια ανασκαφική θέση. Ο σχεδιασµό̋ και η ερµηνεία του διαγράµµατο̋ αποτελούν µια ιδιαίτερα πολύπλοκη εργασία. Στη διάρκεια τη̋ ανασκαφή̋ δεν είναι πάντα εύκολο να αναγνωριστούν οι τοπολογικέ̋ σχέσει̋ των ανασκαφικών στρωµάτων. Συχνά λοιπόν η καταχώρισή του̋ περιλαµβάνει αρκετά λάθη ή ανωµαλίε̋ που πρέπει να ελεγχθούν σε αντιπαραβολή µε τη φυσική στρωµατογραφία τη̋ θέση̋. Επιπλέον, τα αρχαιολογικά στρώµατα πρέπει να οµαδοποιηθούν σε ευρύτερα σύνολα που απεικονίζουν τη χρονολογική διαδοχή των αρχαιολογικών επιχώσεων. Ένα πρόσθετο πρόβληµα συνίσταται στη δηµιουργία µεµονωµένων στρωµατογραφικών αλληλουχιών, που είναι αρκετά δύσκολο να συνδυαστούν για το σύνολο τη̋ ανασκαφή̋, καθώ̋ πρὁποθέτουν την κατάργηση των πλεοναζουσών συσχετίσεων (Lock 2003:98-99). Οι ψηφιακέ̋ εφαρµογέ̋ παραγωγή̋ διαγραµµάτων ακολουθία̋ επιτρέπουν την επαναληπτική σχεδίαση τη̋ στρωµατογραφική̋ αλληλουχία̋ επισηµαίνοντα̋ τα πιθανά λάθη και βοηθώντα̋ τον αρχαιολόγο στη χρονολογική οµαδοποίηση των επιχώσεων37. Η χρήση του̋ υιοθετήθηκε ήδη από το 1975 µε το πρόγραµµα STRATA (Wilcock 1975). Το STRATA απέδειξε ότι ένα πρόγραµµα µπορεί να εξάγει τη λογική αλληλουχία από µια συλλογή στρωµατογραφικών συσχετισµών µεταξύ των αρχαιολογικών στρωµάτων. Στη συνέχεια αναπτύχθηκαν παρόµοιε̋ εφαρµογέ̋ µεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται το Flowcharter (Zorn 1996) και το ArchEd (Rains 2000, Mutzel et al. 2001). Το πρώτο απαιτεί τη σχεδίαση του διαγράµµατο̋ και την εισαγωγή των σχέσεων από το χρήστη στην οθόνη, ενώ το δεύτερο επιτρέπει την αυτοµατοποιηµένη σχεδίαση του διαγράµµατο̋, εφόσον προηγουµένω̋ ο χρήστη̋ έχει εισάγει τι̋ στρωµατογραφικέ̋ σχέσει̋ µε τη βοήθεια ειδικού οδηγού (Εικ. 3.6). Και στι̋ δύο περιπτώσει̋, παρότι παρέχονται εργαλεία επαλήθευση̋ τη̋ ακολουθία̋, δεν υποστηρίζεται η δυνατότητα σύνδεση̋ µε κάποιο εξωτερικό πρόγραµµα βάση̋ δεδοµένων. Ένα παράδειγµα που επιτρέπει τη σύνδεση µε πρόσθετα ανασκαφικά δεδοµένα είναι το Gnet και το διάδοχο Jnet (Ryan 2001). Η αρχική έκδοση του Gnet µπορούσε να συνδεθεί µε µία απλή βάση δεδοµένων που περιέχει τι̋ στρωµατογραφικέ̋ σχέσει̋ δηµιουργώντα̋ αυτοµάτω̋ το διάγραµµα ακολουθία̋. Εκτό̋ από τον έλεγχο για πιθανά λάθη στην ακολουθία και τη δυνατότητα επεξεργασία̋ του διαγράµµατο̋ στην οθόνη περιλάµβανε µεθόδου̋ για την οµαδοποίηση των ανασκαφικών πλαισίων. Μάλιστα εφόσον υπήρχαν σχέδια σε κατάλληλη µορφή µπορούσε να Για µια πιο εκτεταµένη επισκόπηση των προγραµµάτων σχεδίαση̋ διαγραµµάτων ακολουθία̋ βλ. Herzog (2006). 37 56 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα επιδείξει την αλληλουχία του̋ στην οθόνη. Το Jnet περιλαµβάνει τι̋ ίδιε̋ λειτουργίε̋, ωστόσο, έγινε προσπάθεια για την καλύτερη επικοινωνία µε άλλα προγράµµατα και την υλοποίησή του σε διαφορετικέ̋ λειτουργικέ̋ πλατφόρµε̋, ώστε να είναι δυνατή η εισαγωγή δεδοµένων στο πεδίο µε χρήση φορητών συσκευών (Εικ. 3.7). Τελευταία επιχειρείται η συσχέτιση του Jnet µε το πρόγραµµα STRAT (βλ. παράγραφο 3.7), η οποία σύµφωνα µε του̋ ερευνητέ̋ θα συνδέσει την τρισδιάστατη απεικόνιση αρχαιολογικών στρωµάτων µε τη θέση του̋ στο διάγραµµα ακολουθία̋ (Day et al. υπό εκτύπωση). Εικόνα 3.6. Το πρόγραµµα ArchEd (URL4). Εικόνα 3.7. Απεικόνιση διαγράµµατο̋ ακολουθία̋ µε το πρόγραµµα Jnet σε Η/Υ τσέπη̋ (URL5). 57 Ένα ακόµη πρόγραµµα µε συνεχή ανάπτυξη από τι̋ αρχέ̋ τη̋ δεκαετία̋ του 1990 είναι το Stratify (Herzog 1993, 1994, 2004). Είναι αρκετά πιο λειτουργικό, καθώ̋ µπορεί να διαχειριστεί ένα µεγάλο όγκο δεδοµένων σε εύλογο χρόνο. Περιλαµβάνει περιβάλλον εισαγωγή̋ πληροφορία̋ για κάθε ανασκαφικό πλαίσιο σε συνδυασµό µε τι̋ στρωµατογραφικέ̋ του σχέσει̋. Τα πλαίσια µπορούν στη συνέχεια να απεικονιστούν στη µορφή διαγράµµατο̋ ακολουθία̋ (Εικ. 3.8) Αλγόριθµοι που ρυθµίζουν τη διάταξη δισδιάστατων διαγραµµάτων τοποθετούν µε κατάλληλο τρόπο τα ανασκαφικά πλαίσια και τι̋ συνδέσει̋ του̋, ώστε να είναι αναγνώσιµα. Εικόνα 3.8. Εισαγωγή δεδοµένων για κάθε στρώµα (αριστερά) και απεικόνιση διαγράµµατο̋ ακολουθία̋ (δεξιά) στο πρόγραµµα Stratify (URL6). Επιπλέον, είναι δυνατή η εισαγωγή συντεταγµένων για κάθε στρώµα προκειµένου το διάγραµµα να σχεδιαστεί προσοµοιάζοντα̋ την προβολή των στρωµάτων στην πραγµατική στρωµατογραφία. Πέρα από τη σχεδίαση, υποστηρίζεται η δυνατότητα οµαδοποίηση̋ των ανασκαφικών ενοτήτων σε στρώµατα και η χρονολογική του̋ διάταξη σε φάσει̋ ή απόλυτε̋ χρονολογήσει̋. Ακόµη, ερωτήµατα που σχετίζονται µε την ακολουθία των ανασκαφικών στρωµάτων (π.χ. ποια στρώµατα είναι αρχαιότερα από το στρώµα 505) ή άλλου είδου̋ πληροφορία (π.χ. ποια στρώµατα έχουν ανασκαφεί µεταξύ δύο ηµεροµηνιών) επιστρέφουν λίστε̋ µε αποτελέσµατα. Τέλο̋, ο χρήστη̋ µπορεί να εξάγει τι̋ εγγραφέ̋ τη̋ βάση̋ σε ποικίλε̋ µορφέ̋ και το ίδιο το διάγραµµα σε κάποιο πρόγραµµα σχεδίαση̋ (π.χ. AutoCAD). Σε γενικέ̋ γραµµέ̋, ω̋ εφαρµογή είναι αρκετά ολοκληρωµένη τουλάχιστο ω̋ προ̋ τα ερωτήµατα που σχετίζονται µε την ανάλυση τη̋ στρωµατογραφία̋. Μειονεκτήµατα αποτελούν η έλλειψη υποστήριξη̋ φωτογραφιών ή σχεδίων, αλλά και η αδυναµία του αρχαιολόγου να αλλάξει ο ίδιο̋ την τελική µορφή του παραγόµενου διαγράµµατο̋. Σε γενικέ̋ γραµµέ̋, η αυτοµατοποιηµένη δηµιουργία του διαγράµµατο̋ ακολουθία̋ δεν είναι απλή υπόθεση, επειδή πρὁποθέτει τον προγραµµατισµό σύνθετων αλγόριθµων που διεκπεραιώνουν τον έλεγχο των συσχετισµών, τη διάταξη των στρωµάτων στο δισδιάστατο επίπεδο και την αναµόρφωσή του ύστερα από 58 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα κάποια ερµηνευτική αλλαγή. Η δυναµική συσχέτιση του διαγράµµατο̋ µε τι̋ εκάστοτε ανασκαφικέ̋ βάσει̋ δεδοµένων είναι ακόµη προβληµατική, ειδικά όταν οι στρωµατογραφικέ̋ αλληλουχίε̋ γίνονται πολύπλοκε̋. Τέλο̋, κανένα πρόγραµµα µέχρι στιγµή̋ δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει από του̋ περιορισµού̋ τη̋ δισδιάστατη̋ απεικόνιση̋. Είναι γεγονό̋ πάντω̋ ότι τα δύο κυριότερα ζητήµατα που απασχολούν του̋ ερευνητέ̋ σχετικά µε τι̋ εφαρµογέ̋ αυτή̋ τη̋ κατηγορία̋ είναι η σύσχετιση του διαγράµµατο̋ µε την τρισδιάστατη απεικόνιση κάθε στρώµατο̋, καθώ̋ και η προσέγγιση του χρονολογικού εύρου̋ που καλύπτει κάθε στρωµατογραφικό επεισόδιο (Herzog 2006). 3.5. Ενσωµάτωση αναλυτική̋ λειτουργικότητα̋ Η διενέργεια στατιστικών αναλύσεων αποτελεί µια παγιωµένη πρακτική στη σύγχρονη αρχαιολογική µελέτη προκειµένου να αναγνωριστούν διατάξει̋ µε αναλυτική σηµασία και να επιβεβαιωθούν ποσοτικά οι πιθανέ̋ του̋ ερµηνείε̋. Αν και αποτέλεσε ένα από τα πρώτα πεδία τη̋ αρχαιολογική̋ µελέτη̋, όπου η χρήση Η/Υ βρήκε πρόσφορο έδαφο̋, αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τι̋ προσπάθειε̋ για τη συνολική ψηφιακή διαχείριση του ανασκαφικού υλικού. Αυτό οφείλεται στη δυσκολία ενσωµάτωση̋ αναλυτικών λειτουργιών σε εφαρµογέ̋ που δεν είναι αποκλειστικά προσανατολισµένε̋ στη στατιστική µελέτη. Ω̋ αποτέλεσµα οι σχετικέ̋ ψηφιακέ̋ εφαρµογέ̋ χρησιµοποιήθηκαν παραπληρωµατικά στην αρχαιολογική διαδικασία και κυρίω̋ στη διενέργεια µεµονωµένων αναλύσεων. Η πιο διαδεδοµένη εφαρµογή είναι το SPSS (Statistical Package for the Social Sciences), που αναπτύχθηκε ήδη από τη δεκαετία του 1960 και εξακολουθεί να υπάρχει µέχρι σήµερα µέσα από διαδοχικέ̋ αναβαθµίσει̋ ω̋ εµπορικό λογισµικό γενική̋ χρήση̋. Το SPSS περιλαµβάνει αρκετέ̋ στατιστικέ̋ τεχνικέ̋ που χρησιµοποιούνται κυρίω̋ στη φάση τη̋ µελέτη̋ των επιµέρου̋ κατηγοριών των ανασκαφικών ευρηµάτων. Μια βάση δεδοµένων σε SPSS εξαρχή̋ από κάθε ερευνητή ανάλογα µε το είδο̋ τη̋ µελέτη̋ που καλείται να διεξάγει (π.χ. τυπολογική, ποσοτική, χωρική µελέτη). Τα αποτελέσµατα τη̋ µελέτη̋ παρουσιάζονται σε µορφή στατιστικών γραφηµάτων που περιγράφουν τι̋ γενικέ̋ τάσει̋ του πληθυσµού των ευρηµάτων και τη στατιστική του̋ σηµασία (Richards & Ryan 1985). Εκτό̋ από το SPSS µια συλλογή προγραµµάτων µε το όνοµα BASP (Bonn Archaeological Software Package) αναπτύσσεται σε διαδοχικέ̋ εκδόσει̋ από το 1973 από µια οµάδα αρχαιολόγων (Scollar 1994). Σήµερα περιλαµβάνει περισσότερε̋ από 70 συναρτήσει̋ που καλύπτουν ζητήµατα, όπω̋ η χρονολογική διάταξη ευρηµάτων, ο σχεδιασµό̋ διαγραµµάτων ακολουθία̋, η σχεδιαστική αποτύπωση, η διόρθωση κεκλιµένων φωτογραφιών και η διενέργεια ποικίλων στατιστικών αναλύσεων. Λόγω τη̋ αδυναµία̋ απευθεία̋ σύνδεση̋ µε κάποιο σύστηµα βάση̋ δεδοµένων, είναι υποχρεωτική η µετατροπή των δεδοµένων σε µορφέ̋ που υποστηρίζει η κάθε εφαρµογή. Ανάλογη λειτουργικότητα επιδιώκεται και από τη συλλογή προγραµµάτων TQFA που όµω̋ έχει εµπορικό χαρακτήρα. Η εφαρµογή εστιάζει σε 59 στατιστικέ̋ µεθόδου̋ που αναπτύσσονται ειδικά για την αρχαιολογία και δεν περιλαµβάνονται στα γενική̋ χρήση̋ στατιστικά πακέτα λογισµικού (Kintigh 2007). Αν και η µέριµνα των ειδικών ερευνητών που χρησιµοποιούν τα προαναφερθέντα προγράµµατα εντοπίζεται στην ανάλυση των ανασκαφικών δεδοµένων, αυτή καθίσταται αδύνατη χωρί̋ την προηγούµενη οργάνωση του̋ σε πίνακε̋ ή κάποια άλλη µορφή βάση̋ δεδοµένων. Εποµένω̋, κάθε σχεδιαστική προσέγγιση ω̋ προ̋ την οργάνωση των δεδοµένων τη̋ ανασκαφή̋ πρέπει να λαµβάνει υπόψη τι̋ πιθανέ̋ αναλυτικέ̋ χρήσει̋, προκειµένου να διευκολύνει τη µετατροπή του̋ στι̋ µορφέ̋ που χρησιµοποιούν τα πιο εξειδικευµένα στατιστικά προγράµµατα. 3.6. ∆ιασύνδεση ανασκαφικών δεδοµένων Η σταδιακή διεύρυνση των δεδοµένων που εισάγονται στο ανασκαφικό αρχείο κατέστησε απαραίτητη την αναζήτηση τρόπων για τη σύνδεση των διάφορων τύπων πληροφορία̋. Στι̋ περισσότερε̋ εφαρµογέ̋ η δοµή τη̋ βάση̋ δεδοµένων καθορίζει τον τρόπο µετάβαση̋ από κάποιο κοµµάτι τη̋ πληροφορία̋ σε κάποιο άλλο. Ωστόσο, κάποια προγράµµατα χρησιµοποίησαν µια διαφορετική λογική για την οργάνωση του αρχείου που σχετίζεται µε την τεχνολογία του υπερκειµένου (hypertext). Σε αντίθεση µε τη στατικότητα και τη γραµµικότητα του συµβατικού κειµένου, το υπερκείµενο περιλαµβάνει όρου̋ µέσα στο κείµενο που παραπέµπουν µέσω εσωτερικών συνδέσµων, του̋ υπερσυνδέσµου̋ (hyperlinks), σε κάποια άλλη πληροφορία. Η δυνατότητα αυτή καθιστά δυναµική την ανάγνωση ενό̋ κειµένου, εφόσον ο αναγνώστη̋ µπορεί να επιλέξει µια λέξη του κειµένου και να µεταφερθεί σε κάποιο άλλο τµήµα ή να δει µια σχετική φωτογραφία. Με τον τρόπο αυτό µπορεί να πλοηγηθεί ελεύθερα στο ανασκαφικό αρχείο αναζητώντα̋ την πληροφορία που τον ενδιαφέρει. Η λογική του υπερκειµένου χρησιµοποιήθηκε ιδιαίτερα στο διαδίκτυο ω̋ ένα̋ δυναµικό̋ τρόπο̋ πλοήγηση̋ στο περιεχόµενο κάθε ιστοσελίδα̋. Πλέον τα συστήµατα που βασίζονται στη λογική του υπερκειµένου αναφέρονται ω̋ υπερµέσα (hypermedia), επειδή υποστηρίζουν περαιτέρω συνδέσει̋ ανάµεσα σε γραφικά, ήχο, φωτογραφίε̋ και κινούµενα εικόνα. Πολλά ανασκαφικά προγράµµατα εκµεταλλεύτηκαν αυτέ̋ τι̋ δυνατότητε̋ στην ανάπτυξη των ψηφιακών του̋ αρχείων. Μια πρώτη απόπειρα για τη διαχείριση µέρου̋ του ψηφιακού αρχείου τη̋ ανασκαφή̋ µε το συγκεκριµένο τρόπο είναι ορατή στο σύστηµα SYSAND και την επέκτασή του SIGMA για τη διαχείριση ψηφιοποιηµένων χαρτών (Agresti et al. 1996). Ο χρήστη̋ έχει τη δυνατότητα να πλοηγηθεί στον ανασκαφικό χώρο µέσα από διαδοχικά συνδεόµενου̋ χάρτε̋ ή ακόµη και να δηµιουργήσει δικού̋ του συνδέσµου̋ µεταξύ σχεδίων που τον ενδιαφέρουν. Ένα πιο σύνθετο παράδειγµα έγκειται στο σύστηµα PETRA-Data που σχεδιάστηκε µε στόχο την αποµακρυσµένη πρόσβαση 60 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα (remote access) σε µια ενιαιοποιηµένη διαδικτυακή βάση δεδοµένων που περιλαµβάνει κείµενα, φωτογραφίε̋ και σαρωµένα σχέδια (Crescioli & Niccolucci 1999). Μάλιστα υποστηρίζει την παραγωγή διαγράµµατο̋ ακολουθία̋ το οποίο µπορεί να χρησιµοποιηθεί και για την περαιτέρω πλοήγηση στην πληροφορία (Εικ. 3.9). Εικόνα 3.9. ∆ελτίο ανασκαφική̋ ενότητα̋ και συνοδευτικό διάγραµµα ακολουθία̋ από το σύστηµα PetraData (URL7). Ένα πρόσθετο πλεονέκτηµα τη̋ συγκεκριµένη̋ τεχνολογία̋ είναι η δυνατότητα δηµιουργία̋ υπερµεσικών διαδικτυακών κόµβων για τη δηµοσίευση των αποτελεσµάτων τη̋ έρευνα̋, ενσωµατώνοντα̋ και το σύνολο των δεδοµένων που την υποστηρίζουν. Η ηλεκτρονική δηµοσίευση αρχίζει σταδιακά να συγχωνεύει το ανασκαφικό αρχείο µε την επίσηµη ανασκαφική δηµοσίευση (Βουζαξάκη̋ 2002). Αυτή η προοπτική ανοίγει νέου̋ ορίζοντε̋ στην έρευνα, καθώ̋ πλέον ο ερευνητή̋ µπορεί να έχει πρόσβαση στα πρωτογενή δεδοµένα και όχι απλώ̋ στην ερµηνεία του̋ από τον ανασκαφέα. Επιπλέον, το σύνολο τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋ µπορεί να διερευνηθεί και να χρησιµοποιηθεί σε νέε̋ µελέτε̋ άµεσα και γρήγορα (Richards 1998). Στο Çatalhüyük (Hodder 2000) δόθηκε ιδιαίτερη έµφαση στο συνδυασµό βάσεων δεδοµένων και υπερµέσων προκειµένου το ανασκαφικό αρχείο να είναι προσβάσιµο µέσω διαδικτύου από του̋ συνεργάτε̋ ανασκαφή̋ διατηρώντα̋ µάλιστα τµήµα του σε ανοιχτή προσπέλαση από το ευρύ κοινό. Η δοµή τη̋ ανασκαφική̋ βάση̋ του προγράµµατο̋ είναι σχεσιακή και περιλαµβάνει ποικιλία τύπων δεδοµένων, ενώ η πλοήγηση στο σύνολο τη̋ πληροφορία̋ γίνεται µε τη χρήση υπερσυνδέσµων επιτρέποντα̋ τόσο στον αρχαιολόγο όσο και στον τυχαίο αναγνώστη την ελεύθερη διερεύνηση του περιεχοµένου (Εικ. 3.10). Το στοιχείο τη̋ διαδραστικότητα̋ που προσφέρουν τα υπερµεσικά συστήµατα έχει επηρεάσει το σχεδιασµό αρκετών εφαρµογών. Οι Gyftodimos et al. (1996) βασίζονται στι̋ δυνατότητε̋ του υπερκειµένου προκειµένου να δηµιουργήσουν ένα 61 ανοικτό µαθησιακό περιβάλλον που επιτρέπει στο χρήστη την ελεύθερη πλοήγηση σε αρχαιολογικέ̋ πληροφορίε̋. Αν και το σύστηµα δεν σχετίζεται άµεσα µε την ανασκαφική διαχείριση εντούτοι̋ αποτελεί παράδειγµα για τι̋ περαιτέρω δυνατότητε̋ ω̋ προ̋ τη δηµιουργία γνώση̋ που προσφέρει η λογική του υπερκειµένου. Εικόνα 3.10. Ενδεικτική εγγραφή από τη δικτυακή βάση δεδοµένων τη̋ ανασκαφή̋ στο Çatalhüyük (URL8). Τα πλεονεκτήµατα αυτά συνέβαλαν στην αντιµετώπιση του υπερκειµένου ω̋ τεχνολογία̋ που διευκολύνει την αλληλεπίδραση του αναγνώστη µε τα δεδοµένα συµβάλλοντα̋ στη δηµιουργία τη̋ δική̋ του ερµηνεία̋ ανάλογα µε τι̋ συσχετίσει̋ που πραγµατοποιεί (Hodder 1999:178-187). Ωστόσο, παρά την ευελιξία που προσφέρουν στο χρήστη, οι υπερµεσικέ̋ εφαρµογέ̋ εµφανίζουν αδυναµίε̋ ω̋ προ̋ την αποθήκευση, την επεξεργασία, την ενηµέρωση και τη διαχείριση των δεδοµένων. Σε αντίθεση λοιπόν µε τι̋ ευοίωνε̋ προβλέψει̋, στην πράξη αποδεικνύεται ότι αποτελούν µια τεχνολογία που ταιριάζει περισσότερο στην παρουσίαση τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ παρά στη διαχείρισή τη̋ (Banning 2002:69-70). 3.7. Συγκρότηση πληροφοριακών συστηµάτων Ένα βασικό ζητούµενο στην ανάπτυξη λογισµικού για την ανασκαφική τεκµηρίωση υπήρξε και η διασύνδεση των διαφορετικών προγραµµάτων, όπω̋ επεξεργαστέ̋ κειµένου, βάσει̋ δεδοµένων, εφαρµογέ̋ CAD κτλ., προκειµένου τα δεδοµένα να µπορούν να εξεταστούν σε διαφορετικά περιβάλλοντα αξιοποιώντα̋ τα διαχειριστικά και αναλυτικά πλεονεκτήµατα του καθενό̋ (Lock 2003:110-111). Σταδιακά η ανάπτυξη τη̋ τεχνολογία̋ και η συσσώρευση εµπειρία̋ από τη χρήση 62 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα των Η/Υ οδήγησε σε πιο σύνθετε̋ εφαρµογέ̋ που έδωσαν έµφαση σε πιο δυναµικά και συνδυαστικά ψηφιακά περιβάλλοντα. Τα τελευταία χρόνια πρότυπα και εµπορικά συστήµατα ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ έχουν αναπτυχθεί και συνεχίζουν να αναπτύσσονται σε πολλέ̋ χώρε̋. Παράδειγµα εµπορικού συστήµατο̋ είναι το ArchaeoCAD (Schaich 2000) που αναπτύσσεται από το 1998. Το ArchaeoCAD αποτελεί επέκταση του εµπορικού πακέτου αρχιτεκτονική̋ σχεδίαση̋ AutoCAD προκειµένου να καλύψει τι̋ απαιτήσει̋ τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋. Το πρόγραµµα συνοδεύεται από συµπληρωµατικέ̋ εφαρµογέ̋, µε κυριότερε̋ το AchaeoMAP (Εικ. 3.11:α), το ArchaeoDATA (Εικ. 3.11:β) και το aSPECT3D, οι οποίε̋ υποβοηθούν στο σχεδιασµό, τη διαχείριση των δεδοµένων και τη δηµιουργία τρισδιάστατων απεικονίσεων αντιστοίχω̋. Εικόνα 3.11. 3.11. Το πρόγραµµα ArchaeoCAD (URL9): α) το περιβάλλον βάσεων δεδοµένων, β) το περιβάλλον σχεδίαση̋. 63 Το σύστηµα µπορεί να διαχειριστεί πλήρω̋ το ανασκαφικό αρχείο συνδέοντα̋ ανασκαφικέ̋ φόρµε̋, φωτογραφίε̋ και σχέδια. Επιπλέον είναι δυνατή η παραγωγή και εκτύπωση ανασκαφικών εκθέσεων σε µια µεγάλη ποικιλία µορφοποιηµένων προτύπων. Ωστόσο, η λειτουργικότητά του έγκειται κυρίω̋ στην αυτοµατοποίηση τη̋ αρχαιολογική̋ καταγραφή̋ και τη̋ σχεδιαστική̋ αποτύπωση̋ στο πεδίο µε τη χρήση κωδικοποιηµένων µετρήσεων ή άλλων φωτογραµµετρικών τεχνικών. Το Proleg Stratigraf 3.5 (PRÒLEG DPC S.L. 1998/2003) συνιστά ακόµη µια εµπορική λύση, καθώ̋ περιλαµβάνει µια συνδυαστική βάση δεδοµένων και χρησιµοποιεί το διάγραµµα ακολουθία̋ για την πλοήγηση στην υπόλοιπη πληροφορία (Εικ. 3.12). Η βάση δεδοµένων οικοδοµείται επάνω σε µια ιεραρχική δοµή τη̋ οποία̋ οι βασικέ̋ ενότητε̋ είναι: Θέση, Ανασκαφή, Περιοχή, Τοµέα̋, Ανασκαφικό πλαίσιο και Αντικείµενο. Για κάθε µία υπάρχουν κατάλληλα πεδία για την καταχώρηση πληροφορία̋, ενώ υποστηρίζεται η απεικόνιση φωτογραφιών και σχεδίων µε χρήση υπερσυνδέσµων. Εικόνα 3.12. Το πρόγραµµα Proleg Stratigraf: το περιβάλλον απεικόνιση̋ διαγράµµατο̋ ακολουθία̋ και συσχέτιση µε σχέδιο CAD (επάνω), ο πίνακα̋ περιεχοµένων τη̋ βάση̋ και ενδεικτική εγγραφή (κάτω) (PRÒLEG DPC S.L. 1998/2003). 64 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα Η δηµιουργία του διαγράµµατο̋ ακολουθία̋ γίνεται αυτοµατοποιηµένα, εφόσον ο χρήστη̋ εισάγει τι̋ στρωµατογραφικέ̋ σχέσει̋. Επιλέγοντα̋ ένα ανασκαφικό πλαίσιο από το διάγραµµα επάνω στην οθόνη, ο χρήστη̋ µπορεί να περιηγηθεί στα περιεχόµενα τη̋. Η συνολική διαχείριση των ανασκαφικών τεκµηρίων υποβοηθά την ερµηνευτική διαδικασία. Ωστόσο, η αδυναµία επικοινωνία̋ µε άλλα εξωτερικά προγράµµατα, οι περιορισµοί τη̋ συγκεκριµένη̋ ιεραρχική̋ δοµή̋ σε περιπτώσει̋ πολυάριθµων καταχωρήσεων, αλλά και το γεγονό̋ ότι αποτελεί εµπορικό λογισµικό, το καθιστούν µια λύση περιορισµένη̋ λειτουργικότητα̋ (Rains 2000). Παρόµοιε̋ δυνατότητε̋ παρουσιάζει το πρόγραµµα Sidgeipa (Castillo & Burgos 2001). Η χρήση του κυρίω̋ αφορά τη διαχείριση και την ανάκτηση τη̋ πληροφορία̋. Αναπτύχθηκε ω̋ πρωτότυπο ερευνητικό σύστηµα που βασίζεται σε λογισµικό ανοιχτού κώδικα38. Χρησιµοποιεί µια ιεραρχία χωρικών αντικειµένων (Στρωµατογραφική Οµάδα, Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, Ανασκαφική ενότητα) που οργανώνουν την πλοήγηση στην πληροφορία. Περιλαµβάνει επίση̋ τη δυνατότητα σχεδίαση̋ διαγράµµατο̋ ακολουθία̋, ενώ ενσωµατώνει και περιβάλλον CAD για την τρισδιάστατη γραφική απεικόνιση επιλεγµένων ανασκαφικών πλαισίων (Εικ. 3.13). Ω̋ εργαλείο εξελίσσεται συνεχώ̋ ενσωµατώνοντα̋ νέε̋ λειτουργίε̋ ύστερα από προτάσει̋ των χρηστών του προγράµµατο̋. Εικόνα 3.13. Τρισδιάστατη απεικόνιση ανασκαφική̋ ενότητα̋ στο πρόγραµµα Sidgeipa (URL10). Το πρόγραµµα IADB (Integrated Archaeological Database System) (Rains 1995, Clarke et al. 2003, Lock 2003:111-118) είναι από τα πρώτα ολοκληρωµένα αρχαιολογικά πληροφοριακά συστήµατα που δηµιουργήθηκαν. Περιλαµβάνει πέντε κατηγορίε̋ αντικειµένων που συνδέονται µεταξύ του̋: Ευρήµατα, Ενότητε̋, Σύνολα, Οµάδε̋ και Φάσει̋. Το σύστηµα περιλαµβάνει διακριτέ̋ φόρµε̋ εισαγωγή̋ 38 Οι εφαρµογέ̋ ανοιχτού κώδικα συνθέτουν µια κατηγορία λογισµικού που δεν υπόκειται σε εµπορικού̋ περιορισµού̋, αλλά διατίθενται ελεύθερα προ̋ χρήση, τροποποίηση και επέκταση. 65 δεδοµένων για τι̋ ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ και για κάθε ειδική κατηγορία ευρηµάτων ή πληροφορία̋ (Εικ. 3.14:α). Το σχέδιο για κάθε ανασκαφική ενότητα ψηφιοποιείται σε λογισµικό CAD και µπορεί να συνδεθεί στη βάση δεδοµένων (Εικ. 3.14:β). Τόσο οι ανασκαφικέ̋ φωτογραφίε̋ όσο και οι φωτογραφίε̋ των ευρηµάτων συνδέονται στη βάση και µπορούν να απεικονιστούν. Ακόµη, υποστηρίζονται διαδικασίε̋ σχεδιασµού και απεικόνιση̋ του διαγράµµατο̋ ακολουθία̋ τη̋ ανασκαφή̋ (Εικ. 3.14:γ) και παρέχεται η δυνατότητα στρωµατογραφικών οµαδοποιήσεων µε παράλληλε̋ ενοποιήσει̋ των µεµονωµένων σχεδίων και αναπροσαρµογέ̋ στο διάγραµµα ακολουθία̋. Η λειτουργικότητά του επεκτείνεται περαιτέρω µε την ενσωµάτωση µηχανισµών για τη διενέργεια ερωτηµάτων και βασικών ποσοτικών αναλύσεων προκειµένου να διερευνηθούν πιθανέ̋ στατιστικέ̋ τάσει̋ µε αρχαιολογική σηµασία (Εικ. 3.14:δ). Τέλο̋, παρέχει τη δυνατότητα για την αυτοµατοποιηµένη δηµιουργία ανασκαφικών αναφορών. Συνολικά πρόκειται για ένα ουσιαστικό εργαλείο που υποστηρίζει την αρχαιολογική διαδικασία συµβάλλοντα̋ τόσο στη διαχείριση τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋ όσο και στην ανάλυση και την ερµηνεία τη̋. Ωστόσο, λόγω τη̋ πρώιµη̋ ανάπτυξη̋, αν και καταφέρνει να συνδυάσει το λεκτικό, το φωτογραφικό και το σχεδιαστικό αρχείο τη̋ ανασκαφή̋ σε ένα σύνθετο σύστηµα, δεν έχει δυνατότητε̋ επισκόπηση̋ του συνολικού ανασκαφικού χώρου, ενώ η απεικόνιση του σχεδιαστικού αρχείου παραµένει στι̋ δύο διαστάσει̋. Εικόνα 3.14. Το πρόγραµµα IADB (URL11): α) καρτέλα εισαγωγή̋ δεδοµένων, β) σχεδιαστική απεικόνιση επιλεγµένη̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋, γ) απεικόνιση διαγράµµατο̋ ακολουθία̋, και δ) διατύπωση ερωτήµατο̋ στη βάση. 66 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα Τα ζητήµατα τη̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ αντιµετωπίζονται µε διαφορετικό τρόπο από το πρόγραµµα SIA+ (Sistema de Información Arqueológica) (González Pérez 1997, 2002, 2004). Ο κορµό̋ τη̋ εφαρµογή̋ βασίζεται στην αντικειµενοστρέφεια τη̋ βάση̋ και οργανώνει τι̋ υποστηριζόµενε̋ λειτουργίε̋ µε άξονα τη ροή των εργασιών που εµπλέκονται στην ανασκαφική έρευνα. Η βάση αποθηκεύει τι̋ πληροφορίε̋ σε διαφορετικέ̋ εκδόσει̋ ανάλογα µε τι̋ διαδικασίε̋ που σχετίζονται µε την καταγραφή και την αναβάθµιση τη̋ πληροφορία̋. Για παράδειγµα, η αποτίµηση τη̋ διατήρηση̋ ενό̋ ευρήµατο̋ διατηρείται στη βάση και πριν και µετά τη συντήρησή του. Η αναζήτηση τη̋ σωστή̋ έκδοση̋ γίνεται µε χρονικά κριτήρια ανάλογα µε τη χρονική στιγµή αποθήκευση̋. Η οργάνωση των δεδοµένων υιοθετεί µια ιεραρχία που ενισχύει την πλοήγηση και ταυτόχρονα την ερµηνευτική αλληλεπίδραση µε τα δεδοµένα. Το σύστηµα υποστηρίζει σύνθετα ερωτήµατα, αναζητήσει̋ όρων και µπορεί να συνδεθεί µε συστήµατα χαρτογραφική̋ απεικόνιση̋. Ωστόσο, το καινοτόµο στοιχείο τη̋ προσέγγιση̋ είναι ακριβώ̋ η εναρµόνιση του συστήµατο̋ µε τι̋ διαδικασίε̋ που εµπεριέχονται στην ανασκαφική έρευνα µέσω µια̋ εκτεταµένη̋ σχεδιαστική̋ προσέγγιση̋. Ήδη από τα προηγούµενα παραδείγµατα γίνεται κατανοητό ότι τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη σύνθετων γραφικών περιβαλλόντων έχει µετατοπίσει από την κεντρική θέση το λεκτικό αρχείο. Ενώ παλαιότερα η πλοήγηση του χρήστη εξυπηρετούνταν µέσα από τη σύνδεση των εγγραφών συµπληρωµατικά στοιχεία, όπω̋ φωτογραφίε̋ και τη̋ βάση̋ σχέδια, πλέον µε γραφικά περιβάλλοντα που εξοµοιώνουν το χώρο τη̋ ανασκαφή̋ αποκτούν κεντρικό ρόλο στην προσπέλαση των δεδοµένων. Ω̋ αποτέλεσµα τονίζεται ακόµη περισσότερο η σηµασία τη̋ γραφική̋ απεικόνιση̋ του ανασκαφικού χώρου, ενώ η λεκτική πληροφορία τείνει να αποτελέσει συµπληρωµατικό στοιχείο τη̋ ψηφιακή̋ αναπαράσταση̋. Ένα πρόγραµµα που υλοποιεί αυτή τη λογική είναι το ArchaeoPackPro! (Tasic & Jevremovic 2004). Πρόκειται για µία πρωτότυπη εφαρµογή µε ολοκληρωτική ανάπτυξη που προσφέρει δυνατότητε̋ διαδραστική̋ πλοήγηση̋ στην πληροφορία µέσω ενό̋ γραφικού περιβάλλοντο̋ επικοινωνία̋ µε το χρήστη. Υπό αυτή την έννοια συγκροτεί ένα ολοκληρωµένο σύστηµα διαχείριση̋ δεδοµένων που στηρίζεται στην ευρεία χρήση τρισδιάστατων γραφικών για την απεικόνιση των αρχαιολογικών καταλοίπων και την ενοποίηση τη̋ πληροφορία̋ ανεξαρτήτω̋ µορφή̋. (Εικ. 3.15). Ωστόσο, οι αναλυτικέ̋ λειτουργίε̋ που προσφέρει περιορίζονται στη σύνθεση ερωτηµάτων µε χωρικού̋ ή περιγραφικού̋ περιορισµού̋ και την οπτικοποίηση του̋ στο ψηφιακό περιβάλλον. Μια αρκετά προηγµένη ερευνητική προσπάθεια σχετίζεται µε την ανασύνθεση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ σε Εικονική Πραγµατικότητα (Virtual Reality). Είναι το σύστηµα 3D Murale που χρησιµοποιείται στι̋ αρχαιολογικέ̋ έρευνε̋ στη Σαγαλασσό τη̋ Τουρκία̋ (Cosmas et al. 2001). Αποτελεί ερευνητική εφαρµογή µε ολοκληρωτική ανάπτυξη που περιλαµβάνει ένα σύνολο πολυµεσικών εργαλείων για την καταχώρηση, τη διαχείριση και την οπτικοποίηση των ανασκαφικών δεδοµένων. Κάθε ανασκαφικό αντικείµενο καταγράφεται χρησιµοποιώντα̋ εξελιγµένε̋ φωτο- 67 γραµµετρικέ̋ τεχνικέ̋ και αποθηκεύεται µαζί µε τι̋ συνοδευτικέ̋ πληροφορίε̋ που το περιγράφουν σε ειδική αντικειµενο-σχεσιακή βάση που µπορεί να διαχειριστεί γραφικά (Grabczewski et al. 2001). Εικόνα 3.15. Το πρόγραµµα ArchaeoPackPro! (URL12). Τα αντικείµενα απεικονίζονται τρισδιάστατα στο περιβάλλον εξειδικευµένων προγραµµάτων, όπω̋ το λογισµικό Maya39, επιτρέποντα̋ την πλοήγηση του χρήστη στον εικονικό χώρο τη̋ ανασκαφή̋ και τη δηµιουργία κινούµενων εικόνων που απεικονίζουν χρονικέ̋ αλληλουχίε̋ (λ.χ. ανασκαφική πρόοδο̋) (Εικ. 3.16). Μάλιστα, επιχειρείται περαιτέρω η ψηφιακή συµπλήρωσή των ανασκαφικών ευρηµάτων σύµφωνα µε τα στοιχεία για την αρχική του̋ εικόνα, που επιτρέπει συνδυαστικέ̋ απεικονίσει̋ τη̋ αρχική̋ και τη̋ σηµερινή̋ του̋ κατάσταση̋. Βασική µονάδα του συστήµατο̋ είναι το εργαλείο STRAT που εξυπηρετεί την κατασκευή και την τρισδιάστατη απεικόνιση των ανασκαφικών στρωµάτων µε βάση την καταγραφή τη̋ γεωµετρία̋ του̋ στο πεδίο. Επιπλέον, προσφέρει δυνατότητε̋ συσχέτιση̋ τη̋ στρωµατογραφία̋ και των αντικειµένων, αλλά και απεικόνιση̋ του αποτελέσµατο̋ ερωτηµάτων µε σύνθετου̋ χωρικού̋, χρονικού̋ και περιγραφικού̋ περιορισµού̋ (Green 2001, 2003). Ωστόσο, ω̋ συνολικό σύστηµα, το 3D Murale υπερτονίζει τη συνολική εικονική αναπαράσταση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ συνιστώντα̋ περισσότερο ένα εργαλείο οπτικοποίηση̋ παρά ουσιαστική̋ αρχαιολογική̋ ανάλυση̋ και ερµηνεία̋. Επιπλέον, προκειµένου να υποστηριχθεί η σύνθετη απεικόνιση δηµιουργείται µια αρκετά πολύπλοκη ροή εργασιών που 39 Το λογισµικό Maya είναι ένα υψηλών προδιαγραφών λογισµικό τρισδιάστατη̋ σχεδίαση̋ και κινούµενη̋ απεικόνιση̋ (3D animation). Χρησιµοποιείται ιδιαίτερα στην παραγωγή ειδικών εφέ στον κινηµατογράφο και στη βιοµηχανία ανάπτυξη̋ ηλεκτρονικών διαδραστικών παιχνιδιών. 68 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα εµπεριέχει πολλαπλέ̋ τεχνολογίε̋. Είναι πιθανό η πολυπλοκότητα του συστήµατο̋ να αποθαρρύνει του̋ µη εξειδικευµένου̋ χρήστε̋ από την ουσιαστική χρήση του προγράµµατο̋. Εικόνα 3.16. Τρισδιάστατη απεικόνιση αρχιτεκτονικών λειψάνων και ανασκαφικών στρωµάτων στο σύστηµα 3D Murale (URL13). Καθώ̋ διευρύνονται οι δυνατότητε̋ τη̋ διαχείριση̋ και τη̋ παρουσίαση̋ τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ αυξάνονται και οι προσδοκίε̋ για συστήµατα που δίνουν έµφαση στην ανάπτυξη σύνθετων τεχνικών για τη ρεαλιστική απεικόνιση, καθώ̋ και τη συνολική και πιο συνθετική διαχείριση των ανασκαφικών δεδοµένων. Οι δυνατότητε̋ που προκύπτουν από την ψηφιακή οπτικοποίηση των αρχαιολογικών δεδοµένων ενισχύουν πρακτικέ̋ οπτική̋ διερεύνηση̋ που µεταφέρουν την έµφαση από ερωτήµατα περιγραφικού χαρακτήρα σε χωρικέ̋ ή χρονολογικέ̋ συσχετίσει̋. 3.8. 3.8. Εφαρµογέ̋ Συστηµάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών Μια τεχνολογία που εµφανίζει πολλέ̋ δυνατότητε̋ ω̋ προ̋ τη διαχείριση, την απεικόνιση και τη διερεύνηση τη̋ χωρική̋ πληροφορία̋ αποτελούν τα Συστήµατα Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ), ευρύτερα γνωστά µε τον αγγλικό όρο GIS (Geographic Information Systems). Τα ΣΓΠ θεωρήθηκαν από την αρχή επαναστατικά ω̋ προ̋ τη διαχείριση δεδοµένων και τη χωρική ανάλυση. Από τότε η χρήση του̋ επεκτείνεται συνεχώ̋ σε διαφορετικά γνωστικά πεδία και το λογισµικό του̋ αναπτύσσεται καθηµερινά παρέχοντα̋ νέε̋ ευκαιρίε̋ για περαιτέρω εξέλιξη. Τα ΣΓΠ δεν είναι οµοιογενή συστήµατα, αλλά ψηφιακά εργαλεία που προέρχονται από το συνδυασµό διαφορετικών τεχνολογιών µε µακρά παράδοση σε διάφορα πεδία εφαρµογών, όπω̋ η διαχείριση δεδοµένων, η ψηφιακή σχεδίαση, η 69 αυτοµατοποιηµένη χαρτογραφία και η επεξεργασία εικόνα̋ (Wheatley & Gillings 2002:9-10). Η λειτουργία του̋ σε γενικέ̋ γραµµέ̋ βασίζεται σε τέσσερα δοµικά στοιχεία κάθε λογισµικού πακέτου ΣΓΠ: 1) του̋ µηχανισµού̋ εισαγωγή̋ δεδοµένων που µετατρέπουν τι̋ ακατέργαστε̋ πληροφορίε̋ σε ψηφιακή µορφή, 2) τι̋ µονάδε̋ αποθήκευση̋ πληροφορία̋ που διέπουν την ανάκτηση και ενηµέρωση τη̋ βάση̋ δεδοµένων, 3) τα εργαλεία διαχείριση̋ δεδοµένων που πραγµατοποιούν χωρικέ̋ αναλύσει̋ και 4) ένα περιβάλλον απεικόνιση̋ δεδοµένων που επιτρέπει την οπτική εξέταση των αναλύσεων µε τη µορφή ενό̋ χάρτη (Marble 1990:12). Η χρήση των ΣΓΠ διακρίνεται στην αρχαιολογία σε δύο κύριε̋ κατηγορίε̋ ανάλογα µε την κλίµακα τη̋ ανάλυση̋. Πρόκειται για τι̋ µελέτε̋ σε επίπεδο τοπίου και τι̋ µελέτε̋ σε επίπεδο ανασκαφή̋. Οι πρώτε̋ κυριάρχησαν στη βιβλιογραφία από την εµφάνιση των ΣΓΠ µέχρι και σήµερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα εγχειρίδια τη̋ χρήση̋ των ΣΓΠ στην αρχαιολογία (Wheatley & Gillings 2002, Conolly & Lake 2006) και στην κυριότερη ανασκόπηση των εφαρµογών του̋ (Kvamme 1999) η συζήτηση περιστρέφεται κυρίω̋ γύρω από τι̋ εφαρµογέ̋ τοπίου. Ωστόσο, το ίδιο δε συνέβη µε τι̋ ενδο-ανασκαφικέ̋ µελέτε̋. Κατά τη δεκαετία του 1990 οι ανασκαφικέ̋ εφαρµογέ̋ είναι µετρηµένε̋ στα δάχτυλα (Burgess et al. 1996). Ουσιαστικά τα ΣΓΠ αρχικά χρησιµοποιήθηκαν κυρίω̋ ω̋ εργαλείο χαρτογράφηση̋ που επιτρέπει την καλύτερη διαχείριση του σχεδιαστικού αρχείου τη̋ ανασκαφή̋ σε διακριτά επίπεδα συναφού̋ πληροφορία̋40. Η πρώιµη χρήση του̋ δεν διέφερε από παρόµοιε̋ προσπάθειε̋ σχεδίαση̋ µε χρήση CAD (Kvamme 1999:164-165). Γρήγορα όµω̋ έγιναν αντιληπτέ̋ οι πραγµατικέ̋ δυνατότητε̋ των ΣΓΠ και τα στοιχεία που τα διαφοροποιούν από το λογισµικό CAD41. Οι πρώτε̋ ουσιαστικέ̋ εφαρµογέ̋ ΣΓΠ στην ανασκαφή αποσκοπούσαν στι̋ αναλυτικέ̋ δυνατότητε̋ του̋ ω̋ προ̋ τη µελέτη τη̋ χωρική̋ διασπορά̋ των ευρηµάτων (Kvamme 1999:166). Στη ρωµἀκή θέση του Shepton Mallet στο Ηνωµένο Βασίλειο τα ανασκαφικά σχέδια και τα δεδοµένα από τα ευρήµατα συνδυάστηκαν σε εµπορικό πακέτο ΣΓΠ προκειµένου να διερευνηθούν πιθανοί συσχετισµοί µεταξύ χώρων δραστηριότητα̋ και συγκεντρώσεων ευρηµάτων και να αποµονωθούν συµπεριφορέ̋ σχετικά µε την απόρριψη υλικού (Biswell et al. 1995). Αν και η περιγραφή τη̋ µελέτη̋ τονίζει τα προβλήµατα που σχετίζονται µε τον τρόπο συλλογή̋ δεδοµένων προκειµένου να ενσωµατωθούν σε ένα ΣΓΠ, εντούτοι̋ αποτελεί την πρώτη από µια σειρά εφαρµογών µε κύριο άξονα τη χωρική διερεύνηση (Εικ. 3.17). Οι Macháček & Kučera (2004) περιγράφουν ένα πρόσφατο παράδειγµα που στοχεύει κυρίω̋ στη διαχείριση και την παρουσίαση των αρχαιολογικών δεδοµένων από τι̋ ανασκαφέ̋ των µεσαιωνικών επιπέδων τη̋ πόλη̋ Pohansko στην Τσεχία. 41 Τα ΣΓΠ συνιστούν προγράµµατα διαχείριση̋ χωρικών δεδοµένων, ενώ τα CAD είναι προγράµµατα γραφικών. Σε ένα CAD σηµασία έχουν τα γραφικά, δηλαδή η πληροφορία ταυτίζεται µε το σχέδιο που βλέπει ο αναγνώστη̋. Τα ΣΓΠ δεν ανασυνθέτουν ένα σχέδιο, αλλά επικοινωνούν µε τη βάση δεδοµένων αναπαριστώντα̋ γραφικά τα χωρικά δεδοµένα που είναι αποθηκευµένα σε αυτή. Το µεγαλύτερο όµω̋ µειονέκτηµα του λογισµικού CAD είναι η αδυναµία καθορισµού και διάκριση̋ των χωρικών (τοπολογικών) σχέσεων ανάµεσα στα γραφικά αντικείµενα. Ακόµη λοιπόν και αν συνδεθούν µε µια βάση περιγραφικών δεδοµένων δεν µπορούν να συγκριθούν µε τα ΣΓΠ ω̋ προ̋ την κατανόηση και ενσωµάτωση των χωρικών σχέσεων των γεωγραφικών οντοτήτων (Cowen 1988). 40 70 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα Εικόνα 3.17. 3.17. Χρήση εµπορικού ΣΓΠ για την απεικόνιση συγκεντρώσεων κεραµική̋ στη θέση Shepton Mallet (Lock 2003 fig. 3.11b). Παράλληλα, άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι τα ΣΓΠ µπορούν να διαχειριστούν µια πληθώρα επικουρικών χωρικών δεδοµένων, όπω̋ η τοπογραφία τη̋ θέση̋, αεροφωτογραφίε̋ ή δορυφορικέ̋ εικόνε̋ τη̋ ευρύτερη̋ περιοχή̋, γεωαρχαιολογικέ̋ πληροφορίε̋, δεδοµένα από επιφανειακέ̋ έρευνε̋, δοκιµαστικέ̋ τοµέ̋ ή παλαιότερε̋ ανασκαφέ̋ στη θέση (Pessina 2001). Ακόµη, στοιχεία από τη γεωφυσική διασκόπηση ή την εδαφολογική ανάλυση (Neubauer 2004). Η ενσωµάτωση δεδοµένων από διαφορετικέ̋ πηγέ̋ σε ένα ΣΓΠ συνέβαλε στην πιο ολοκληρωµένη προσέγγιση του συνόλου τη̋ πληροφορία̋ που σχετίζεται µε την αρχαιολογική έρευνα. Γρήγορα εµφανίστηκαν πιο σύνθετε̋ προσεγγίσει̋ στην ανασκαφική τεκµηρίωση που χρησιµοποίησαν τα ΣΓΠ ω̋ κύρια πλατφόρµα οργάνωση̋ των δεδοµένων τη̋ έρευνα̋. Κατά τη διάρκεια του πολύχρονου αρχαιολογικού προγράµµατο̋ στο West Heslerton στο Ηνωµένο Βασίλειο οι ανασκαφεί̋ ανάπτυξαν τεχνικέ̋ διαχείριση̋ και απεικόνιση̋ τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋ µε χρήση ΣΓΠ ήδη από τη δεκαετία του 1980 (Powlesland 1991, 1998). Σήµερα η συλλογή δεδοµένων πραγµατοποιείται µε φορητά συστήµατα καταγραφή̋. Το πρόγραµµα G-Sys αναπτύχθηκε εξολοκλήρου µε σκοπό την ενσωµάτωση ανασκαφικών δεδοµένων, σχεδίων, φωτογραφιών αλλά και γεωφυσικών δεδοµένων και δεδοµένων τηλεπισκόπηση̋. ∆εν περιλαµβάνει την πλήρη χωρική λειτουργικότητα ενό̋ ΣΓΠ, ωστόσο η διαδοχικέ̋ του αναβαθµίσει̋ συνεχίζονται µέχρι σήµερα επιτρέποντα̋ εν µέρει την ενσωµάτωση δεδοµένων ανάγλυφου µε τη µορφή Ψηφιακών Μοντέλων Εδάφου̋42. Τα Ψηφιακά Μοντέλα Εδάφου̋ (ΨΜΕ) συνιστούν µία απεικόνιση του ανάγλυφου µια̋ περιοχή̋ µε τη µορφή ψηφιδωτού. Κάθε ψηφίδα αντιστοιχεί σε πραγµατικέ̋ τοποθεσίε̋ τη̋ γήινη̋ επιφάνεια̋ και περιλαµβάνει ω̋ τιµή τη σχετική υψοµετρική µέτρηση του εδάφου̋ στο αντίστοιχο σηµείο. 42 71 Το G-Sys δίνει µεγαλύτερη έµφαση στη διαχείριση τη̋ χωρική̋ πληροφορία̋ και στη διασύνδεση διαφορετικών τύπων δεδοµένων από ότι στην αυτοµατοποιηµένη ενδοανασκαφική ανάλυση. Η εφαρµογή περαιτέρω συνέβαλε στην ηλεκτρονική δηµοσίευση των αποτελεσµάτων τη̋ έρευνα̋ χρησιµοποιώντα̋ ψηφιακά αποθηκευτικά µέσα (CD-ROM). Η συγκεκριµένη επιλογή δηµοσίευση̋ διευκολύνει την πρόσβαση στο σύνολο των πρωτογενών δεδοµένων συνδυάζοντα̋ κείµενα, σχέδια και φωτογραφίε̋. Το τελικό πρὀόν επιτρέπει στο χρήστη τη διαδραστική περιήγηση στο αρχείο τη̋ ανασκαφή̋ (Εικ. 3.18.). Εικόνα 3.18. Γραφικό περιβάλλον τη̋ εφαρµογή̋ διαχείριση̋ των δεδοµένων από την ανασκαφή του West Heslerton. Οι σχεδιαστικέ̋ απεικονίσει̋ βασίζονται στο πρόγραµµα G-Sys (Powlesland et al. 1998). Το πρόγραµµα ΟpenArcheo (Fronza et al. 2001, Fronza et al. 2003) συνιστά µια λύση που ενοποιεί διαφορετικέ̋ εφαρµογέ̋ και επιτρέπει την αναζήτηση των δεδοµένων µέσα από ένα ευρύ φάσµα συσχετισµών (Εικ. 3.19). Το σύστηµα είναι οργανωµένο σε ιεραρχικά επίπεδα δίνοντα̋ έµφαση στην ενσωµάτωση διαφορετικών κλιµάκων ανάλυση̋ από την ανασκαφή ω̋ το ευρύτερο τοπίο. Συντίθεται από διαφορετικέ̋ εφαρµογέ̋ ΣΓΠ ανάλογα µε την ερευνητική κλίµακα, που επιτρέπουν την επικοινωνία του χαρτογραφικού περιβάλλοντο̋ µε τη σχεσιακή ανασκαφική βάση δεδοµένων, µια πολυµεσική βάση και ένα λογιστικό φύλλο για το σχεδιασµό του διαγράµµατο̋ ακολουθία̋. Οι επιµέρου̋ εφαρµογέ̋ συνδέονται µε πρότυπο λογισµικό που βασίζεται στη σύνδεση επιµέρου̋ πινάκων σύµφωνα µε το σχεσιακό πρότυπο και τη χρήση υπερσυνδέσµων. Οι αναλυτικέ̋ δυνατότητε̋ των ΣΓΠ ενισχύουν τη λειτουργικότητα του συστήµατο̋ επιτρέποντα̋ τη χαρτογραφική απεικόνιση του ανασκαφικού χώρου, καθώ̋ και τη δηµιουργία χαρτών διασπορά̋ ευρηµάτων ή άλλων χωρικών ερωτηµάτων. Ο χρήστη̋ µπορεί περαιτέρω να πλοηγηθεί στα δεδοµένα τη̋ ανασκαφή̋ µέσω των στρωµατογραφικών συσχετισµών από το διάγραµµα ακολουθία̋, αλλά και να έχει πρόσβαση σε οπτικοακουστικό υλικό που περιέχεται σε πολυµεσικά αρχεία. 72 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα Εικόνα 3.19. Το πρόγραµµα OpenArcheo (Fronza et al. 2003 fig.4). Με κύριο άξονα το περιβάλλον ΣΓΠ είναι δυνατή η άµεση διαχείριση του συνόλου τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋, η σύνθεση και αποθήκευση νέα̋ πληροφορία̋, η δηµιουργία χωρικών ερωτηµάτων. Προτερήµατα ω̋ προ̋ την αρχιτεκτονική του συστήµατο̋ είναι οι δυνατότητε̋ επέκταση̋ ανάλογα µε τι̋ ιδιαιτερότητε̋ τη̋ αρχαιολογική̋ δραστηριότητα̋, καθώ̋ και ο συνδυασµό̋ ΣΓΠ και πολυµεσικών αρχείων. Τελευταία γίνεται προσπάθεια για την ενσωµάτωση τρισδιάστατη̋ λειτουργικότητα̋ και τον αναπρογραµµατισµό τη̋ εφαρµογή̋ προκειµένου να λειτουργεί σε διαφορετικά λειτουργικά συστήµατα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εµφανίζει το σύστηµα ArchéoDATA (Arroyo-Bishop 1991, Arroyo-Bishop & Lantada Zarzosa 1991, 1995) που αν και παροπλισµένο, ενσωµατώνει σε µεγάλο βαθµό την ερµηνευτική λογική τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋. Το σύστηµα δίνει έµφαση στον τρόπο οργάνωση̋ των ανασκαφικών δεδοµένων προκειµένου να µπορούν να χρησιµοποιηθούν από διαφορετικέ̋ ψηφιακέ̋ εφαρµογέ̋ ανάλογα µε το στάδιο τη̋ αρχαιολογική̋ µελέτη̋. Χρησιµοποιεί εµπορικά σχεσιακά προγράµµατα βάσεων δεδοµένων που οργανώνουν την ανασκαφική πληροφορία µε άξονα περιγραφικέ̋, χωρικέ̋ και χρονικέ̋ παραµέτρου̋. Ενσωµατώνοντα̋ µια ιεραρχική δοµή επιτρέπει τη διαδοχική του̋ οµαδοποίηση σύµφωνα µε τη στρωµατογραφική ανάλυση σε ενότητε̋ µε ερµηνευτική σηµασία. Τα οµαδοποιηµένα δεδοµένα στη συνέχεια µπορούν να εξαχθούν σε άλλε̋ εφαρµογέ̋. Η σύνδεση τη̋ βάση̋ µε τα ΣΓΠ επιτρέπει την απεικόνιση των οµαδοποιήσεων, αλλά και των συστατικών του̋ στοιχείων διευκολύνοντα̋ τόσο την αναζήτηση όσο και τη χωρική ανάλυση των δεδοµένων τη̋ έρευνα̋. Το βασικό µειονέκτηµα τη̋ προσέγγιση̋ σχετίζεται περισσότερο µε τι̋ αδυναµίε̋ του λογισµικού τη̋ δεκαετία̋ του 1990, που καθιστούσε υποχρεωτική τη διαρκή µεταφορά των δεδοµένων από εφαρµογή σε εφαρµογή. Το πρόγραµµα Intrasis αποτελεί την πιο ολοκληρωµένη πρόταση χρήση̋ ΣΓΠ στην ανασκαφική τεκµηρίωση (Thorén & Lund 2002). Περιλαµβάνει µια χωρική 73 αντικειµενο-σχεσιακή βάση δεδοµένων που επιτρέπει τη σύνδεση και απεικόνιση των δεδοµένων τη̋ ανασκαφή̋ στο εµπορικό πακέτο ΣΓΠ ArcGIS. Χρησιµοποιείται ευρέω̋ από ένα σηµαντικό αριθµό ανασκαφικών προγραµµάτων στι̋ Σκανδιναβικέ̋ χώρε̋. Βασικέ̋ λειτουργίε̋ και επεκτάσει̋ του συστήµατο̋ επιτρέπουν την αποθήκευση και επεξεργασία τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋ (EPOCH 2005). Συγκεκριµένα, οι τοπογραφικέ̋ µετρήσει̋ για την ακριβή γεωµετρία και θέση των αρχαιολογικών ευρηµάτων αποθηκεύονται και µεταφράζονται αυτόµατα σε αναγνωρίσιµε̋ από το ΣΓΠ γεωµετρικέ̋ δοµέ̋. Παράλληλα υποστηρίζεται η εισαγωγή των ανασκαφικών παρατηρήσεων και η σύνδεση µε φωτογραφικό υλικό. Η δοµή τη̋ βάση̋ µπορεί να παραµετροποιηθεί προκειµένου να καλύψει τι̋ ανάγκε̋ από διαφορετικέ̋ ανασκαφέ̋, δεδοµένου ότι βασίζεται στη διάκριση συγκεκριµένων αντικειµένων και διατηρεί µια ιεραρχική δοµή. Με τον τρόπο αυτό συµβάλλει στην ερµηνευτική οµαδοποίηση του ανασκαφικού υλικού. Συνολικά µπορεί να χρησιµοποιηθεί ω̋ ένα λειτουργικό εργαλείο διαχείριση̋ του συνόλου των δεδοµένων τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ µε κεντρικό άξονα τη χωρική πληροφορία (Εικ. 3.20). Εικόνα 3.20. Περιβάλλον εργασία̋ στο πρόγραµµα Intrasis (URL14). Μια διαφορετική προσέγγιση υλοποιεί το σύστηµα Archave (Acevedo et al. 2001, Vote et al. 2002) που χρησιµοποιεί ΣΓΠ για τη δηµιουργία ενό̋ εικονικού περιβάλλοντο̋ για την ανασκαφική έρευνα. Ουσιαστικά συνιστά µια σύνδεση των ΣΓΠ µε συστήµατα εικονική̋ πραγµατικότητα̋. Ο αρχαιολόγο̋ χρησιµοποιώντα̋ ειδικό εξοπλισµό µπορεί να “βυθίζεται” (immerse) σε ένα τρισδιάστατο εικονικό περιβάλλον και να περιηγείται µόνο̋ του στα δεδοµένα τη̋ έρευνα̋. Το σύστηµα χρησιµοποιήθηκε για την τρισδιάστατη οπτικοποίηση του ανασκαφικού χώρου και την οπτική διερεύνηση τη̋ χωρική̋ διασπορά̋ διαφορετικών τύπων ευρηµάτων. 74 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα Χωρί̋ αµφιβολία προσφέρει ένα σηµαντικό βαθµό διαδραστικότητα̋ µεταξύ χρήστη και δεδοµένων. Ωστόσο, η έµφαση στην εικονική πραγµατικότητα αποµακρύνει από τι̋ αναλυτικέ̋ δυνατότητε̋ των ΣΓΠ. Επιπλέον, αποτελεί µια αρκετά σύνθετη επιλογή οπτικοποίηση̋ που πρὁποθέτει ειδικό εξοπλισµό, αλλά και την εξοικείωση του χρήστη µε το συγκεκριµένο τρόπο απεικόνιση̋ και πλοήγηση̋ στο εικονικό περιβάλλον. Αν και επιτυγχάνεται σαφώ̋ καλύτερη επισκόπηση των δεδοµένων, είναι αρκετά δύσκολο να συντεθεί νέα πληροφορία (Εικ. 3.21). Εικόνα 3.21. Περιήγηση χρήστη στο σύστηµα Archave και οπτική διερεύνηση διασπορά̋ ανασκαφικών ευρηµάτων (Vote et al. 2002 fig. 12b). Συνολικά, η χρήση των ΣΓΠ σε ένα ευρύ φάσµα αρχαιολογικών εφαρµογών και η λειτουργικότητα που επέδειξαν σχετίζεται σε µεγάλο βαθµό µε τον τρόπο διαχείριση̋ των χωρικών δεδοµένων. Σκοπό̋ ενό̋ πληροφοριακού συστήµατο̋ εκτό̋ από την οργάνωση των δεδοµένων είναι και η δηµιουργία νέα̋ πληροφορία̋ µέσα από ερωτήµατα και συσχετισµού̋. Τα αρχαιολογικά ερωτήµατα µε αµιγώ̋ χωρικό χαρακτήρα δεν θα µπορούσαν να διερευνηθούν χρησιµοποιώντα̋ µια βάση δεδοµένων που αποθηκεύει τα χωρικά χαρακτηριστικά µε περιγραφικό τρόπο. Οι διαφορετικέ̋ λογισµικέ̋ λύσει̋, που παρουσιάστηκαν προηγουµένω̋, αν και συνέβαλαν στο συνδυασµό του λεκτικού µε το χωρικό αρχείο τη̋ ανασκαφή̋, δεν κατάφεραν να προχωρήσουν σε µια πιο ουσιαστική ενσωµάτωση τη̋ χωρική̋ πληροφορία̋ µε την περίληψη σύνθετων χωρικών ερωτηµάτων αναφορικά µε την τοποθεσία ή τι̋ χωρικέ̋ συσχετίσει̋ των αρχαιολογικών αντικειµένων. Τα ΣΓΠ είναι πιο αποτελεσµατικά, επειδή ακριβώ̋ διαχειρίζονται τι̋ χωρικέ̋ ιδιότητε̋ χρησιµοποιώντα̋ το χώρο ω̋ τον κοινό παρονοµαστή σύνδεση̋ των δεδοµένων. Με αυτόν τον τρόπο προσφέρουν τη δυνατότητα σύνδεση̋ των αρχαιολογικών δεδοµένων µε τα χωρικά χαρακτηριστικά ενό̋ χάρτη επιτρέποντα̋ τη διερεύνηση νέων συσχετισµών (Neubauer 2004:161). 75 3.9. Η ψηφιακή τεχνολογία στην ελληνική ανασκαφή Στην Ελλάδα η υιοθέτηση τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ έγινε µε µικρά και αργά βήµατα. Ωστόσο, πραγµατοποιήθηκαν και συνεχίζουν να αναπτύσσονται προσπάθειε̋ προ̋ την κατεύθυνση τη̋ διαχείριση̋ των αρχαιολογικών δεδοµένων µε τη χρήση τη̋ υπολογιστική̋ τεχνολογία̋. Κάποιε̋ πρώιµε̋ εφαρµογέ̋ παρατηρούνται ήδη από τη δεκαετία του 1980. Ενδεικτική είναι η στατιστική µελέτη τη̋ χωρική̋ διασπορά̋ των πασσαλοτρυπών από την ανασκαφή στο Μάνδαλο Πέλλα̋, προκειµένου να ανιχνευθεί η χωρική διάταξη των πρὀστορικών οικιών. Πρόκειται για την πρώτη ίσω̋ ενδοανασκαφική χωρική µελέτη µε χρήση Η/Υ στην αρχαιολογία στη χώρα µα̋ (Κωτσάκη̋ 1987). Αρκετέ̋ ψηφιακέ̋ εφαρµογέ̋ σχετίζονται µε το ανασκαφικό πρόγραµµα τη̋ Τούµπα̋ Θεσσαλονίκη̋. Το Runsect δηµιουργήθηκε ω̋ εργαλείο αποκατάσταση̋ τη̋ ακολουθία̋ των ανασκαφικών ενοτήτων προσφέροντα̋ επιπλέον τη δυνατότητα συνδυασµού γραφική̋ και περιγραφική̋ πληροφορία̋ (Kotsakis 1989) (Εικ. 3.22:α). Στα τέλη τη̋ δεκαετία̋ του 1990 έγινε προσπάθεια ενηµέρωση̋ και προσαρµογή̋ του προγράµµατο̋ σε γραφικό CAD περιβάλλον (Βαλασιάδη̋ 1999) (Εικ. 3.22:β). Εικόνα 3.22. Το Πρόγραµµα Runsect: α) πρώτη έκδοση σε περιβάλλον MS-DOS, β) δεύτερη έκδοση σε περιβάλλον CAD (παραχώρηση Κ. Κωτσάκη̋ και Ν. Βαλασιάδη̋ αντιστοίχω̋). Παράλληλα, το ίδιο ανασκαφικό πρόγραµµα από νωρί̋ έδωσε έµφαση στην ψηφιοποίηση των ανασκαφικών ηµερολογίων. Η διαδικασία επικέντρωσε στην επεξεργασία των υφιστάµενων δελτίων τεκµηρίωση̋ και τη µεταγραφή του̋ σε ψηφιακή µορφή. Στο πλαίσιο τη̋ προσπάθεια̋ δηµιουργήθηκε ένα πρότυπο ενιαίο σύστηµα βάση̋ που βασίστηκε στο σχεδιασµό των Hadzilakos και Stoumbou (1996) και επιβιώνει µέχρι σήµερα µέσα από διαδοχικέ̋ ενηµερώσει̋. Οι εφαρµογέ̋ ψηφιοποίηση̋ συνοδεύτηκαν από µεθοδολογίε̋ φωτογραµµετρική̋ αποτύπωση̋ και καταγραφή̋ στο πεδίο (Patias et al. 1999). 76 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αποκατάσταση του αρχαίου οικισµού τη̋ Τούµπα̋ µε χρήση CAD, η οποία εκτό̋ από την οπτικοποίηση τη̋ ερµηνεία̋ των ανασκαφέων συνέβαλε σηµαντικά στην κατανόηση των οικοδοµικών πρακτικών που συντέλεσαν στη σύνθετη στρωµατογραφία τη̋ θέση̋ (Kotsakis et al. 1995). Η σταδιακή ψηφιοποίηση των δεδοµένων τη̋ έρευνα̋ αποτέλεσε το υπόβαθρο και για την ανάπτυξη καταγεγραµµένων ενό̋ πρότυπου αρχαιολογικών συστήµατο̋ καταλοίπων γραφική̋ (ευρήµατα απεικόνιση̋ και των αρχιτεκτονικά λείψανα) που επιτρέπει τη διερεύνηση τη̋ πληροφορία̋ µε βάση χρονικού̋ περιορισµού̋ (Koussoulakou & Stylianidis 1999, 2001) (Εικ. 3.23). Τέλο̋, η διαθεσιµότητα των ανασκαφικών δεδοµένων σε ψηφιακή µορφή συνέβαλε στην υποστήριξη ενό̋ πρότυπου συστήµατο̋ περιήγηση̋ στη θέση µε χρήση Η/Υ χειρό̋, το οποίο επιτρέπει την καθοδήγηση του επισκέπτη και την παροχή πρόσθετων πληροφοριών που συµπληρώνουν την εικόνα του χώρου (Kotsakis et al. 2003). Εικόνα 3.23. Τρισδιάστατη απεικόνιση αρχαιολογικών καταλοίπων µε χρήση χρονικών περιορισµών (παραχώρηση Α. Κουσουλάκου). Ανάλογε̋ προσπάθειε̋ για την ψηφιακή διαχείριση του ανασκαφικού υλικού έγιναν και στο ανασκαφικό πρόγραµµα του ∆ισπηλιού Καστοριά̋. Αρχικά δόθηκε έµφαση στη δηµιουργία ενό̋ πιλοτικού συστήµατο̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ µε τίτλο ΣΑΤΕΠ (Σύστηµα Ανασκαφική̋ Τεκµηρίωση̋ – Εφαρµογή Πιλοτική). Η πρότυπη αυτή εφαρµογή σχεδιάστηκε ω̋ ένα ανασκαφικό υπεραρχείο που χρησιµοποιεί τεχνικέ̋ υπερκειµένου προκειµένου να οργανώσει και συσχετίσει κείµενο, εικόνα και χωρική πληροφορία σε µια ενοποιηµένη βάση δεδοµένων (Dekoli & Hadzilakos 1999, Χατζηλάκκο̋ & ∆εκόλη 2002). Χρησιµοποιώντα̋ την εµπειρία και τα δεδοµένα από το πρόγραµµα αυτό αναπτύχθηκε πρόσφατα µία νέα εφαρµογή µε τίτλο Αρχαιόραµα 77 (Εικ. 3.24). Το σύστηµα οργανώνεται επάνω σε αλληλοσυνδεόµενα υπολογιστικά εργαλεία για την υποστήριξη τη̋ καταγραφή̋ και τη̋ διερεύνηση̋ τη̋ πληροφορία̋ στα διάφορα στάδια τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋. Ο σχεδιασµό̋ δίνει έµφαση στη διαδικτυακή πρόσβαση στο σύστηµα από πολλού̋ χρήστε̋ σε πραγµατικό χρόνο (Pfoser et al. 2007). Εικόνα 3.24. Το πρόγραµµα Αρχαιόραµα (Pfoser et al. 2007:Fig. 9). Τα τελευταία χρόνια στην κατεύθυνση τη̋ ψηφιακή̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ κινούνται πολλά ανασκαφικά προγράµµατα στη χωρά. Ενδεικτικά αναφέρεται το σύστηµα τεκµηρίωση̋ στην ανασκαφή στο Καραµπουρνάκι Θεσσαλονίκη̋ (Tsiafakis et al. 2004, Τσιαφάκη 2005), όπου µε την ανάπτυξη πρότυπη̋ τεχνολογία̋ επιδιώκεται η ψηφιακή αποτύπωση του ανασκαφικού χώρου µε χρήση CAD, η ψηφιοποίηση των εγγράφων τη̋ ανασκαφή̋, η τρισδιάστατη σάρωση ευρηµάτων και ο συνδυασµό̋ του̋ σε ένα περιβάλλον αναζήτηση̋ δεδοµένων. Εκτό̋ από τι̋ προσπάθειε̋ που περιγράφηκαν, σε πολλέ̋ άλλε̋ περιπτώσει̋ αναπτύσσονται µικρότερη̋ κλίµακα̋ εφαρµογέ̋ που αποσκοπούν στη διαχείριση µέρου̋ τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋, όπω̋ το παράδειγµα τη̋ εφαρµογή̋ Αία̋ (∆ακορώνια et al. 2006). Οι τεχνολογικέ̋ λύσει̋ που υιοθετούνται ποικίλλουν και εξαρτώνται αποκλειστικά από τι̋ ανάγκε̋ σε κάθε περίπτωση. Σε γενικέ̋ γραµµέ̋ όµω̋, η ψηφιακή τεκµηρίωση στην Ελλάδα βρίσκεται σε αρκετά πρώιµο στάδιο και αυτό οφείλεται στην έλλειψη εθνική̋ στρατηγική̋ ω̋ προ̋ την τεκµηρίωση τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋ και τη διαχείριση του όγκου τη̋ παραγόµενη̋ πληροφορία̋. Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερη σηµασία έχει η προσπάθεια για την οργάνωση ενό̋ ενιαίου συστήµατο̋ καταχώρηση̋ δεδοµένων για το σύνολο τη̋ επικράτεια̋. Το σύστηµα Πολέµων είναι (Pantos & Bekiari 1995) το ψηφιακό διαχειριστικό όργανο του Εθνικού Αρχείου Μνηµείων. Πρόκειται για ένα οµοσπονδιακό σύστηµα διαχείριση̋ βάσεων δεδοµένων µε προτυποποιηµένη καταλογογράφηση, που υποστηρίζει την εισαγωγή πληροφορία̋ για κάθε είδου̋ αρχαιολογικού µνηµείου, από ένα σηµαντικό εύρηµα µέχρι ένα κτίριο ή ένα οικισµό. Ακόµη, περιλαµβάνει τη 78 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα σύνδεση των εγγραφών µε πλατφόρµα ΣΓΠ για το γεωγραφικό του̋ εντοπισµό του̋ (Εικ. 3.25). Εικόνα 3.25. Καταχώρηση µνηµείου στον Πολέµωνα (Καλοµοιράκη̋ & Πάντου 2003:6). Η αναφορά στο σύστηµα αυτό γίνεται προκειµένου να σηµειωθεί η ιδιαίτερη έµφαση που έχει δοθεί τα τελευταία χρόνια στην ψηφιακή διαχείριση του πολιτιστικού αποθέµατο̋ στη χώρα µα̋. Η αρχιτεκτονική τη̋ συγκεκριµένη̋ κατηγορία̋ συστηµάτων, παρότι αποσκοπεί αποκλειστικά στη διαχείριση των αρχαιολογικών µνηµείων, περιλαµβάνει µια σειρά σχεδιαστικών αποφάσεων όσον αφορά του̋ τρόπου̋ εισαγωγή̋, οργάνωση̋ και διερεύνηση̋ τη̋ πληροφορία̋ του αρχείου, καθώ̋ και επιλογών όσον αφορά το είδο̋ των λογισµικών λύσεων υλοποίηση̋. Γίνεται εξειδικευµένων κατανοητό εφαρµογών ότι πρέπει οι επιµέρου̋ να λαµβάνουν προσπάθειε̋ υπόψη τη ανάπτυξη̋ δυνατότητα ενσωµάτωση̋ των ανασκαφικών δεδοµένων στο εθνικό αρχείο. 3.10. Κριτική και προοπτικέ̋ Συνοψίζοντα̋, η ψηφιακή ανασκαφική τεκµηρίωση έχει κάνει σηµαντικά βήµατα προ̋ τη δηµιουργία ολοένα και πιο σύνθετων συστηµάτων. Ωστόσο, η εικόνα αυτή µπορεί να θεωρηθεί παραπλανητική, καθώ̋ δεν επιδεικνύει απαραίτητα µια εξέλιξη. Στην πράξη, παρά τι̋ χαρακτηριστικέ̋ τεχνολογικέ̋ διαφορέ̋ των εφαρµογών που περιγράφηκαν, σχεδόν όλε̋ συνεχίζουν να χρησιµοποιούνται ακόµη και σήµερα από διαφορετικά ανασκαφικά προγράµµατα. Είναι εποµένω̋ δυνατόν δύο ανασκαφέ̋ που απέχουν πολύ µικρή απόσταση µεταξύ του̋ να παρουσιάζουν τεράστιε̋ αποκλίσει̋ ω̋ προ̋ την πληθωρικότητα του ψηφιακού ανασκαφικού µοντέλου που συγκροτούν. Πολλέ̋ από τι̋ εφαρµογέ̋ µοιάζουν να µην συνιστούν ουσιαστική πρόοδο, αλλά αντιθέτω̋, όπω̋ συνοψίζει η γνωστή έκφραση, “ξανα-ανακαλύπτουν τον 79 τροχό”. Οι αιτίε̋ που περιορίζουν την επιτυχία των ψηφιακών εφαρµογών σε ορισµένε̋ πτυχέ̋ τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋ σχετίζονται µε την πολυδιάστατη φύση του αρχαιολογικού έργου και την ποικιλία των θεωρητικών και µεθοδολογικών προσεγγίσεων. Γίνεται αντιληπτή µια τάση για τη µεµονωµένη ανάπτυξη̋ εφαρµογών που έχουν ω̋ κίνητρο προσωπικού̋ ερευνητικού̋ προβληµατισµού̋ και συνοδεύονται από την πρόκληση τη̋ αξιοποίηση̋ των νέων τεχνολογιών που συνεχώ̋ εµφανίζονται (Lock 2003:106). Ω̋ αποτέλεσµα, ελάχιστε̋ προσπάθειε̋ µέχρι στιγµή̋ έχουν επιτύχει να επεκτείνουν την αρχειακή οργάνωση των δεδοµένων προ̋ µια πιο ολοκληρωµένη ερµηνευτική προσέγγιση (González Pérez 2002). Παρόλα αυτά η έρευνα σε πεδία τη̋ αρχαιολογική̋ διαδικασία̋ που δεν έχουν αντιµετωπιστεί ικανοποιητικά µέχρι σήµερα, προσφέρει εναλλακτικέ̋ προσεγγίσει̋ και δίνει αφορµή για ουσιαστικό διάλογο. Τα υπάρχοντα παραδείγµατα πληροφοριακών συστηµάτων στην Αρχαιολογία εµφανίζουν κάποιε̋ αδυναµίε̋ που εµποδίζουν την ουσιαστική και ευρύτερη εφαρµογή του̋ στην αρχαιολογική έρευνα. Όλα κινούνται γύρω από του̋ άξονε̋ τη̋ καταγραφή̋, οργάνωση̋, πληροφορία̋, αλλά το ανάλυση̋ βάρο̋ σε και κάθε παρουσίαση̋ περίπτωση, τη̋ ακόµη αρχαιολογική̋ και στι̋ πιο ολοκληρωµένε̋ προτάσει̋, φαίνεται να πέφτει σε διαφορετικό τοµέα. Έτσι παρατηρούνται συστήµατα που δίνουν έµφαση στην αυτοµατοποίηση τη̋ καταγραφή̋ στο πεδίο (ArchaeoCAD), στην οργάνωση τη̋ πληροφορία̋ (IDEA, Archaeoinfo, IADS, Re:discovery, Αρχαιόραµα, ArchéoDATA), στη στρωµατογραφική συσχέτιση των αρχαιολογικών δεδοµένων (ArchED, Runsect, Jnet, Stratify, Proleg Stratigraf 3.5.), στην οπτικοποίηση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ (DigDug, Sidgeipa), στην ευρεία χρήση τρισδιάστατων γραφικών (ArchaeoPackPro, 3d Murale, Archave), στη χρήση υπερκειµένου (PETRA-data, Sysand, ΣΑΤΕΠ, MAD, Infra), στη χρονολογική διαχείριση των δεδοµένων (SIA+), στη χρήση ΣΓΠ (Intrasis, OpenAcrheo, G-Sys). Πιο συγκεκριµένα, οι αρχαιολογικέ̋ εφαρµογέ̋ µπορούν να διακριθούν σε τρει̋ κατηγορίε̋ ανάλογα µε το βαθµό πολυπλοκότητα̋ ω̋ προ̋ τι̋ απαιτήσει̋ του̋ σε λογισµικό, τι̋ διαδικασίε̋ ανάπτυξη̋, τον βαθµό αφαίρεση̋ του µοντέλου δεδοµένων και των λειτουργιών που καλύπτουν (González Pérez 2002) (Πιν. 3.1): α) µικρή̋ κλίµακα̋ εφαρµογέ̋ β) µεσαία̋ κλίµακα̋ εφαρµογέ̋ µε στοιχεία εξειδίκευση̋ γ) µεγάλη̋ κλίµακα̋ εφαρµογέ̋ γενικευµένη̋ χρήσεω̋ Οι πρώτε̋ περιλαµβάνουν εφαρµογέ̋ που καλύπτουν βασικέ̋ ανάγκε̋ τεκµηρίωση̋ χρησιµοποιώντα̋ παραδοσιακέ̋ λύσει̋ λογισµικού (πίνακε̋ MS Access, φύλλα Excel, κείµενα Word, αρχεία SPSS). Η ανάπτυξή του̋ αναλαµβάνεται συνήθω̋ από µεµονωµένα άτοµα µε επίπεδο γνώσεων που ποικίλει σηµαντικά ω̋ προ̋ τη χρήση και το σχεδιασµό ψηφιακών εφαρµογών. Η δεύτερη κατηγορία περιλαµβάνει πιο σύνθετε̋ (MAD, Sysand, Petra-data, ΣΑΤΕΠ, ArchéoDATA) ή πιο εξειδικευµένε̋ εφαρµογέ̋ (WinBasp, Runsect, Jnet, ArchED, Stratify), που αν και ενδεχοµένω̋ να βασίζονται σε σχετικά απλέ̋ ή και πιο σύνθετε̋ τεχνολογίε̋ λογισµικού, εντούτοι̋ παρουσιάζουν κάποιο βαθµό καινοτοµία̋ ω̋ 80 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα προ̋ την υλοποίηση ή την ιδέα εφαρµογή̋. Τα περισσότερα από αυτά τα συστήµατα χαρακτηρίζονται από µια προσέγγιση από κάτω προ̋ τα επάνω, όπου µια σχετικά γρήγορη λύση σε ένα συγκεκριµένο πρόβληµα επεκτείνεται βαθµιαία για να κάνει όλο και περισσότερε̋ λειτουργίε̋. Το τελικό πρὀόν µπορεί να είναι πολύ αποτελεσµατικό για ένα ιδιαίτερο πρόγραµµα, αλλά πολύ δύσκολο να εφαρµοστεί σε άλλε̋ περιπτώσει̋. Σε απάντηση στον πλεονασµό όλων αυτών των προσπαθειών, µερικά άτοµα και οργανώσει̋ έχουν προσπαθήσει να παράγουν προτυποποιηµένα συστήµατα γενικευµένη̋ χρήση̋ (Idea, ArchaeoInfo, Re:discovery). Αυτά έχουν γενικά αποτύχει, είτε επειδή καθοδηγούν την κωδικοποίηση των δεδοµένων είτε επειδή η προτυποποίησή του̋ από το χρήστη είναι µια πολύπλοκη διαδικασία µε αποτέλεσµα να είναι πιο χρηστική η εξολοκλήρου ανάπτυξη λύσεων µε άξονα το εκάστοτε ανασκαφικό πρόγραµµα (Schloen 2001:145-150). Η τρίτη κατηγορία περιλαµβάνει αρκετά σύνθετε̋ εφαρµογέ̋, που βασίζονται σε λογισµικά συνολική̋ ανάπτυξη̋ (IADB, ArchaeoPackPro!, Proleg Stratigraf, Sidgeipa, Αρχαιόραµα, G-Sys), στην παραµετροποίηση υφισταµένων προγραµµάτων (ArchaeoCAD, Intrasis) και στην ανάπτυξη πολλαπλών συνδεόµενων µικρότερων εφαρµογών (Archave, 3DMurale). Ακολουθούν τη λογική των προγραµµάτων ευρεία̋ χρήση̋ αν και Αναπτύσσονται κατά από περίπτωση µεγάλε̋ οµάδε̋ παρέχουν κατά τη εξειδικευµένε̋ διάρκεια λειτουργίε̋. µακροπρόθεσµων προγραµµάτων ανάπτυξη̋. Ωστόσο, παρά το σηµαντικό βαθµό τεχνολογική̋ καινοτοµία̋, πολλέ̋ εφαρµογέ̋ (κυρίω̋ όσε̋ δεν είναι εµπορικά εκµεταλλεύσιµε̋, π.χ. ArchaeoPackPro!) είναι βραχύβιε̋ λόγω τη̋ αδυναµία̋ αναβαθµίσεων. Παραδείγµατα Εφαρµογέ̋ µικρή̋ κλίµακα̋ πίνακε̋ MS Access, φύλλα Excel, κείµενα Word, αρχεία SPSS Εφαρµογέ̋ Εφαρµογέ̋ µεσαία̋ κλίµακα̋ MAD, Sysand, PetraData, ΣΑΤΕΠ, ArchéoDATA, WinBasp, Runsect, Jnet, ArchED, Stratify, Idea, ArchaeoInfo, Re:discovery Εφαρµογέ̋ µεγάλη̋ κλίµακα̋ IADB, ArchaeoPackPro!, Proleg Stratigraf, Sidgeipa, SIA+, Αρχαιόραµα, G-Sys, ArchaeoCAD, Intrasis, Archave, 3DMurale Χαρακτηριστικά • απλή τεχνολογία, • µεµονωµένη ανάπτυξη, • κάλυψη βασικών αναγκών τεκµηρίωση̋ και ανάλυση̋, • µεµονωµένη χρήση σε συγκεκριµένα ανασκαφικά προγράµµατα, • αδυναµία διασύνδεση̋ δεδοµένων • σύνθετη τεχνολογία, • βαθµιαία ανάπτυξη, • κάλυψη ειδικών αναγκών τεκµηρίωση̋ και ανάλυση̋, • περιστασιακή χρήση ανάλογα µε τι̋ ανάγκε̋ τεκµηρίωση̋ και ανάλυση̋ • δυσκολίε̋ διασύνδεση̋ δεδοµένων • τεχνολογική καινοτοµία, • συνολική και µακροπρόθεσµη ανάπτυξη, • κάλυψη συνολικών αναγκών τεκµηρίωση̋ και ανάλυση̋, • ευρεία χρήση αλλά µε δυσκολίε̋ αναβάθµιση̋ • κατά περίπτωση αυξηµένε̋ δυνατότητε̋ διασύνδεση̋ δεδοµένων Πίνακα̋ 3.1. Κατηγορίε̋ αρχαιολογικού λογισµικού και γενικά χαρακτηριστικά. 81 Συνολικά, οι διαφορετικέ̋ τάσει̋ δεν οφείλονται µόνο στι̋ τεχνολογικέ̋ λύσει̋ που προσφέρουν τα εκάστοτε χρησιµοποιούµενα λογισµικά ή στι̋ ικανότητε̋ του προσωπικού ανάπτυξη̋, αλλά έχουν σχέση και µε την ερευνητική µεθοδολογία που ακολουθείται σε κάθε αρχαιολογική αναζήτηση. Η επιλογή λογισµικού σε µεγάλο βαθµό επηρεάζεται από τι̋ ιδιαιτερότητε̋ τη̋ ανασκαφική̋ θέση̋, καθώ̋ και από τι̋ αποφάσει̋ των αρχαιολόγων σχετικά µε τη διαδικασία ψηφιοποίηση̋ τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋, δηλαδή τι ανασκαφική πληροφορία ψηφιοποιείται, µε ποιον τρόπο και πότε (Lock 2003). Ω̋ προ̋ το είδο̋ τη̋ πληροφορία̋, οι απόψει̋ διίστανται. Πολλοί αρχαιολόγοι επιλέγουν την πληροφορία που θα του̋ βοηθήσει άµεσα στη µελέτη, επειδή η διαδικασία ψηφιοποίηση̋ είναι αρκετά χρονοβόρα, ακριβή και πολύπλοκη. Αντιθέτω̋, άλλοι επιλέγουν την ψηφιοποίηση του συνόλου τη̋ ανασκαφή̋, καθώ̋ είναι αδύνατο να προδικάσουν ποια δεδοµένα θα είναι απαραίτητα για κάποια µελλοντική ανάλυση µε χρήση Η/Υ. Ο τρόπο̋ ψηφιοποίηση̋ είναι εξίσου σηµαντικό̋, καθώ̋ οι τεχνολογίε̋ αλλάζουν και συχνά η πληροφορία που ψηφιοποιείται καθίσταται άχρηστη λόγω τη̋ ασυµβατότητα̋ τη̋ διαµόρφωση̋ (format) των δεδοµένων. Συχνά λοιπόν πολλά ανασκαφικά προγράµµατα, κυρίω̋ όσα χρησιµοποίησαν πρώιµε̋ ψηφιακέ̋ εφαρµογέ̋, πρέπει είτε να ψηφιοποιήσουν την πληροφορία από την αρχή είτε να βρουν τρόπου̋ για τη µεταφορά τη̋ από διαµορφώσει̋ που τείνουν να εξαλειφθούν σε άλλε̋ πιο χρηστικέ̋. Και στι̋ δύο περιπτώσει̋ η προσπάθεια που απαιτείται είναι σηµαντική σε χρόνο, χρήµα και τεχνογνωσία. Τέλο̋, η χρονική στιγµή τη̋ ψηφιοποίηση̋ είναι σηµαντική. Χωρί̋ αµφιβολία, η άµεση ψηφιοποίηση στο πεδίο αποδεικνύεται ω̋ καλύτερη λύση, καθώ̋ επιτρέπει την κατανόηση του τρόπου οργάνωση̋ τη̋ πληροφορία̋. Αντιθέτω̋, η ψηφιοποίηση αναλογικών ανασκαφικών αρχείων συνήθω̋ περιλαµβάνει παραλείψει̋ που σχετίζονται µε το γεγονό̋ ότι ο ανασκαφέα̋ δεν είχε λάβει υπόψη του τι̋ µελλοντικέ̋ δυνατότητε̋, αλλά και του̋ πιθανού̋ περιορισµού̋ τη̋ τεχνολογία̋. Όπω̋ συνοψίζει ο Lock (2003:106), “Για τη µέγιστη ωφέλεια η υπολογιστική τεχνολογία πρέπει να αποτελεί κεντρική µέριµνα στην ανασκαφική και τη µεταανασκαφική στρατηγική, και όχι απλώ̋ κάτι το επιπρόσθετο. Ένα σύστηµα που είναι καλά σχεδιασµένο ω̋ προ̋ τη δοµή των δεδοµένων, το περιεχόµενο του̋ και τι̋ αναλυτικέ̋ δυνατότητε̋ όχι απλώ̋ µπορεί να εξυπηρετήσει αποδοτικά τι̋ υπάρχουσε̋ ανάγκε̋, αλλά µπορεί να ενθαρρύνει και να υποκινήσει νέου̋ τρόπου̋ θεώρηση̋ και αντίληψη̋ των ανασκαφικών δεδοµένων”. Σε ανάλογο τόνο ο González Pérez (2002) τονίζει το γεγονό̋ ότι οι εφαρµογέ̋ υπολογιστών στην Αρχαιολογία στερούνται ακόµη τι̋ µεθοδολογίε̋ ανάπτυξη̋ πληροφοριακών συστηµάτων που λαµβάνουν υπόψη τι̋ θεωρητικέ̋ επιπτώσει̋ του αρχαιολογικού συλλογισµού και τη̋ διαχείριση̋ των πολιτισµικών υλικών. Ο ίδιο̋ ευνοεί διαδικασίε̋ σχεδίαση̋ και ανάπτυξη̋, που µπορούν να επικυρώσουν και τη θεωρία τη̋ περιοχή̋ εφαρµογή̋, αλλά και την τεχνολογία που περιγράφεται στην περιοχή τη̋ υλοποίηση̋. Η παρατηρούµενη απουσία συγκεκριµένη̋ στρατηγική̋ 82 Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα ανάπτυξη̋ έχει ω̋ αποτέλεσµα τη δηµιουργία κλειστών συστηµάτων, δηλαδή συστηµάτων που είτε προσαρµόζονται δύσκολα σε διαφορετικού τύπου ανασκαφέ̋ είτε αποδεικνύονται αναποτελεσµατικά µε κάθε µεταβολή τη̋ ανασκαφική̋ µεθοδολογία̋ ή των τεχνικών που τη συνοδεύουν. Έτσι, παρά την αναµφισβήτητη πρόοδο τόσο στην τεχνολογία όσο και στι̋ λύσει̋ που έχουν προταθεί και υλοποιηθεί κατά καιρού̋, οι εφαρµογέ̋ για τη διαχείριση των ανασκαφικών δεδοµένων ακόµη λειτουργούν µε άξονα την αρχειοθέτηση και την προσπέλαση των δεδοµένων, αδυνατώντα̋ να προσφέρουν συγκεκριµένε̋ αναλυτικέ̋ δυνατότητε̋ που µπορούν να οδηγήσουν στη σύνθεση νέα̋ πληροφορία̋ βοηθώντα̋ την ερµηνευτική συλλογιστική. Oι ανασκαφικέ̋ εφαρµογέ̋, εκτό̋ από διαχειριστικά εργαλεία, πρέπει να λειτουργήσουν ω̋ µέσα για τη συνεχή επαναξιολόγηση τη̋ διαδικασία̋ ανασκαφή̋ και την αναδροµικότητα τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ (Lucas 2001a). Πρακτικά αυτό συνίσταται στην παροχή λειτουργιών που ενισχύουν τη γραφική αναπαράσταση, τη διερεύνηση και τη συσχέτιση των ανασκαφικών δεδοµένων. Σε αυτό το υπόβαθρο, οι ψηφιακέ̋ εφαρµογέ̋ πρέπει να παρέχουν δυνατότητε̋ λεπτοµερού̋ καταγραφή̋, δυναµική̋ διαχείριση̋, ρεαλιστική̋ οπτικοποίηση̋ και αναλυτική̋ επεξεργασία̋ των ανασκαφικών δεδοµένων επιτρέποντα̋ τον ουσιαστικό και κριτικό έλεγχο επάνω στην πορεία τη̋ έρευνα̋. Οι συγκεκριµένε̋ προδιαγραφέ̋ υποδεικνύουν ότι η ανάπτυξη ενό̋ συστήµατο̋ που υποστηρίζει την ερµηνευτική προσέγγιση είναι αρκετά σύνθετη υπόθεση. Βεβαίω̋, τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί πρότυπε̋ µεθοδολογίε̋ για την ανάλυση και τη σχεδίαση ψηφιακών πληροφοριακών συστηµάτων. Στο επόµενο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα κυριότερα εργαλεία και οι έννοιε̋ που εντάσσονται στην προσπάθεια του σχεδιασµού και τη̋ υλοποίηση̋ ενό̋ σύγχρονου ανασκαφικού συστήµατο̋. 83 “Though this be madness, yet there is method in 't.” William Shakespeare, Hamlet, Πράξη 2, Σκηνή 2 4. Μεθοδολογία ανάπτυξη̋ πληροφοριακών συστηµάτων Η συνολική αντιµετώπιση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ σε ένα ψηφιακό σύστηµα εµφανίζει καταρχά̋ υψηλέ̋ απαιτήσει̋ ω̋ προ̋ τη διαχείριση µεγάλου όγκου δεδοµένων. Για το λόγο αυτό οι µεθοδολογίε̋ ανάπτυξη̋ ενό̋ σύνθετου συστήµατο̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ σχετίζονται κυρίω̋ µε το γνωστικό αντικείµενο των συστηµάτων βάσεων δεδοµένων. Η συγκρότηση ενό̋ πληροφοριακού συστήµατο̋ εµπεριέχει την επιλογή των στοιχείων τη̋ πραγµατικότητα̋ που ενδιαφέρουν την εφαρµογή και τη µεταγραφή του̋ σε µια δοµή ψηφιακών δεδοµένων, ικανή να εξυπηρετήσει συγκεκριµένε̋ λειτουργίε̋. Όσο πιο πετυχηµένη είναι η διαδικασία µεταγραφή̋ τη̋ πραγµατικότητα̋ τόσο πιο λειτουργικό αποδεικνύεται το πληροφοριακό σύστηµα. Στο κεφάλαιο αυτό, µε αφετηρία τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋, περιγράφονται τα γενικά χαρακτηριστικά τη̋ σύνθετη̋ διαδικασία̋ που µεσολαβεί τη µετάβαση από την πραγµατικότητα στο ψηφιακό µοντέλο και αναλύεται η µεθοδολογία που χρησιµοποιήθηκε προκειµένου η παρούσα εφαρµογή να ενταχθεί σε ένα δοµηµένο πεδίο ανάπτυξη̋. 4.1. Αναπαράσταση τη̋ πραγµατικότητα̋ Η αναπαράσταση (representation) παραπέµπει εννοιολογικά στην εικαστική ή γραφική απόδοση ενό̋ θέµατο̋. Ωστόσο, στο πλαίσιο τη̋ επιστήµη̋ τη̋ Πληροφορία̋ σε διεθνέ̋ επίπεδο χρησιµοποιείται ω̋ ο κατεξοχήν όρο̋ που σχετίζεται µε διαδικασίε̋ αφαιρετική̋ ή σχηµατική̋ απόδοση̋ τη̋ πραγµατικότητα̋ ανεξάρτητα από το µέσο, δηλαδή το σηµειογραφικό σύστηµα, που χρησιµοποιείται43. Κάθε αναπαράσταση συνεπάγεται τη διάκριση τη̋ πραγµατικότητα̋ σε επιµέρου̋ στοιχεία και την αποσαφήνιση των µεταξύ του̋ σχέσεων, την επιλογή του κατάλληλου είδου̋ σηµειογραφική̋ απόδοση̋, τον καθορισµό των πρακτικών και λογικών παραµέτρων ή µεθόδων που υποστηρίζουν τη µετάβαση από την πραγµατικότητα στην αναπαράσταση και αντίστροφα, καθώ̋ και τον ξεκάθαρο προσδιορισµό των στόχων τη̋ συγκεκριµένη̋ απόπειρα̋, κύριω̋ ω̋ προ̋ την επικοινωνία τη̋ πληροφορία̋ (van der Schans 1978). Αφετηρία κάθε αναπαράσταση̋ αποτελεί το πρώτο σηµείο, δηλαδή η διάσπαση τη̋ πολύπλοκη̋ πραγµατικότητα̋ σε ένα σύνολο από διακριτέ̋ και αλληλο-συσχετιζόµενε̋ µονάδε̋ που καλούνται, στη διάλεκτο τη̋ Πληροφορική̋, οντότητε̋. Ω̋ οντότητα ορίζεται “κάθε µονάδα ή αντικείµενο µε φυσική ή εννοιολογική υπόσταση” (Στεφανάκη̋ 2003:4)44. Κάθε οντότητα περιγράφεται από ένα σύνολο ιδιοτήτων που µπορούν να διακριθούν σε θεµατικέ̋ (περιγραφικέ̋), χωρικέ̋ και χρονικέ̋ (Hadzilakos & Stoumbou 1996:22). Η θεµατική διάσταση αναφέρεται στι̋ περιγραφικέ̋ µεταβλητέ̋ που χαρακτηρίζουν κάθε οντότητα και τη διαφοροποιούν ποιοτικά από τι̋ υπόλοιπε̋45. Αυτέ̋ µπορεί να περιλαµβάνουν ποιοτικέ̋ ή ποσοτικέ̋ πληροφορίε̋, καθώ̋ και σύνθετου̋ τύπου̋ δεδοµένων, όπω̋ φωτογραφίε̋, αρχεία ήχου κτλ. Οι ίδιε̋ οι οντότητε̋ µπορεί να σχετίζονται µεταξύ του̋ µε ταξινοµικέ̋ ή τµηµονοµικέ̋ σχέσει̋, καθώ̋ και µε σχέσει̋ αλληλεπίδραση̋ (Τοµαή & Κάβουρα̋ 2002). Η ταξινοµία (taxonomy) αναφέρεται στην κατηγοριοποίηση των οντοτήτων σε τυπολογικέ̋ ιεραρχίε̋ ανάλογα µε το είδο̋, ενώ η τµηµονοµία (partonomy) στην οµαδοποίηση του̋ σε σύνολα οντοτήτων. Ω̋ σχέση αλληλεπίδραση̋ (association) ορίζεται κάθε συσχετισµό̋ ανάµεσα σε δύο οντότητε̋ µε κάποια εννοιολογική σηµασία. Κάθε οντότητα χαρακτηρίζεται από περιγραφικά χαρακτηριστικά ή γνωρίσµατα Για παράδειγµα η αναπαράσταση τη̋ πραγµατικότητα̋ στο πλαίσιο ενό̋ χάρτη µεταχειρίζεται ένα συνδυασµό γραφικών, αριθµητικών και λεκτικών σηµειογραφικών συµβάσεων. 44 Υπό αυτή την έννοια ω̋ οντότητα περιγράφεται ένα φυσικό αντικείµενο, π.χ. ένα σπίτι ή µια λίµνη, µια διαχειριστική µονάδα, π.χ. ένα νοµό̋ ή ένα οικόπεδο, ένα γεωγραφικό φαινόµενο, π.χ. η θερµοκρασία ή η υγρασία, µια έννοια, π.χ. η καλλιεργητική καταλληλότητα του εδάφου̋ ή ένα νοµικό πρόσωπο. 45 Π.χ. ο προσδιορισµό̋ µια̋ αρχαιολογική̋ θέση̋ στο χώρο συνιστά χωρική πληροφορία, η χρονολόγησή τη̋ παραπέµπει σε χρονική πληροφορία, ενώ άλλε̋ ιδιότητε̋, όπω̋ ο τύπο̋ τη̋ θέση̋, η βλάστηση που την καλύπτει και η γεωλογική σύσταση του υπεδάφου̋ αποτελούν περιγραφική πληροφορία. 43 86 Μεθοδολογία ανάπτυξη̋ (attributes) µε τιµέ̋ που µπορούν να διακριθούν σε τέσσερι̋ κατηγορίε̋ ανάλογα µε την κλίµακα µέτρηση̋ (Κωτσάκη̋ 1983:229-230)46: α) την ονοµαστική (nominal) κλίµακα, η οποία περιλαµβάνει περιγραφικά ή ποιοτικά χαρακτηριστικά που δεν µπορούν να ταξινοµηθούν µε κάποια σειρά (π.χ. κόκκινο, κεραµική, οστό), β) την τακτική (ordinal) κλίµακα, η οποία σχετίζεται µε ιδιότητε̋ που µπορούν να ταξινοµηθούν µε βάση κάποιο γνώρισµα σε κάποια σχετική σειρά (π.χ. µεγάλο, µικρό), γ) την κλίµακα διαστήµατο̋ (interval), που αναφέρεται σε κατηγορίε̋ τιµών µε ακριβή συσχέτιση λόγω τη̋ χρήση̋ µια̋ αριθµηµένη̋ κλίµακα̋ µε αυθαίρετο όµω̋ σηµείο αρχή̋ (0) και αυθαίρετη µονάδα µέτρηση̋ (π.χ. 55 m2, 57 km, 1536 µ.Χ.), και δ) την κλίµακα λόγου (ratio), που συγκεντρώνει κατηγορίε̋ τιµών µε ακριβή συσχέτιση µέσω τη̋ χρήση̋ µια̋ αριθµητική̋ κλίµακα̋ µε απόλυτο σηµείο αρχή̋ µε φυσική σηµασία και αυθαίρετη µονάδα µέτρηση̋ (50 kgr, 20 ετών). Η χωρική διάσταση αναφέρεται στα χαρακτηριστικά που περιγράφουν τη διασπορά των οντοτήτων επάνω στην επιφάνεια τη̋ γη̋. Συντίθεται από µια σειρά γνωρισµάτων που περιγράφουν τη γεωγραφική θέση, τη γεωµετρία, τα γραφικά χαρακτηριστικά και τι̋ χωρικέ̋ σχέσει̋ µε άλλε̋ οντότητε̋ (Στεφανάκη̋ 2003:5-7). Η γεωγραφική θέση αντιστοιχεί µε την τοποθεσία τη̋ οντότητα̋ στη γη και σχετίζεται µε κάποιο σύστηµα αναφορά̋ συντεταγµένων. Η γεωµετρία περιγράφει τα βασικά γεωµετρικά στοιχεία µία̋ οντότητα̋ όπω̋ σχήµα, περίµετρο, εµβαδόν και όγκο. Τα γραφικά χαρακτηριστικά καθορίζουν τι̋ παραµέτρου̋ απεικόνιση̋ κάθε οντότητα̋. Τέλο̋, οι χωρικέ̋ σχέσει̋ αφορούν του̋ συσχετισµού̋ που πηγάζουν από τη γεωγραφική θέση κάθε οντότητα̋. Οι χωρικέ̋ σχέσει̋ µπορούν να διακριθούν σε: α) τοπολογικέ̋, όπω̋ η επικάλυψη και η γειτνίαση, που παραµένουν αναλλοίωτε̋ σε τοπολογικού̋ µετασχηµατισµού̋, π.χ. στροφή, µετάθεση, αλλαγή κλίµακα̋. β) σχέσει̋ χωρική̋ ταξινόµηση̋ που βασίζονται στη διάκριση των οντοτήτων µε βάση κάποιο σχήµα χωρική̋ ταξινόµηση̋, όπω̋ ο προσανατολισµό̋, και γ) µετρητικέ̋ που συσχετίζουν τι̋ οντότητε̋ µε βάση τη µεταξύ του̋ απόσταση. Στι̋ περισσότερε̋ περιπτώσει̋ οι οντότητε̋ έχουν και χρονικό χαρακτήρα, καθώ̋ µπορούν να µεταβάλλονται στο χρόνο. Η χρονική διάσταση µια̋ οντότητα̋ περιγράφεται από τη χρονολόγηση και τι̋ χρονικέ̋ σχέσει̋ µε άλλε̋ οντότητε̋ (Στεφανάκη̋ 2003:8-11). Η χρονολόγηση αναφέρεται στη διάρκεια ζωή̋ µια̋ οντότητα̋ ή στη µεταβολή των χωρικών και θεµατικών τη̋ χαρακτηριστικών, καθώ̋ αυτά µπορεί να διαφοροποιούνται µε το χρόνο. Οι χρονικέ̋ σχέσει̋ αναφέρονται στη διάταξη των οντοτήτων στο άξονα του χρόνου µε βάση τη χρονολόγησή του̋. Η Οι δύο πρώτε̋ κατηγορίε̋ αναφέρονται σε ποιοτικέ̋ (qualitative) και οι δύο τελευταίε̋ σε ποσοτικέ̋ (quantitative) µετρήσει̋. 46 87 ενσωµάτωση του χρόνου σε µία εφαρµογή είναι δυνατή εφόσον τα χωρικά ή τα περιγραφικά χαρακτηριστικά µια̋ οντότητα̋ συσχετίζονται µε συγκεκριµένε̋ χρονικέ̋ στιγµέ̋ ή διάρκειε̋. Η τριπλή αυτή διάσταση τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ αποτελεί βασική αιτία για τι̋ αδυναµίε̋ που εµφανίζουν οι ψηφιακέ̋ εφαρµογέ̋ στην ανασκαφική τεκµηρίωση. Οι τεχνολογικοί περιορισµοί ω̋ προ̋ την πλήρη διαχείριση των τριών όψεων των αρχαιολογικών δεδοµένων και η έλλειψη στρατηγική̋ κατά το σχεδιασµό ενό̋ πληροφοριακού πραγµατικότητα̋, τα συστήµατο̋ οποία δεν συντελούν σε περιοριστικά εξυπηρετούν την ερµηνευτική µοντέλα τη̋ λογική των αρχαιολόγων (Hadzilakos & Stoumbou 1996). Η διαδικασία αναπαράσταση̋ των δεδοµένων που συναντιούνται στο πλαίσιο ενό̋ πεδίου εφαρµογή̋ ονοµάζεται µοντελοποίηση (modelling). Η δηµιουργία µοντέλων που ενσωµατώνουν τι̋ προηγούµενε̋ διαστάσει̋ των αρχαιολογικών δεδοµένων είναι βασικό στοιχείο τη̋ επιτυχία̋ µια̋ ανασκαφική̋ ψηφιακή̋ εφαρµογή̋. Ο Castleford (1992:100-101) επισηµαίνει ότι “εάν οι αρχαιολόγοι καταφέρουν να αναπτύξουν µοντέλα που θα διευκολύνουν τι̋ αναλύσει̋ των χωρικών και χρονικών φαινοµένων, όχι µόνο θα είναι σε καλύτερη θέση για να καταλάβουν την ενσωµάτωση των χωρικών και χρονικών φαινοµένων, αλλά έχουν κάθε πιθανότητα να αναπτύξουν συνδέσει̋ συνεργασία̋ µε του̋ ειδικού̋ τεχνικού̋ που ίσω̋ να είναι σε θέση να παρέχουν τη λειτουργική τεχνολογία µε την οποία τα µοντέλα µπορούν να αποκτήσουν ζωή”. 4.2. Μοντέλα δεδοµένων Ω̋ µοντέλο (model) στην Πληροφορική ορίζεται “ένα σύνολο από κατάλληλα επιλεγµένε̋ έννοιε̋ ή δοµικά στοιχεία για την αναπαράσταση τµηµάτων ενό̋ πεδίου, του πεδίου πηγή̋, σε ένα άλλο πεδίο, το πεδίο εικόνα̋47” (Στεφανάκη̋ 2003:212)48. Το υπόβαθρο οποιασδήποτε διαδικασία̋ µοντελοποίηση̋ έγκειται στον εννοιολογικό συλλογισµό (conceptualization) που ορίζεται ω̋ “ένα σύστηµα εννοιών και κατηγοριών που κατανέµουν και οργανώνουν το αντίστοιχο σύµπαν αναφορά̋ σε αντικείµενα, διαδικασίε̋ και σχέσει̋ µε ποικίλου̋ τρόπου̋” (Smith & Mark 2001:593). Η αναπαράσταση τη̋ πραγµατικότητα̋ στον Η/Υ εµπλέκει δύο µοντέλα: α) το αφαιρετικό µοντέλο τη̋ πραγµατικότητα̋, δηλαδή την αφαιρετική περιγραφή τη̋ ανθρώπινη̋ αντίληψη̋ τη̋ πραγµατικότητα̋ και β) το µοντέλο δεδοµένων, δηλαδή τον τρόπο απεικόνιση̋ τη̋ ανθρώπινη̋ αντίληψή̋ στον Η/Υ εφαρµόζοντα̋ τυποποιηµένε̋ έννοιε̋ (Στεφανάκη̋ 2003:212-213). Είναι αυτονόητο ότι το αφαιρετικό µοντέλο συνιστά µια απλοποίηση µε την έννοια ότι δεν µπορεί να περιγράψει την πραγµατικότητα µε πληρότητα και εποµένω̋, η απόδοση που δηµιουργεί διαφέρει από την ίδια την πραγµατικότητα. Οι 47 Ο όρο̋ “εικόνα” εδώ είναι µεταφορικό̋ υποδηλώνοντα̋ απεικόνιση µε τη µαθηµατική έννοια. 48 Ο αναγνώστη̋ µπορεί να συγκρίνει τον ορισµό µε την αντίστοιχη χρήση του όρου “µοντέλο” στην αρχαιολογική έρευνα, βλ. § 2.2.2. 88 Μεθοδολογία ανάπτυξη̋ λόγοι που συµβαίνει αυτό είναι η υποκειµενικότητα τη̋ αντίληψη̋ του παρατηρητή, η εσκεµµένη παράλειψη δευτερευουσών λεπτοµερειών τη̋ πραγµατικότητα̋, οι ατέλειε̋ των τεχνικών συλλογή̋ δεδοµένων και η εγγενή̋ αδυναµία των εννοιών ενό̋ µοντέλου να φιλοξενήσει όλε̋ τι̋ πτυχέ̋ τη̋ πραγµατικότητα̋ (Στεφανάκη̋ 2003:57-58). Ωστόσο, η χρησιµότητά του έγκειται στη σαφέστερη κατανόηση τη̋ πολύπλοκη̋ πραγµατικότητα̋ µέσω τη̋ απλοποιηµένη̋ περιγραφή̋ τη̋. Το µοντέλο δεδοµένων αναφέρεται στη συστηµατική, συνεκτική και προτυποποιηµένη περιγραφή τη̋ δοµή̋ µια̋ βάση̋ δεδοµένων. Η δοµή µια̋ βάση̋ συντίθεται από α) του̋ τύπου̋ δεδοµένων, β) του̋ συσχετισµού̋ µεταξύ των δεδοµένων και γ) του̋ περιορισµού̋ που ισχύουν για τα προηγούµενα. Ανάλογα µε το βαθµό αφαίρεση̋, τα µοντέλα δεδοµένων διακρίνονται µε τη σειρά του̋ σε τρει̋ κατηγορίε̋ (Elmasri & Navathe 1996:57-58, Στεφανάκη̋ 2003:47): α) Εννοιολογικά µοντέλα δεδοµένων ή µοντέλα υψηλού επιπέδου, τα οποία περιγράφουν τα δεδοµένα µε όρου̋ αντίστοιχου̋ µε τον τρόπο ανθρώπινη̋ αντίληψη̋. β) Φυσικά µοντέλα δεδοµένων ή µοντέλα χαµηλού επιπέδου, τα οποία περιγράφουν τον τρόπο αποθήκευση̋ των δεδοµένων στα αρχεία τη̋ βάση̋ γ) Λογικά µοντέλα ή µοντέλα υλοποίηση̋, τα οποία αποτελούν ένα ενδιάµεσο στάδιο µεταξύ των δύο προηγουµένων. Τα λογικά µοντέλα περιγράφουν την υλοποίηση του εννοιολογικού µοντέλου σε µια βάση δεδοµένων αποκρύπτοντα̋ λεπτοµέρειε̋ του φυσικού τρόπου αποθήκευση̋ στον Η/Υ. Ήδη πριν από τη σχεδίαση ενό̋ ψηφιακού συστήµατο̋ πρὁπάρχει το αφαιρετικό µοντέλο τη̋ πραγµατικότητα̋ που ταυτίζεται µε τη νοητική αντίληψη του τµήµατο̋ τη̋ πραγµατικότητα̋ που ενδιαφέρει το πεδίο εφαρµογή̋. Κατά τη σχεδίαση ενό̋ πληροφοριακού συστήµατο̋ αρχικά συντίθεται το εννοιολογικό µοντέλο. Σηµαντικό στοιχείο για την επιτυχία ενό̋ εννοιολογικού µοντέλου είναι η εκφραστικότητητα ω̋ προ̋ την απόδοση των διαδικασιών, αλλά και των δεδοµένων που εµπεριέχονται σε µια εφαρµογή. Ακολουθεί το λογικό µοντέλο που εξαρτάται από τον τρόπο υλοποίηση̋ που επιλέγεται και η διαδικασία ολοκληρώνεται µε το φυσικό µοντέλο στο επίπεδο τη̋ λειτουργία̋ του συστήµατο̋. Το αποτέλεσµα τη̋ µοντελοποίηση̋ των δεδοµένων µια̋ εφαρµογή̋ αναφέρεται ω̋ (εννοιολογικό, φυσικό, λογικό) σχήµα (schema) δεδοµένων (Εικ. 4.1). Τα πολλαπλά επίπεδα αντίληψη̋ των δεδοµένων και η έννοια τη̋ µετάβαση̋ από το πιο γενικό και εγγενέ̋ νοητικό σχήµα τη̋ πραγµατικότητα̋ στην ψηφιακή αναπαράσταση είναι βασικά στοιχεία τη̋ µεθοδολογία̋ ανάπτυξη̋ ψηφιακών εφαρµογών στον τοµέα τη̋ Πληροφορική̋. Από την άποψη τη̋ σχεδίαση̋ παρέχουν ένα πλαίσιο δράση̋ για την υλοποίηση ενό̋ µοντέλου δεδοµένων µε άξονα την ανθρώπινη αντίληψη και την αποτελεσµατική εκµετάλλευση των λειτουργικών πτυχών τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ που ταιριάζουν καλύτερα σε αυτή. 89 Εικόνα 4.1. Η µετάβαση από την πραγµατικότητα στο ψηφιακό αντίγραφο µέσα από τη διαδικασία µοντελοποίηση̋ (προσαρµοσµένο από Egenhofer & Frank 1992: Fig.1) 4.3. Αρχιτεκτονική Συστηµάτων Βάσεων ∆εδοµένων Ήδη από τη δεκαετία του 1970 έγιναν τα πρώτα βήµατα για τον καθορισµό κοινά αποδεκτών µεθοδολογιών, αλλά και ορολογία̋, για την αρχιτεκτονική για τα συστήµατα διαχείριση̋ βάσεων δεδοµένων. Ωστόσο, η κυριότερη ήταν η πρόταση για την αρχιτεκτονική των τριών επιπέδων, γνωστή και ω̋ ANSI-SPARC (Tsichritzis & Klug 1978). Σε ένα σύστηµα βάσεων δεδοµένων διακρίνονται τρία επίπεδα (Εικ. 4.2): α) το εσωτερικό (internal) επίπεδο περιγράφει τη φυσική οργάνωση του συνόλου των δεδοµένων τη̋ βάση̋. Καθορίζει τι̋ δοµέ̋ αποθήκευση̋ στο υλικό αποθηκευτικό µέσο, καθώ̋ και του̋ τρόπου̋ προσπέλαση̋ σε αυτά. β) το εννοιολογικό (conceptual) επίπεδο εστιάζει στη λογική δοµή των δεδοµένων τη̋ βάση̋ µέσα από την περιγραφή των οντοτήτων τη̋ πραγµατικότητα̋, των χαρακτηριστικών του̋, των µεταξύ του̋ σχέσεων, των πράξεων και των εννοιολογικών περιορισµών. γ) το εξωτερικό (external) επίπεδο αποκρύπτει λεπτοµέρειε̋ τη̋ φυσική̋ ή εννοιολογική̋ οργάνωση̋ των δεδοµένων περιγράφοντα̋ επιµέρου̋ όψει̋ των δεδοµένων ανάλογα µε τι̋ προοριζόµενε̋ χρήσει̋. Με τον τρόπο αυτό κάθε χρήστη̋ έχει πρόσβαση στα ίδια δεδοµένα, αλλά η διαδικασία αλληλεπίδραση̋ µε αυτά βασίζεται στο προσαρµοσµένο περιβάλλον εργασία̋. Κάθε επίπεδο συνδέεται µε ένα µοντέλο δεδοµένων, χαµηλού, υψηλού και µεσαίου επιπέδου, όπω̋ διακρίθηκαν στην προηγούµενη ενότητα (δηλαδή φυσικό, εννοιολογικό και λογικό µοντέλο αντιστοίχω̋). Βασικό πλεονέκτηµα τη̋ συγκεκριµένη̋ αρχιτεκτονική̋ αποτέλεσε ο διαχωρισµό̋ τη̋ λειτουργία̋ των εφαρµογών από τον τρόπο φυσική̋ οργάνωση̋ των δεδοµένων στον Η/Υ. Η διάκριση των τριών επιπέδων υποστηρίζει την ανεξαρτησία των δεδοµένων, δηλαδή τη δυνατότητα µεταβολή̋ του κατώτατου µοντέλου δεδοµένων χωρί̋ να επηρεάζεται το ανώτατο, καθώ̋ το εννοιολογικό επίπεδο παρέχει την αντιστοιχία ανάµεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό σχήµα τη̋ βάση̋ (Στεφανάκη̋ 2003:47-50, Μανωλόπουλο̋ & Παπαδόπουλο̋ 2006:80-83). 90 Μεθοδολογία ανάπτυξη̋ Εικόνα 4.2. Η αρχιτεκτονική των τριών επιπέδων κατά ANSI-SPARC (προσαρµοσµένο από Elmasri & Navathe 1996: εικ. 2.2, Μανωλόπουλο̋ & Παπαδόπουλο̋ 2006: σχ. 3.1). Ο σχεδιασµό̋ του εννοιολογικού σχήµατο̋ τη̋ βάση̋ έχει ιδιαίτερη σηµασία, καθώ̋ συγκροτεί το επίπεδο που συνδέει το φυσικό τρόπο οργάνωση̋ των δεδοµένων µε τι̋ όψει̋ των δεδοµένων που είναι ορατέ̋ από του̋ χρήστε̋. Προκειµένου η εννοιολογική οργάνωση να είναι σαφή̋ και τυποποιηµένη αναπτύχθηκαν τεχνικέ̋ διαγραµµατική̋ απεικόνιση̋ που χρησιµοποιούν γραφικού̋ συµβολισµού̋ για να δηλώσουν τα βασικά δοµικά στοιχεία ενό̋ µοντέλου δεδοµένων, δηλαδή τι̋ οντότητε̋, τα χαρακτηριστικά του̋ και τι̋ µεταξύ του̋ σχέσει̋. Το πιο διαδεδοµένο είναι το µοντέλο Οντοτήτων-Συσχετίσεων ή ΟΣ (EntityRelationship model). Βασίζεται στη θεώρηση ότι ο πραγµατικό̋ κόσµο̋ αποτελείται από οντότητε̋, οι οποίε̋ περιέχουν χαρακτηριστικά και µετέχουν σε διάφορου̋ συσχετισµού̋ µεταξύ του̋. Προτάθηκε από τον Chen (1976) ω̋ ένα̋ τρόπο̋ σηµειογραφική̋ αναπαράσταση̋ τη̋ συνολική̋ λογική̋ δοµή̋ των δεδοµένων µε βασικό στόχο τη διευκόλυνση τη̋ επικοινωνία̋ ανάµεσα σε χρήστε̋ και σχεδιαστέ̋. Ο συνηθέστερο̋ διαγραµµάτων τρόπο̋ περιγραφή̋ του Οντοτήτων-Συσχετίσεων, που µοντέλου παρέχουν αυτού ένα είναι η κατανοητό χρήση µέσο περιγραφή̋ τη̋ οργάνωση̋ των δεδοµένων ενό̋ συστήµατο̋ µέσα από τι̋ οντότητε̋, τα χαρακτηριστικά του̋ και τι̋ µεταξύ του̋ σχέσει̋. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια οι ανάγκε̋ µοντελοποίηση̋ πιο σύνθετων εφαρµογών, όπω̋ CAD και ΣΓΠ, καθιστούν ανεπαρκεί̋ τι̋ έννοιε̋ που προσφέρονται από το µοντέλο αυτό. Στη θέση του αναπτύχθηκαν πιο εκφραστικά µοντέλα, όπω̋ το εκτεταµένο µοντέλο οντοτήτων-συσχετίσεων (Εικ. 4.3) και το αντικειµενοστρεφέ̋ µοντέλο (Εικ. 4.4) (Μανωλόπουλο̋ & Παπαδόπουλο̋ 2006:99115). 91 Εικόνα 4.3. Εκτεταµένο Μοντέλο Οντοτήτων-Συσχετίσεων µε επίκεντρο τα ευρήµατα µια̋ ανασκαφή̋. Η ένδειξη ISA (is a) αναφέρεται σε σχέση κατηγορία̋-υποκατηγορία̋ (προσαρµοσµένο από Hadzilakos & Stoumbou 1996: fig. 2). Εικόνα 4.4. Προσαρµογή παραδείγµατο̋ εικόνα̋ 4.3 στο αντικειµενοστρεφέ̋ µοντέλο σύµφωνα µε τηγλώσσα ορισµού αντικειµένων ODL (βλ. Elmasri & Navathe 1996:499-505). 92 Μεθοδολογία ανάπτυξη̋ 4.4. Η Αντικειµενοστρέφεια στην τεχνολογία λογισµικού Το αντικειµενοστρεφέ̋ µοντέλο σχετίζεται µε εξελίξει̋ που πραγµατοποιήθηκαν σε διάφορου̋ τοµεί̋ τη̋ τεχνολογία̋ λογισµικού. Πρόκειται για την αντικειµενοστρεφή προσέγγιση των ψηφιακών συστηµάτων που χρησιµοποιείται σε διαφορετικά πεδία εφαρµογή̋. Ήδη αναφέρθηκαν οι αντικειµενοστρεφεί̋ βάσει̋ δεδοµένων, ωστόσο υπάρχουν οι αντικειµενοστρεφεί̋ γλώσσε̋ προγραµµατισµού που αποτέλεσαν και την πηγή του παραδείγµατο̋ (Smalltalk, C++, Java, MS Visual Basic), η αντικειµενοστρεφή̋ σχεδίαση λογισµικού και η αντικειµενοστρεφή̋ ανάπτυξη γραφικών χρηστικών περιβαλλόντων. Τα οφέλη που προέρχονται από την αντικειµενοστρεφή τεχνολογία είναι πολλά, και περιλαµβάνουν την επεκτασιµότητα, την επαναχρησιµοποίηση, τον περιορισµό τη̋ πολυπλοκότητα̋, τη χρηστική ευκολία, κλπ. (Blaha & Premerlani 1998). Ειδικά στην ανάπτυξη πληροφοριακών συστηµάτων η αντικειµενοστρεφή̋ σχεδίαση επιτρέπει τη δηµιουργία εννοιολογικών µοντέλων µε αυξηµένη εκφραστικότητα που µπορούν να αποδώσουν µε µεγαλύτερη ακρίβεια την πραγµατικότητα. Επιπλέον, υποστηρίζει καλύτερα τη σύνδεση µεταξύ του εννοιολογικού και του λογικού µοντέλου τη̋ βάση̋, καθώ̋ µεταχειρίζεται και στι̋ δύο περιπτώσει̋ ταυτόσηµε̋ έννοιε̋ (Egenhofer & Frank 1992). Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρκετέ̋ προσπάθειε̋ ενσωµάτωση̋ αντικειµενοστρεφών εννοιών σε ανασκαφικά συστήµατα τεκµηρίωση̋49. 4.4.1. Βασικέ̋ έννοιε̋ Αντικειµενοστρέφεια̋ Η αντικειµενοστρέφεια µπορεί να οριστεί ω̋ µια στρατηγική οργάνωση̋ ενό̋ πληροφοριακού συστήµατο̋ σαν συλλογή αντικειµένων που συνδυάζουν δεδοµένα και συµπεριφορά (Blaha & Premerlani 1998). Τα περισσότερα εγχειρίδια βάσεων δεδοµένων περιέχουν µια ανασκόπηση των βασικών στοιχείων αντικειµενοστρέφεια̋ (Elmasri & Navathe 1996, Στεφανάκη̋ 2003, Μανωλόπουλο̋ & Παπαδόπουλο̋ 2006). Κεντρικό στοιχείο τη̋ προσέγγιση̋ είναι το αντικείµενο (object). Ένα αντικείµενο ταυτίζεται µε µια συγκεκριµένη οντότητα, υπαρκτή ή εννοιολογική, που κατέχει κάποιο συγκεκριµένο ρόλο στο πεδίο εφαρµογή̋. Κάθε αντικείµενο συντίθεται από τρει̋ συνιστώσε̋: την ταυτότητα (identity), την κατάσταση (state) και τη συµπεριφορά (behaviour). Η ταυτότητα ξεχωρίζει κάθε αντικείµενο. Είναι µοναδική και ορίζεται εσωτερικά από τη βάση δεδοµένων. Εξυπηρετεί τον προσδιορισµό ενό̋ αντικειµένου ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά που µπορεί να έχει. Η κατάσταση ενό̋ αντικειµένου καθορίζεται από τι̋ τιµέ̋ των διάφορων χαρακτηριστικών του. Κάθε αντικείµενο µπορεί να βρίσκεται σε σταθερή κατάσταση στη διάρκεια τη̋ ύπαρξή̋ του ή να µεταβάλλεται. Σε αυτή την περίπτωση κάθε αντικείµενο περιλαµβάνει διαφορετικέ̋ 49 εκδοχέ̋ (versions). Τέλο̋, η συµπεριφορά αναφέρεται στι̋ βλ. κεφ. 3 τι̋ περιπτώσει̋ Archaeoinfo, SIA+, 3D Murale και Intrasis. 93 προγραµµατιστικέ̋ ρουτίνε̋ ή πράξει̋ (operations) ή µεθόδου̋ (methods) που µπορούν να εκτελεστούν στο αντικείµενο50. Η ενσωµάτωση των προγραµµατιστικών µεθόδων και των χαρακτηριστικών που περιλαµβάνει σε µία ενιαία µονάδα ονοµάζεται ενθυλάκωση (encapsulation). Βασικό πλεονέκτηµα τη̋ ενθυλάκωση̋ αποτελεί η ικανότητα τροποποίηση̋ των προγραµµατιστικών µεθόδων που υλοποιούν ένα αντικείµενο, χωρί̋ να επηρεάζεται το υπόλοιπο σύστηµα, προσφέροντα̋ δυνατότητε̋ επεκτασιµότητα̋ και εύκολη̋ επαναχρησιµοποίηση̋ κώδικα. Επιπλέον, απαλλάσσει το χρήστη από την κατανόηση λεπτοµερειών που σχετίζονται µε τον τρόπο υλοποίηση̋ των διάφορων µεθόδων τη̋ εφαρµογή̋. Ο πολυµορφισµό̋ (polymorphism) υπονοεί τη δυνατότητα υλοποίηση̋ τη̋ ίδια̋ πράξη̋ µε διαφορετικό τρόπο, όταν εφαρµόζεται σε διαφορετικά αντικείµενα51. Η ιδιότητα αυτή προάγει τη επαναχρησιµοποίηση κώδικα, καθώ̋ οδηγεί στη σύνταξη γενικών πράξεων που λειτουργούν όχι µόνο για υπάρχοντα αντικείµενα, αλλά και για πιθανέ̋ µελλοντικέ̋ προσθήκε̋. Η κατηγοριοποίηση (classification) επιτρέπει την οργάνωση των αντικειµένων που περιλαµβάνουν παρόµοια γνωρίσµατα, συµπεριφορά και συσχετισµού̋ µε άλλα αντικείµενα σε κατηγορίε̋ ή κλάσει̋ (classes) αντικειµένων. Κάθε αντικείµενο που καταχωρείται στο πλαίσιο µια̋ κλάση̋ χαρακτηρίζεται ω̋ ένα µοναδικό και αυτοτελέ̋ στιγµιότυπο (instance) τη̋ συγκεκριµένη̋ κλάση̋. Με την έννοια τη̋ κληρονοµικότητα̋ (inheritance) προσφέρεται η δυνατότητα σε δύο κλάσει̋ αντικειµένων να µοιραστούν κοινά χαρακτηριστικά και µεθόδου̋. Η κληρονοµικότητα χρησιµοποιείται για την κατασκευή ιεραρχιών εξειδίκευση̋ (specialisation hierarchies) που περιλαµβάνουν υπερκλάσει̋ και υποκλάσει̋. Η κληρονοµικότητα µπορεί να είναι επιλεκτική ή πολλαπλή. Στην πρώτη περίπτωση µια υποκλάση κληρονοµεί µέρο̋ τη̋ κατάσταση̋ και τη̋ συµπεριφορά̋ µια̋ υπερκλάση̋, ενώ στη δεύτερη είναι δυνατή η κληροδότηση χαρακτηριστικών και µεθόδων σε µία υποκλάση από διαφορετικέ̋ υπερκλάσει̋. Οι σχέσει̋ καθορίζουν του̋ συσχετισµού̋ ανάµεσα στα αντικείµενα τη̋ βάση̋. Κάθε σχέση περιλαµβάνει ένα λόγο πληθικότητα̋ (cardinality ratio) που ρυθµίζει το πλήθο̋ των αντικειµένων µια̋ κλάση̋ που µπορούν να σχετίζονται µε ένα ή περισσότερα αντικείµενα µια̋ άλλη̋ κλάση̋. Οι λόγοι πληθικότητα̋ µπορεί να είναι ένα προ̋ ένα (1:1), ένα προ̋ πολλά (1:m) και πολλά προ̋ πολλά (m:n). Υπάρχουν διαφορετικών ειδών σχέσει̋. Η συσχέτιση (association) περιγράφει µια φυσική ή εννοιολογική σχέση ανάµεσα σε αντικείµενα δύο ή περισσότερων κλάσεων. Η γενίκευση (generalisation) αναφέρεται σε µία σχέση ανάµεσα σε µία πιο γενική (υπερκλάση) και µία πιο εξειδικευµένη (υποκλάση) κλάση επιτρέποντα̋ την Παραδείγµατα βασικών µεθόδων ενό̋ αντικειµένου αποτελούν η δηµιουργία, η διαγραφή, η ενηµέρωση και η προσωρινή ανάκτησή του στο πλαίσιο µια̋ εφαρµογή̋. 51 Π.χ. όταν ο χρήστη̋ εκτελεί την πράξη “εκτύπωση” πατώντα̋ στο αντίστοιχο εικονίδιο, στέλνεται το ίδιο µήνυµα σε διαφορετικά αντικείµενα. Ωστόσο, η υλοποίηση τη̋ εντολή̋ από το κάθε αντικείµενο διαφέρει. Έτσι ένα κυκλικό αντικείµενο θα εκτυπώσει ένα κύκλο, ενώ ένα τριγωνικό αντικείµενο θα εκτυπώσει ένα τρίγωνο. 50 94 Μεθοδολογία ανάπτυξη̋ δηµιουργία των ιεραρχιών εξειδίκευση̋. Η συνάθροιση (aggregation) αναφέρεται στη συσχέτιση ενό̋ ευρύτερου αντικειµένου µε τα επιµέρου̋ αντικείµενα που το συγκροτούν επιτρέποντα̋ την συγκρότηση ιεραρχιών συµπερίληψη̋ (containment hierarchies)52. Συνολικά, οι έννοιε̋ και οι διαδικασίε̋ που υποστηρίζει η αντικειµενοστρεφή̋ προσέγγιση συγκροτούν ένα εκφραστικό και πολυεπίπεδο σύστηµα µοντελοποίηση̋ τη̋ εγγενού̋ πολυπλοκότητα̋ του πραγµατικού κόσµου. 4.4.2. Αντικειµενοστρεφή̋ ανάπτυξη πληροφοριακών συστηµάτων Η αυξηµένη εκφραστικότητα των αντικειµενοστρεφών εννοιών οδήγησαν στην επικράτηση τη̋ προσέγγιση̋ τη̋ αντικειµενοστρεφού̋ ανάλυση̋ και σχεδίαση̋ (Object Oriented Analysis and Design - OOAD), ω̋ προ̋ την οργάνωση και την τυποποίηση των διαδικασιών ανάπτυξη̋ ενό̋ πληροφοριακού συστήµατο̋ (Dennis et al. 2002). Η αντικειµενοστρεφή̋ ανάπτυξη λογισµικού είναι µια οργανωµένη µεθοδολογία για την ανάλυση και τη σχεδίαση συνολικών πληροφοριακών συστηµάτων. Ο τελικό̋ χρήστη̋ βρίσκεται στο επίκεντρο τη̋ σχεδίαση̋, µε αποτέλεσµα η ανάπτυξη να είναι επαυξητική και επαναληπτική, προσφέροντα̋ την ευελιξία διαδοχικών δοκιµών και αναθεωρήσεων σε όλη τη διάρκεια του σχεδιασµού. Αυτό επιτρέπει στο χρήστη να εξετάσει και να σηµειώσει παρατηρήσει̋ που ανατροφοδοτούν το σχεδιασµό, καθώ̋ η λειτουργικότητα προστίθεται σταδιακά και όχι κατά τη διάρκεια τη̋ τελική̋ δοκιµαστική̋ φάση̋, όπω̋ συνέβαινε σε πολλέ̋ από τι̋ παλαιότερε̋ µεθοδολογίε̋ ανάπτυξη̋. Πολύ σηµαντική υπήρξε η συγκρότηση τη̋ Ενοποιηµένη̋ Γλώσσα̋ Μοντελοποίηση̋ (Unified Modelling Language - UML) ω̋ πρότυπη διαγραµµατική σηµειογραφία για την αντικειµενοστρεφή ανάπτυξη πληροφοριακών συστηµάτων. Προτάθηκε το 1995 από τη Rational Software (Booch et al. 1995) µια εταιρεία µε εµπειρία στην ανάπτυξη εργαλείων για τη σχεδίαση λογισµικού. Το 1997 η UML έγινε αποδεκτή ω̋ πρότυπο για την αντικειµενοστρεφή ανάπτυξη από την OMG (Object Management Group), την κοινοπραξία προτυποποίηση̋ αντικειµενοστρεφών συστηµάτων. Αν και η UML δηµιουργήθηκε για τη συνολική υποστήριξη τη̋ ανάπτυξη̋ λογισµικού, πολλά από τα διαγράµµατα που περιλαµβάνει µπορούν να χρησιµοποιηθούν κατά τη σχεδίαση τη̋ βάση̋ δεδοµένων στην οποία θα έχουν πρόσβαση τα τµήµατα του λογισµικού µια̋ εφαρµογή̋. ∆ύο τύποι διαγραµµάτων έχουν ιδιαίτερη σηµασία στην ανάπτυξη ενό̋ συστήµατο̋ βάσεων δεδοµένων, το διάγραµµα περιπτώσεων χρήση̋ (use-case diagram) και το διάγραµµα κλάσεων (class diagram) (Dennis et al. 2002). Οι έννοιε̋ τη̋ κλάση̋ και των διάφορων σχέσεων ανάµεσα στα αντικείµενα ονοµάζονται µηχανισµοί αφαίρεση̋ (abstraction mechanisms), καθώ̋ ουσιαστικά πρόκειται για τρόπου̋ αφαιρετική̋ απόδοση̋ τη̋ πολύπλοκη̋ πραγµατικότητα̋ σε ένα µοντέλο περιγραφή̋. 52 95 Το πρώτο αναφέρεται σε ένα πρότυπο µέσο απεικόνιση̋ των βασικών διαδικασιών που περιγράφουν την αλληλεπίδραση του χρήστη µε το πληροφοριακό σύστηµα. Η δηµιουργία ενό̋ διαγράµµατο̋ περιπτώσεων χρήση̋ αποτελεί µια διαδικασία που αναλύεται σε δύο βήµατα. Αρχικά συντάσσονται γραπτέ̋ περιγραφέ̋ των επιµέρου̋ διαδικασιών του πεδίου εφαρµογή̋ ακολουθώντα̋ καθορισµένα πρότυπα σύνταξη̋, οι οποίε̋ στη συνέχεια µεταφράζονται σε ένα διάγραµµα που αναπαριστά τι̋ δραστηριότητε̋ που εκτελούν οι χρήστε̋ του συστήµατο̋. Το διάγραµµα σκιαγραφεί τον τρόπο σύνδεση̋ των δραστηριοτήτων χωρί̋ να καθορίζει τον τρόπο υλοποίησή̋ του̋ (Εικ. 4.5). Η χρήση του συµβάλλει στην κατανόηση και την επικοινωνία µε του̋ χρήστε̋ των βασικών λειτουργιών που καλείται να καλύψει το σύστηµα. Εικόνα 4.5. Βασικά γραφικά συστατικά ενό̋ διαγράµµατο̋ χρήση̋. Τα σενάρια περιπτώσεων χρήση̋ µπορούν να χρησιµοποιηθούν εξίσου αποτελεσµατικά και για την περιγραφή τη̋ ροή̋ εργασιών του πεδίου εφαρµογή̋ πριν τη σχεδίαση ενό̋ ψηφιακού συστήµατο̋. Σε αυτή την περίπτωση συντίθενται στη µορφή ελεύθερου κειµένου που περιγράφει τι̋ επιµέρου̋ διαδικασίε̋ του πεδίου εφαρµογή̋. Και στι̋ δύο περιπτώσει̋ τα σενάρια περιπτώσεων χρήση̋ µπορούν να χρησιµοποιηθούν για τη σύνθεση ενό̋ διαγράµµατο̋ περιπτώσεων χρήση̋ το οποίο λειτουργεί και ω̋ ένα εποπτικό µέσο περιγραφή̋ των διαδικασιών του πεδίου εφαρµογή̋ πριν και µετά τη σχεδίαση του πληροφοριακού συστήµατο̋ (βλ. Cockburn 2000). Το δεύτερο επιτρέπει την τυποποιηµένη περιγραφή τη̋ στατική̋ άποψη̋ ενό̋ πληροφοριακού συστήµατο̋, δηλαδή των επιµέρου̋ δεδοµένων που περιλαµβάνει. Το διάγραµµα κλάσεων προσοµοιάζει τα διαγράµµατα του εκτεταµένου µοντέλου 96 Μεθοδολογία ανάπτυξη̋ οντοτήτων-συσχετίσεων και µπορεί να χρησιµοποιηθεί για τη σχεδίαση τόσο του εννοιολογικού όσο και του λογικού µοντέλου µια̋ βάση̋ δεδοµένων (Εικ. 4.6 και 4.7). Εικόνα 4.6. Βασικά γραφικά συστατικά ενό̋ διαγράµµατο̋ κλάσεων. Εικόνα 4.7. Προσαρµογή παραδείγµατο̋ εικόνα̋ 4.3 στο πρότυπο UML. Περιλαµβάνονται παραδείγµατα µεθόδων. Ο σχεδιασµό̋ των διαγραµµάτων περιπτώσεων χρήση̋ και κλάσεων γίνεται µε ειδικά εργαλεία ανάπτυξη̋ λογισµικού, πιο γνωστά ω̋ εργαλεία CASE (Computer Assisted Systems Engineering). Η ανάπτυξη των εργαλείων αυτών είχε ω̋ βασικό στόχο την επιτάχυνση τη̋ διαδικασία̋ σχεδιασµού και υλοποίηση̋, την τεκµηρίωση και την αυτοµατοποίηση των επιµέρου̋ σχεδιαστικών βηµάτων. Η χρήση του̋ επιτρέπει τη διαγραµµατική µοντελοποίηση χρησιµοποιώντα̋ προτυποποιηµένα γραφικά σχήµατα τη̋ UML. Η σχεδίαση του λογικού σχήµατο̋ διευκολύνεται περαιτέρω από την υποστήριξη µηχανισµών ελέγχου λαθών. Το σηµαντικό πλεονέκτηµα των εργαλείων CASE έγκειται στη δυνατότητα εξαγωγή̋ των 97 διαγραµµάτων σε διάφορε̋ µορφέ̋ αρχείων, µεταξύ των οποίων και µεταβατικά αρχεία που επιτρέπουν την αυτόµατη µετατροπή του λογικού µοντέλου δεδοµένων στο φυσικό σχήµα τη̋ βάση̋. 4.5. Στάδια ανάπτυξη̋ πληροφοριακών συστηµάτων Η δηµιουργία ενό̋ συστήµατο̋ διαχείριση̋ βάσεων δεδοµένων είναι µια βηµατική διαδικασία γνωστή ω̋ κύκλο̋ ζωή̋ τη̋ ανάπτυξη̋ ενό̋ πληροφοριακού συστήµατο̋ (Hadzilakos & Stoumbou 1996). Οι Elmasri και Navathe (1996:79-81) διακρίνουν τη διαδικασία µετάβαση̋ από το αφαιρετικό µοντέλο στα επιµέρου̋ µοντέλα δεδοµένων σε µια σειρά σταδίων. Πολλέ̋ από τι̋ µεθόδου̋ και τα εργαλεία τη̋ αντικειµενοστρεφού̋ προσέγγιση̋ µπορούν να προσαρµοστούν στα επιµέρου̋ στάδια ανάπτυξη̋ που προτείνεται από του̋ προηγούµενου̋ συγγραφεί̋. Η συνολική προσέγγιση επιτρέπει την ορθολογική και δοµηµένη ανάπτυξη ενό̋ συστήµατο̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋. Πιο συγκεκριµένα, ω̋ αφετηρία του κύκλου ζωή̋ ορίζεται η ανάλυση του πεδίου εφαρµογή̋ προκειµένου να διαµορφωθούν οι απαιτήσει̋ του συστήµατο̋ ω̋ προ̋ τα δεδοµένα και τι̋ αναµενόµενε̋ χρηστικέ̋ λειτουργίε̋. Οι αντικειµενοστρεφεί̋ µεθοδολογίε̋ προτείνουν ένα πλήθο̋ από τεχνικέ̋ για τη συγκέντρωση των χρηστικών απαιτήσεων και την εννοιολογική περιγραφή των δεδοµένων τη̋ εφαρµογή̋ (Dennis et al. 2002:91-149). Ενδεικτικά αναφέρονται η συνέντευξη (interview) ή οι οµαδικέ̋ συνεδρίε̋ (Joint Application Design sessions), η συµµετοχική παρατήρηση (participant observation), η χρήση ερωτηµατολογίων (questionnaires), η ανάλυση των εγγράφων (document analysis) του πεδίου εφαρµογή̋ και η συγκριτική αξιολόγηση (benchmarking) των επιχειρησιακών διαδικασιών. Μέσα από τι̋ τεχνικέ̋ αυτέ̋ επιτυγχάνεται η κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων του πεδίου εφαρµογή̋, προσδιορίζονται οι βελτιώσει̋ που µπορεί να προσφέρει η εισαγωγή τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ και συγκροτείται η ιδέα του σχεδιαζόµενου συστήµατο̋. Η περιγραφή τη̋ ροή̋ εργασιών του πεδίου εφαρµογή̋ λαµβάνει χώρα µε σενάρια και διαγράµµατα περιπτώσεων χρήση̋. Απόρροια τη̋ ανάλυση̋ είναι και η επιλογή του κατάλληλου λογισµικού που διαχειρίζεται το χρηστικό κέλυφο̋ τη̋ συνολική̋ εφαρµογή̋. Όπω̋ περιγράφηκε στο τρίτο κεφάλαιο οι εφαρµογέ̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ έχουν χρησιµοποιήσει πολλέ̋ και διαφορετικέ̋ τεχνολογίε̋ σε µια προσπάθεια να επιτύχουν αυξηµένη λειτουργικότητα για του̋ σκοπού̋ τη̋ έρευνα̋. Η ανάλυση του πεδίου εφαρµογή̋ περιγράφει τα κριτήρια που καλείται να καλύψει το χρηστικό λογισµικό προκειµένου να πετύχει την επιθυµητή λειτουργικότητα. Η σωστή επιλογή λαµβάνει υπόψη τη̋ υφιστάµενε̋ τεχνολογίε̋ και αναζητά του̋ τρόπου̋ που µπορούν να χρησιµοποιηθούν για να επιτευχθεί η υλοποίηση του συστήµατο̋. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται το πρόβληµα τη̋ συνολική̋ ανάπτυξη̋ και η υλοποίηση µπορεί να περιοριστεί στην τροποποίηση υφιστάµενων λύσεων λογισµικού. 98 Μεθοδολογία ανάπτυξη̋ Τα µέσα για την πραγµατοποίηση τη̋ επιλογή̋ είναι η αναζήτηση παραδειγµάτων που προέρχονται από το ίδιο ή κάποιο άλλο σχετικό πεδίο εφαρµογή̋. Οι τεχνολογικέ̋ λύσει̋ επισηµαίνονται, περιγράφονται τα βασικά του̋ συστατικά και προτείνονται ιδέε̋ για την υπερπήδηση των µειονεκτηµάτων που εµφανίζουν ω̋ προ̋ τη συγκεκριµένη εφαρµογή του̋. Τα αποτελέσµατα τη̋ ανάλυση̋ αποτελούν αντικείµενο συζήτηση̋ µε του̋ εµπλεκόµενου̋ χρήστε̋ προκειµένου να εντοπιστούν πιθανά προβλήµατα και λύσει̋ σχετικά µε τη χρήση κάθε πιθανή̋ τεχνολογία̋. Η ορθή επιλογή του χρηστικού λογισµικού κρίνεται από το βαθµό παραµετροποίηση̋ που θα χρειαστεί προκειµένου να επιτελέσει τι̋ προβλεπόµενε̋ λειτουργίε̋. Στόχο̋ τη̋ παρούσα̋ έρευνα̋ υπήρξε ο περιορισµό̋ των απαιτήσεων σε προγραµµατισµό. Το επόµενο βήµα είναι ο σχεδιασµό̋ του εννοιολογικό µοντέλου τη̋ εφαρµογή̋ µε τη χρήση των εννοιών τη̋ αντικειµενοστρεφού̋ προσέγγιση̋. Το εννοιολογικό µοντέλο δεν περιλαµβάνει λεπτοµέρειε̋ υλοποίηση̋ και λειτουργεί ω̋ αναφορά για να εξασφαλιστεί ότι οι χρηστικέ̋ απαιτήσει̋ ικανοποιούνται και δεν εµπεριέχουν παρανοήσει̋ ή αντιθέσει̋. Η σχεδίασή του µπορεί να ακολουθήσει το πρότυπο του διαγράµµατο̋ κλάσεων προκειµένου να εκµεταλλευτεί την εκφραστικότητα και την αναγνωσιµότητα που προσφέρει. Η εννοιολογική µοντελοποίηση των δεδοµένων συνοδεύεται και από την περιγραφή των βασικών λειτουργιών του συστήµατο̋ µέσα από τη διατύπωση σεναρίων περιπτώσεων χρήση̋ και τη σύνθεση του αντίστοιχου διαγράµµατο̋ που περιγράφει την αλληλεπίδραση του χρήστη µε το σύστηµα. Στη συνέχεια πραγµατοποιείται ο σχεδιασµό̋ του λογικού µοντέλου σύµφωνα µε τι̋ απαιτήσει̋ τη̋ τεχνολογία̋ βάσεων δεδοµένων που χρησιµοποιείται. Οι εφαρµογέ̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ έχουν µεταχειριστεί πολλέ̋ διαφορετικέ̋ τεχνολογίε̋ που βασίζονται σε σχεσιακέ̋, αντικειµενοστρεφεί̋ και αντικειµενοσχεσιακέ̋ βάσει̋ δεδοµένων53. Η καταλληλότητα κάθε τεχνολογία̋ βασίζεται στου̋ σκοπού̋ τη̋ σχεδιαζόµενη̋ εφαρµογή̋ (Elmasri & Navathe 1996, Μανωλόπουλο̋ & Παπαδόπουλο̋ 2006). Το σχεσιακό πρότυπο συνιστά την καθιερωµένη προσέγγιση στο λογικό επίπεδο. Η οργάνωση των δεδοµένων γίνεται µε βάση συνδεόµενου̋ πίνακε̋. Ωστόσο, παρότι το σχεσιακό πρότυπο αναπτύσσεται επάνω σε ένα αρκετά τεκµηριωµένο µαθηµατικό υπόβαθρο, τη θεωρία συνόλων, περιλαµβάνει περιορισµού̋ από την άποψη του ορισµού τη̋ συµπεριφορά̋ των δεδοµένων (δηλαδή τι̋ πράξει̋, τι̋ αλληλεπιδράσει̋ και τη σηµασιολογία). Από την άλλη το αντικειµενοστρεφέ̋ πρότυπο δε στηρίζεται σε στέρεε̋ µαθηµατικέ̋ βάσει̋ και έχει κατηγορηθεί ότι αποµακρύνει από τη σιγουριά του σχεσιακού µοντέλου, µε αποτέλεσµα οι υλοποιήσει̋ να είναι πιο δύσχρηστε̋. Ω̋ πρόσθετα µειονεκτήµατα αναφέρονται η απουσία προτυποποίηση̋ ω̋ προ̋ το µοντέλο ανάπτυξη̋ και η αυξηµένη πολυπλοκότητα ω̋ προ̋ την υλοποίηση των διεργασιών 53 φυσική̋ διαχείριση̋ των δεδοµένων. Η χρήση του σταδιακά βλ. κεφ. 3 99 απορρίπτεται παρά την αρχική πεποίθηση ότι αποτελούσε µια πραγµατική αλλαγή στον τρόπο υλοποίηση̋ των βάσεων δεδοµένων. Για να εκµεταλλευτούν και τι̋ σχεσιακέ̋ και τι̋ αντικειµενοστρεφεί̋ έννοιε̋, οι πρόσφατε̋ εξελίξει̋ έχουν εστιάσει στο συνδυασµό των πλεονεκτηµάτων από τι̋ δύο κατηγορίε̋ σε αυτό που καλείται αντικείµενο-σχεσιακό µοντέλο. Αυτή η προσέγγιση επεκτείνει το σχεσιακό µοντέλο ενσωµατώνοντα̋ αντικειµενοστρεφεί̋ έννοιε̋. Βασικό πλεονέκτηµα τη̋ αντικειµενοστρέφεια̋ είναι ο καθορισµό̋ κανόνων επικύρωση̋ και περιορισµών ακεραιότητα̋ για κάθε οντότητα. Η ενσωµάτωσή µέσω του ορισµού του̋ στο εσωτερικό τη̋ βάση̋ πετυχαίνει ορθότερη σηµασιολογία. Ο συνδυασµό̋ των δύο προσεγγίσεων συµβάλλει στο σαφή προσδιορισµό τη̋ συµπεριφορά̋ µια̋ οντότητα̋ και στην πλήρη αξιοποίηση τη̋ σταθερότητα̋ που προσφέρει η σχεσιακή τεχνολογία. Παράλληλα µε την οργάνωση των δεδοµένων, αναπτύσσεται το κέλυφο̋ τη̋ εφαρµογή̋ σύµφωνα µε την επιλογή που προηγήθηκε και λαµβάνοντα̋ υπόψη την τεχνολογία βάσεων δεδοµένων που θα χρησιµοποιηθεί. Πιο συγκεκριµένα σχεδιάζονται οι δοσοληψίε̋ ανάµεσα στο κέλυφο̋ τη̋ εφαρµογή̋ και τη βάση δεδοµένων και υλοποιούνται προγραµµατιστικά. Τέλο̋, πραγµατοποιείται η υλοποίηση του φυσικού µοντέλου τη̋ βάση̋, συνήθω̋ σε κάποιο εµπορικό σύστηµα βάσεων δεδοµένων, κατά το οποίο προσδιορίζονται οι εσωτερικέ̋ δοµέ̋ αποθήκευση̋ και η οργάνωση των επιµέρου̋ αρχείων. Η διαδικασία µπορεί να πραγµατοποιηθεί αυτοµατοποιηµένα, εφόσον το επιτρέπει το λογισµικό βάσεων δεδοµένων που χρησιµοποιείται. Η δυνατότητα αυτή σχετίζεται µε την τεχνολογία XMI (XML Metadata Interchange), η οποία βασίζεται στη γλώσσα XML (Brodsky 1999)54. Η XMI συνιστά ένα πρωτόκολλο του Object Management Group (OMG) που λειτουργεί ω̋ ενδιάµεση τυποποιηµένη µορφή αρχείου και εξυπηρετεί την εξαγωγή και ανασύσταση στατικών µοντέλων UML ανάµεσα σε διαφορετικά λογισµικά. Ουσιαστικά συγκροτεί ένα πρότυπο, το οποίο καθορίζει τη δοµή αποθήκευση̋ ενό̋ µοντέλου UML σε ένα XML αρχείο. Η XMI σήµερα υποστηρίζεται από τι̋ περισσότερε̋ εταιρείε̋ µοντελοποίηση̋ ενισχύοντα̋ τη διασύνδεση εργαλείων σχεδίαση̋ λογισµικού και προγραµµατιστικών εφαρµογών. Με την ολοκλήρωση τη̋ υλοποίηση̋ του φυσικού σχήµατο̋ και του χρηστικού κελύφου̋ τη̋ εφαρµογή̋ ουσιαστικά ολοκληρώνεται το εξωτερικό σχήµα τη̋ βάση̋ και το συνολικό σύστηµα µπορεί να τεθεί σε λειτουργία. Βεβαίω̋, στην πράξη πολλά προβλήµατα ανακύπτουν κατά την υλοποίηση, που συνήθω̋ οφείλονται σε σχεδιαστικέ̋ παραλήψει̋ των προηγούµενων σταδίων. Σε αυτή την περίπτωση είναι απαραίτητη η δυνατότητα τη̋ περαιτέρω υλοποίηση̋ βελτιώσεων και τη̋ αναθεώρηση̋ προηγούµενων σχεδιαστικών αποφάσεων. Συνεπώ̋, η µεθοδολογία ανάπτυξη̋ δεν είναι µια γραµµική διαδικασία, αλλά περιλαµβάνει τη δοκιµή διαδοχικών εκδόσεων τη̋ βάση̋ και την αναδροµή σε προηγούµενα στάδια Η XML σχεδιάστηκε για την υποστήριξη τη̋ ανταλλαγή̋ δεδοµένων µέσω διαδικτύου. Είναι ανεξάρτητη από λογισµικό ή υπολογιστικό σύστηµα και µπορεί να αναγνωστεί τόσο από ανθρώπου̋ όσο και από µηχανέ̋. 54 100 Μεθοδολογία ανάπτυξη̋ προκειµένου να αξιολογήσει τη λειτουργικότητα που παρέχεται και να επιφέρει βελτιώσει̋, όπου κρίνεται απαραίτητο. Η διαδικασία ανάπτυξη̋ του πληροφοριακού συστήµατο̋ µε αυτή τη µεθοδολογία απεικονίζεται διαγραµµατικά στην εικόνα 4.8. Εικόνα 4.8. Κύριε̋ φάσει̋ κατά την αντικειµενοστρεφή ανάπτυξη ενό̋ Σ∆Β∆ (προσαρµοσµένο από Elmasri & Navathe 1996:εικ. 3.1). 4.6. Σύνοψη Η χρήση τη̋ αντικειµενοστρεφού̋ προσέγγιση̋ επιφέρει σηµαντικά πλεονεκτήµατα στην προσπάθεια ανάπτυξη̋ ενό̋ ανασκαφικού πληροφοριακού συστήµατο̋. Καταρχά̋ προσφέρει ένα δοµηµένο πλαίσιο ανάπτυξη̋ που έχει ω̋ αφετηρία την κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ και προχωράει βηµατικά και επαναληπτικά στο σχεδιασµό και την υλοποίηση. Επιπλέον, παρέχει αυξηµένη εκφραστικότητα ω̋ προ̋ την αναπαράσταση του µικρόκοσµου τη̋ ανασκαφή̋ σε ένα υλοποιήσιµο µοντέλο δεδοµένων, είναι προσαρµόσιµη σε ένα εύρο̋ λύσεων λογισµικού υλοποίηση̋ και επιτρέπει την επεκτασιµότητα τη̋ εφαρµογή̋ σε περίπτωση αλλαγών στι̋ πρωτογενεί̋ ερευνητικέ̋ διαδικασίε̋. Η µεταχείρισή τη̋ στην παρούσα µελέτη συνέβαλε στην αποφυγή των συνήθων προβληµάτων που εντοπίζονται κατά την ανάπτυξη των αρχαιολογικών εφαρµογών. Το υπόλοιπο µέρο̋ τη̋ διατριβή̋ οργανώνεται µε βάση τα προαναφερθέντα στάδια ανάπτυξη̋ ξεκινώντα̋ από την ανάλυση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋, όπω̋ εξελίσσεται στο παράδειγµα εργασία̋, την ανασκαφή Παλιαµπέλων Κολινδρού. 101 Bill Watterson, Calvin and Hobbes, 1988 5. Ανάλυση πεδίου εφαρµογή̋ Η διαδικασία τη̋ ανάλυση̋ του πεδίου εφαρµογή̋ διακρίνεται σε τρία βήµατα: α) την κατανόηση του υφιστάµενων διαδικασιών τεκµηρίωση̋, β) τον προσδιορισµό των σηµείων βελτίωση̋, και γ) την ανάπτυξη τη̋ ιδέα̋ του σχεδιαζόµενου συστήµατο̋ µέσα από τον καθορισµό των απαιτήσεων σε δεδοµένα και λειτουργίε̋ που καλείται να καλύψει το σύστηµα. Η ανάπτυξη τη̋ εφαρµογή̋ χρησιµοποιεί το ανασκαφικό πρόγραµµα Παλιαµπέλων Κολινδρού ω̋ παράδειγµα εργασία̋. Ακολουθεί µια σύντοµη περιγραφή του ιστορικού τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋, των ερευνητικών στόχων και των προκαταρκτικών αποτελεσµάτων προκειµένου να προσδιοριστούν τα συµφραζόµενα τη̋ έρευνα̋. Η ανάλυση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ λαµβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τη̋ µεθοδολογία̋ που ακολουθείται προκειµένου να διαµορφωθεί η γενική ιδέα των απαιτήσεων του συστήµατο̋ και να προσδιοριστεί η τεχνολογία υλοποίηση̋. 5.1. Το ανασκαφικό ανασκαφικό πρόγραµµα Παλιαµπέλων Παλιαµπέλων Κολινδρού Η έρευνα που διεξάγεται στα Παλιάµπελα Κολινδρού αποτελεί ένα διεθνέ̋ ανασκαφικό πρόγραµµα µε άξονα τη συστηµατική διερεύνηση, τη διαχείριση και την αξιοποίηση του πρὀστορικού οικισµού των Παλιαµπέλων του ∆ήµου Κολινδρού, Πιερία̋. Η ανασκαφή στη θέση ξεκίνησε το 2000 και συνεχίζεται µέχρι σήµερα. ∆ιεξάγεται από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκη̋, υπό τη διεύθυνση του καθ. Κώστα Κωτσάκη σε συνεργασία µε την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή και το Πανεπιστήµιο του Sheffield του Ηνωµένου Βασιλείου µε επικεφαλή̋ τον καθ. Paul Halstead. Στο πρόγραµµα συµµετέχει µεγάλο̋ αριθµό̋ συνεργατών που περιλαµβάνει ερευνητέ̋ από αρκετά πανεπιστήµια του εσωτερικού και τη̋ αλλοδαπή̋ (URL15). 5.1.1. Ερευνητικοί στόχοι Η ανασκαφή στα Παλιάµπελα Κολινδρού εντάσσεται σε µια ευρύτερη προβληµατική που αναπτύχθηκε από το 1990 και έπειτα, ω̋ συνέπεια των αποτελεσµάτων τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋ στη κοντινή Νεολιθική θέση του Μακρύγιαλου Πιερία̋. Οι ανασκαφικέ̋ εργασίε̋ στη θέση αυτή, έριξαν φω̋ σε ένα διαφορετικό τύπο οικισµού σε σχέση µε τι̋ γνωστέ̋ τούµπε̋ ή µαγούλε̋55, που είχαν ταυτιστεί στο παρελθόν ω̋ ο κατεξοχήν οικιστικό̋ τύπο̋ τη̋ Νεολιθική̋ περιόδου στο χώρο τη̋ Θεσσαλία̋ και τη̋ Μακεδονία̋. Ο Νεολιθικό̋ Μακρύγιαλο̋ ω̋ οικισµό̋ είναι αρκετά εκτεταµένο̋, οριοθετείται από τάφρου̋ και δεν εµφανίζει ιδιαίτερα πυκνή δόµηση (Pappa & Besios 1999). Η ανακάλυψη αυτού του νέου οικιστικού τύπου σε µια περιοχή όχι εντατικά διερευνηµένη, όπω̋ είναι η Πιερία, συνέβαλε ώστε να δοθεί έµφαση στη διερεύνηση αντίστοιχων περιπτώσεων. Σε αυτό το πλαίσιο η θέση στα Παλιάµπελα Κολινδρού εµφανίστηκε ω̋ ένα ιδιαίτερα χρήσιµο παράδειγµα για τη µελέτη τη̋ διαµόρφωση̋ των νεολιθικών οικισµών, καθώ̋ φαίνεται πω̋ συνδυάζει στοιχεία και από του̋ δύο οικιστικού̋ τύπου̋, τη̋ τούµπα̋ και τη̋ επίπεδη̋ εκτεταµένη̋ θέση̋. Όπω̋ χαρακτηριστικά αναφέρουν οι ανασκαφεί̋, "οι µακροπρόθεσµοι στόχοι αυτού του προγράµµατο̋ είναι η διερεύνηση του προφανού̋ µετασχηµατισµού ενό̋ εκτεταµένου οικισµού (ένα̋ τύπο̋ που είναι καλύτερα γνωστό̋ από τον κοντινό ΝΝ οικισµό του Μακρύγιαλου) στο γνωστό συµπαγή οικισµό ‘τούµπα̋’ ή µαγούλα̋, καθώ̋ και η σχέση µεταξύ αυτού του µετασχηµατισµού και τη̋ εµφάνιση̋ του ‘νοικοκυριού’” (Halstead & Kotsakis 2001:93). Η τελευταία παρατήρηση εντάσσει την έρευνα στα Παλιάµπελα Κολινδρού στη συζήτηση σχετικά µε την εµφάνιση του “χωριού” και του “νοικοκυριού” ω̋ βασικών κοινωνικών µονάδων στη νεολιθική Ελλάδα, µε άξονα έρευνα̋ τα πολεοδοµικά χαρακτηριστικά των πρώιµων γεωργοκτηνοτροφικών θέσεων στην περιοχή τη̋ Κεντρική̋ Μακεδονία̋ και τη̋ εξέλιξή̋ του̋ στι̋ νεότερε̋ φάσει̋ τη̋ Νεολιθική̋ (Halstead 1999, Nanoglou 2008). Επιπλέον, η καίρια τοποθεσία του οικισµού ανάµεσα σε δυο αρκετά διερευνηµένε̋ περιοχέ̋, όπω̋ η Θεσσαλία και η Κεντρική Μακεδονία, έδωσε την ευκαιρία για την αποκατάσταση των τοπικών ακολουθιών νεολιθική̋ κεραµική̋, που Τεχνητό̋ γήλοφο̋ που διαµορφώνεται σταδιακά από την κατακόρυφη συσσώρευση οικιστικών καταλοίπων ω̋ συνέπεια τη̋ επίµονη̋ κατοίκηση̋ στην ίδια τοποθεσία. 55 104 Ανάλυση ανασκαφική̋ διαδικασία̋ παρουσιάζει αρκετέ̋ ιδιαιτερότητε̋, σε σχέση µε τι̋ δύο περιοχέ̋. Πέρα από τι̋ συνέπειε̋ ω̋ προ̋ τη χρονολογική συσχέτιση µεταξύ των δύο περιοχών, η µελέτη τη̋ κεραµική̋ αποσκοπεί σε ευρύτερε̋ παρατηρήσει̋ σχετικά µε την καθηµερινή ζωή και την οικονοµία των νεολιθικών κατοίκων του οικισµού. Ανάλογη σηµασία ω̋ προ̋ τη µελέτη τη̋ νεολιθική̋ αγροτική̋ οικονοµία̋, αλλά και την ανασύνθεση του νεολιθικού περιβάλλοντο̋ στην ευρύτερη περιοχή, είχε και η µεθοδική συγκέντρωση ενό̋ σηµαντικού για την περιοχή συνόλου βιοαρχαιολογικών και παλαιο- περιβαλλοντικών δεδοµένων. Παράλληλα, στο πλαίσιο τη̋ εκπαιδευτική̋ λειτουργία̋ τη̋ ανασκαφή̋ ω̋ πεδίο άσκηση̋ φοιτητών αρχαιολογία̋ από την αρχή δόθηκε έµφαση στη χρήση σύγχρονων ανασκαφικών τεχνικών µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στι̋ τεχνικέ̋ δειγµατοληψία̋, ενώ επιδιώχθηκε αφενό̋ η εφαρµογή ειδικών εργαστηριακών αναλύσεων του αρχαιολογικού υλικού και αφετέρου η επέκταση τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ στο επίπεδο τη̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ (Κωτσάκη̋ & Halstead 2002). 5.1.2. Ιστορικό έρευνα̋ Τα Παλιάµπελα Κολινδρού είναι ένα µικρό χωριό στο Νοµό Πιερία̋ στο νοτιοδυτικό τµήµα τη̋ Κεντρική̋ Μακεδονία̋. Βρίσκεται ανάµεσα στι̋ κωµοπόλει̋ του Αιγινίου και του Κολινδρού, αλλά διοικητικά αποτελεί διαµέρισµα του ∆ήµου Κολινδρού. Ο αρχαιολογικό̋ χώρο̋ των Παλιαµπέλων εντοπίζεται δίπλα στο σηµερινό χωριό προ̋ τα ανατολικά. Ο οικισµό̋ αναπτύχθηκε σε ένα χαµηλό έξαρµα στη µέση µια̋ κοιλάδα̋ που διατρέχεται από δύο ρέµατα προ̋ τα ανατολικά εκατέρωθεν του λόφου (Εικ. 5.1). Αν και προσοµοιάζει τι̋ γνωστέ̋ από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία τούµπε̋, η διακριτότητά τη̋ σε σχέση µε το γύρω τοπίο είναι αρκετά µικρότερη (URL15). Τα Παλιάµπελα αναφέρονται για πρώτη φορά από τον αρχαιολόγο ∆. Γραµµένο (1991) στο πλαίσιο µια̋ προσπάθεια̋ εντοπισµού και καταγραφή̋ πρὀστορικών θέσεων στην Κεντρική Μακεδονία. Με βάση τα διαγνωστικά επιφανειακά ευρήµατα η θέση χρονολογήθηκε στη Νεολιθική εποχή (6500-4000 π.Χ.). Το ουσιαστικό βήµα για την εκκίνηση τη̋ αρχαιολογική̋ µελέτη̋ έγινε µε το χαρακτηρισµό τη̋ θέση̋ ω̋ αρχαιολογικό χώρο το 1995 από του̋ αρχαιολόγου̋ Μ. Μπέσιο και Μ. Παππά (URL15). Πριν από την ανασκαφή πραγµατοποιήθηκε εντατική έρευνα επιφάνεια̋ µε συλλογή και µελέτη υλικού, γεωµαγνητική έρευνα και επιλεκτική εκπυρήνωση του γεωλογικού υπόβαθρου τη̋ τούµπα̋ (Εικ. 5.2). Η έρευνα επιφάνεια̋ αποκάλυψε εκτεταµένε̋ διασπορέ̋ νεολιθικού υλικού, µε µικρέ̋ ποσότητε̋ πιο πρόσφατη̋ κεραµική̋ κυρίω̋ στην κορυφή και το δυτικό τµήµα τη̋ τούµπα̋. Η εκπυρήνωση έδειξε ότι οι αρχαιολογικέ̋ επιχώσει̋ κατά µέσο όρο εκτείνονται στα 2,5 µ. βάθο̋, ενώ κατά τόπου̋ φτάνουν τα 5 µ. Τέλο̋, η γεωµαγνητική έρευνα πρότεινε µια σειρά οµόκεντρων τοίχων και τάφρων γύρω από την τούµπα (Βλάχο̋ 2000). 105 Εικόνα 5.1. Άποψη τη̋ αρχαιολογική̋ θέση̋ στα Παλιάµπελα Κολινδρού από νοτιοανατολικά. Στο βάθο̋ διακρίνεται το σύγχρονο χωριό (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Εικόνα 5.2. Χάρτη̋ µε τα σηµεία των γεωτρήσεων και τα τετράγωνα δειγµατοληψία̋ µε ένδειξη παρουσία̋ κεραµικού υλικού. Στο υπόβαθρο διακρίνονται οι υποκείµενε̋ κατασκευέ̋ σύµφωνα µε τη γεωµαγνητική διασκόπηση (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). 106 Ανάλυση ανασκαφική̋ διαδικασία̋ 5.1.3. Προκαταρκτικά αποτελέσµατα Η ανασκαφική έρευνα επικεντρώθηκε σε πέντε κύριε̋ περιοχέ̋, που µε βάση τη γεωφυσική διασκόπηση είχαν τι̋ πιο ενθαρρυντικέ̋ αρχαιολογικέ̋ ενδείξει̋: η πρώτη στη βορειοανατολική παρειά του λόφου (1), η δεύτερη προ̋ τα βόρεια (2), η τρίτη στην κορυφή (3), η τέταρτη στη νότια πλευρά (4) και η πέµπτη στη νοτιοανατολική παρειά (5). Μέχρι σήµερα έχουν ερευνηθεί περίπου 660 τ.µ. φέρνοντα̋ στο φω̋ σηµαντικά ευρήµατα, ενώ σχεδιάζεται επέκταση σε νέου̋ τοµεί̋ (Εικ. 5.3). Τα προκαταρκτικά αποτελέσµατα τη̋ έρευνα̋ έχουν παρουσιαστεί σε διάφορε̋ ανακοινώσει̋, κυρίω̋ στα ετήσια συνέδρια του Αρχαιολογικού Έργου στη Μακεδονία και τη Θράκη (ΑΕΜΘ) (Κωτσάκη̋ & Halstead 2002) και τι̋ ετήσιε̋ συνόψει̋ των Archaeological Reports αναφορικά µε το αρχαιολογικό έργο στην ελληνική επικράτεια (Halstead & Kotsakis 2001, 2002, 2003, 2005, 2006, 2007). Συνοπτικά, η αρχαιολογική θέση αντιπροσωπεύει µια πρώιµη αγροτική εγκατάσταση του τέλου̋ τη̋ 7η̋ και τη̋ 6η̋ χιλιετία̋. Οι κύριε̋ οικιστικέ̋ φάσει̋ αντιστοιχούν στη Μέση Νεολιθική (5800-5200 π.Χ.) και τη Νεότερη Νεολιθική περίοδο (5200-4500 π.Χ.). Ωστόσο, ενδείξει̋ πρωιµότερων φάσεων που αντιστοιχούν στο τέλο̋ τη̋ Αρχαιότερη̋ και την αρχή τη̋ Μέση̋ Νεολιθική̋ έχουν επίση̋ επισηµανθεί. Ίχνη µυκηνἀκή̋ παρουσία̋ (13ο̋-12ο̋ αι. π.Χ.) έχουν εντοπιστεί σε µεµονωµένου̋ τάφου̋, ενώ ενδείξει̋ για πιο πρόσφατε̋ δραστηριότητε̋ που εντάσσονται στη βυζαντινή και τη µεταβυζαντινή περίοδο πιστοποιούνται στα επιφανειακά στρώµατα υπό µορφή αποθηκευτικών και απορριµµατικών λάκκων ή ανθρώπινων ταφών. Εικόνα 5.3. Η θέση στα Παλιάµπελα Κολινδρού. ∆ιακρίνονται τα στέγαστρα των επιµέρου̋ σηµείων διερεύνηση̋ (πηγή: Google Earth). 107 Η Αρχαιότερη Νεολιθική εντοπίζεται σε ένα συγκρότηµα λακκοειδών κατασκευών λαξευµένων στο φυσικό βράχο (Εικ. 5.4) στα βόρεια τη̋ τούµπα̋ (2). Τα λείψανα τη̋ Μέση̋ Νεολιθική̋ σχετίζονται µε ένα σύστηµα από τάφρου̋ και ανοιχτά λιθόστρωτα προ̋ τα νότια (4), αλλά και ένα συγκρότηµα από τοίχου̋ και πηλοκατασκευέ̋ µε οικιστική χρήση (Εικ. 5.5) στον κεντρικό τοµέα (3). Η Νεότερη Νεολιθική αντιπροσωπεύεται καλύτερα κυρίω̋ στα νοτιοανατολικά και τι̋ παρειέ̋ τη̋ θέση̋ (5), όπου τµήµατα λίθινων περιβόλων έχουν ανασκαφεί (Εικ. 5.6). Οι κατασκευέ̋ αυτέ̋ φαίνεται να θεµελιώνονται επάνω σε στρώµατα τη̋ Μέση̋ Νεολιθική̋ διαταράσσοντα̋ τµήµατα των παλαιότερων επιχώσεων. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει ο εντοπισµό̋ τριπλή̋ ταφή̋ ενό̋ νεογνού και δύο ενηλίκων ατόµων που φαίνεται να ανήκει στη συγκεκριµένη περίοδο (Halstead & Kotsakis 2002). Εικόνα 5.4. Τµήµατα τάφρων και λακκοειδεί̋ κατασκευέ̋ τη̋ Αρχαιότερη̋ Νεολιθική̋ προ̋ τα βόρεια τη̋ θέση̋ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Εικόνα 5.5. Οικιστικά κατάλοιπα τη̋ Μέση̋ Νεολιθική̋ στην κορυφή τη̋ θέση̋ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). 108 Ανάλυση ανασκαφική̋ διαδικασία̋ Εικόνα 5.6. Λείψανα τη̋ Μέση̋ και Νεότερη̋ Νεολιθική̋ στο νότιο τοµέα (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Τα µέχρι στιγµή̋ ευρήµατα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον. Η κεραµική, που συνιστά τον κυριότερο όγκο ευρηµάτων, υποδηλώνει στενέ̋ σχέσει̋ µε τη Θεσσαλία τόσο κατά τη διάρκεια τη̋ Μέση̋, αλλά και ιδιαίτερα κατά τη Νεότερη Νεολιθική. Η µελέτη τη̋ κεραµική̋ κυρίω̋ σε σχέση µε τροφοπαρασκευαστικέ̋ δραστηριότητε̋ δίνει τροφοκαταναλωτικών σχετίζονται µε ενδείξει̋ και εργαλεία για αποθηκευτικών για διάφορε̋ ένα ευρύ χρήσεων. φάσµα Τα καθηµερινέ̋ µαγειρικών, υπόλοιπα ευρήµατα δραστηριότητε̋, όπω̋ σφονδύλια και υφαντικά βάρη, οστέινου̋ οπεί̋, τριπτήρε̋ και πελέκια, καθώ̋ και πλήθο̋ άλλων. Ιδιαίτερη σηµασία έχουν τα ευρήµατα που αποτελούν ενδείξει̋ συµβολικών εκφάνσεων τη̋ καθηµερινή̋ ζωή̋, όπω̋ ειδώλια, κοσµήµατα, σφραγίδε̋ κτλ. (Εικ. 5.7) Εικόνα 5.7. Χαρακτηριστικά ευρήµατα από την ανασκαφή Παλιαµπέλων (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). 109 Σηµαντικέ̋ πληροφορίε̋ έχει προσφέρει επίση̋ η συλλογή και η µελέτη του βιοαρχαιολογικού υλικού, και συγκεκριµένα των οστών των ζώων, των απανθρακωµένων σπόρων και των οστρακοειδών, ω̋ προ̋ τη διατροφή και την οικονοµία των νεολιθικών κατοίκων του οικισµού. Παράλληλα η διενέργεια ανθρακολογικών µελετών συµπληρώνει την εικόνα του φυσικού περιβάλλοντο̋ τη̋ θέση̋ στι̋ συγκεκριµένε̋ περιόδου̋, τόσο σε σχέση µε τη διαµόρφωσή του όσο και σε σχέση µε τι̋ πρακτικέ̋ εκµετάλλευση̋ των νεολιθικών κατοίκων. 5.2. Αναλυτική διαδικασία Η αποτελεσµατικότητά τη̋ ανάπτυξη̋ ενό̋ πληροφοριακού συστήµατο̋ για αρχαιολογική χρήση έγκειται αφενό̋ στη µηχανοργάνωση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ και αφετέρου στη βελτίωση των πρακτικών που δυσχεραίνουν τη µελέτη των ανασκαφικών δεδοµένων µέσα από τι̋ δυνατότητε̋ που προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία. Συνεπώ̋, βασικό̋ στόχο̋ τη̋ προσέγγιση̋ είναι η ενσωµάτωση των πάγιων πρακτικών στο πλαίσιο τη̋ ροή̋ εργασιών του νέου συστήµατο̋ µε την εισαγωγή περιορισµένων τροποποιήσεων, όπου κρίνεται απαραίτητο προκειµένου να ξεδιπλωθούν οι δυνατότητε̋ των ψηφιακών µέσων. Ο συντονισµό̋ και η ευθυγράµµιση των ερευνητικών διαδικασιών µε την υποστηριζόµενη τεχνολογία διαχείριση̋ πληροφοριών προσφέρουν τη µέγιστη ευκαιρία για τη βελτίωση τη̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ (βλ. επίση̋ McKibben & Pacatte 2003). Είναι σηµαντικό η ανάλυση του πεδίου εφαρµογή̋ να λάβει υπόψη τη µεθοδολογία τη̋ έρευνα̋, όπω̋ προτείνεται στα κείµενα που την τεκµηριώνουν, αλλά και όπω̋ εφαρµόζεται στην πράξη. Εποµένω̋, βασικέ̋ πηγέ̋ για την κατανόηση του υφιστάµενου συστήµατο̋ αποτέλεσαν η συµµετοχική παρατήρηση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋, η µελέτη των σχετικών εγγράφων τη̋ ανασκαφή̋ και η συλλογή πληροφοριών από του̋ συµµετέχοντε̋, δηλαδή του̋ αρχαιολόγου̋ και του̋ ειδικού̋ ερευνητέ̋. Αφετηρία τη̋ ανάλυση̋ αποτέλεσε η συµµετοχή του γράφοντα στην ανασκαφική διαδικασία στα Παλιάµπελα για επιτόπια παρατήρηση. Παρά το γεγονό̋ ότι αυτή ξεκινάει από την πρώτη κιόλα̋ χρονιά, οπότε υπήρχε µια σχετική εξοικείωση µε τι̋ διαδικασίε̋ από παλαιότερα, η εκ νέου ενασχόληση µε την ανασκαφική πράξη στο πλαίσιο τη̋ σχεδίαση̋ µια̋ ψηφιακή̋ εφαρµογή̋ για την ανασκαφική τεκµηρίωση συνέβαλε σηµαντικά στην κατανόηση του τρόπου, αλλά και των αιτιών οργάνωση̋ τη̋ ανασκαφική̋ εργασία̋ µε τι̋ συγκεκριµένε̋ µεθόδου̋. Στη διάρκεια τη̋ συµµετοχή̋ στο πρόγραµµα µε το νέο ρόλο του αναλυτή τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ πραγµατοποιήθηκαν συνεντεύξει̋ µε του̋ διευθυντέ̋ του αρχαιολογικού προγράµµατο̋ για την παροχή επεξηγήσεων σχετικά µε την ανασκαφικέ̋ πρακτικέ̋ και τη σχηµατοποίηση των προδιαγραφών τη̋ σχεδιαζόµενη̋ εφαρµογή̋. Κατά τη διάρκεια τη̋ ανάλυση̋ οργανώθηκαν επίση̋ οµαδικέ̋ συνεδρίε̋ για τον από κοινού σχεδιασµό τη̋ εφαρµογή̋ µε τα τακτικά µέλη τη̋ ανασκαφή̋ (που αποτελούν και του̋ µελλοντικού̋ χρήστε̋ τη̋ εφαρµογή̋). 110 Ανάλυση ανασκαφική̋ διαδικασία̋ Προκειµένου να περιγραφούν οι ιδιαιτερότητε̋ των επιµέρου̋ αρχαιολογικών µελετών, η ροή εργασιών και τα αρχαιολογικά ερωτήµατα σε κάθε περίπτωση, κάθε ειδικό̋ συνεργάτη̋ παρείχε σηµαντικέ̋ πληροφορίε̋ για τι̋ απαιτήσει̋ του από ένα σύστηµα ψηφιακή̋ τεκµηρίωση̋ (Εικ. 5.8). Σε δεύτερο επίπεδο η ανάλυση επικεντρώθηκε στο διαθέσιµο έντυπο υλικό. Η ανασκαφή από την αρχή είχε οργανωθεί µε βάση προτυπωµένα δελτία καταγραφή̋ που συνοδεύονται από σαφεί̋ οδηγίε̋ συµπλήρωση̋. Έγινε προσπάθεια ανάλυση̋ των δελτίων καταγραφή̋ προκειµένου να γίνουν αντιληπτέ̋ οι βασικέ̋ µονάδε̋ παρατήρηση̋ και τα χαρακτηριστικά που καταγράφουν µε σκοπό την κατανόηση του τρόπου οργάνωση̋ τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋. Η µελέτη στη συνέχεια προσπάθησε να επισηµάνει τα προβληµατικά πεδία των ανασκαφικών δελτίων, δηλαδή εκείνα που συνήθω̋ αποφεύγονται και όσα δεν ικανοποιούν του̋ χρήστε̋ µε αποτέλεσµα την προσθήκη πληροφορία̋ σε ελεύθερο κείµενο η στο περιθώριο κάθε φύλλου. Εικόνα 5.8. Συνέντευξη µε το συνδιευθυντή τη̋ ανασκαφή̋ Paul Halstead για τι̋ ιδιαιτερότητε̋ τη̋ οργάνωση̋ τη̋ πληροφορία̋ που σχετίζεται µε το βιο-αρχαιολογικό υλικό (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Παράλληλα αναλύθηκαν οι κανόνε̋ συµπλήρωση̋ των δελτίων καταγραφή̋ για να γίνει κατανοητή η λογική οργάνωση̋ των παρατηρήσεων µε το συγκεκριµένο τρόπο. Περαιτέρω, µελετήθηκαν οι µεµονωµένε̋ βάσει̋ δεδοµένων δίνοντα̋ έµφαση στην κατανόηση των σχεδιαστικών µειονεκτηµάτων και στου̋ λόγου̋ επιλογή̋ συγκεκριµένων τύπων δεδοµένων. Η µελέτη ολοκληρώθηκε µε την ανάλυση των αναφορών και των σχετικών δηµοσιεύσεων του αρχαιολογικού προγράµµατο̋, ώστε να γίνουν σαφή τα ζητούµενα τη̋ έρευνα̋. Το τρίτο στάδιο ανάλυση̋ περιλάµβανε τη µελέτη ερευνητικών πορισµάτων που σχετίζονται µε την εφαρµογή ψηφιακών µέσων στην ανασκαφή και έχουν εκπονηθεί στο παρελθόν από υπεύθυνου̋ και συνεργάτε̋ του προγράµµατο̋ (Kotsakis 1989, Hadzilakos & Stoumbou 1996, Βαλασιάδη̋ 1999). Αυτή η εργασία 111 συµπληρώθηκε από την αναζήτηση σχετικών µοντέλων δεδοµένων που παράγονται για άλλε̋ γνωστικέ̋ περιοχέ̋ ή και από άλλα αρχαιολογικά συστήµατα (Cripps et al. 2004). Τέλο̋, για τη διαλεύκανση διάφορων ασαφών παραµέτρων τη̋ ανασκαφική̋ µεθοδολογία̋ πραγµατοποιήθηκε σύγκριση µε µεθοδολογίε̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ και τεκµηρίωση̋ στην Ελλάδα και το εξωτερικό µέσω βιβλιογραφική̋ έρευνα̋ που συνέβαλαν στι̋ παρατηρήσει̋ του δεύτερου κεφαλαίου. Ανάλογη σύγκριση και βιβλιογραφική έρευνα πραγµατοποιήθηκε σε σχέση µε προσπάθειε̋ ανάπτυξη̋ αρχαιολογικών εφαρµογών στην Ελλάδα και το εξωτερικό, που οδήγησαν στι̋ διαπιστώσει̋ του τρίτου κεφαλαίου56. 5.3. Ανάλυση ανασκαφική̋ έρευνα̋ Η ανασκαφική διαδικασία στα Παλιάµπελα, όπω̋ κάθε συστηµατική ανασκαφή, οργανώνεται µε άξονα ένα σύνολο από ερευνητικέ̋, διαχειριστικέ̋, αναλυτικέ̋ και ερµηνευτικέ̋ πρακτικέ̋. Οι πρακτικέ̋ αυτέ̋ είναι διακριτέ̋, αλλά παράλληλα σχετίζονται άµεσα µεταξύ του̋, καθώ̋ η µία αποτελεί πρὁπόθεση τη̋ επόµενη̋. Για παράδειγµα η χρήση ενό̋ ευρήµατο̋ σε µια αναλυτική µελέτη, πρὁποθέτει την ανακάλυψή του, τον καθαρισµό, την καταλογογράφηση, τη σχετική του χρονολόγηση στο πλαίσιο τη̋ ανασκαφική̋ θέση̋ κτλ. Αν και, όπω̋ αναφέρθηκε σε άλλο σηµείο57, η τάση τη̋ έρευνα̋ εντοπίζεται στη σύµπτυξη των σταδίων τη̋ ερµηνεία̋ τη στιγµή τη̋ αποκάλυψη̋, στην πράξη πολλέ̋ αναλυτικέ̋ µελέτε̋ δεν µπορούν να πραγµατοποιηθούν παρά µόνο µετά το πέρα̋ τη̋ ανασκαφική̋ πράξη̋. Για αυτό το λόγο γίνεται µια προσπάθεια διαχωρισµού των επιµέρου̋ σταδίων τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ σε ενότητε̋ µε οµοιογενεί̋ πρακτικέ̋. Οι αρχαιολόγοι σε κάθε στάδιο αναλαµβάνουν διακριτού̋ ρόλου̋ συµµετέχοντε̋ σε διαδικασίε̋ που σχετίζονται µε την πορεία τη̋ ανασκαφή̋. Με άξονα παγιωµένε̋ πρακτικέ̋ στην αρχαιολογία η ανασκαφική διαδικασία µπορεί να διακριθεί σε τέσσερα τουλάχιστον επιµέρου̋ ερµηνευτικά στάδια: α) την ανασκαφή στο πεδίο, όπου λαµβάνει χώρα η πρωτογενή̋ καταγραφή και ερµηνεία, β) τη στρωµατογραφική ανάλυση, που αποσκοπεί στην ενοποίηση των αποσπασµατικών παρατηρήσεων σε σύνολα µε ερµηνευτική σηµασία, όπω̋ ένα σπίτι ή το σύνολο του οικισµού, γ) τι̋ ειδικέ̋ µελέτε̋ που επεξεργάζονται τα επιµέρου̋ σύνολα του ανασκαµµένου υλικού ή των σχετικών παρατηρήσεων, και Οι συγκεκριµένε̋ εργασίε̋ εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο αναλυτικών τεχνικών, που είναι γνωστέ̋ στην ορολογία τη̋ αντικειµενοστρεφού̋ σχεδίαση̋ ω̋ συγκριτική αξιολόγηση (benchmarking), και αναφέρονται στη µελέτη των επιχειρησιακών διαδικασιών σε παράλληλα πεδία εφαρµογή̋. 57 Βλ. § 2.4. 56 112 Ανάλυση ανασκαφική̋ διαδικασία̋ δ) τη σύνθεση-δηµοσίευση του υλικού, που µετουσιώνει τι̋ συνολικέ̋ παρατηρήσει̋ τη̋ έρευνα̋ σε σύγχρονη γνώση για το παρελθόν και σχετίζεται µε του̋ τρόπου̋ αφήγηση̋ τη̋ πορεία̋ και των αποτελεσµάτων του έργου τη̋. Ο διαχωρισµό̋ αυτό̋ επιτρέπει την πιο δοµηµένη ανάλυση του µικρόκοσµου τη̋ ανασκαφή̋. Η περιγραφή που ακολουθεί ξεναγεί τον αναγνώστη στι̋ ιδιαίτερε̋ διαδικασίε̋ που περιλαµβάνει κάθε στάδιο τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ στα Παλιάµπελα. Ενδιάµεσα παρεµβάλλονται επιµέρου̋ παρατηρήσει̋ προκειµένου να γίνουν κατανοητέ̋ οι µεθοδολογικέ̋ παράµετροι, που καθορίζουν τον τρόπο οργάνωση̋ κάθε διαδικασία̋. 5.3.1. Ανασκαφική τεκµηρίωση τεκµηρίωση Οι µέθοδοι ανασκαφή̋ και καταγραφή̋ στα Παλιάµπελα Κολινδρού αποτελούν µέρο̋ µια̋ ευρύτερη̋ προσέγγιση̋ που εφαρµόζεται από διάφορα αρχαιολογικά προγράµµατα στη βόρεια Ελλάδα και παρουσιάζει αρκετέ̋ οµοιότητε̋ µε πολλά άλλα συστήµατα ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ σε όλο τον κόσµο. Είναι αποτέλεσµα µια̋ µακρά̋ διεργασία̋ και πειραµατισµών στου̋ τρόπου̋ ανασκαφή̋, που ξεκίνησε πριν την εµφάνιση των νέων µεθόδων ηλεκτρονική̋ τεκµηρίωση̋ στο προσκήνιο. Τα αίτια ανάπτυξη̋ τη̋ µεθόδου εντοπίζονται στι̋ θεωρητικέ̋ και πρακτικέ̋ δυσκολίε̋ τη̋ στρωµατογραφική̋ ανασκαφή̋ σε αρχαιολογικέ̋ θέσει̋ µε βαθιέ̋ επιχώσει̋. Σε αυτέ̋ τι̋ θέσει̋ η µορφή των επιχώσεων συχνά καθιστά δύσκολη την αντίληψη των διατηρώντα̋ πραγµατικών υπαρκτή την ορίων ανάµεσα πιθανότητα τη̋ στα αρχαιολογικά χρονολογική̋ στρώµατα, ανάµειξη̋ του αρχαιολογικού υλικού. Ο έλεγχο̋ των ερµηνευτικών σφαλµάτων στο πεδίο είναι πολύ δύσκολο να πραγµατοποιηθεί σε µεταγενέστερα στάδια τη̋ έρευνα̋. Επιπλέον, σε πρακτικό επίπεδο οι αρχαιολογικέ̋ επιχώσει̋ συχνά είναι αρκετά παχιέ̋ και εκτενεί̋, µε αποτέλεσµα η επεξεργασία του̋ ω̋ ενιαία µονάδα καταγραφή̋ να παρουσιάζει δυσκολίε̋ από την άποψη τη̋ διαχείριση̋ του υλικού και τη̋ ανάλυση̋ (Kotsakis 1989). Με αφετηρία την ανασκαφή στη θέση των Σιταγρών στη Μακεδονία, όπου οι ενότητε̋ ανασκαφή̋ είτε ακολουθούν τι̋ υπάρχουσε̋ στρωµατογραφικέ̋ διακρίσει̋ είτε συνιστούν αυθαίρετε̋ µονάδε̋ που υποδιαιρούν µια µεγαλύτερη επίχωση (Renfrew 1986), αναπτύχθηκε ένα σύστηµα που συνδυάζει στοιχεία τη̋ τεχνητή̋ και τη̋ στρωµατογραφική̋ ανασκαφή̋ (Kotsakis 1989). Το σύστηµα χρησιµοποιήθηκε περαιτέρω, αρχικά στι̋ έρευνε̋ τη̋ πρὀστορική̋ θέση̋ στο Μάνδαλο και κατόπιν κατά την ανασκαφή στην Τούµπα Θεσσαλονίκη̋ και το Ϧatal Höyük στην Τουρκία. Άλλα ανασκαφικά προγράµµατα έκτοτε (π.χ. Μακρύγιαλο̋ Πιερία̋) έχουν υιοθετήσει αυτή την προσέγγιση µε επιµέρου̋ διαφορέ̋ που καθορίζονται από τι̋ ιδιαιτερότητε̋ τη̋ κάθε θέση̋ και του̋ συγκεκριµένου̋ ανασκαφικού̋ στόχου̋. Παρόµοιε̋ πρακτικέ̋ εµφανίζονται και στο εξωτερικό κυρίω̋ σε περιπτώσει̋, όπου είναι δύσκολη η στρωµατογραφική διάκριση των επιµέρου̋ επιχώσεων (Cessford 113 2001). Κατά παρόµοιο τρόπο, στα Παλιάµπελα οι ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ ακολουθούν τι̋ υπάρχουσε̋ στρωµατογραφικέ̋ διακρίσει̋ ή αποτελούν τεχνητά επίπεδα που υποδιαιρούν ένα µεγαλύτερο αρχαιολογικό στρώµα (Εικ. 5.9). Εικόνα 5.9. Σταδιακή αφαίρεση τη̋ επίχωση̋ ενό̋ λάκκου µε τη χρήση ανασκαφικών ενοτήτων (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Η διαδικασία τη̋ υποδιαίρεση̋ τη̋ επίχωση̋ παρουσιάζει πλεονεκτήµατα στη βαθµιαία αφαίρεση του στρώµατο̋, τον περιορισµό τη̋ χρονολογική̋ ανάµειξη̋ των ευρηµάτων, την ευκολότερη διαχείριση του ανασκαµµένου υλικού και τέλο̋, τη δυνατότητα επαναξιολόγηση̋ τη̋ διαδικασία̋ ανασκαφή̋. Εντούτοι̋, παρουσιάζει και κάποια µειονεκτήµατα, δεδοµένου ότι οι χωρικέ̋ και περιγραφικέ̋ πληροφορίε̋ για µία επίχωση υποδιαιρούνται σε µικρότερε̋ ενότητε̋. Τα µειονεκτήµατα γίνονται ιδιαίτερα εµφανή κατά τη στρωµατογραφική ανάλυση, όταν οι ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ πρέπει να οµαδοποιηθούν σε ευρύτερε̋ οµάδε̋ αρχαιολογικών στρωµάτων. Η βασική διαφορά µε άλλε̋ στρωµατογραφικέ̋ ανασκαφικέ̋ έρευνε̋ εντοπίζεται κυρίω̋ στο εννοιολογικό επίπεδο. Οι συνήθει̋ πρακτικέ̋ που βασίζονται στο πρότυπο ανασκαφή̋ µε χρήση ανασκαφικών πλαισίων58 ουσιαστικά προσπαθούν να αναγνωρίσουν και να τεκµηριώσουν κάθε επίχωση ω̋ το αποτέλεσµα µια̋ διακριτή̋ ανθρωπογενού̋ επέµβαση̋ στο χώρο κατά το παρελθόν. Πέρα από το γεγονό̋, ότι η αντίληψη αυτή καθιστά την ορθότητα τη̋ ερµηνεία̋ του αρχαιολόγου στο πεδίο ω̋ αυταπόδεικτη, έχει ω̋ αποτέλεσµα και µια σειρά από διαχειριστικά προβλήµατα. Το κυριότερο λαµβάνει τη µορφή τη̋ εισαγωγή̋ αόρατων ανασκαφικών πλαισίων (ghost contexts)59 κατά τη διαδικασία τη̋ ανασκαφή̋ προκειµένου να µην επηρεαστεί η σειρά του διαγράµµατο̋ ακολουθία̋ (Chadwick 1998). Αντιθέτω̋, στα Παλιάµπελα η τεκµηρίωση ακολουθεί τι̋ επεµβάσει̋ του αρχαιολόγου στο χώρο στην προσπάθειά του να διακρίνει τα πρωτογενή πρὀστορικά επεισόδια που έδωσαν τη συγκεκριµένη µορφή των αρχαιολογικών επιχώσεων. Υπό αυτή την έννοια, οι πρωτογενεί̋ παρατηρήσει̋ του ανασκαφέα αντιµετωπίζονται ω̋ µια ερµηνεία στο πεδίο και όχι ω̋ αδιάσειστε̋ παρατηρήσει̋ Βλ. § 2.3. Π.χ. κατά την ανασκαφή ενό̋ λάκκου, εκτό̋ από το γέµισµα, ω̋ ξεχωριστό ανασκαφικό πλαίσιο καταγράφεται η πράξη τη̋ διάνοιξη̋ του λάκκου, η οποία όµω̋ δεν έχει υλική υπόσταση. 58 59 114 Ανάλυση ανασκαφική̋ διαδικασία̋ για στρωµατογραφικέ̋ αποθέσει̋ που σχετίζονται µε παρελθοντικέ̋ επεµβάσει̋ στο χώρο. Χωρί̋ λοιπόν να περιορίζεται η σηµασία τη̋ ερµηνεία̋ στο πεδίο, διατηρείται η πιθανότητα αυτή η ερµηνεία να ανατραπεί, εφόσον η κριτική εξέταση των τεκµηριωµένων βηµάτων του ανασκαφέα και η συσχέτισή του̋ µε άλλα δεδοµένα (π.χ. µελέτη κεραµική̋ ή παλαιοβοτανικά δεδοµένα) οδηγήσουν σε πιο τεκµηριωµένε̋ ερµηνείε̋. Η ανασκαφή λαµβάνει χώρα µέσα σε ένα προκαθορισµένο χώρο, τον ανασκαφικό τοµέα ή πιο απλά το σκάµµα. Στα Παλιάµπελα τα σκάµµατα ανοίγονται σε προκαθορισµένα σηµεία βάσει του πρὁπάρχοντο̋ τοπογραφικού καννάβου. Ωστόσο, στη διάρκεια τη̋ ανασκαφή̋ µπορούν να επεκταθούν ή να ενοποιηθούν µε γειτονικά ευνοώντα̋ µια ανοιχτή ανασκαφική στρατηγική60. Η χωρική καταγραφή κάθε ανασκαφικού αντικειµένου λαµβάνει χώρα σε εθνικό σύστηµα συντεταγµένων µε τη χρήση Σταθµού Μετρήσεων. Η ανασκαφική διερεύνηση προχωράει αφαιρώντα̋ βηµατικά την επίχωση χρησιµοποιώντα̋ διακριτέ̋ ανασκαφικέ̋ ενότητε̋. Κάθε ανασκαφική ενότητα ορίζεται στο χώρο και σηµειώνονται οι χωρικέ̋ τη̋ συντεταγµένε̋. Ο ανασκαφέα̋ συµπληρώνει ένα σύνολο από παρατηρήσει̋ σε προτυπωµένα ανασκαφικά δελτία (Εικ. 5.10). Εικόνα 5.10. Συµπληρωµένο δελτίο ανασκαφική̋ ενότητα̋ από την ανασκαφή Παλιαµπέλων (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). 60 Η αρίθµηση των ανασκαφικών ενοτήτων γίνεται µε βάση το σκάµµα στο οποίο ανήκουν, π.χ. η ανασκαφική ενότητα 1025 είναι η 25η ενότητα που σκάβεται στο σκάµµα 1. Ωστόσο, είναι δυνατόν µια ενότητα µε αριθµό π.χ.19027 να εντοπίζεται στο χώρο του σκάµµατο̋ 20 και όχι του 19, ύστερα από ενοποίηση του χώρου ή λόγω κοινή̋ διερεύνηση̋. 115 Η πληροφορία εισάγεται σε αυτά σε επιµέρου̋ πεδία, πολλά εκ των οποίων απαιτούν τη χρήση προκαθορισµένων τιµών. Σε αυτά εισάγει πληροφορία σχετικά µε την ανασκαφική εργασία (π.χ. εργαλεία, είδο̋ εργασία̋), τα χαρακτηριστικά τη̋ επίχωση̋ (π.χ. εδαφολογική συνοχή, σύσταση και συνεκτικότητα χώµατο̋), διάφορε̋ ερµηνευτικέ̋ παρατηρήσει̋ (π.χ. ερµηνεία χώρου) και καταλόγου̋ µε τα σχετικά αντικείµενα (π.χ. ευρήµατα, δείγµατα και φωτογραφίε̋). Περαιτέρω παρατηρήσει̋, σκέψει̋ και ερµηνευτικά σχόλια καταγράφονται σε ελεύθερο κείµενο. Σε ξεχωριστό πεδίο καταγράφονται οι χωρικέ̋ συντεταγµένε̋ που οριοθετούν κάθε ενότητα, ενώ υπάρχει πρόβλεψη και για τη σχεδίαση του σκαριφήµατο̋ κάθε ενότητα̋ σε ειδικό υπόβαθρο γραφήµατο̋. Τέλο̋, συµπληρώνονται τα στοιχεία του καταχωρητή και η ηµεροµηνία συµπλήρωση̋ του δελτίου. Αναλυτικέ̋ οδηγίε̋ για τη συµπλήρωση του δελτίου παρέχονται από τον οδηγό συµπλήρωση̋ του ηµερολογίου. Στη διάρκεια τη̋ ανασκαφή̋ λαµβάνονται διαφόρων ειδών δείγµατα απευθεία̋ από τον ανασκαφικό χώρο. Στα Παλιάµπελα από την αρχή δόθηκε έµφαση στη ανάπτυξη πρωτόκολλων για τη διεξοδική δειγµατοληψία για βιοαρχαιολογικά και γεωαρχαιολογικά κατάλοιπα. Σε κάθε ανασκαφική ενότητα συλλέγεται σταθερή ποσότητα χώµατο̋ (40-50 l.), συνήθω̋ από το κέντρο κάθε ανασκαφική̋ ενότητα̋. Η συστηµατική συλλογή δειγµάτων αποσκοπεί στην παρακολούθηση των συστατικών τη̋ επίχωση̋ που δεν µπορούν να γίνουν εύκολα ορατά µε γυµνό µάτι. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατή η συσχέτιση των ανασκαφικών παρατηρήσεων µε στοιχεία που προέρχονται από τη µικροκλίµακα τη̋ ανασκαφή̋. Ταυτόχρονα λαµβάνεται δείγµα χώµατο̋ για αρχειακού̋ σκοπού̋ (δείγµα αρχείου), που αποσκοπεί στην επαλήθευση των παρατηρήσεων των ανασκαφέων, εφόσον κριθεί απαραίτητο σε µεταγενέστερο στάδιο τη̋ µελέτη̋. Κάθε βιοαρχαιολογικό δείγµα µεταφέρεται στο νεροκόσκινο (δείγµα ΝΚ) για επεξεργασία. Η διαδικασία επίπλευση̋ επιτρέπει τη συγκράτηση των απανθρακωµένων υπολοίπων που επιπλέουν στο νερό σε ειδικά κόσκινα και την αποµόνωση των βαρέων εγκλεισµάτων του στρώµατο̋ από τη χωµάτινη µάζα. Ο υπεύθυνο̋ τη̋ διαδικασία̋ εισάγει τι̋ πρωτογενεί̋ παρατηρήσει̋ του για κάθε δείγµα σε ειδικό δελτίο (Εικ. 5.11:α). Τα παράγωγα τη̋ επίπλευση̋ µελετώνται στο εργαστήριο. Εκεί λαµβάνει χώρα η διαλογή των ανθρακολογικών δειγµάτων µε τη χρήση στερεο-µικροσκοπίου προκειµένου να εντοπιστούν φυτικά κατάλοιπα (συνήθω̋ απανθρακωµένοι σπόροι ή υπολείµµατα κορµών δένδρων) και να ταυτιστούν µε γνωστά φυτικά είδη βάσει των µορφολογικών του̋ χαρακτηριστικών. Αντιστοίχω̋, τα υπολείµµατα του δείγµατο̋ (ξερό υπόλοιπο) διακρίνονται σε οµάδε̋ και σηµειώνεται η ποσότητά του̋ σε σχέση µε το σύνολο του βάρου̋ του δείγµατο̋ σε ξεχωριστό δελτίο (Εικ. 5.11:β). Τα υπολείµµατα απαρτίζουν το υλικό για τη διενέργεια πρόσθετων εργαστηριακών µετρήσεων που προσδιορίζουν τη µαγνητική επιδεκτικότητα των εγκλεισµάτων τη̋ επίχωση̋ ω̋ ένδειξη για το βαθµό καύση̋ ενό̋ στρώµατο̋. Τα αποτελέσµατα αυτή̋ τη̋ ανάλυση̋ εισάγονται απευθεία̋ στον Η/Υ σε λογιστικά φύλλα (MS Excell). 116 Ανάλυση ανασκαφική̋ διαδικασία̋ Εικόνα 5.11. Συµπληρωµένα δελτία από την ανασκαφή Παλιαµπέλων: α) δελτίο επίπλευση̋ και β) δελτίο ξερού υπολοίπου (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Εκτό̋ από τα συστηµατικά δείγµατα που λαµβάνονται από κάθε ανασκαφική ενότητα υπάρχει µια σειρά από ειδικέ̋ δειγµατοληπτικέ̋ περιπτώσει̋. Σε σηµεία τη̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋ που υπάρχουν ορατέ̋ συγκεντρώσει̋ οργανικών καταλοίπων ή σε περιπτώσει̋ εντοπισµού επιφανειών χρήση̋, όπω̋ δάπεδα, πραγµατοποιείται επιλεκτική δειγµατοληψία για βιοαρχαιολογικά κατάλοιπα που ακολουθεί τη µεθοδολογία επεξεργασία̋ των αντίστοιχων συστηµατικών δειγµάτων. Περαιτέρω δειγµατοληψίε̋ σχετίζονται µε περιπτώσει̋ ευρηµάτων που χρίζουν εργαστηριακή ανάλυση, π.χ. τµήµατα κατασκευών µε αποτυπώµατα υλικών. Άλλα δείγµατα λαµβάνονται µε σκοπό τον προσδιορισµό τη̋ απόλυτη̋ ηλικία̋ τη̋ επίχωση̋ µε φυσικέ̋ µεθόδου̋, όπω̋ η χρονολόγηση µε C14, ακολουθώντα̋ παγιωµένα πρωτόκολλα συλλογή̋. Τέλο̋, δείγµατα µε σκοπό την ιζηµατολογική µελέτη συλλέγονται από επιλεγµένε̋ τοποθεσίε̋ για µελλοντική κοκκοµετρική ανάλυση που θα επιτρέψει την κατανόηση των διαδικασιών διαµόρφωση̋ του ιζήµατο̋. Κατά προτίµηση τα δείγµατα αυτά λαµβάνονται σε κάθετη κολώνα από εκτεθειµένε̋ παρειέ̋. Εκτό̋ από τα δείγµατα, κατά την ανασκαφή αποκαλύπτονται κινητά ευρήµατα. Αυτά διαχωρίζονται σε δύο είδη, τα µαζικά και τα µεµονωµένα ευρήµατα. Τα πρώτα αναφέρονται σε ευρήµατα που συλλέγονται µαζικά σε κάθε ανασκαφική ενότητα λόγω του αριθµού του̋, όπω̋ τα θραύσµατα τη̋ κεραµική̋, τα οστά, τα όστρεα, το οικοδοµικό υλικό. Τα υπόλοιπα αντικείµενα εντοπίζονται και περισυλλέγονται ξεχωριστά. Όταν απαντώνται στο πεδίο σηµειώνεται η ακριβή̋ θέση του̋ µέσα από την καταγραφή των χωρικών του̋ συντεταγµένων. Ωστόσο, ευρήµατα είναι δυνατό 117 να εντοπιστούν και κατά το κοσκίνισµα του χώµατο̋, οπότε η µόνη χωρική πληροφορία που διατηρούν έγκειται στην έκταση τη̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋ στην οποία βρέθηκαν. Σε αυτά προστίθενται όσα ευρήµατα εντοπίζονται κατά τη διαλογή τη̋ κεραµική̋, των οστών, των οστρέων και των βιοαρχαιολογικών δειγµάτων. Τα µαζικά ευρήµατα οδηγούνται στο εργαστήριο όπου καθαρίζονται από το ίζηµα που φέρουν και στη συνέχεια οι ειδικοί που έχουν αναλάβει τη µελέτη κάθε διαφορετικού είδου̋ ευρηµάτων κρατούν παρατηρήσει̋ σε επίπεδο πληθυσµού για κάθε ανασκαφική ενότητα. Ταυτόχρονα διαχωρίζουν χαρακτηριστικά ευρήµατα που µπορεί να χρησιµοποιηθούν σε περαιτέρω στάδια τη̋ µελέτη̋61. Τα µεµονωµένα ευρήµατα οµοίω̋ καθαρίζονται και καταλογογραφούνται µε ενιαίο κωδικό αρίθµηση̋ για το σύνολο τη̋ ανασκαφή̋. Αυτή η διαδικασία “σαρώµατο̋” των ευρηµάτων για µια πρώτη εικόνα των χαρακτηριστικών του̋ λαµβάνει χώρα ταυτόχρονα µε την ανασκαφή και αποσκοπεί κυρίω̋ στην τροφοδότηση των ανασκαφέων από του̋ ειδικού̋ µε χρήσιµε̋ πληροφορίε̋ σχετικά µε τι̋ επιχώσει̋ που ανασκάπτουν. Η καταγραφή των παρατηρήσεων για τα µαζικά ευρήµατα πραγµατοποιείται σε χειρόγραφα (Εικ. 5.12) ή σε αυτοσχέδιε̋ βάσει̋ δεδοµένων µε κύρια χαρακτηριστικά τη χρήση πεδίων ελεύθερου κειµένου για την εισαγωγή γενικευµένων παρατηρήσεων. Ανάλογα χαρακτηριστικά ω̋ προ̋ την οργάνωση των πεδίων πληροφορία̋ περιλαµβάνουν και οι βάσει̋ δεδοµένων (κυρίω̋ MS Access) που χρησιµοποιούνται για την καταγραφή των µεµονωµένων ευρηµάτων (Εικ. 5.13). Εικόνα 5.12. Χειρόγραφε̋ σηµειώσει̋ για τα περιεχόµενα µια̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋ σε κεραµική (αριστερά) και όστρεα (δεξιά) (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Π.χ. οι ειδικοί τη̋ κεραµική̋ ξεχωρίζουν διαγνωστικά όστρακα, δηλαδή τµήµατα χείλου̋, βάση̋, λαβών ή όσα φέρουν κάποιου είδου̋ διακόσµηση. Τα διαγνωστικά αυτά όστρακα µπορούν να συµβάλλουν στον υπολογισµό αριθµών ολόκληρων αγγείων, στον καθορισµό τυπολογιών σχηµάτων και στη µελέτη τη̋ διακόσµηση̋. Τα διαγνωστικά όστρακα παίρνουν αριθµό ευρήµατο̋ και αποθηκεύονται ανεξάρτητα. 61 118 Ανάλυση ανασκαφική̋ διαδικασία̋ Εικόνα 5.13. Ενδεικτικέ̋ βάσει̋ δεδοµένων για επιµέρου̋ χρήσει̋ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Εκτό̋ από τα κινητά ευρήµατα που µπορούν να αποµακρυνθούν από το χώρο, κατά την ανασκαφή εντοπίζονται και ακίνητα ευρήµατα χρήση̋ (ΑΕΧ). Ω̋ ΑΕΧ χαρακτηρίζεται κάθε ανθρωπογενή̋ κατασκευή που εντοπίζεται στο χώρο. Η µορφή ενό̋ ΑΕΧ ποικίλλει και µπορεί να έχει υλική υπόσταση (π.χ. τοίχο̋) ή όχι (π.χ. όρια λάκκου). Σε αυτό το πλαίσιο η καταγραφή των ΑΕΧ σχετίζεται µε την έννοια τη̋ διεπαφή̋62 στο πρότυπο τη̋ ανασκαφή̋ πλαισίων. Ωστόσο, η χρήση τη̋ έννοια̋ δεν γίνεται µε τον ίδιο τρόπο, εφόσον δεν καταγράφονται ξεχωριστά οι διεπαφέ̋ ανάµεσα σε διαδοχικέ̋ επιχώσει̋. Για τη διερεύνηση, τη σταδιακή αποκάλυψη, αλλά και την αφαίρεση των ΑΕΧ χρησιµοποιούνται διαδοχικέ̋ ανασκαφικέ̋ ενότητε̋. Όταν ολοκληρωθεί η αποκάλυψη ενό̋ ΑΕΧ ο ανασκαφέα̋ συµπληρώνει ξεχωριστό δελτίο που περιλαµβάνει πληροφορίε̋ για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του (Εικ. 5.14). Το δελτίο ΑΕΧ είναι οργανωµένο και αυτό σε επιµέρου̋ τµήµατα. Ο ανασκαφέα̋ σηµειώνει τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε ΑΕΧ, (π.χ. τύπο̋ και διαστάσει̋) σε ξεχωριστά πεδία. Παράλληλα εισάγει τι̋ τεκµηριωµένε̋ στρωµατογραφικέ̋ σχέσει̋ µε άλλα ακίνητα ευρήµατα. Σε ειδικό χώρο περιγράφει το ΑΕΧ σε ελεύθερο κείµενο. Ακόµη, αναφέρει τι̋ ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ που χρησιµοποιήθηκαν για τη διερεύνησή του. Στην ίδια περιοχή σηµειώνει του̋ κωδικού̋ των σχετικών φωτογραφιών ή των σχεδίων, στα οποία εικονίζεται η κατασκευή. Το ΑΕΧ σχεδιάζεται σε ειδικό υπόβαθρο γραφήµατο̋ στην πίσω σελίδα του δελτίου και συνοδεύεται από περαιτέρω ερµηνευτικά σχόλια. Όπω̋ και στην περίπτωση του ανασκαφικού δελτίου, σηµειώνονται η ηµεροµηνία και τα αρχικά του καταχωρητή. 62 Βλ. § 2.3. 119 Εικόνα 5.14. Συµπληρωµένο δελτίο ΑΕΧ από την ανασκαφή Παλιαµπέλων (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Η τεκµηρίωση τη̋ πορεία̋ τη̋ ανασκαφή̋ και των ευρηµάτων που αποκαλύπτει συµπληρώνεται από τη λήψη φωτογραφιών και τη σχεδιαστική αποτύπωση. Η ανασκαφική φωτογραφία αποτυπώνει την εικόνα του σκάµµατο̋ στην πορεία των ανασκαφικών εργασιών και µπορεί να σχετίζεται µε µεµονωµένε̋ ανασκαφικέ̋ ενότητε̋, ακίνητα ή και κινητά ευρήµατα που βρίσκονται in situ. Οι ανασκαφικέ̋ φωτογραφίε̋ ενσωµατώνουν κάποιε̋ πληροφορίε̋ στην εικόνα, όπω̋ ο κωδικό̋ του αντικειµένου που εικονίζεται, ο προσανατολισµό̋ και η κλίµακα. Ωστόσο, συνήθω̋ συνοδεύονται και από συµπληρωµατικά στοιχεία, όπω̋ η περιγραφή του θέµατο̋, το είδο̋ του φιλµ και η ηµεροµηνία λήψη̋. Τα τελευταία χρόνια η χρήση ψηφιακή̋ φωτογραφική̋ µηχανή̋ δηµιουργεί ψηφιακά αρχεία που αποθηκεύονται σε καταλόγου̋ στο σύστηµα του Η/Υ µε κατάλληλη ονοµατολογία. Οι συνοδευτικέ̋ πληροφορίε̋ οργανώνονται σε απλέ̋ βάσει̋ δεδοµένων, χωρί̋ όµω̋ να παρέχουν άµεση σύνδεση µε τα φωτογραφικά αρχεία. Πολύ πιο σύνθετη µονάδα τεκµηρίωση̋ είναι το ανασκαφικό σχέδιο. Για την αποτύπωση των ανασκαφικών επιφανειών στα Παλιάµπελα ήδη από την αρχή του προγράµµατο̋ χρησιµοποιήθηκε µεθοδολογία δισδιάστατη̋ φωτογραµµετρική̋ αποτύπωση̋ που αναπτύχθηκε στο παρελθόν στο πλαίσιο του αρχαιολογικού προγράµµατο̋ τη̋ Τούµπα̋ Θεσσαλονίκη̋ (Patias et al. 1999). Χάρη σε αυτή τη µεθοδολογία η αποτύπωση µεγάλων επιφανειών γίνεται ευκολότερα και το σηµαντικότερο δεν καθυστερεί τη συνέχιση τη̋ ανασκαφή̋. Τα τελικά πρὀόντα είναι ψηφιακά δισδιάστατα γραµµικά σχέδια µε όλα τα πλεονεκτήµατα που προσφέρει η 120 Ανάλυση ανασκαφική̋ διαδικασία̋ µορφή του̋ σχετικά µε διαδικασίε̋ περαιτέρω επεξεργασία̋, π.χ. διόρθωση ή αλλαγή συµβολισµού. Πιο συγκεκριµένα στο χώρο που πρόκειται να σχεδιαστεί τοποθετούνται ειδικοί στόχοι, των οποίων οι συντεταγµένε̋ αποθηκεύονται στο σταθµό µέτρηση̋. Στη συνέχεια λαµβάνονται κατακόρυφε̋ ψηφιακέ̋ φωτογραφίε̋, οι οποίε̋ διορθώνονται γεωµετρικά χρησιµοποιώντα̋ τι̋ καταγεγραµµένε̋ συντεταγµένε̋ των στόχων. Στη συνέχεια µε τη χρήση ειδικού τοπογραφικού λογισµικού (MicroStation IRAS-C) οι διορθωµένε̋ φωτογραφίε̋ συνδέονται σε ένα ενιαίο φωτοµωσἀκό που καλύπτει την περιοχή του σχεδίου. Έχοντα̋ το διορθωµένο ψηφιακό υπόβαθρο, είναι δυνατή η απευθεία̋ γραµµική ψηφιοποίηση των στοιχείων που ενδιαφέρουν. Η ψηφιοποίηση πραγµατοποιείται σε σχεδιαστικό λογισµικό, αλλά είναι δυνατό να λάβει χώρα και σε κάποιο πρόγραµµα ΣΓΠ. Το σχεδιαστικό αποτέλεσµα εκτυπώνεται µεµονωµένα ή σε συνδυασµό µε το φωτογραφικό υπόβαθρο και αποθηκεύεται σε αναλογικό µέσο. Ταυτόχρονα διατηρούνται τα επιµέρου̋ ψηφιακά αρχεία που χρησιµοποιήθηκαν στη διαδικασία (Εικ. 5.15). Εικόνα 5.15. Τα στάδια τη̋ ψηφιακή̋ σχεδιαστική̋ αποτύπωση̋ του ανασκαφικού χώρου στην ανασκαφή Παλιαµπέλων (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Σε αυτό το σηµείο πρέπει να σηµειωθεί ότι η χρήση ανασκαφικών ενοτήτων ω̋ υποδιαιρέσει̋ στρωµάτων καθιστά καταχρηστικό το σχεδιασµό κάθε ανασκαφική̋ ενότητα̋ στο πρότυπο τη̋ σχεδίαση̋ ξεχωριστών ανασκαφικών πλαισίων. Αντιθέτω̋, η επιλογή τη̋ σχεδίαση̋ σχετίζεται µε την πεποίθηση του ανασκαφέα για την ολοκλήρωση τη̋ αφαίρεση̋ ενό̋ ενιαίου στρώµατο̋ ή την απόφασή του να αποτυπώσει το χώρο τη̋ ανασκαφή̋, ω̋ ένα τεκµήριο τη̋ εξέλιξη̋ τη̋ πορεία̋ τη̋ 121 ανασκαφή̋. Μάλιστα, παρόλο που µε τι̋ σύγχρονε̋ µεθόδου̋ καταγραφή̋ στο πεδίο υπάρχει η δυνατότητα για σχεδιασµό επιµέρου̋ επιφανειών που σχετίζονται µε την έκταση ενό̋ στρώµατο̋, στην πράξη οι ανασκαφεί̋ επιλέγουν τη σχεδίαση τη̋ ευρύτερη̋ επιφάνεια̋ του σκάµµατο̋ προκειµένου να διατηρήσουν την εικόνα του ανασκαφικού χώρου σε µια δεδοµένη στιγµή τη̋ έρευνα̋ για αρχειακού̋ λόγου̋. Το ανασκαφικό σχέδιο σχετίζεται και µε την τεκµηρίωση τη̋ πραγµατική̋ στρωµατογραφία̋, όπω̋ αυτή αποτυπώνεται στι̋ κατακόρυφε̋ παρειέ̋ κάθε σκάµµατο̋, ή σε επιµέρου̋ σηµεία που έχουν αφεθεί άσκαφτα προκειµένου να αποτελέσουν ένα αρχείο του τρόπου τη̋ φυσική̋ διαδοχή̋ των στρωµάτων σε ένα συγκεκριµένο σηµείο. χρησιµοποιείται η Για ίδια την παραγωγή µεθοδολογία των στρωµατογραφικών φωτογραµµετρική̋ τοµών αποτύπωση̋ και ηλεκτρονική̋ επεξεργασία̋ (Εικ. 5.16). Εικόνα 5.16. Φωτογραµµετρική αποτύπωση και τελικό ψηφιακό σχέδιο στρωµατογραφία̋ από την ανασκαφή Παλιαµπέλων (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Όπω̋ γίνεται αντιληπτό, κατά την ανασκαφή στο πεδίο λαµβάνουν χώρα επιµέρου̋ διαδικασίε̋ που συντελούν σε ξεχωριστά αρχειακά αντικείµενα (δελτία, κατάλογοι, φωτογραφίε̋, σχέδια, πίνακε̋ και βάσει̋ δεδοµένων). Τα κοινά σηµεία όλων αυτών των διαδικασιών είναι η δηµιουργία πληροφορία̋ και η εισαγωγή τη̋ στο αντίστοιχο αποθηκευτικό µέσο. Σε αυτό το στάδιο βασικά προβλήµατα εντοπίζονται στη χρήση διαφορετική̋ ορολογία̋ που επιτείνεται και από το διαφορετικό γλωσσικό υπόβαθρο κάθε ανασκαφέα (ελληνικά και αγγλικά). Επιπλέον, συχνά κάποια πεδία καταγραφή̋ παραλείπονται, ενώ σε άλλε̋ περιπτώσει̋ δεν 122 Ανάλυση ανασκαφική̋ διαδικασία̋ ακολουθούνται οι οδηγίε̋ ω̋ προ̋ τη χρήση συγκεκριµένη̋ ορολογία̋63. Η καταγραφή στο εργαστήριο στερείται προτυποποίηση̋ ακόµη περισσότερο, καθώ̋ τόσο οι χειρόγραφε̋ σηµειώσει̋ όσο και οι βάσει̋ δεδοµένων δεν περιλαµβάνουν καθορισµένα πεδία για τη διάσπαση τη̋ πληροφορία̋. Συνολικά, το βασικό πλεονέκτηµα τη̋ µεθοδολογία̋ τεκµηρίωση̋ έγκειται στη σαφή διάκριση των µονάδων καταγραφή̋. Ταυτόχρονα όµω̋ η διασπορά τη̋ πληροφορία̋ σε διαφορετικά αρχειακά αντικείµενα, αναλογικά και ψηφιακά, δυσκολεύει το συνδυασµό τη̋ λόγω τη̋ έλλειψη̋ ενό̋ ενιαίου συστήµατο̋ διαχείριση̋ δεδοµένων64 επιβαρύνοντα̋ χρονικά τη διάρκεια τη̋ µελέτη̋. 5.3 5.3.2. Στρωµατογραφική ανάλυση Η στρωµατογραφική ανάλυση είναι πολύ σηµαντικό στάδιο τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋, καθώ̋ αποσκοπεί στη χρονολογική συσχέτιση του υλικού. Αποτελεί πρὁπόθεση προκειµένου να διαχωριστεί το υλικό των ευρηµάτων σε οµάδε̋ που εµφανίζουν χωρική και χρονική οµοιογένεια. Συνήθω̋ λοιπόν η στρωµατογραφική ανάλυση προηγείται τη̋ εκτέλεση̋ των επιµέρου̋ αναλύσεων προκειµένου να δηµιουργηθούν όσο το δυνατό πιο οµοιογενή σύνολα πληθυσµών ευρηµάτων. Η στρωµατογραφική ανάλυση διακρίνεται σε δύο τουλάχιστο στάδια. Το πρώτο σχετίζεται µε την οµαδοποίηση των ανασκαφικών ενοτήτων σε οµοιογενή αρχαιολογικά στρώµατα στο πλαίσιο ενό̋ σκάµµατο̋ ή ενό̋ ενιαίου τοµέα ανασκαφή̋. Εφόσον ξεκαθαριστεί η ακολουθία των αρχαιολογικών στρωµάτων εντό̋ του σκάµµατο̋, ακολουθεί η δηµιουργία ευρύτερων στρωµατογραφικών οµάδων µέσα από την ταύτιση των στρωµάτων που αποτελούν µέρο̋ τη̋ ίδια̋ επίχωση̋ ανάµεσα σε δύο σκάµµατα. Η σταδιακή αναγωγή των ανασκαφικών ενοτήτων σε ευρύτερε̋ στρωµατογραφικέ̋ οµάδε̋ οδηγεί στην αποκρυστάλλωση τη̋ στρωµατογραφική̋ ακολουθία̋ για το σύνολο τη̋ ανασκαφική̋ θέση̋. Η περαιτέρω συσχέτιση τη̋ στρωµατογραφική̋ ακολουθία̋ µε χρονολογική πληροφορία από τα ευρήµατα ή τα δείγµατα χρονολόγηση̋ που περιέχουν τα στρώµατα επιτρέπει τη χρονολογική διάταξη των στρωµάτων σε οικιστικέ̋ φάσει̋ που µπορούν να αντιστοιχηθούν µε απόλυτε̋ χρονολογικέ̋ τιµέ̋. Το βασικό εργαλείο που χρησιµοποιείται για αυτή τη διαδικασία είναι το διάγραµµα ακολουθία̋65. Ωστόσο, σε αντίθεση µε την ανασκαφή πλαισίων, όπου η στρωµατογραφική ανάλυση βασίζεται µόνο στι̋ τοπολογικέ̋ σχέσει̋ ανάµεσα στα ανασκαφικά πλαίσια (παραγνωρίζοντα̋ τη σηµασία τη̋ φυσική̋ Π.χ. στα πεδία µε προκαθορισµένε̋ τιµέ̋ συχνά προστίθεται περιγραφική λεπτοµέρεια, ακυρώνοντα̋ ουσιαστικά τη συνέπεια που επιδιώκεται µε τη χρήση συγκεκριµένη̋ ορολογία̋. 64 Για παράδειγµα προκειµένου ο ερευνητή̋ να συγκεντρώσει πληροφορίε̋ για ένα ανασκαφικό αντικείµενο, λ.χ. ένα ΑΕΧ, πρέπει να ψάξει τα ανασκαφικά δελτία που σχετίζονται µε αυτό, τον κατάλογο των αντικειµένων που βρέθηκαν σε κάθε σχετική ανασκαφική ενότητα, χειρόγραφε̋ σηµειώσει̋ σχετικά µε τα µαζικά ευρήµατα, τυχόν σχέδια και φωτογραφίε̋. 65 Βλ. § 2.3. 63 123 στρωµατογραφία̋), στα Παλιάµπελα δίνεται ιδιαίτερη έµφαση στην αντιπαραβολή των ανασκαφικών ενοτήτων µε τη φυσική στρωµατογραφία, όπω̋ αυτή αποτυπώνεται στην παρειά ενό̋ σκάµµατο̋. Η συσχέτιση των ανασκαφικών ενοτήτων που αποδίδονται από τον ανασκαφέα σε µια ενιαία επίχωση και την πραγµατική µορφή τη̋ επίχωση̋ αυτή̋, όπω̋ διακρίνεται στι̋ άσκαφε̋ παρειέ̋ επαληθεύει την ορθότητα τη̋ πρωτογενού̋ ερµηνεία̋. Περαιτέρω ανασκαφικών επιβεβαίωση ενοτήτων ω̋ προσφέρει η εξέταση των οµαδοποιηµένων προ̋ οµοιογένεια που εµφανίζουν την τα χαρακτηριστικά (π.χ. χρώµα Munsell, συνεκτικότητα χώµατο̋) και τα περιεχόµενά του̋ (π.χ. χρονολόγηση ευρηµάτων, ίχνη διαταραχών). Η ανεύρεση ασυνεπειών υποχρεώνει την επανεξέταση τη̋ οµαδοποίηση̋. Με τον τρόπο αυτό εντοπίζονται ανασκαφικά λάθη και αποµονώνονται οι προβληµατικέ̋ ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ µαζί µε όλα τα περιεχόµενά του̋ από µεταγενέστερα στάδια τη̋ ανάλυση̋. Σε αυτό το στάδιο τη̋ µελέτη̋ η χρήση του προγράµµατο̋ Runsect, που είχε αναπτυχθεί στο παρελθόν, συνέβαλε σηµαντικά στην αυτοµατοποίηση τη̋ δηµιουργία̋ κατακόρυφων διαγραµµάτων που εικονίζουν την αλληλουχία των ανασκαφικών ενοτήτων σε οποιοδήποτε σηµείο του σκάµµατο̋66 (Εικ. 5.17). Εικόνα 5.17. Συνδυασµό̋ στρωµατογραφία̋ και αλληλουχία̋ ανασκαφικών ενοτήτων µε τη χρήση του προγράµµατο̋ Runsect 2 (προσαρµοσµένο από Βαλασιάδη̋ 1999: εικ. ΙΙΙ.14). Βλ. § 3.9. Αρχικά το σύστηµα είχε σχεδιαστεί για τη διενέργεια τοµών που αποτυπώνουν τη ακολουθία των ανασκαφικών ενοτήτων σε οποιοδήποτε σηµείο ενό̋ σκάµµατο̋ παρέχοντα̋ επιπλέον τη δυνατότητα τη̋ γραφική̋ απόδοση̋ ποιοτικών ή ποσοτικών διαβαθµίσεων (Kotsakis 1989). Ωστόσο οι δυνατότητε̋ αυτέ̋ δεν χρησιµοποιήθηκαν ιδιαίτερα λόγω τη̋ δυσκολία̋ εισαγωγή̋ δεδοµένων στα παλαιότερα συστήµατα MS-DOS. Παρότι η δεύτερη έκδοση σε AutoCAD (Βαλασιάδη̋ 1999) βελτίωσε σηµαντικά το γραφικό αποτέλεσµα του προγράµµατο̋, δεν προχώρησε σε περαιτέρω συνδυασµό µε βάση δεδοµένων. Ω̋ αποτέλεσµα, το εργαλείο χρησιµοποιήθηκε κυρίω̋ για τη γραφική απεικόνιση και την εκτύπωση τη̋ ακολουθία̋ των ανασκαφικών ενοτήτων. 66 124 Ανάλυση ανασκαφική̋ διαδικασία̋ Ανάλογε̋ παρατηρήσει̋ µπορούν να γίνουν και αναφορικά µε τα ακίνητα ευρήµατα που εντοπίζονται στην ανασκαφή. Τα ΑΕΧ συχνά απαρτίζουν τµήµατα ευρύτερων κατασκευών αποσαφηνιστούν οι και εποµένω̋ µεταξύ του̋ πρέπει να ενοποιηθούν και να στρωµατογραφικέ̋ συσχετίσει̋. Τα ΑΕΧ συνδυάζονται σε ευρύτερε̋ οµαδοποιήσει̋ µε ερµηνευτική σηµασία, όπω̋ ένα σπίτι, και ενσωµατώνονται στη στρωµατογραφική αλληλουχία τη̋ θέση̋. Η οργάνωση στρωµατογραφική̋ ανάλυση̋ στα Παλιάµπελα παραπέµπει σε µια κατεξοχήν ερµηνευτική εργασία. Οι στρωµατογραφικέ̋ οµαδοποιήσει̋ πραγµατοποιούνται ύστερα από µια διαδικασία που περιλαµβάνει την επανεξέταση των πρωτογενών ερµηνειών, τη διερεύνηση χωρικών συσχετισµών και τη σύγκριση ανεξάρτητων πηγών δεδοµένων. Υπό αυτή την έννοια η εγκυρότητά του̋ βασίζεται σε πολλαπλέ̋ µεταβλητέ̋ ακολουθώντα̋ το πρότυπο τη̋ αναστοχαστική̋ θεώρηση̋. Ωστόσο, τα πρακτικά προβλήµατα που ανακύπτουν σε αυτή τη διαδικασία δεν είναι αµελητέα. Σε αυτό το στάδιο εµφανίζονται οι ελλείψει̋ τη̋ καταγραφή̋ ω̋ προ̋ την προτυποποίηση και τη συσχέτιση. Προκειµένου να συγκρίνει ο µελετητή̋ τα επιµέρου̋ χαρακτηριστικά των ανασκαφικών ενοτήτων και των ΑΕΧ που καλείται να οµαδοποιήσει χρειάζεται αποµονώνοντα̋ να σταδιακά ανατρέξει σε στοιχεία που τα πολλαπλέ̋ τον αρχειακέ̋ ενδιαφέρουν. µονάδε̋ Ωστόσο, οι πληροφορίε̋ αυτέ̋ που στοιχειοθετούν το υπόβαθρο για κάθε στρωµατογραφική ερµηνεία αποκλείονται από το συνολικό αρχείο τη̋ ανασκαφή̋ και διατηρούνται ω̋ σκόρπιε̋ παρατηρήσει̋ σε διάφορα µέσα, ηµερολόγια, σηµειωµατάρια και ανασκαφικέ̋ περιλήψει̋. Υπό αυτή την έννοια, παρατηρείται ότι παρά την έµφαση στην παρουσία τη̋ ερµηνεία̋ σε όλα τα στάδια τη̋ έρευνα̋, στην πράξη η τεκµηρίωση ουσιαστικά ολοκληρώνεται στο πεδίο. Τελικό πρὀόν και µοναδικό τεκµήριο τη̋ στρωµατογραφική̋ ανάλυση̋ είναι το διάγραµµα ακολουθία̋, που λειτουργεί εποπτικά για την κατανόηση των χρονολογικών συσχετισµών ανάµεσα στι̋ οµάδε̋ που δηµιουργούνται. Συνήθω̋ χρησιµοποιείται σε αντιπαραβολή µε τη στρωµατογραφία (η οποία και αποτελεί το κατεξοχήν ρητορικό µέσο για την ορθότητα τη̋ οµαδοποίηση̋) αποκρύπτοντα̋ όµω̋ την ίδια στιγµή τι̋ αποφάσει̋ που οδήγησαν σε αυτό το συµπέρασµα. Σύµφωνα όµω̋ µε το ερµηνευτικό θεωρητικό πλαίσιο, η ερµηνεία δεν σταµατάει στο πεδίο. Κάθε µονάδα που δηµιουργείται σε οποιοδήποτε στάδιο τη̋ έρευνα̋ σχετίζεται µε την τεκµηρίωση κάποια̋ µορφή̋ ερµηνευτική̋ διαδικασία̋ και την πρωτογενή πληροφορία που χρησιµοποιεί. Η τεκµηρίωση τη̋ πληροφορία̋ αυτή̋ είναι απαραίτητη και µπορεί να λειτουργήσει ω̋ µέσο επανεξέταση̋ του τρόπου οµαδοποίηση̋ των ανασκαφικών ενοτήτων. 5.3 5.3.3. Εργαστηριακή µελέτη Μετά το πέρα̋ τη̋ στρωµατογραφική̋ ανάλυση̋ ξεκινά η ενδελεχή̋ µελέτη των ανασκαφικών ευρηµάτων, τα οποία πλέον µπορούν να διακριθούν µε βάση τη 125 συνύπαρξή του̋ σε ένα προσδιορισµένο χωρο-χρονικό πλαίσιο. Στο στάδιο τη̋ µελέτη̋, ευδιάκριτε̋ κατηγορίε̋ ευρηµάτων διανέµονται µεταξύ των ειδικών προκειµένου να πραγµατοποιήσουν µεµονωµένε̋ µελέτε̋ και να παρέχουν ερµηνείε̋ σχετικά µε την ανθρώπινη δραστηριότητα του παρελθόντο̋. Συνήθω̋ κάθε µελέτη βασίζεται σε ειδικέ̋ µεθοδολογίε̋ ανάλογα µε το είδο̋ κάθε κατηγορία̋ ευρηµάτων. Ο µελετητή̋ πρέπει να εξετάσει κάθε εύρηµα χωριστά και να σηµειώσει µια σειρά από µορφολογικά χαρακτηριστικά που ενδιαφέρουν σε κάθε περίπτωση. Η διαδικασία αυτή είτε γίνεται χειρονακτικά µε τη συµπλήρωση ειδικών δελτίων είτε περιλαµβάνει διάφορα προγράµµατα, από λογιστικά φύλλα µέχρι σύνθετε̋ βάσει̋ δεδοµένων. Παράλληλα, συνοδεύεται από µια σειρά από πρακτικέ̋ όπω̋ η σχεδιαστική απεικόνιση χαρακτηριστικών ευρηµάτων, π.χ. ένα ειδώλιο, και η αποκατάσταση αποσπασµατικών αντικειµένων µέσω τη̋ συγκόλληση̋ και τη̋ συµπλήρωση̋ των επιµέρου̋ τµηµάτων που διατηρούνται, π.χ. ένα αγγείο (Εικ. 5.18). Ακόµη πιο εξειδικευµένε̋ αναλύσει̋ περιλαµβάνουν την εργαστηριακή επεξεργασία δειγµάτων από τον ανασκαφικό χώρο ή τα ίδια τα ευρήµατα67. Οι αναλύσει̋ αυτέ̋ πραγµατοποιούνται σε ειδικά εξοπλισµένα εργαστήρια από ειδήµονε̋ που συχνά δεν σχετίζονται άµεσα µε την ανασκαφή. Α Β Εικόνα 5.18. Συγκολληµένα και συµπληρωµένα αγγεία (Α) και σχεδιαστική απεικόνιση ειδωλίου (Β) από την ανασκαφή (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Τα αποτελέσµατα των καταγραφών και των ειδικών αναλύσεων στη συνέχεια αναλύονται µε ειδικά στατιστικά προγράµµατα, κυριότερο εκ των οποίων είναι το SPSS68, προκειµένου να εντοπιστούν χρήσιµε̋ διαφοροποιήσει̋ στο συνολικό πληθυσµό (Εικ. 5.19). Τελικά, τα συµπεράσµατα των αναλύσεων οργανώνονται σε περιλήψει̋ προκειµένου να χρησιµοποιηθούν στη συνολική σύνθεση τη̋ ιστορία̋ τη̋ θέση̋. Σε αυτό το στάδιο τη̋ ανασκαφική̋ µελέτη̋ παρατηρείται η περαιτέρω διάσπαση του ανασκαφικού αρχείου. Κάθε επιµέρου̋ µελέτη, ανεξαρτήτω̋ περιεχοµένου, βασίζεται στην καταγραφή δεδοµένων για µια οµάδα Για παράδειγµα µπορεί να πραγµατοποιηθεί πετρογραφική ανάλυση σε δείγµατα από λίθινα εργαλεία ή κεραµικά σκεύη. 68 Βλ. § 3.5. 67 126 Ανάλυση ανασκαφική̋ διαδικασία̋ χαρακτηριστικών που είναι δυνατό να αναπροσαρµοστούν ανάλογα µε την πορεία τη̋ έρευνά̋ ή τον επιστηµονικό εξοπλισµό που χρησιµοποιείται. Με άλλα λόγια, κάθε επιµέρου̋ ανάλυση βασίζεται σε ένα ιδιαίτερο µοντέλο δεδοµένων που συχνά δηµιουργείται κατά τη διάρκεια τη̋ µελέτη̋ και σχετίζεται σε µεγάλο βαθµό µε τι̋ παραµέτρου̋ των ειδικών αναλύσεων και τι̋ ιδιαιτερότητε̋ των χαρακτηριστικών του πληθυσµού που µελετάται. Είναι εποµένω̋ πολύ δύσκολο να ενσωµατωθεί το µοντέλο δεδοµένων κάθε επιµέρου̋ ανάλυση̋ στο γενικό µοντέλο δεδοµένων τη̋ ανασκαφική̋ βάση̋. Άλλωστε, οι ερευνητέ̋ συχνά πραγµατοποιούν τι̋ µελέτε̋ του̋ σε ειδικευµένο λογισµικό τη̋ προτίµησή̋ του̋ και εµφανίζονται απρόθυµοι να αλλάξουν τον τρόπο εργασία̋ του̋. Εικόνα 5.19. Στατιστική ανάλυση κατηγοριών κεραµική̋ µε τη χρήση SPSS (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Η πρακτική αυτή έχει ω̋ συνέπεια την αποστασιοποιηµένη ερµηνεία των αποτελεσµάτων τη̋ ανάλυση̋, καθώ̋ τι̋ περισσότερε̋ φορέ̋ δεν εντάσσονται στα συγκείµενα τη̋ έρευνα̋. Η αδυναµία ενσωµάτωση̋ τόσο των δεδοµένων όσο και των αποτελεσµάτων των ειδικών αναλύσεων στο ανασκαφικό αρχείο, αφενό̋ δεν επιτρέπει την αξιολόγηση ή την επανεξέταση του̋69 και αφετέρου αποτρέπει την περαιτέρω χρήση του̋ στη διερεύνηση σηµαντικών αρχαιολογικών ερωτηµάτων που βασίζονται στη χρήση συναφού̋ πληροφορία̋70. Ουσιαστικά µετατρέπονται στα λεγόµενα “µαύρα κουτιά” κατά την ορολογία του Latour Βλ. § 2.3. 70 Ω̋ παράδειγµα ενό̋ ερωτήµατο̋ αυτού του τύπου µπορεί να εννοηθεί η διερεύνηση τη̋ χωρική̋ κατανοµή̋ των επείσακτων εργαλείων που εντοπίστηκαν (π.χ. οψιανό̋) και οι διαφορέ̋ που εµφανίζουν από τι̋ συγκεντρώσει̋ εργαλείων ιθαγενού̋ προέλευση̋ σε ένα συγκεκριµένο στρωµατογραφικό ή χρονολογικό πλαίσιο. 69 127 5.3 5.3.4. Σύνθεση και επικοινωνία αποτελεσµάτων Το προηγούµενο στάδιο ουσιαστικά ολοκληρώνει το αναλυτικό µέρο̋ τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ και οριστικοποιεί το περιεχόµενο του ανασκαφικού αρχείου. Στο στάδιο τη̋ σύνθεση̋ επιχειρείται η ανασύνθεση τη̋ ιστορία̋ τη̋ θέση̋ και η σύνδεση των αποτελεσµάτων τη̋ έρευνα̋ µε πρακτικέ̋ και υποκείµενα του παρελθόντο̋ στο πλαίσιο µια̋ αφήγηση̋ µε ιστορικό χαρακτήρα. Η αφήγηση αυτή αποκρυσταλλώνεται στην ανασκαφική δηµοσίευση και στου̋ τρόπου̋ που µεταχειρίζεται ένα ανασκαφικό πρόγραµµα προκειµένου να κάνει γνωστά τα αποτελέσµατα τη̋ έρευνα̋ στο ευρύ κοινό. Η αποτελεσµατικότητα τη̋ ιστορική̋ ερµηνεία̋ στηρίζεται στο συνδυασµό των επιµέρου̋ στοιχείων τη̋ έρευνα̋ σε συνεκτικά ερµηνευτικά σύνολα µε άξονα την ευρύτερη προβληµατική τη̋ έρευνα̋. Στα Παλιάµπελα η εµφάνιση του νοικοκυριού ω̋ κύριο ερευνητικό ζήτηµα προσεγγίζεται µέσα από τον εντοπισµό διαχρονικών διαφοροποιήσεων στι̋ οικιστικέ̋, τι̋ οικονοµικέ̋ και τι̋ κοινωνικέ̋ πρακτικέ̋ των κατοίκων του πρὀστορικού οικισµού. Η αναγωγή των πρακτικών αποτελεσµάτων τη̋ έρευνα̋ στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο απαιτεί στο στάδιο τη̋ σύνθεση̋ την επανένωση των ανασκαφικών αντικειµένων και των συναφών πλαισίων που τα νοηµατοδοτούν. Ωστόσο, ο κατακερµατισµό̋ του ανασκαφικού αρχείου και η εξειδικευµένη προσέγγισή του δυσχεραίνουν την ερµηνευτική διαδικασία. Ω̋ αποτέλεσµα παρατηρείται ότι η χρήση του ανασκαφικού αρχείου περιορίζεται στην παροχή του απαραίτητου εποπτικού υλικού που πρόκειται να ενσωµατωθεί στην τελική δηµοσίευση προκειµένου να “τεκµηριωθούν” οι εκτιθέµενε̋ απόψει̋ των αρχαιολόγων. Μετά το πέρα̋ τη̋ δηµοσίευση̋ το αρχείο κινδυνεύει να περάσει σε αχρησία έχοντα̋ πλέον αντικατασταθεί από τα αποτελέσµατα τη̋ έρευνα̋, όπω̋ αποτυπώνονται στην τελική δηµοσίευση. Ωστόσο, στι̋ σύγχρονε̋ συνθήκε̋ το περιεχόµενο του αρχείου µπορεί να χρησιµοποιηθεί αυτούσιο σε µια ηλεκτρονική δηµοσίευση ή να ενσωµατωθεί στο πλαίσιο ευρύτερων συστηµάτων διαχείριση̋ πολιτισµικών δεδοµένων, π.χ. Εθνικό Αρχείο Μνηµείων, ανοίγοντα̋ το δρόµο για νέε̋ χρήσει̋ που προάγουν την έρευνα σε δια-ανασκαφικό πλέον επίπεδο. 5.4 5.4. Ευκαιρίε̋ βελτίωση̋ τη̋ ανασκαφική̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ Οι επισηµάνσει̋ τη̋ ανάλυση̋ οδηγούν στον προσδιορισµό των ισχυρών σηµείων τη̋ µεθοδολογία̋, αλλά και των αντίστοιχων προβληµατικών, επιτρέποντα̋ τον προσδιορισµό ευκαιριών βελτίωση̋ στο πλαίσιο λειτουργία̋ του νέου ψηφιακού συστήµατο̋ τεκµηρίωση̋. Κατά την πρωτογενή καταγραφή στο πεδίο τα ισχυρά σηµεία τη̋ µεθοδολογία̋ εντοπίζονται στο σαφή διαχωρισµό των διαδικασιών καταγραφή̋ και των µονάδων τεκµηρίωση̋. Ο προσδιορισµό̋ κάθε µονάδα̋ είναι θεωρητικά τεκµηριωµένο̋ και σχετίζεται 128 µε αυτόνοµε̋, βηµατικέ̋ και συστηµατοποιηµένε̋ διαδικασίε̋. Ανάλυση ανασκαφική̋ διαδικασία̋ Παράλληλα, συνοδεύεται από χωριστό δελτίο καταγραφή̋ και οδηγίε̋ συµπλήρωση̋, που αποσαφηνίζουν το εννοιολογικό υπόβαθρο κάθε ιδιότητα̋ για την οποία συγκεντρώνεται πληροφορία. Συνεπώ̋, η οργάνωση τη̋ πρωτογενού̋ καταγραφή̋ είναι αρκετά συγκεκριµένη ω̋ προ̋ την απόδοσή τη̋ µε ψηφιακού̋ όρου̋. Τα προβληµατικά σηµεία στο ίδιο επίπεδο εντοπίζονται στην αποσπασµατικότητα του ανασκαφικού αρχείου και τι̋ ασυνέπειε̋ που εµφανίζει η καταγραφή στην πράξη. Ω̋ φυσικό επακόλουθο παρατηρούνται δυσχέρειε̋ στην πρόσβαση, την αναζήτηση, την ταξινόµηση και την ποσοτικοποίηση τη̋ πληροφορία̋ που καταγράφεται. Ω̋ προ̋ τη µετα-ανασκαφική µελέτη, η βασική παρατήρηση σχετίζεται µε τον τρόπο που διεκπεραιώνεται. Σε αντίθεση µε την τυποποίηση τη̋ καταγραφή̋ στο πεδίο, η στρωµατογραφική ανάλυση στερείται συστηµατοποίηση̋ και υπολείπεται τεκµηρίωση̋. Επιπλέον, η παρατηρούµενη έµφαση στην αντιπαραβολή των δεδοµένων τη̋ έρευνα̋ χρήζει αναβάθµιση̋ µέσα από την έµφαση στη χωρική απεικόνιση και τη οπτική διερεύνηση των δεδοµένων. Στα επόµενα στάδια ο περαιτέρω τεµαχισµό̋ του ανασκαφικού αρχείου ανάµεσα στου̋ ειδικού̋ αποθαρρύνει την ερµηνευτική ενασχόληση µε το σύνολο τη̋ αρχαιολογική̋ θέση̋, δυσκολεύοντα̋ το συνδυασµό των επιµέρου̋ παρατηρήσεων στο στάδιο τη̋ σύνθεση̋ και κατά συνέπεια τη µετάβαση από το µερικό στο συνολικό. Καθ’ όλη την πορεία τη̋ έρευνα̋ η χρήση των υφιστάµενων περιορισµένη̋ κλίµακα̋ ψηφιακών εφαρµογών, παρότι συµβάλλει στην οργάνωση των επιµέρου̋ τµηµάτων του ανασκαφικού αρχείου και υποβοηθά συγκεκριµένε̋ διαδικασίε̋ (π.χ. η χρήση του Runsect στη στρωµατογραφική µελέτη), ουσιαστικά δυσχεραίνει τη συνολική αντιµετώπιση τη̋ οργάνωση̋ των ανασκαφικών δεδοµένων. Κατά συνέπεια, επιβεβαιώνεται και από την οικεία εµπειρία ότι οι επιµέρου̋ ψηφιακέ̋ εφαρµογέ̋ υπολογιστών, παρά την αποτελεσµατικότητά του̋ σε συγκεκριµένου̋ στόχου̋ εµφανίζουν αδυναµίε̋ στη σύνδεση τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋ και την υποστήριξη τη̋ ερµηνευτική̋ λειτουργία̋. Η δυσκολία ταυτοποίηση̋ και σύνδεση̋ των επιµέρου̋ διαδικασιών τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ γίνεται φανερή κατά την προσπάθεια αναπαράστασή̋ του̋ µέσω ενό̋ διαγράµµατο̋ περιπτώσεων χρήση̋ σύµφωνα µε το πρότυπο τη̋ UML (Εικ. 5.20)71. Πιο συγκεκριµένα, παρατηρείται ότι οι επιµέρου̋ ρόλοι των αρχαιολόγων στη διάρκεια τη̋ έρευνα̋ σχετίζονται µε συγκεκριµένε̋ εργασίε̋. Ωστόσο, εντοπίζονται αδυναµίε̋ ω̋ προ̋ την αλληλεπίδραση µεταξύ των επιµέρου̋ λειτουργιών που εκτελούνται, η οποία συνοδεύεται και από δυσκολία περιγραφή̋ των διαδικασιών που λαµβάνουν χώρα στο επίπεδο τη̋ σύνθεση̋. 71 Βλ. § 4.4.2. 129 Εικόνα 5.20. ∆ιάγραµµα περιπτώσεων χρήση̋ για την ανασκαφική διαδικασία. 5.5 5.5. Ιδέα συστήµατο̋ Η µηχανοργάνωση τη̋ τεκµηρίωση̋ µπορεί να συµβάλλει στην αντιµετώπιση των προηγούµενων προβληµάτων λαµβάνοντα̋ βεβαίω̋ υπόψη µια σειρά από διαπιστώσει̋ που µπορούν να διακριθούν στι̋ απαιτήσει̋ δεδοµένων και στι̋ απαιτήσει̋ λειτουργία̋. Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία, στο επίπεδο τη̋ πρωτογενού̋ καταγραφή̋, η εισαγωγή κάθε είδου̋ πληροφορία̋ επιβάλλεται να λαµβάνει χώρα στο ίδιο ενιαίο σύστηµα διαχείριση̋ δεδοµένων και όχι σε επιµέρου̋ εφαρµογέ̋, προκειµένου να είναι συνολικά προσβάσιµη. Ω̋ προ̋ την εισαγωγή των δεδοµένων απαιτείται η επιδίωξη κάποιου βαθµού τυποποίηση̋ τη̋ πληροφορία̋ µέσω τη̋ χρήση̋ κανόνων επικύρωση̋ και προκαθορισµένων τιµών. Ωστόσο, οι τιµέ̋ αυτέ̋ πρέπει να µπορούν να αναπροσαρµοστούν µε κάθε µεταβολή των δεδοµένων τη̋ έρευνα̋ (π.χ. επέκταση των αρχικών γενικών κατηγοριοποιήσεων τη̋ κεραµική̋ µετά την εύρεση ενό̋ νέου κεραµικού τύπου). Επιπλέον, η βάση δεδοµένων πρέπει να µπορεί να διαχειριστεί τα διαφορετικά είδη τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ (π.χ. δελτία καταγραφή̋, φωτογραφίε̋, σχέδια) και να προσφέρει τη δυνατότητα εύκολη̋ πρόσβαση̋ στη πληροφορία̋ από το ένα αντικείµενο (π.χ. ανασκαφική ενότητα) στο άλλο (π.χ. εύρηµα) µέσα από τη συγκρότηση συγκεκριµένων συσχετισµών. Κατά το στάδιο τη̋ µετα-ανασκαφική̋ µελέτη̋ γενικότερα και τη̋ στρωµατογραφική̋ ανάλυση̋ ειδικότερα απαιτείται µεγαλύτερη έµφαση στη χρήση των χωρικών και των χρονικών χαρακτηριστικών τη̋ πληροφορία̋ ω̋ άξονε̋ διερεύνηση̋ τη̋ πληροφορία̋. Ταυτόχρονα κρίνεται απαραίτητη η δυνατότητα αποθήκευση̋ των ερµηνειών που υποστηρίζουν κάθε στρωµατογραφική οµαδοποίηση. Ακόµη κρίνεται χρήσιµη η πρόβλεψη για την εξαγωγή των πρωτογενών δεδοµένων, προκειµένου να προσφέρεται ευελιξία στου̋ ειδικού̋ ερευνητέ̋ ω̋ προ̋ επιλογή του τρόπου διεξαγωγή̋ των επιµέρου̋ αναλύσεων. 130 Ανάλυση ανασκαφική̋ διαδικασία̋ Αντιστοίχω̋, µετά το πέρα̋ τη̋ ανάλυση̋ είναι σηµαντική η επανεισαγωγή των αποτελεσµάτων κάθε επιµέρου̋ µελέτη̋ στο σύστηµα για αρχειακού̋ σκοπού̋ ή για την περαιτέρω χωρική του̋ διερεύνηση. Τέλο̋, ω̋ προ̋ την επικοινωνία των αποτελεσµάτων επιδιώκεται η δυνατότητα εξαγωγή̋ του περιεχοµένου τη̋ βάση̋ σε διάφορε̋ µορφέ̋ που µπορούν να χρησιµοποιηθούν για την παρουσίαση του ανασκαφικού έργου (π.χ. αναφορέ̋, πίνακε̋, φωτογραφίε̋). Όσον αφορά τι̋ λειτουργικέ̋ προδιαγραφέ̋, οι ανασκαφεί̋ επιδιώκουν την εύκολη ανάκτηση των δεδοµένων από τη βάση και την απεικόνισή του̋ στι̋ τρει̋ διαστάσει̋ (π.χ. οπτικοποίηση µια̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋), προκειµένου τα χωρικά χαρακτηριστικά του̋ (π.χ. σχήµα) να είναι παρατηρήσιµα από όλε̋ τι̋ δυνατέ̋ θέσει̋. Επιζητούν ακόµη την πρόσβαση στι̋ πληροφορίε̋ µε τι̋ οποίε̋ σχετίζεται κάθε οντότητα που απεικονίζεται (π.χ. λίστα µε τα ευρήµατα που περιέχει µια ανασκαφική ενότητα), την οπτική του̋ ταξινόµηση µε βάση επιµέρου̋ ερευνητικά δεδοµένα (π.χ. διάκριση ανασκαφικών ενοτήτων µε άξονα την υφή τη̋ επίχωση̋), καθώ̋ και περαιτέρω δυνατότητε̋ αναζήτηση̋ και επιλογή̋ πληροφορία̋ µε βάση θεµατικού̋, χωρικού̋ και χρονικού̋ περιορισµού̋ ταξινόµηση̋ (π.χ. επιλογή των ανασκαφικών ενοτήτων ενό̋ µόνου σκάµµατο̋, που ανήκουν στη Μέση Νεολιθική). Πολύ σηµαντική θεωρείται και η πρόβλεψη για την παροχή ενό̋ µηχανισµού κατασκευή̋ τοµών ενδεικτικών τη̋ αλληλουχία̋ των ανασκαφικών ενοτήτων, προκειµένου να είναι δυνατή η αντιπαραβολή του̋ µε τη φυσική στρωµατογραφία στην οθόνη. ανασκαφικών Επίση̋, η ενοτήτων δηµιουργία σε ενό̋ αρχαιολογικά µηχανισµού στρώµατα οµαδοποιήσεων κατά το στάδιο των τη̋ στρωµατογραφική̋ ανάλυση̋. Ανάλογη λειτουργικότητα επιδιώκεται και για τα ΑΕΧ που καταγράφονται στην ανασκαφή. Η εκτέλεση των προηγούµενων διαδικασιών χρειάζεται να είναι αποδοτική (δηλ. να µη φορτώνεται υπερβολικά η µνήµη του Η/Υ, όταν διατυπώνονται σύνθετα ερωτήµατα που καλύπτουν διαχρονικά ή εκτατικά την ανασκαφική θέση). Σε σχέση µε τη λειτουργική πλατφόρµα, η εξοικείωση των περισσοτέρων χρηστών µε τα Windows υποχρεώνει στη χρήση συµβατών προγραµµάτων υλοποίηση̋. Τέλο̋, η ασφάλεια τη̋ βάση̋ µπορεί να κατοχυρωθεί µε το διαχωρισµό χρηστών ανάλογα µε τη λειτουργία που επιθυµούν να πραγµατοποιήσουν. Έχοντα̋ τα συγκεκριµένα χαρακτηριστικά, το ψηφιακό σύστηµα µπορεί να λειτουργήσει ω̋ ευέλικτο µέσο οργάνωση̋ τη̋ πληροφορία̋ παρέχοντα̋ δυνατότητε̋ για την πλήρη εποπτεία και τη συνεχή επανερµηνεία του υλικού. Η τεχνολογία που προκρίνεται ω̋ ενιαία πλατφόρµα υλοποίηση̋ είναι τα ΣΓΠ, καθώ̋ δύνανται να εξυπηρετήσουν το σύνολο των προηγούµενων λειτουργιών. Καταρχά̋ τα ΣΓΠ επιτρέπουν την ψηφιοποίηση αναλογικών δεδοµένων ή την αυτόµατη εισαγωγή χωρικών µετρήσεων και την οργάνωσή του̋ σε δοµέ̋ συναφών χωρικών δεδοµένων. ∆ιαχειρίζονται πλήρω̋ τη χωρική πληροφορία ω̋ γραφικά αντικείµενα και επιτρέπουν τη συσχέτιση µε περαιτέρω περιγραφικά χαρακτηριστικά µέσω τη̋ σύνδεση̋ µε βάσει̋ δεδοµένων. Επιπλέον, προσφέρουν δυνατότητε̋ επιλογή̋ των δεδοµένων που χρήζουν απεικόνιση̋ και ρυθµίζουν την 131 οπτική του̋ παρουσίαση µε τη µορφή χάρτη στην οθόνη του Η/Υ. Τόσο τα χωρικά όσο και τα περιγραφικά δεδοµένα µπορούν να ενηµερωθούν επιτρέποντα̋ την ανανέωση του γραφικού αποτελέσµατο̋. Ακόµη, παρέχουν ισχυρά εργαλεία χωρική̋ ανάλυση̋ επιτρέποντα̋ το µετασχηµατισµό των χαρτογραφικών δεδοµένων, τη διενέργεια πολύπλοκων χωρικών στατιστικών και τη δηµιουργία και αποθήκευση νέα̋ πληροφορία̋. Η απεικόνιση των αποτελεσµάτων τη̋ ανάλυση̋ χρησιµοποιεί διαφορετικέ̋ ταξινοµήσει̋ και τύπου̋ οπτικών αναπαραστάσεων (π.χ. διαβάθµιση χρώµατο̋, ενσωµάτωση γραφηµάτων, χωροπληθικέ̋ απεικονίσει̋) που διευκολύνει την οπτική εξέταση πολυµεταβλητών δεδοµένων. Τέλο̋, είναι δυνατή η δηµιουργία τρισδιάστατων ψηφιακών χωρικών απεικονίσεων, οι οποίε̋ διαµορφώνουν ένα πλουσιότερο υπόβαθρο ανάλυση̋ διευκολύνοντα̋ την εξέταση των χωρικών δεδοµένων για διατάξει̋ µε ερευνητική σηµασία (Wheatley & Gillings 2002:12-13). Στι̋ δυνατότητε̋ τη̋ απεικόνιση̋ των αρχαιολογικών δεδοµένων εντοπίζει ο Kvamme το ισχυρότερο πλεονέκτηµά τη̋ χρήση̋ των ΣΓΠ, επισηµαίνοντα̋ ότι “η πληροφορία µπορεί να οργανωθεί µε βάση τη θέση τη̋ στο χώρο και να απεικονιστεί µε τη µορφή χαρτών, επιτρέποντα̋ την άµεση οπτικοποίηση τη̋ δοµή̋ και των συσχετισµών από πολύπλοκα σύνολα ευρεία̋ κλίµακα̋ δεδοµένων και δηµιουργώντα̋ κάτι σαν επανάσταση στη µετάδοση τη̋ πληροφορία̋” (1999:154). Η έµφαση στην οπτική εξέταση των δεδοµένων σχετίζεται µε τι̋ προηγµένε̋ ικανότητε̋ του ανθρώπινου εγκεφάλου να διακρίνουν διατάξει̋ σε δύο ή τρει̋ διαστάσει̋. Μέσα από µια άτυπη και σχεδόν διαισθητική ανάλυση τη̋ απεικόνιση̋ των χαρτογραφικών δεδοµένων είναι δυνατή η άµεση εξαγωγή ερµηνευτικών παρατηρήσεων µε τρόπο που προσοµοιάζει την ερµηνευτική προσέγγιση (Lock & Harris 1992). Προ̋ αυτή την κατεύθυνση κινούνται άλλωστε και οι δυνατότητε̋ των ΣΓΠ ω̋ προ̋ τη χρήση τεχνικών που οµαδοποιήθηκαν υπό το γενικό όρο, ∆ιερευνητική Ανάλυση ∆εδοµένων (Exploratory Data Analysis-EDA). Αυτέ̋ οι τεχνικέ̋ διευκολύνουν την έρευνα για σηµαντικέ̋ διατάξει̋ που ενυπάρχουν σε ένα σύνολο δεδοµένων. Ενθαρρύνουν ένα απαραίτητο αρχικό στάδιο διερεύνηση̋ των δεδοµένων για πιθανά µοτίβα, τα οποία µπορούν έπειτα να αξιολογηθούν µε τυπικέ̋ επικυρωτικέ̋ χωρικέ̋ στατιστικέ̋ τεχνικέ̋ (Tukey 1977). Σε αυτό το πλαίσιο, η ορθή οργάνωση των ανασκαφικών δεδοµένων και η χρήση τη̋ χωρική̋ απεικόνιση̋ επιτρέπουν το συνδυασµό όλων των διαθέσιµων στοιχείων τη̋ έρευνα̋ προσφέροντα̋ στον αρχαιολόγο ευελιξία στην εξερεύνηση αιτιολογικών σχέσεων κατά τρόπο ποσοτικά προσδιορίσιµο (Wheatley & Gillings 2002:142-145). Συνολικά, τα ΣΓΠ εµφανίζουν αρκετά πλεονεκτήµατα ω̋ χρηστική πλατφόρµα υλοποίηση̋. Ωστόσο, η χρήση τη̋ συγκεκριµένη̋ τεχνολογία̋ αυξάνει την πολυπλοκότητα τη̋ ανάπτυξη̋ ενό̋ συστήµατο̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋, λόγω των παραµέτρων που σχετίζονται µε τη διαχείριση και την απεικόνιση των επιµέρου̋ χαρακτηριστικών τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋. Γι’ αυτό το λόγο κρίνεται πολύ σηµαντική η κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων που περιλαµβάνει η 132 Ανάλυση ανασκαφική̋ διαδικασία̋ χρήση των ΣΓΠ. Στο επόµενο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι κυριότερε̋ παράµετροι που πρέπει να ληφθούν υπόψη ω̋ προ̋ τη χρήση των ΣΓΠ κατά το σχεδιασµό ενό̋ ανασκαφικού πληροφοριακού συστήµατο̋. 133 “Η ιδέα µου τουλάχιστο είναι, πω̋ αν η σπουδή όλων αυτών των επιστηµών που αναφέραµε, φτάση να γνωρίση τη συγγένεια και τη στενή σχέση και επίδραση που έχουν µεταξύ του̋ και τι̋ αντιληφθή απ’ αυτή την άποψη τη̋ οικειότητα̋, τότε η απασχόληση αυτή θα έφερνε κάποια χρησιµότητα για το σκοπό που ζητούµε και δε θα πήγαιναν οι κόποι µα̋ χαµένοι.” Γρυπάρη̋, I. και Παπανούτσο̋, Ε. «Πλάτωνο̋ Πολιτεία, Ζ-Η» Αθήναι: Ζαχαρόπουλο̋, 1954. 531d, σελ.545 6. Τεχνολογία εφαρµογή̋ Τα ΣΓΠ αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια τη̋ δεκαετία̋ του 1960 στον Καναδά ω̋ ένα πρόγραµµα διαχείριση̋ εδαφικών πόρων. Σύντοµα παρόµοια προγράµµατα ακολούθησαν τόσο στι̋ ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Λόγω περιορισµών σε υλικό και λογισµικό υπολογιστών κατά τα πρώτα έτη, τα ΣΓΠ χρησιµοποιήθηκαν µόνο από κρατικά ιδρύµατα. Η χρήση του̋ έγινε πιο διαδεδοµένη από τη δεκαετία του 1970 και µετά, όταν οι πρόοδοι στην τεχνολογία υπολογιστών χαµήλωσαν το κόστο̋ και τι̋ απαιτήσει̋ σε υλικό. Η δεκαετία του 1980 είδε την ανάπτυξη εµπορικών πακέτων, τα οποία επέτρεψαν την ευρεία χρήση των ΣΓΠ από τον ιδιωτικό και το δηµόσιο τοµέα σε πολυάριθµε̋ εφαρµογέ̋. Στη δεκαετία του 1990, οι αλλεπάλληλε̋ βελτιώσει̋ και στο υλικό και στο λογισµικό καθιέρωσαν τα ΣΓΠ ω̋ τα πιο κατάλληλα µέσα για τη µελέτη κάθε είδου̋ γεωγραφικών φαινοµένων (Marble 1990:12-14). Στην αρχαιολογική έρευνα τα ΣΓΠ έκαναν την εµφάνισή του̋ στα µέσα τη̋ δεκαετία̋ του 1980 και από τότε ο αριθµό̋ των σχετικών δηµοσιεύσεων έχει αυξηθεί εµφανώ̋ (Scollar 1999:7). Αρκετοί ερευνητέ̋ προέβλεψαν µε αισιοδοξία ότι τα ΣΓΠ θα αποκτήσουν ακόµη πιο ενεργό ρόλο στην αρχαιολογική ερµηνεία υποστηρίζοντα̋ ότι “είναι προορισµένα να έχουν τόσο έντονη επίδραση στο χώρο τη̋ αρχαιολογία̋ όσο και η καθιέρωση τη̋ χρονολόγηση̋ µε άνθρακα” (Westcott & Brandon 2000:1). Ωστόσο, στην περίπτωση τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ το γεγονό̋ ότι δεν έχουν αντικαταστήσει πλήρω̋ άλλε̋ προσεγγίσει̋ υποδηλώνει ότι υπάρχουν δυσχέρειε̋ ω̋ προ̋ τη λειτουργικότητά του̋ που δεν έχουν ξεπεραστεί ακόµη. Οι δυσχέρειε̋ αυτέ̋ αναλύονται στη συνέχεια προκειµένου να εντοπιστούν λύσει̋ ικανέ̋ να συµβάλλουν σε µια αποτελεσµατική υλοποίηση. 6.1. Ζητήµατα χρήση̋ ΣΓΠ στην ανασκαφική έρευνα Όπω̋ φάνηκε και στο τρίτο κεφάλαιο, οι ενδοανασκαφικέ̋ εφαρµογέ̋ ΣΓΠ αντιµετωπίζουν παρόµοια προβλήµατα µε τι̋ υπόλοιπε̋ προσεγγίσει̋. Παρότι όλο και περισσότερα ανασκαφικά προγράµµατα διατείνονται ότι χρησιµοποιούν ΣΓΠ στη µεθοδολογία του̋, στην πράξη οι εφαρµογέ̋ του̋ απέχουν πολύ από τη συνολική διαχείριση των δεδοµένων τη̋ ανασκαφή̋ και αναφέρονται κυρίω̋ σε προσπάθειε̋ χωρική̋ ανάλυση̋. Ο Kvamme (1999:163-164) συσχετίζει την αδυναµία ενσωµάτωση̋ των ΣΓΠ στην αρχαιολογία περισσότερο µε κοινωνικοπολιτικού̋ λόγου̋ παρά µε καθαρά τεχνικού̋, τονίζοντα̋ την απροθυµία µετάβαση̋ σε νέε̋ τεχνολογίε̋, αλλά και τι̋ δυσκολίε̋ στη χρηµατοδότηση και την εκπαίδευση των χρηστών. Περαιτέρω προβλήµατα σχετίζονται µε την ποιότητα τη̋ ανασκαφική̋ καταγραφή̋ (Wheatley & Gillings 2002:235-236). Η έµφαση στι̋ χωρικέ̋ συνιστώσε̋ των αρχαιολογικών δεδοµένων συνεπάγεται την εντατικοποίηση τη̋ καταγραφή̋ στο πεδίο και την υιοθέτηση συγκεκριµένων και συχνά περίπλοκων µεθοδολογιών ψηφιοποίηση̋. Σε διαφορετική περίπτωση ανακύπτουν προβλήµατα που αφορούν τη συνοχή και την ακρίβεια τη̋ χωρική̋ καταγραφή̋ καθιστώντα̋ αναποτελεσµατική τη χωρική απεικόνιση και ανάλυση των δεδοµένων72. Συνεπώ̋, η ενσωµάτωση των ΣΓΠ στο επίπεδο τη̋ ανασκαφή̋ εµπεριέχει µεθοδολογικού̋ προβληµατισµού̋ ω̋ προ̋ τον τρόπο διεξαγωγή̋ τη̋ έρευνα̋ και τη̋ τεκµηρίωση̋. Αρκετοί ερευνητέ̋ υποστηρίζουν ότι υπάρχει ένα χάσµα µεταξύ τη̋ ερµηνευτική̋ θεωρία̋ και τη̋ µεθοδολογία̋ των ΣΓΠ, που φανερώνει τη δυσκολία ενσωµάτωση̋ των τελευταίων στην αρχαιολογική έρευνα µε παραγωγικό τρόπο (Gidlow 2000). Ω̋ εργαλείο ταιριάζουν περισσότερο στη διαδικαστική θεώρηση και τα περιβαλλοντικά δεδοµένα. Αυτό οφείλεται σε µεγάλο βαθµό στο γεγονό̋ ότι η ανάπτυξη των ΣΓΠ έχει επηρεαστεί από πολλού̋ γνωστικού̋ τοµεί̋ µε διαφορετικέ̋ προβληµατικέ̋ από εκείνε̋ τη̋ αρχαιολογία̋, οι οποίε̋ ευνοούν θετικιστικέ̋ προσεγγίσει̋. Για ποιο λόγο όµω̋ τα ΣΓΠ θεωρούνται ότι αδυνατούν να λειτουργήσουν σύµφωνα µε την ερµηνευτική λογική; Τα ΣΓΠ είναι πρωτίστω̋ προγράµµατα υπολογιστών και υπό αυτήν τη µορφή βασίζονται στι̋ αρχέ̋ τη̋ Πληροφορική̋ και τη̋ Αυτοµατοποιηµένη̋ Χαρτογραφία̋, αλλά και σε µεθοδολογίε̋ που διαµορφώθηκαν στον κλάδο τη̋ Για παράδειγµα, οι Pfoser et al. (2007) αναγκάζονται να υιοθετήσουν µια πολύπλοκη προσέγγιση στο πρόβληµα τη̋ ασάφεια̋ ω̋ προ̋ τη χωρική καταγραφή των ευρηµάτων από την ανασκαφή στο ∆ισπηλιό Καστοριά̋. Ανάλογα µε την ακρίβεια τη̋ καταγραφή̋ το σύστηµα οµαδοποιεί τα δεδοµένα σε διαφορετικέ̋ κλίµακε̋. Ωστόσο, ακόµη και σε αυτή την περίπτωση η εξαγωγή εµπεριστατωµένων αποτελεσµάτων µέσα από τη χωρική ανάλυση των δεδοµένων παραµένει αρκετά δύσκολη. 72 136 Τεχνολογία εφαρµογή̋ Γεωγραφία̋ (Rajala 2004). Όλε̋ οι πτυχέ̋ του̋, συµπεριλαµβανοµένων του τρόπου χωρική̋ απεικόνιση̋ και των στατιστικών µεταβλητών, επηρεάζουν την εισαγωγή και τη µορφή των δεδοµένων που υποστηρίζουν τι̋ αναλυτικέ̋ προσεγγίσει̋ (Zubrow 1990:69, Barceló & Pallares 1996). Κατά ανάλογο τρόπο, το µαθηµατικό και γεωµετρικό υπόβαθρο των χωρικών αναλυτικών διαδικασιών στα ΣΓΠ περιλαµβάνει περιορισµού̋ ω̋ προ̋ τον τρόπο αλληλεπίδραση̋ µε τα δεδοµένα (Stine & Decker 1990, Goodchild 1996). Από αυτή την άποψη, τα ΣΓΠ µπορούν να οδηγήσουν σε προκαταλήψει̋ µε την προσαρµογή των ερωτήσεων που υποβάλλονται και των δεδοµένων που συλλέγονται (Harris & Lock 1995:357). Σε ανάλογο ύφο̋ πολλοί ερευνητέ̋ (Reilly & Rahtz 1992, Bateman 2000, Johnson 2002) υποστηρίζουν ότι οι χαρτογραφικέ̋ αναπαραστάσει̋ που περιλαµβάνονται σε οποιοδήποτε πρόγραµµα ΣΓΠ ενισχύουν µια ψεύτικη εντύπωση αντικειµενικότητα̋ υπό την έννοια ότι τα αποτελέσµατά του̋ θεωρούνται πρὀόν µια̋ διαδικασία̋ υπολογισµού και όχι µια̋ διανοητική̋ ερµηνευτική̋ διαδικασία̋. Τονίζουν ότι οι απεικονίσει̋ στα ΣΓΠ συνιστούν εικονικά µοντέλα τη̋ πραγµατικότητα̋ και περιλαµβάνουν διάφορε̋ συµβάσει̋, ανακρίβειε̋ και λάθη που προκαλούνται είτε από την ανάγκη να οργανωθούν τα δεδοµένα µε ψηφιακή µορφή είτε από του̋ αρµόδιου̋ χειριστέ̋ που πραγµατοποιούν τη διαδικασία ψηφιοποίηση̋. Γίνεται αµέσω̋ αντιληπτό ότι τα ΣΓΠ εµπεριέχουν πρόσθετου̋ περιορισµού̋, οι οποίοι µπορούν να έχουν επιπτώσει̋ στον τρόπο οργάνωση̋ των δεδοµένων και στι̋ αναλυτικέ̋ προοπτικέ̋. Ωστόσο, όπω̋ επισηµαίνουν οι Cripps et al. (2006:26-28), η χρήση των ΣΓΠ παρέχει τα µέσα για τη µελέτη πραγµατικών φαινοµένων στο πλαίσιο ενό̋ περιβάλλοντο̋ εξοµοίωση̋ οδηγώντα̋ σε ερµηνείε̋ που δεν είναι λιγότερο ή περισσότερο έγκυρε̋ από αναλογικέ̋ ή άλλε̋ ψηφιακέ̋ τεχνολογίε̋. Ακόµη και αν επηρεάζουν τι̋ τελικέ̋ ερµηνείε̋, τα ΣΓΠ διαµεσολαβούν τη διενέργεια πολύπλοκων µελετών και υπό αυτή την έννοια αποτελούν ένα ζωτικό στοιχείο τη̋ ερευνητική̋ συλλογιστική̋. Εξάλλου, η ερµηνεία δεν προκύπτει ω̋ αποτέλεσµα αναλύσεων µε χρήση ΣΓΠ, αλλά ουσιαστικά επιβάλλεται από τον ερευνητή που ενσωµατώνει τα αποτελέσµατα µια̋ ανάλυση̋ σε ένα ευρύτερο σώµα ερµηνεία̋ που από τη µία καθοδηγείται από θεωρητικού̋ προβληµατισµού̋ και από την άλλη προκύπτει από τη συσχέτιση διαφορετικών δεδοµένων (Rajala 2004: § 5.3). Υπό αυτή την έννοια, οι Conolly και Lake (2006:10) εντοπίζουν την επιτυχηµένη εφαρµογή των ΣΓΠ στην αρχαιολογική έρευνα στην κατάλληλη µεταχείρισή του̋, δηλαδή την αντίληψη από τον ερευνητή των θεωρητικών περιορισµών που ενυπάρχουν σε αυτά και την τεχνική κατανόηση των παραµέτρων λειτουργία̋ του̋. Στο πλαίσιο τη̋ πρακτική̋ χρήση̋ των ΣΓΠ υπάρχουν περιθώρια για τη σύµπτωση θεωρία̋ και τεχνολογία̋. Σηµαντικό παράγοντα σε αυτή την προσπάθεια αποτελούν οι µεθοδολογίε̋ ανάπτυξη̋ σχετικών εφαρµογών. Ακολουθώντα̋ τι̋ υποδείξει̋ του González Pérez (2002) ότι κατά το σχεδιασµό ενό̋ συστήµατο̋ πληροφοριών για αλληλοσχετιζόµενε̋ µια αρχαιολογική γνωστικέ̋ ανασκαφή περιοχέ̋, στην πρέπει περίπτωση να εκτιµηθούν τη̋ χρήση̋ οι τη̋ τεχνολογία̋ ΣΓΠ µπορούν να διακριθούν τρει̋ γνωστικοί κλάδοι: 137 α) η Αρχαιολογία, στο πλαίσιο τη̋ αναστοχαστική̋ θεώρηση̋ και τη̋ ανασκαφική̋ µεθοδολογία̋ β) η Πληροφορική, στο πλαίσιο τη̋ ψηφιακή̋ οργάνωση̋ τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ και γ) η Χαρτογραφία, στο πλαίσιο των στρατηγικών ψηφιακή̋ καταγραφή̋ και τη̋ γεω-οπτικοποίηση̋73. Η Πληροφορική και η Χαρτογραφία από τη µία υποστηρίζουν την τεχνολογία των ΣΓΠ και από την άλλη σχετίζονται µε την οργάνωση του ανασκαφικού αρχείου και τη̋ ανασκαφική̋ σχεδίαση̋ αντιστοίχω̋. Προκειµένου λοιπόν να επιτευχθεί µια αληθινή σύζευξη του ανασκαφικού αρχείου, τη̋ σχεδίαση̋ και των ΣΓΠ απαιτείται η συνεκτίµηση των θεωρητικών, µεθοδολογικών και τεχνικών παραµέτρων σε όλε̋ τι̋ προηγούµενε̋ περιοχέ̋ (Εικ. 6.1). Εικόνα 6.1. Οι συσχετισµοί ανάµεσα στου̋ επιστηµονικού̋ κλάδου̋ που εµπλέκονται στην ψηφιακή προσέγγιση τη̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋. Σε πρακτικό επίπεδο αυτή η προσέγγιση σχετίζεται µε τον προσδιορισµό και την αντιµετώπιση συγκεκριµένων προβληµάτων που περιορίζουν την αποτελεσµατικότητα των ΣΓΠ στην ανασκαφική τεκµηρίωση. Η συσσωρευµένη εµπειρία από τι̋ µέχρι σήµερα απόπειρε̋ (Harris & Lock 1996, Wheatley & Gillings 2002:241-243) εντοπίζει τα κυριότερα προβλήµατα σε τρει̋ περιοχέ̋: α) την οργάνωση των θεµατικών χαρακτηριστικών τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋, β) τη χωρική απεικόνιση των αρχαιολογικών οντοτήτων, και Η γεω-οπτικοποίηση χαρακτηρίζεται ω̋ “ένα̋ γνωστικό̋ τοµέα̋ µε χαλαρά όρια που απευθύνεται στην οπτική διερεύνηση, την ανάλυση, τη σύνθεση και την απόδοση γεωγραφικών δεδοµένων µε την ενσωµάτωση προσεγγίσεων από τι̋ περιοχέ̋ τη̋ χαρτογραφία̋, τη̋ επιστηµονική̋ οπτικοποίηση̋, τη̋ ανάλυση̋ εικόνων, τη̋ οπτικοποίηση̋ τη̋ πληροφορία̋, τη̋ διερευνητική̋ ανάλυση̋ δεδοµένων και τη̋ επιστήµη̋ των ΣΓΠ” (Dykes et al. 2005). 73 138 Τεχνολογία εφαρµογή̋ γ) την ενσωµάτωση του χρονικού συλλογισµού. Η συστηµατική διερεύνηση των ζητηµάτων αυτών µέσα από του̋ εµπλεκόµενου̋ γνωστικού̋ κλάδου̋ µπορεί να συµβάλει στην εξεύρεση λύσεων που από τη µία εκµεταλλεύονται τι̋ συνεχόµενε̋ τεχνολογικέ̋ εξελίξει̋ στα ΣΓΠ και από την άλλη ταιριάζουν στην ερµηνευτική λογική τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋. Κάθε ζήτηµα αναλύεται στη συνέχεια διεξοδικά και παρουσιάζονται οι παράµετροι που µπορούν να οδηγήσουν στην αντιµετώπισή του̋. 6.2. Οργάνωση θεµατικών δεδοµένων Η πολυπλοκότητα που παρουσιάζει η αρχαιολογική έρευνα ω̋ προ̋ το πλήθο̋ και τη µορφή των οντοτήτων που περιλαµβάνει, αλλά και τι̋ µεταξύ του̋ σχέσει̋, γίνεται φανερή στι̋ δυσκολίε̋ που κατά γενική οµολογία εµφανίζει η οργάνωση τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ σε συστήµατα βάσεων δεδοµένων. Οι αδυναµίε̋ γίνονται ακόµη πιο εµφανεί̋, όταν η οργάνωση τη̋ πληροφορία̋ αποσκοπεί στην παραγωγή γνώση̋ και όχι στην απλή διαχείριση των πρωτογενών δεδοµένων. Τόσο τα κριτήρια κατηγοριοποίηση̋ των οντοτήτων µια̋ ανασκαφή̋ όσο και ο τρόπο̋ απόδοση̋ των θεµατικών χαρακτηριστικών του̋ είναι αρκετά ασαφή̋, µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία κλειστών συστηµάτων που αδυνατούν να παρακολουθήσουν τι̋ θεωρητικέ̋, µεθοδολογικέ̋ και πρακτικέ̋ εξελίξει̋ στην έρευνα (Madsen 1999). Η δυσκολία αντιµετώπιση̋ του̋ δεν οφείλεται µόνο σε περιορισµού̋ τη̋ τεχνολογία̋. Πολύ περισσότερο σχετίζεται µε το γνωστικό υπόβαθρο τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋, δηλαδή τι̋ αντιλήψει̋ τη̋ ερευνητική̋ πρακτική̋ σχετικά µε την οργάνωση των αρχαιολογικών δεδοµένων και τη σύνθεση νέα̋ πληροφορία̋. 6.2.1. Κατηγοριοποίηση αρχαιολογικών δεδοµένων Η οργάνωση των αρχαιολογικών δεδοµένων σε ένα εννοιολογικό µοντέλο αποτελεί στο στοιχειώδε̋ επίπεδο ένα πρόβληµα ορισµού των κατάλληλων οντοτήτων ή µονάδων παρατήρηση̋ µε τι̋ οποίε̋ οι ερευνητέ̋ προσπαθούν να κατηγοριοποιήσουν το µικρόκοσµο74 τη̋ ανασκαφή̋. Οι Ramenofky και Steffen (1997) τονίζουν ότι η δηµιουργία µονάδων παρατήρηση̋ ουσιαστικά συνιστά µια εννοιολογική κατάτµηση του µικρόκοσµου που βοηθά τον ερευνητή να οργανώσει το γνωστικό του αντικείµενο, να δηµιουργήσει µια µεθοδολογία παρατήρηση̋ και να διερευνήσει σηµαντικέ̋ διαφοροποιήσει̋ στο φαινόµενο που λέγεται αρχαιολογική θέση. Το πρόβληµα λοιπόν σχετίζεται σε µεγάλο βαθµό µε τον τρόπο που διενεργείται η κατάτµηση τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ σε ερευνητικέ̋ Ω̋ µικρόκοσµο̋ ορίζεται η επιλεκτική σχηµατική άποψη ενό̋ κλειστού τµήµατο̋ τη̋ πραγµατικότητα̋ για λόγου̋ αναπαράσταση̋. 74 139 κατηγορίε̋, µονάδε̋ παρατήρηση̋ και τυπολογίε̋ προκειµένου να είναι δυνατή η µελέτη τη̋75. Οι Adams και Adams (1991) συζητούν τον ορισµό των οντοτήτων που συγκροτούν µονάδε̋ παρατήρηση̋ στο πλαίσιο τη̋ ταξινοµία̋ ή τυπολογία̋76. Η κατάτµηση του µικρόκοσµου σε οντότητε̋ και η οργάνωσή του̋ σε συστήµατα κατηγοριών µε βάση κοινά χαρακτηριστικά οδηγεί στη δηµιουργία τύπων που συνδέονται µεταξύ του̋ σε ένα ευρύτερο µοντέλο το οποίο και περιγράφει πτυχέ̋ τη̋ πραγµατικότητα̋. Ένα̋ τύπο̋ µπορεί µε τη σειρά του να αποτελεί συστατικό στοιχείο ευρύτερων εννοιολογικών κατηγοριοποιήσεων, που στο σύνολό του̋ δηµιουργούν µια τυπολογική ιεραρχία77. Ο Madsen (1999:129-130) συνοψίζει το πρακτικό αποτέλεσµα αυτή̋ διαδικασία̋ στο σταδιακό περιορισµό του εύρου̋ των γνωρισµάτων που χαρακτηρίζουν ένα τύπο σε κάθε επίπεδο εξειδίκευση̋. Κάθε ταξινοµική διάκριση αυτού του είδου̋ απαιτεί σηµασιολογική ακεραιότητα, που βασίζεται στην ύπαρξη σαφώ̋ προσδιορισµένων ορίων µεταξύ τύπων και συνεπώ̋ σε εννοιολογικά αλληλο-αποκλειόµενου̋ ορισµού̋ (Adams & Adams 1991:76-77). Όπω̋ αναφέρουν οι Ramenofsky και Steffen (1997:5-6), ο ορισµό̋ ενό̋ τύπου είτε προκύπτει από την ταξινόµηση ενό̋ συνόλου χαρακτηριστικών σε εµπειρικέ̋ ενότητε̋ είτε συντίθεται αυθαίρετα µε βάση του̋ σκοπού̋ τη̋ έρευνα̋. Το πρόβληµα µεταφέρεται στο ερώτηµα αν οι µεταβλητέ̋ διαµορφώνουν ένα τύπο και κατά πόσο αυτέ̋ είναι χαρακτηριστικέ̋ για τον προσδιορισµό του. 75 Ο αναγνώστη̋ µπορεί να συγκρίνει τι̋ βασικέ̋ έννοιε̋ που χρησιµοποιούν τα συστήµατα IDEA, Proleg Stratigraf, Sidgeipa, και IADB (βλ. κεφ. 3) προκειµένου να διαπιστώσει το εύρο̋ τη̋ ποικιλοµορφία̋ ω̋ προ̋ τον ορισµό των βασικών αρχαιολογικών οντοτήτων που αποτελούν τον κορµό µια̋ βάση̋ δεδοµένων στα ανασκαφικά συστήµατα τεκµηρίωση̋ που έχουν προταθεί κατά καιρού̋. 76 Οι δύο όροι συχνά στην αρχαιολογία χρησιµοποιούνται εναλλακτικά. Σε πολλέ̋ µελέτε̋ παρατηρείται µια σύγχυση όσον αφορά τη χρήση τη̋ σχετική̋ ορολογία̋. Το πρόβληµα, όπω̋ παρατηρεί ο Κωτσάκη̋ (1983), γίνεται ακόµη µεγαλύτερο στην προσπάθεια αντιστοίχηση̋ αγγλικών όρων µε ελληνικού̋ όπω̋, κατηγορία, τυπολογία, ταξινοµία, ταξινόµηση, τύπο̋, χαρακτηριστικό, γνώρισµα, ιδιότητα, µεταβλητή, τιµή. Ο Adams (1988) διαχωρίζει του̋ βασικού̋ όρου̋ που χρησιµοποιούνται στην οργάνωση τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ ω̋ εξή̋: η κατηγοριοποίηση (classification) αναφέρεται στη διάκριση ενό̋ πληθυσµού σε σύνολα από µερικώ̋ αντιθετικέ̋ κατηγορίε̋, που βρίσκονται σε µια ‘ισορροπηµένη’ αντίθεση µεταξύ του̋. Η τυπολογία (typology) είναι µια ειδική περίπτωση κατηγοριοποίηση̋ που γίνεται µε άξονα την επικοινωνία τη̋ πληροφορία̋ και αποσκοπεί στο διαχωρισµό οντοτήτων σε αµοιβαία αποκλειόµενε̋ κατηγορίε̋. Η ταξινοµία (taxonomy) σχετίζεται και µε του̋ δύο προηγούµενου̋ όρου̋, αλλά εµπεριέχει το στοιχείο τη̋ ιεραρχία̋, µε την έννοια ότι προβαίνει σε διαχωρισµού̋ που µπορούν να επιµεριστούν περαιτέρω. Ω̋ τύπο̋ (type) περιγράφεται µια εννοιολογική κατασκευή που οµαδοποιεί οντότητε̋ µε βάση κάποια χαρακτηριστικά. Η ταξινόµηση (sorting) περιγράφει τη διαδικασία τη̋ κατάταξη̋ ενό̋ πληθυσµού µε βάση κάποιο χαρακτηριστικό. Η µεταβλητή (variable) µπορεί να ταυτιστεί µε τι̋ έννοιε̋ χαρακτηριστικό, γνώρισµα και ιδιότητα (attribute) που χρησιµοποιούνται στην Πληροφορική, π.χ. χρώµα. Τέλο̋, η τιµή (value) αναφέρεται στην “αξία” τη̋ µεταβλητή̋, π.χ. 5 τ.µ. Στο κείµενο η χρήση των προηγούµενων όρων ακολουθεί τη συγκεκριµένη ορολογία. 77 Π.χ. οι οντότητε̋ πέλεκυ̋, κρουστήρα̋, υφαντικό βάρο̋ κτλ. αποτελούν διακριτέ̋ κατηγορίε̋ και ταυτόχρονα µονάδε̋ παρατήρηση̋ που συνολικά µπορούν να ενταχθούν στον τύπο οντοτήτων εργαλεία, ο οποίο̋ µε τη σειρά του αποτελεί µια από τι̋ κατηγορίε̋, που ανήκουν στο γενικότερο τύπο τέχνεργα ή ευρήµατα. 140 Τεχνολογία εφαρµογή̋ Ο Κωτσάκη̋ (1983) επισηµαίνει ότι ο προσδιορισµό̋ των µεταβλητών, αλλά και τη̋ µεταξύ του̋ σχέση̋, εξαρτάται από του̋ ερευνητικού̋ λόγου̋ τη̋ κατηγοριοποίηση̋. Θεωρεί πω̋ στο πλαίσιο µια̋ πρὁπάρχουσα̋ θεώρηση̋ είναι δυνατή η αξιολόγηση του βαθµού που κάποιε̋ µεταβλητέ̋ είναι πιο σηµαντικέ̋ για τον καθορισµό µια̋ κατηγορία̋ από κάποιε̋ άλλε̋. Υπό αυτή την έννοια, η σχέση των κατηγοριών µε την πραγµατικότητα οφείλεται σε κάποια γνωστική θεωρία και όχι στη σύµπτωση των συσχετισµών µεταξύ των ιδιοτήτων σύµφωνα µε κάποια µέθοδο, συνήθω̋ στατιστική. Άρα η αρχαιολογία διατηρεί τη δυνατότητα πολλαπλών κατηγοριοποιήσεων ανάλογα µε το ερευνητικό ζητούµενο, προκαλώντα̋ όµω̋ ταυτόχρονα την αδυναµία συσχέτιση̋ δεδοµένων που προέρχονται από διαφορετικού̋ ερευνητέ̋ (εφόσον εκείνοι κινούνται σε διαφορετικά ερευνητικά πλαίσια). Περαιτέρω παρατηρήσει̋ µπορούν να γίνουν σε σχέση µε την τµηµονοµία, δηλαδή τη διάσπαση τη̋ πραγµατικότητα̋ σε οντότητε̋ που αποτελούν συστατικά ευρύτερων εννοιολογικών οµαδοποιήσεων (π.χ. µια ανασκαφική ενότητα ω̋ τµήµα ενό̋ αρχαιολογικού στρώµατο̋). Στην περίπτωση αυτή, η ειδοποιό̋ διαφορά έγκειται στην κλίµακα τη̋ ερµηνεία̋, καθώ̋ οι οντότητε̋ εννοιολογικά ταυτίζονται, δηλαδή περιγράφονται κατά βάση από τα ίδια χαρακτηριστικά. Στην ανασκαφή ο απώτερο̋ σκοπό̋ τη̋ ερµηνευτική̋ διαδικασία̋ είναι η δηµιουργία µια̋ συνολική̋ εικόνα̋ για την ανασκαφική θέση µέσα από τη σταδιακή συσχέτιση των επιµέρου̋ παρατηρήσεων. Ο ερµηνευτικό̋ συλλογισµό̋ ουσιαστικά αποτελεί µια αναγωγή από το µέρο̋ στο σύνολο. Τα περισσότερα ψηφιακά συστήµατα τεκµηρίωση̋ δυσκολεύονται στη διαχείριση αυτού του είδου̋ των σχέσεων που σχετίζονται µε τη σύνθεση νέων ερµηνευτικών κατηγοριών που δεν υφίστανται στο στάδιο τη̋ ανασκαφή̋, αλλά προκύπτουν κατά τη µελέτη ω̋ αποτέλεσµα τη̋ ερµηνευτική̋ διαδικασία̋ (π.χ. µια στρωµατογραφική φάση ή ένα σύνολο κτηρίων). Είναι γεγονό̋ πω̋ οι κατηγοριοποιήσει̋ του µικρόκοσµου σε µονάδε̋ παρατήρηση̋ αποτελεί µέρο̋ µόνου του προβλήµατο̋ τη̋ οργάνωση̋ τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋. Ακόµη και αν οι µονάδε̋ προσδιοριστούν επακριβώ̋ σε χρηστικά ταξινοµικά και τµηµονοµικά συστήµατα εντοπίζεται πρόβληµα στην αδυναµία περίληψη̋ του συνόλου των χαρακτηριστικών που περιέχουν. Η εµφάνιση ενό̋ νέου αντικειµένου, που δεν µπορεί να ενταχθεί σε κάποια προκαθορισµένη κατηγορία, ή η προσθήκη νέων χαρακτηριστικών µετά το πέρα̋ µια̋ κατηγοριοποίηση̋ δηµιουργούν προβλήµατα που καθιστούν αναποτελεσµατικέ̋ τι̋ υπάρχουσε̋ κατηγοριοποιήσει̋ στη δοµή µια̋ βάση̋ δεδοµένων. Αυτό είναι και το πιο κοινό πρόβληµα των ψηφιακών εφαρµογών στην αρχαιολογία, καθώ̋ σε αυτέ̋ τι̋ περιπτώσει̋ συχνά είναι αναγκαία η ριζική αναδιάρθρωση τη̋ δοµή̋ των δεδοµένων (Madsen 1999). Εκτατικέ̋ περιγραφικέ̋ στρατηγικέ̋ που προσπαθούν να ενσωµατώσουν στη δοµή των δεδοµένων το σύνολο των γνωρισµάτων τη̋ πραγµατικότητα̋ δηµιουργούν προβλήµατα αποδοτικότητα̋ τη̋ ψηφιακή̋ βάση̋, καθώ̋ και δυσκολίε̋ στην αναπροσαρµογή των κατηγοριοποιήσεων οδηγώντα̋ σε κλειστά συστήµατα. Αντιθέτω̋, οι κατηγοριοποιήσει̋ που έχουν επίγνωση των ερευνητικών σκοπών µια̋ 141 εφαρµογή̋, διατηρούν υψηλά επίπεδα αφαίρεση̋ και επιλέγουν προσεκτικά τα γνωρίσµατα περιγράφοντα̋ χρήσιµε̋ πτυχέ̋ τη̋ πραγµατικότητα̋, προσφέρουν ευελιξία ω̋ προ̋ τη µετέπειτα αναπροσαρµογή των πιθανών κατηγοριοποιήσεων (Madsen 1999). Η πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει όλε̋ αυτέ̋ τι̋ διαδικασίε̋ αυξάνεται περισσότερο, όταν στην εξίσωση προστεθεί το ζήτηµα τη̋ επιλογή̋ των χαρακτηριστικών, αλλά και των τιµών που αποδίδονται σε αυτά. Υπάρχουν διαφορέ̋ στην ορολογία (π.χ. οπέα̋ και βελόνα), στι̋ µονάδε̋ µέτρηση̋ (π.χ. µέτρα ή ίντσε̋), στη διατύπωση ποσοτικών ή ποιοτικών εκτιµήσεων (π.χ. ελάχιστα, λίγο, πολύ, πάρα πολύ) και η συστηµατοποίησή του̋ συνήθω̋ σχετίζεται µε προσπάθειε̋ ποσοτικοποίηση̋ παρά σαφήνεια̋ πολυσηµία και την αµφισηµία78 ορισµού. Η ασυµφωνία οφείλεται στην τη̋ φυσική̋ γλώσσα̋, στι̋ διαφορέ̋ των µεθόδων αρχαιολογική̋ καταγραφή̋ ή απλώ̋ στην υποκειµενικότητα του παρατηρητή, καθιστώντα̋ πολύπλοκο τον ορισµό των αρχαιολογικών εννοιών και των χαρακτηριστικών του̋ (Madsen 1999:126-127). Συνολικά λοιπόν ο προσδιορισµό̋ των οντοτήτων που εµπεριέχονται σε µια αρχαιολογική ανασκαφή είναι µια αρκετά σύνθετη διανοητική εργασία που επηρεάζεται από πολλού̋ παράγοντε̋. Μεταξύ του̋ συγκαταλέγονται η πρὁπάρχουσα επιστηµονική γνώση, το θεωρητικό υπόβαθρο του ερευνητή, οι ερευνητικοί σκοποί, τα εργαλεία µέτρηση̋, αλλά και η φύση του ίδιου του υλικού που αλληλεπιδρά µε τα προηγούµενα. Η δηµιουργία µοντέλων δεδοµένων δεν είναι αποκοµµένη, αλλά σχετίζεται µε το ευρύτερο εννοιολογικό σύστηµα του ερευνητή, καθώ̋ οι οντότητε̋ αλληλεπιδρούν και οι σχέσει̋ του̋ οδηγούν σε ερµηνευτικά συµπεράσµατα (Κωτσάκη̋ 1983:252-253, Adams & Adams 1991). Ο Adams (1988:52) χαρακτηριστικά αναφέρει: “οι τυπολογίε̋, όπω̋ και άλλε̋ αρχαιολογικέ̋ διαδικασίε̋, δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά τα µέσα για την επίτευξη ενό̋ σκοπού— και ο σκοπό̋ πρέπει να δικαιολογεί τα µέσα”. Η αναστοχαστική θεώρηση τονίζει ότι ο ορισµό̋ των οντοτήτων, των χαρακτηριστικών του̋ και των τιµών που αυτά λαµβάνουν δεν µπορεί να γίνει χωρί̋ την εκτίµηση του συνόλου των συναφών ερευνητικών συνθηκών. O Lucas (2001a:96) υποστηρίζει ότι η συνάφεια των δεδοµένων προσφέρει τα µέσα για την εκτίµηση των ουσιαστικών διαστάσεων µεταβλητότητα̋. Με άλλα λόγια, είναι οι ερευνητικοί συσχετισµοί µεταξύ των αρχαιολογικών οντοτήτων τα στοιχεία που νοηµατοδοτούν καθεµία ξεχωριστά. Βεβαίω̋, στην πράξη η διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί υπάρχοντε̋ διαχωρισµού̋, όπω̋ αυτοί έχουν διαµορφωθεί ιστορικά στην αρχαιολογική έρευνα ω̋ προ̋ την κατηγοριοποίηση του αρχαιολογικού υλικού79. Ωστόσο, επισηµαίνεται η σηµασία τη̋ ένταξη̋ των οντοτήτων από υφιστάµενε̋ Η πολυσηµία αναφέρεται στη χρήση πολλών λέξεων για την περιγραφή τη̋ ίδια̋ έννοια̋, ενώ η αµφισηµία στην ιδιότητα ενσωµάτωση̋ πολλαπλών εννοιών στην ίδια λέξη. 79 Το γεγονό̋ ότι η µελέτη των αρχαιολογικού ευρηµάτων έχει επικρατήσει να οργανώνεται µε βάση κυρίω̋ το υλικό του̋ και όχι για παράδειγµα την πιθανή χρήση του̋, έχει ω̋ αποτέλεσµα την ύπαρξη ειδικότητα̋ ω̋ προ̋ τη µελέτη τη̋ “κεραµική̋ τεχνολογία̋”, αλλά όχι για τη µελέτη τη̋ “τροφοπαρασκευή̋”. 78 142 Τεχνολογία εφαρµογή̋ κατηγοριοποιήσει̋ σε ευρύτερα ερµηνευτικά δίκτυα σχέσεων προκειµένου να είναι δυνατή η διερεύνηση πολλαπλών επιπέδων διαφοροποίηση̋ στο αρχαιολογικό υλικό. Ο Κωτσάκη̋ (1983) στην ανάλυση τη̋ γραπτή̋ κεραµική̋ τη̋ Μέση̋ Νεολιθική̋ από το Σέσκλο Θεσσαλία̋, περιγράφοντα̋ τη µεθοδολογία για την κατασκευή ενό̋ συστήµατο̋ τυπολογική̋ αναφορά̋ ξεκινά µε βάση µια θεωρητική πρόταση για το ζητούµενο που διερευνά η προτεινόµενη τυπολογία. Στη συνέχεια συγκροτεί ένα πρότυπο για τη διαπίστωση τη̋ διαφοροποίηση̋ και εφαρµόζει το πρότυπο στο συγκεκριµένο πληθυσµό τη̋ κεραµική̋. Παρά τι̋ νέε̋ έννοιε̋ που προτείνει θεωρεί σηµαντικό στοιχείο τη συµφωνία µε υπάρχουσε̋ κατηγοριοποιήσει̋, τη µεταχείριση κοινού λεξιλογίου, τη συστηµατοποίηση των εννοιών και τη χρήση αφαιρετικών κατηγοριοποιήσεων µε νοηµατική συνοχή, που σε αντίθεση µε εκτατικέ̋ τυπολογίε̋ επιτρέπει τη σύγκριση των δεδοµένων µεταξύ διαφορετικών µελετών. Το ίδιο πρότυπο σε γενικέ̋ γραµµέ̋ ισχύει για τη συνολική κατάτµηση τη̋ πραγµατικότητα̋ σε οντότητε̋ παρατήρηση̋ στο πλαίσιο τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋. Από τη στιγµή που δηµιουργηθεί ένα σύστηµα κατηγοριοποίηση̋ µε τη λογική αυτή, το επόµενο στάδιο είναι η ένταξη συγκεκριµένων παραδειγµάτων στι̋ επιµέρου̋ κατηγορίε̋. Η διαδικασία αυτή µε τη σειρά τη̋ υποχρεώνει συχνά αποφάσει̋ στα όρια του αυθαίρετου, αφού ακόµη και αν η κατηγοριοποίηση είναι ορθή, στην πράξη ένα αντικείµενο µπορεί να εµφανίζει χαρακτηριστικά που δύσκολα το τοποθετούν αποκλειστικά και µόνο σε µια κατηγορία (Adams 1988). Πρόκειται για το πρόβληµα τη̋ ασάφεια̋ των αρχαιολογικών δεδοµένων80, το οποίο αν και δεν είναι εµφανέ̋ κατά τη διάρκεια σχεδιασµού ενό̋ συστήµατο̋ αρχαιολογική̋ τεκµηρίωση̋, επηρεάζει µε καταλυτικό τρόπο την αποτελεσµατικότητα ενό̋ µοντέλου δεδοµένων στην πράξη. Ω̋ λύση συχνά προτείνεται η προσέγγιση τη̋ ασαφού̋ λογική̋ (fuzzy logic) (Niccolucci et al. 2001)81. Ωστόσο, λίγα είναι τα λειτουργικά προγράµµατα που χρησιµοποιούν ασαφή λογική µε ουσιαστικό τρόπο (Crescioli et al. 2000, Hermon & Niccolucci 2003, Hermon et al. 2004, Johnson 2004). Όπω̋ χαρακτηριστικά θέτει το ζήτηµα η Rajala (2004:3.6), “το πρόβληµα µε την ασαφή λογική είναι ότι προσπαθεί να ποσοτικοποιήσει, συχνά µε αυθαίρετο τρόπο, υποκειµενικέ̋ κρίσει̋. Φαίνεται επιστηµονική, αλλά είναι ένα αποτέλεσµα ποιοτικών εκτιµήσεων“. Η λύση λοιπόν δεν βρίσκεται σε τέτοιου είδου̋ ποσοτικέ̋ προσεγγίσει̋ (Niccolucci προσωπική επικοινωνία). Η εγγενή̋ υποκειµενικότητα των αρχαιολογικών δεδοµένων, µπορεί να υποσκελιστεί στην πράξη από ποιοτικέ̋ διαβαθµίσει̋ ω̋ προ̋ την ασφάλεια κάθε Στο επίπεδο µια̋ εφαρµογή̋ ΣΓΠ, η ασάφεια επηρεάζει επιπροσθέτω̋ τον ακριβή προσδιορισµό των χωρικών ορίων και τη̋ χρονολόγηση̋ µια̋ αρχαιολογική̋ οντότητα̋. 81 Σύµφωνα µε τα ασαφή σύνολα ένα εύρηµα αξιολογείται σε µια κλίµακα από το µηδέν έω̋ το ένα ανάλογα µε τη βεβαιότητα του ερευνητή ω̋ προ̋ το βαθµό ένταξη̋ σε ένα συγκεκριµένο τύπο αντικειµένου: π.χ. “το εύρηµα ανήκει στην κατηγορία τη̋ λεπίδα̋ µε βεβαιότητα τη̋ τάξη̋ του 0.7”. 80 143 ερµηνευτικού χαρακτηρισµού82. Παράλληλα, η διαπροσωπική συνέπεια ω̋ προ̋ τη χρήση τη̋ ορολογία̋ στο πεδίο (Adams 1988) και η δηµιουργία προτύπων που εξασφαλίζουν την απαιτούµενη σηµασιολογική ακρίβεια κάθε ορισµού µπορούν περαιτέρω να λειτουργήσουν ω̋ µέθοδοι περιορισµού του προβλήµατο̋ (Rajala 2004:3.6). Η υποκειµενική φύση των κατηγοριοποιήσεων, τη̋ ορολογία̋ και τη̋ ασάφεια̋ του αρχαιολογικού υλικού έχει ω̋ αποτέλεσµα εκτό̋ από τι̋ παρατηρούµενε̋ δυσλειτουργίε̋ των βάσεων δεδοµένων, τη δύσκολη έω̋ αδύνατη µεταφορά δεδοµένων από την εφαρµογή µια̋ ανασκαφή̋ σε ευρύτερα ψηφιακά συστήµατα πολιτισµική̋ διαχείριση̋ ή ακόµη και µεταξύ ερευνητών. Το σύνηθε̋ αποτέλεσµα είναι η αναγκαστική επανακαταχώρηση των δεδοµένων στη µορφή του πληροφοριακού συστήµατο̋ προορισµού. Εκτό̋ από τα εγγενή προβλήµατα που περιγράφηκαν, συχνά το ζήτηµα έγκειται στην αδυναµία κατανόηση̋ των δοµών δεδοµένων µια̋ εφαρµογή̋ από τρίτου̋, καθώ̋ το γενικότερο µοντέλο αναπαράσταση̋ ενό̋ ερευνητή δεν τεκµηριώνεται στη δοµή οργάνωση̋ των ψηφιακών δεδοµένων. Συσχετίζοντα̋ το τελευταίο σηµείο µε τι̋ προηγούµενε̋ επισηµάνσει̋ προκύπτει η διαπίστωση ότι τα προβλήµατα τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ ίσω̋ και να µην οφείλονται τόσο στο στοιχείο τη̋ εγγενού̋ πολυπλοκότητα̋ του αρχαιολογικού υλικού, όσο στη διαφορετική αφετηρία από την οποία ξεκινά κάθε αρχαιολόγο̋ να σκέφτεται για το υλικό που έχει µπροστά του. Όπω̋ αναφέρθηκε, τόσο τα πρωτογενή δεδοµένα τη̋ παρατήρηση̋, όσο και η πληροφορία που προκύπτει από αυτά, σχετίζονται µε τι̋ επιδιώξει̋ του ερευνητή και το γενικότερο ερευνητικό πλαίσιο του αρχαιολογικού έργου. Ο ερευνητή̋ θέτει ερωτήσει̋ και επιδιώκει απαντήσει̋. Η διάκριση των δεδοµένων σε µονάδε̋ παρατήρηση̋ συνιστά κυρίω̋ µια εννοιολογική αφαίρεση στο µυαλό του αρχαιολόγου που αποφασίζει ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενό̋ πραγµατικού φαινοµένου που σχετίζονται µε το φάσµα τη̋ µελέτη̋. Ο προσδιορισµό̋ κάθε αρχαιολογική̋ οντότητα̋ πρωτίστω̋ λοιπόν εξαρτάται από την εννοιολογική κατηγορία, στην οποία εµπίπτει σύµφωνα µε του̋ σκοπού̋ τη̋ έρευνα̋. Σε αυτό το πλαίσιο, η λύση στο πρόβληµα τη̋ πολυπλοκότητα̋ τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ δε βρίσκεται τόσο στην υλοποίηση ολοένα και πιο σύνθετων και διεξοδικών µοντέλων δεδοµένων που καλούνται να περιγράψουν πλήρω̋ τα χαρακτηριστικά ενό̋ αντικειµενικού φαινοµένου, αλλά στην καλύτερη κατανόηση του τρόπου σύλληψη̋ του µικρόκοσµου τη̋ ανασκαφή̋ από κάθε ερευνητή, και τη συσχέτιση των διαφορετικών αφαιρετικών µοντέλων µέσα από τυποποιηµένε̋ εννοιολογικέ̋ περιγραφέ̋. Η προσέγγιση αυτή µεταφέρει το πρόβληµα στο πεδίο τη̋ οντολογία̋ τη̋ ανασκαφική̋ πρακτική̋. Π.χ η διατύπωση ότι ένα εύρηµα είναι λεπίδα µε βεβαιότητα 0.8 και φολίδα µε βεβαιότητα 0.2, µπορεί να αντικατασταθεί από µια ξεχωριστή τιµή που βαθµολογεί την ασφάλεια τη̋ ερµηνεία̋ λεπίδα ω̋ “υψηλή”. Ανάλογη χρήση είναι δυνατή και στην περίπτωση χρονολογικών ερµηνειών, π.χ. “η βεβαιότητα ότι το εύρηµα ανήκει στη Μέση Νεολιθική είναι υψηλή”. 82 144 Τεχνολογία εφαρµογή̋ 6.2.2. Οντολογική περιγραφή δεδοµένων Ω̋ οντολογία ορίζεται “µια σαφή̋ µερική περιγραφή ενό̋ εννοιολογικού συλλογισµού” (Guarino & Giaretta 1995:4)83, η οποία “λειτουργεί ω̋ µηχανισµό̋ συγκεκριµενοποίηση̋ που καθορίζει το λεξιλόγιο τη̋ βάση̋ γνώση̋” (Τοµαή & Κάβουρα̋ 2002). Οι οντολογίε̋ δεν αποτελούν κατηγοριοποιήσει̋ πραγµατικών φαινοµένων, αλλά µπορούν να εννοηθούν ω̋ κοινωνικά προσδιορισµένοι ορισµοί. Αυτό σηµαίνει ότι δεν ασχολούνται µε την αντικειµενική φύση ενό̋ συστήµατο̋ εννοιών, αλλά έχουν ω̋ αφετηρία τι̋ ίδιε̋ τι̋ έννοιε̋, όπω̋ διαµορφώνονται από την ανθρώπινη αντίληψη σε κάθε περίπτωση. Λόγω τη̋ υποκειµενικότητα̋ τη̋ ανθρώπινη̋ αντίληψη̋, µια οντολογία αποτελεί ουσιαστικά µια επιλογή από πολλέ̋ πιθανέ̋ οντολογίε̋ και επηρεάζεται από τι̋ επιστηµονικέ̋ πρακτικέ̋ ανεξάρτητων ερευνητών (Smith & Mark 2001:594). Όπω̋ αναφέρθηκε, σε πολλά γνωστικά πεδία, µεταξύ των οποίων και η Αρχαιολογία, διαφορετικέ̋ πρακτικέ̋ ή στάσει̋ απέναντι σε ερευνητικέ̋ µεθοδολογίε̋ µπορούν να οδηγήσουν στην αντίληψη διαφορετικών στοιχείων ω̋ πληροφορία ή δεδοµένα µε αποτέλεσµα µια ποικιλία από εννοιολογικέ̋ ταξινοµήσει̋ των στοιχείων τη̋ πραγµατικότητα̋. Οι οντολογίε̋ δεν επιβάλλουν ένα συγκεκριµένο λεξιλόγιο. Αντιθέτω̋, λειτουργούν ω̋ θησαυροί και ερµηνευτικά λεξικά επιτρέποντα̋ του̋ ερευνητέ̋ να ορίσουν πιο συγκεκριµένα τι̋ χρησιµοποιούµενε̋ έννοιε̋ προσαρµόζοντα̋ το λεξιλόγιο του̋ στι̋ αντίστοιχε̋ έννοιε̋ που εµπεριέχονται σε µία οντολογία. Με τον τρόπο αυτό δεν θίγεται άµεσα η ερευνητική ελευθερία, καθώ̋ η προσπάθεια διασύνδεση̋ τη̋ αρχαιολογική̋ γνώση̋ µεταφέρεται σε ένα πιο αφαιρετικό επίπεδο που επιτρέπει την αντιπαραβολή τη̋ αρχαιολογική̋ γνώση̋ και µάλιστα µε αυτοµατοποιηµένο τρόπο χρησιµοποιώντα̋ του̋ Η/Υ ω̋ µεταφραστικό µέσο. Ανάλογα µε το βαθµό γενίκευση̋ τη̋ περιγραφή̋ τη̋ πραγµατικότητα̋ διακρίνονται τριών τύπων οντολογίε̋ (Guarino 1998). α) οι οντολογίε̋ υψηλού επιπέδου (top-level ontologies) περιγράφουν πολύ γενικέ̋ έννοιε̋ ανεξάρτητα από το γνωστικό πεδίο εφαρµογή̋84. β) οι οντολογίε̋ γνωστικού πεδίου (domain ontologies) περιγράφουν το λεξιλόγιο που αφορά ένα γενικό πεδίο γνώση̋, όπω̋ η Αρχαιολογία. Ο ορισµό̋ των παρατηρούµενων αντικειµένων και η διαδικασία αντίληψή̋ του̋ ελέγχεται από τον επιστηµονικό διάλογο. γ) οι οντολογίε̋ εφαρµογή̋ (application ontologies) συνήθω̋ αποτελούν εξειδίκευση τη̋ προηγούµενη̋ κατηγορία̋, επειδή περιγράφουν έννοιε̋ σχετικέ̋ µε κάποια δραστηριότητα που εντάσσεται σε ένα συγκεκριµένο πεδίο γνώση̋. Υπό αυτή την έννοια διακρίνεται από την Οντολογία (εν.), η οποία αναφέρεται στον κλάδο τη̋ φιλοσοφία̋ που ασχολείται µε τι̋ ιδιότητε̋ και την οργάνωση τη̋ πραγµατικότητα̋. 84 Είναι ιδιαίτερα σηµαντικέ̋, καθώ̋ παρέχουν ένα γενικό σύνολο µε βασικέ̋ έννοιε̋, µε τι̋ οποίε̋ πιο εξειδικευµένε̋ οντολογίε̋ πρέπει να συµφωνούν προκειµένου να επιτευχθεί η µεταξύ του̋ ενοποίηση (Κάβουρα̋ 2002). 83 145 Σε κάθε περίπτωση τα χαρακτηριστικά µια̋ αποτελεσµατική̋ οντολογία̋ είναι: η κατηγορηµατικότητα (explicitness), που αναφέρεται στο ρητό ορισµό των τύπων και των περιορισµών που χρησιµοποιούνται στην οντολογία, η τυπικότητα (formality) που σχετίζεται µε την ικανότητα µηχανική̋ ανάγνωση̋ των δεδοµένων και ο διαµοιρασµό̋ (shareness) που υποδηλώνει ότι περιγράφει γενικώ̋ αποδεκτέ̋ γνωστικέ̋ κατηγορίε̋ (Zhang et al. 2002:214). 6.2.3. Σηµασιολογική προτυποποίηση αρχαιολογικών δεδοµένων Το οντολογικό υπόβαθρο στο οποίο βασίζεται κάθε διαδικασία εννοιολογική̋ µοντελοποίηση̋ πρέπει να αποτυπώνεται µε σαφή τρόπο στο εσωτερικό τη̋ δοµή̋ των δεδοµένων µια̋ εφαρµογή̋, προκειµένου να είναι δυνατή η κατανόηση των εννοιών που περιλαµβάνει από άλλου̋ ερευνητέ̋ ή από προγράµµατα µηχανική̋ ανάγνωση̋ δεδοµένων. Άλλωστε η χρησιµότητα των οντολογιών έγκειται στην ανταλλαγή τη̋ γνώση̋. Στο επίπεδο τη̋ συνεργασία̋ και τη̋ επικοινωνία̋ των ψηφιακών εφαρµογών η χρήση των οντολογιών σχετίζεται µε την έννοια τη̋ διαλειτουργικότητα̋ (interoperability). Ω̋ όρο̋ αντιστοιχεί “ικανότητα στην επικοινωνία̋, εκτέλεση̋ προγραµµάτων ή µεταφορά̋ δεδοµένων µεταξύ διάφορων λειτουργικών µονάδων κατά τρόπο που ο χρήστη̋ απαιτείται να έχει λίγη έω̋ καθόλου γνώση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών αυτών των µονάδων” (ΕΛΟΤ/ΤΕ48/ΟΕ1 2008:14). Ο συνήθη̋ τρόπο̋ ανταλλαγή̋ δεδοµένων είναι το διαδίκτυο, καθώ̋ αποτελεί σήµερα τη µεγαλύτερη πηγή ψηφιακών δεδοµένων85. Ωστόσο, η εξαγωγή πληροφοριών από αυτό είναι αναποτελεσµατική λόγω του τρόπου οργάνωση̋ των δεδοµένων. Προσφάτω̋ έχει ξεκινήσει µια εντατική έρευνα για την εξεύρεση εναλλακτικών τρόπων οργάνωση̋ των δεδοµένων που θα µετατρέψουν το διαδίκτυο σε µια ευρέω̋ αξιοποιήσιµη πηγή πληροφοριών. Η σταδιακή επέκταση του διαδικτύου προ̋ αυτή την κατεύθυνση ονοµάζεται σηµασιολογικό̋ ιστό̋ (semantic web). Στο νέο µέσο όλα τα δεδοµένα οφείλουν να έχουν σαφώ̋ ορισµένη σηµασία. Με αυτό τον τρόπο οι χρήστε̋ είτε ω̋ φυσικά πρόσωπα είτε ω̋ υπολογιστικά συστήµατα θα είναι σε θέση να ανακτούν χρήσιµα δεδοµένα και να τα αξιοποιούν κατά τον καλύτερο τρόπο (Berners-Lee et al. 2001). Την ανάπτυξη του σηµασιολογικού ιστού έχει αναλάβει η “Κοινοπραξία για τον Παγκόσµιο Ιστό” (World Wide Web Consortium). Η συνέπεια ω̋ προ̋ τη σηµασία των όρων µια̋ οντολογία̋ που συνιστά βασική πρὁπόθεση για την επίτευξη τη̋ διαλειτουργικότητα̋ πραγµατοποιείται µέσα από τη χρήση σηµασιολογικών προτύπων. Τα πρότυπα, σύµφωνα µε το “∆ιεθνή Οργανισµό Προτυποποίηση̋” (International Organization for Standardization – ISO) είναι “κείµενα, διαµορφωµένα µε γενική συναίνεση και επικυρωµένα από ένα αναγνωρισµένο σώµα, που παρέχουν για κοινή 85 Βεβαίω̋ και άλλε̋ εξελίξει̋ τη̋ πληροφορική̋ τεχνολογία̋ σχετίζονται µε τη διαλειτουργικότητα, όπω̋ τα κατανεµηµένα συστήµατα (distributed systems), τα δίκτυα υπολογιστών P2P (Peer To Peer), τα συστήµατα Grid και οι ψηφιακέ̋ βιβλιοθήκε̋ (digital libraries). 146 Τεχνολογία εφαρµογή̋ και επανειληµµένη χρήση, κανόνε̋, κατευθυντήριε̋ γραµµέ̋ ή χαρακτηριστικά για διαδικασίε̋ ή τα αποτελέσµατα αυτών, στοχεύοντα̋ στην επίτευξη του βέλτιστου βαθµού κανονικότητα̋ σε ένα δεδοµένο πλαίσιο αναφορά̋” (URL16). Τα σηµασιολογικά πρότυπα υλοποιούνται ω̋ µεταδεδοµένα, δηλαδή δοµέ̋ δεδοµένων που αναφέρονται σε αυτά καθαυτά τα δεδοµένα που καταγράφονται και περιγράφουν τη σηµασιολογική δοµή µια̋ βάση̋ δεδοµένων. Τα πλεονεκτήµατα του̋ συνίστανται στη µακροβιότητα των δεδοµένων, την αυξηµένη κατανόηση µια̋ συλλογή̋ δεδοµένων, τη δυνατότητα διαδικτυακή̋ αναζήτηση̋ και ανταλλαγή̋ πληροφορία̋ (Conolly & Lake 2006:287-288). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επεξεργασία σηµασιολογικών µοντέλων για την ψηφιακή οργάνωση του πολιτισµικού υλικού σε µουσεία, συλλογέ̋ και καταλόγου̋, που προωθείται από τη “∆ιεθνή Επιτροπή Μουσειακή̋ Τεκµηρίωση̋” (Le Comité International pour la DOCumentation des musées - CIDOC). Το CIDOC-CRM (Conceptual Reference Model), όπω̋ ονοµάζεται το πρὀόν τη̋ προσπάθεια̋, είναι µια τυπική οντολογία διαµεσολάβηση, και “που σκοπό ανταλλαγή έχει να ετερογενών διευκολύνει τη πληροφοριών συγχώνευση, πολιτισµική̋ κληρονοµιά̋” (Κωνσταντόπουλο̋ et al. 2005:xiv). Αναπτύχθηκε αρχικά στο πλαίσιο του ICOM-CIDOC Documentation Standards Working Group και στη συνέχεια από το CIDOC CRM Special Interest Group. Συνιστά πρότυπο τεκµηρίωση̋ πολιτισµική̋ πληροφορία̋ (ISO 21127) από το 2006 (Κωνσταντόπουλο̋ et al. 2005, Crofts et al. 2008). Η χρήση του έγκειται στην ανάλυση µοντέλων βάσεων δεδοµένων ω̋ προ̋ το σηµασιολογικό υπόβαθρο που τα χαρακτηρίζει, καθώ̋ και στην τεκµηρίωση των δοµών και των διαδικασιών που χαρακτηρίζουν το χώρο τη̋ πολιτισµική̋ κληρονοµιά̋ και τη̋ µουσειακή̋ τεκµηρίωση̋ ω̋ προ̋ το οντολογικό του̋ υπόβαθρο. Η µελέτη τη̋ λογική̋ και των πρακτικών τεκµηρίωση̋ αποσκοπεί στη σηµασιολογική διαλειτουργικότητα των συστηµάτων τεκµηρίωση̋ πολιτισµική̋ κληρονοµιά̋. Το λεξιλόγιο του προτύπου συντίθεται από 81 βασικέ̋ έννοιε̋ και 132 µοναδικέ̋ ιδιότητε̋ ή ρόλου̋ που µπορούν να συνδεθούν µεταξύ του̋ µε συγκεκριµένου̋ συνδυασµού̋ (Εικ. 6.2). Η δοµή του είναι επεκτάσιµη και οι χρήστε̋ ενθαρρύνονται να χρησιµοποιήσουν πρόσθετε̋ έννοιε̋ ή ιδιότητε̋, εφόσον είναι αναγκαίο για την περιγραφή πιο εξειδικευµένων εφαρµογών. Βεβαίω̋, η χρήση ενό̋ προτύπου αυτή̋ τη̋ λογική̋ για την περιγραφή των δεδοµένων µια̋ εφαρµογή̋ δεν λύνει απαραίτητα το πρόβληµα. Ο Sugimoto (2006) προσφέρει µια κριτική µατιά στο CIDOC-CRM επισηµαίνοντα̋ βασικέ̋ δυσχέρειε̋, όπω̋ οι πολλαπλέ̋ δυνατότητε̋ περιγραφή̋ των αρχαιολογικών δεδοµένων µε του̋ όρου̋ του προτύπου, η έλλειψη συστηµατικών θησαυρών αρχαιολογική̋ ορολογία̋ (ειδικά όσον αφορά τυπολογίε̋ καθώ̋ και χωρικέ̋ ή χρονικέ̋ περιγραφέ̋), η ευρύτητα του πεδίου εφαρµογή̋ που το κατατάσσει σε οντολογία υψηλού επιπέδου, και τέλο̋ η έλλειψη λειτουργικών παραδειγµάτων εφαρµογή̋ που µπορούν να εξακριβώσουν την πρακτική χρησιµότητά τη̋ στη µηχανική ανταλλαγή δεδοµένων στο διαδίκτυο. 147 Εικόνα 6.2. Βασικέ̋ έννοιε̋ και σχέσει̋ του προτύπου CIDOC-CRM (προσαρµοσµένο από Doerr 2003: fig.3) Για του̋ λόγου̋ αυτού̋ άλλε̋ προσπάθειε̋ στοχεύουν στον καθορισµό οντολογιών που αφορούν συγκεκριµένα τη διαλειτουργικότητα τη̋ αρχαιολογική̋ γνώση̋. Οι Zhang et al. (2002) αναπτύσσουν µια οντολογία ειδικά για το γνωστικό πεδίο τη̋ Αρχαιολογία̋ που βασίζεται σε περιγραφέ̋ φυσική̋ γλώσσα̋ (formal language)86. Η οντολογία που προτείνουν περιλαµβάνει τρία βασικά συστατικά: τι̋ αρχαιολογικέ̋ κατηγορίε̋ (concepts), τι̋ σχέσει̋ (relations) µεταξύ των κατηγοριών και τα περιοριστικά αξιώµατα (axioms), δηλαδή διατυπώσει̋ που διασφαλίζουν την εννοιολογική πληρότητα των κατηγοριών και των σχέσεων (Εικ. 6.3). Αν και η τελική οντολογία είναι σηµασιολογικά εκφραστική και αρκετά ακριβή̋ ω̋ προ̋ του̋ ορισµού̋ που χρησιµοποιεί, εντούτοι̋ η υλοποίηση στην πράξη αποδεικνύεται αρκετά δύσκολη λόγω των εξειδικευµένων γνώσεων που απαιτούνται σε προσπάθειε̋ αυτού του είδου̋. Επιπλέον, ω̋ απόπειρα που αποσκοπεί να καλύψει τι̋ ανάγκε̋ τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋, αδυνατεί να ενσωµατώσει την τεράστια ποικιλία τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ που δηµιουργούν οι διαφορετικέ̋ ερευνητικέ̋ πρακτικέ̋. Ακριβώ̋ στον αντίποδα κινείται η προσπάθεια για τη δηµιουργία ενό̋ σηµασιολογικού προτύπου για την ανταλλαγή αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ που ονοµάζεται ArchaeoML. Πρόκειται για ένα µοντέλο αρχαιολογικών και φιλολογικών δεδοµένων που εκφράζεται µε την τεχνολογία ετικετών87. ∆εν ταυτίζεται µε µία οντολογία µε τη στενή έννοια, ωστόσο µπορεί να λειτουργήσει ω̋ σηµασιολογικό πρότυπο για την ανταλλαγή αρχαιολογικών πληροφοριών. Η ArchaeoML περιλαµβάνει ένα µικρό αριθµό από προτυποποιηµένα στοιχεία που αντιστοιχούν σε προκαθορισµένε̋ έννοιε̋ και σχέσει̋. Αυτέ̋ µπορούν να χρησιµοποιηθούν για τη Οι φυσικέ̋ γλώσσε̋ µελετώνται στου̋ τοµεί̋ τη̋ λογική̋, τη̋ πληροφορική̋ και τη̋ γλωσσολογία̋. Στην Πληροφορική η σηµαντικότερη πρακτική εφαρµογή του̋ σχετίζεται 86 µε τον ακριβή καθορισµό συντακτικά σωστών ορισµών για µια γλώσσα προγραµµατισµού. Ουσιαστικά σχηµατίζονται από ένα σύνολο λέξεων, δηλ. πεπερασµένε̋ σειρέ̋ γραµµάτων ή συµβόλων που συνδέονται µε προτυποποιηµένου̋ συντακτικού̋ κανόνε̋ (βλ. Bates 1995). 87 Η βασική πλατφόρµα υλοποίηση̋ του προτύπου συνίσταται στην εφαρµογή INFRA (βλ. κεφ. 3). 148 Τεχνολογία εφαρµογή̋ δηµιουργία ιεραρχικών ταξινοµήσεων για τι̋ οντότητε̋ και τα χαρακτηριστικά του̋, καθώ̋ και θησαυρών για τι̋ τιµέ̋ των χαρακτηριστικών (Εικ. 6.4). Το πρότυπο είναι επεκτάσιµο µε την έννοια ότι κάθε εφαρµογή, εκτό̋ από τι̋ προκαθορισµένε̋ σχέσει̋, µπορεί να διαµορφώσει και νέε̋, ώστε να τι̋ χρησιµοποιήσει για τη δηµιουργία εξειδικευµένων εννοιολογικών µοντέλων. Υπό αυτή την έννοια η ArchaeoML είναι πιο γενική και πολύ πιο απλή στην υλοποίηση µε αποτέλεσµα να είναι πιο προσιτή σε µια κοινότητα µε περιορισµένη εµπειρία στην εννοιολογική µοντελοποίηση (Schloen 2001, Kansa 2007). Εικόνα 6.3. Απόδοση τη̋ κατηγορία̋ “Archaeological Culture” (ταυτίζεται µε την έννοια τη̋ Πολιτισµική̋ Οµάδα̋) µε χρήση φυσική̋ γλώσσα̋ (προσαρµοσµένο από Zhang et al. 2002: fig. 3). Εικόνα 6.4. ∆ιαγραµµατική απεικόνιση των βασικών εννοιών “χωρική µονάδα”, “παρατήρηση”, “ιδιότητα” και των µεταξύ του̋ σχέσεων στο πρότυπο ArchaeoML (Kansa 2005: fig.1). 149 Χωρί̋ αµφιβολία, βασικό στοιχείο για την επιτυχία τέτοιων προσπαθειών είναι η διάθεση των αρχαιολόγων να συµµετέχουν σε ενιαία πρότυπα τεκµηρίωση̋. Ωστόσο, αυτή η προοπτική συχνά είναι δυσάρεστη σε πολλού̋ αρχαιολόγου̋, επειδή θεωρούν ότι περιορίζουν την ερευνητική ελευθερία. Επιπλέον, η πρακτική δείχνει ότι πολύ συχνά οι αρχαιολόγοι δεν προορίζουν τα ακατέργαστα δεδοµένα του̋ για περαιτέρω χρήση, όπω̋ για παράδειγµα την πιθανή ενσωµάτωσή του̋ σε ευρύτερα πληροφοριακά συστήµατα πολιτισµική̋ διαχείριση̋. Ω̋ αποτέλεσµα, οι αρχαιολογικέ̋ βάσει̋ δεδοµένων είναι ιδιαίτερα ανεπαρκεί̋ ω̋ προ̋ την προτυποποίηση των αρχειακών δοµών µε τελικό σκοπό την ανταλλαγή του̋. Παρά τα πρακτικά προβλήµατα, ο συνδυασµό̋ τη̋ εννοιολογική̋ µοντελοποίηση̋ µε την υιοθέτηση ή ανάπτυξη σηµασιολογικών προτύπων, µπορεί να τοποθετήσει τη διαδικασία ανασκαφή̋ σε µια πιο δοµηµένη αναλυτική και σηµασιολογική περιοχή. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατή η δηµιουργία πιο εκφραστικών µοντέλων δεδοµένων, τα οποία εφόσον συνδυαστούν µε προηγµένε̋ λύσει̋ λογισµικού υλοποίηση̋, µπορούν να εκµεταλλευτούν τη δοµή τη̋ θεµατική̋ πληροφορία̋ για να τη συνδέσουν µε τα χωρικά χαρακτηριστικά τη̋ σε ένα ΣΓΠ. 6.3. Οργάνωση χωρικών δεδοµένων Οι δυσχέρειε̋ των ΣΓΠ ω̋ προ̋ την οπτικοποίηση τη̋ χωρική̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋ συνίστανται στι̋ ελλείψει̋ τη̋ τρισδιάστατη̋ χαρτογραφική̋ αναπαράσταση̋. Στι̋ µελέτε̋ τοπίου η απεικόνιση των δεδοµένων είναι πολύ πιο εύκολη υπόθεση, αφού το σύνολο τη̋ ανθρώπινη̋ δραστηριότητα̋ λαµβάνει χώρα στη γήινη επιφάνεια. Ωστόσο, τα δεδοµένα µια̋ ανασκαφή̋ εκτείνονται σε βάθο̋. Οι εφαρµογέ̋ σε επίπεδο λειτουργικών συστηµάτων που έχουν καταφέρει να ενσωµατώσουν την τρίτη διάσταση τη̋ ανασκαφή̋ µε αποτελεσµατικό τρόπο είναι ελάχιστε̋. Τα περισσότερα συστήµατα χειρίζονται δεδοµένα σε δύο διαστάσει̋ στο πρότυπο τη̋ παραδοσιακή̋ ανασκαφή̋ παραθέτοντα̋ δεδοµένα από διαφορετικά βάθη σε ξεχωριστά επίπεδα. Ω̋ αποτέλεσµα, η λειτουργικότητά του̋ αναδεικνύεται κυρίω̋ σε περιπτώσει̋ θέσεων µε µικρή στρωµατογραφική διαφοροποίηση και οριζόντια ανάπτυξη (βλ. Intrasis). Αντιθέτω̋, η επιτυχία του̋ είναι περιορισµένη σε θέσει̋ µε έντονη διαστρωµάτωση, καθώ̋ υστερούν τόσο στην απεικόνιση όσο και στην αναλυτική λειτουργικότητα που προσφέρουν στι̋ τρει̋ διαστάσει̋. 6.3.1. ∆ιαχείριση χωρικών δεδοµένων στα ΣΓΠ Η λειτουργικότητα των ΣΓΠ στηρίζεται κατά βάση στη διαχείριση των χωρικών χαρακτηριστικών των οντοτήτων που θα απεικονιστούν στο περιβάλλον του̋. Η οργάνωση, η αποθήκευση και η ανάκτηση τη̋ χωρική̋ πληροφορία̋ γίνεται από τη χωρική βάση δεδοµένων (ΧΒ∆). Η ΧΒ∆ αποτελεί επέκταση τη̋ αρχιτεκτονική̋ παραδοσιακών συστηµάτων διαχείριση̋ βάσεων δεδοµένων (Σ∆Β∆) που υποστηρίζει 150 Τεχνολογία εφαρµογή̋ διάφορε̋ εξελιγµένε̋ λειτουργίε̋ για την ενσωµάτωση και τη διαχείριση τη̋ χωρική̋ πληροφορία̋ σε ένα ΣΓΠ88. Οι λειτουργίε̋ αυτέ̋ υλοποιούνται µε τέσσερι̋ αρχιτεκτονικέ̋ προσεγγίσει̋ στην ανάπτυξη πρότυπων και εµπορικών εφαρµογών ΣΓΠ (Στεφανάκη̋ 2003:358361) (Εικ. 6.5). Η πρώτη αναπαριστά τόσο τα χωρικά όσο και τα περιγραφικά δεδοµένα σε µορφή πινάκων στο σχεσιακό µοντέλο χρησιµοποιώντα̋ ένα απλό παραδοσιακό Σ∆Β∆. Οι λειτουργίε̋ χωρική̋ διαχείριση̋ των δεδοµένων παρέχονται εξολοκλήρου από την εφαρµογή ΣΓΠ που αναπτύσσεται επάνω από ένα παραδοσιακό Σ∆Β∆ (π.χ. Geomedia). Η δεύτερη διαχωρίζει τα χωρικά από τα περιγραφικά δεδοµένα και προσδιορίζεται ω̋ ένα µερικά παραδοσιακό Σ∆Β∆. Πιο συγκεκριµένα, η διαχείριση των περιγραφικών δεδοµένων αναλαµβάνεται από ένα Σ∆Β∆ και η διαχείριση τη̋ γεωµετρία̋ από ένα χωριστό υποσύστηµα. Η εφαρµογή ΣΓΠ συναλλάσσεται και µε τα δύο συστήµατα προκειµένου να αναπαραστήσει και να διαχειριστεί τα δεδοµένα (π.χ. ESRI Arc/Info). Η τρίτη χρησιµοποιεί ένα εκτεταµένο παραδοσιακό Σ∆Β∆ κατάλληλα τροποποιηµένο, ώστε να συµπεριλαµβάνει χωρικού̋ τύπου̋ δεδοµένων, σύνθετα αντικείµενα και γνωρίσµατα. Η εφαρµογή ΣΓΠ αναπτύσσεται επάνω στο Σ∆Β∆ και παρέχει πρόσθετε̋ διαχειριστικέ̋ λειτουργίε̋ (π.χ. ESRI ArcGIS Geodatabase). Τέλο̋, η τέταρτη αξιοποιεί στοιχεία τη̋ δοµή̋ των αντικειµενοστρεφών Σ∆Β∆ αναθέτοντα̋ µόνο πρόσθετε̋ λειτουργίε̋ διαχείριση̋ δεδοµένων στου̋ µηχανισµού̋ τη̋ εφαρµογή̋ ΣΓΠ (π.χ. GeO2). Εικόνα 6.5. Αρχιτεκτονικέ̋ προσεγγίσει̋ στην ανάπτυξη ΣΓΠ (προσαρµοσµένο από Στεφανάκη̋ 2003: Σχήµα 14.1). Οι κυριότερε̋ από αυτέ̋ είναι (Σελλή̋ & Στεφανάκη̋ 2003): α) η αναπαράσταση χωρικών τύπων δεδοµένων και χωρικών τελεστών, β) η ενσωµάτωση χωρικών δεικτών και µεθόδων προσπέλαση̋ δεδοµένων, γ) οι επεκτάσει̋ τη̋ γλώσσα̋ επερωτήσεων (SQL) για τη διατύπωση χωρικών ερωτηµάτων (π.χ. GEOQL, XSQL2, PSQL, PICQUERY κλπ.) και δ) η επικοινωνία µε το γραφικό περιβάλλον, ώστε να είναι δυνατή η γραφική εισαγωγή των ερωτηµάτων του χρήστη και η γραφική απεικόνιση των αποτελεσµάτων. 88 151 Στι̋ προηγούµενε̋ προσεγγίσει̋ ο ρόλο̋ τη̋ εφαρµογή̋ ΣΓΠ είναι να συµπληρώσει τι̋ δυνατότητε̋ που παρέχουν τα υποκείµενα Σ∆Β∆ ω̋ προ̋ τη αποτελεσµατική διαχείριση των χωρικών δεδοµένων. Ωστόσο, όσο περισσότερε̋ λειτουργίε̋ µπορούν να εκτελεστούν στη βάση των δεδοµένων, τόσο πιο προσπελάσιµα είναι τα δεδοµένα από του̋ µηχανισµού̋ επεξεργασία̋ τη̋ εφαρµογή̋ ΣΓΠ. Συνολικά λοιπόν οι δύο τελευταίε̋ αρχιτεκτονικέ̋ είναι και αυτέ̋ που θεωρούνται πιο αποτελεσµατικέ̋ στη διαχείριση των χωρικών δεδοµένων. Ουσιαστικά, η εφαρµογή ΣΓΠ ρυθµίζει τον τρόπο απεικόνιση̋ των χωρικών χαρακτηριστικών τη̋ πληροφορία̋ στο γραφικό περιβάλλον. Υπάρχουν διαφορετικέ̋ προσεγγίσει̋ ω̋ προ̋ τη γραφική οργάνωση των χωρικών δεδοµένων, ωστόσο το πιο διαδεδοµένο πρότυπο έχει προταθεί από τον Tomlin (1990). Σύµφωνα µε αυτό, ο χώρο̋ που καταλαµβάνουν τα γεωγραφικά δεδοµένα µια̋ εφαρµογή̋ θεωρείται ω̋ ένα σύνολο επιπέδων, κάθε ένα από τα οποία φιλοξενεί µια̋ κατηγορία δεδοµένων µε βάση το θέµα που αναπαριστά (Εικ. 6.6). Έτσι τα γεωγραφικά δεδοµένα συνθέτουν µια ιεραρχία µε το χάρτη (map) ή τη σκηνή (scene) να αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο και να λειτουργεί ω̋ βιβλιοθήκη θεµατικών επιπέδων που µπορούν να επικαλύπτονται µεταξύ του̋, καθώ̋ είναι αγκιστρωµένα σε ενιαίο σύστηµα αναφορά̋ χωρικών και χρονικών συντεταγµένων (Στεφανάκη̋ 2003:216-218). Τα θεµατικά αυτά επίπεδα µπορούν να αποθηκευτούν, να εξεταστούν, να ενηµερωθούν, να συνδυαστούν, να µετασχηµατιστούν και να επιδειχθούν. Με το συγκεκριµένο πρότυπο χωρική̋ οργάνωση̋ τα ΣΓΠ αποµακρύνονται από την πολύπλοκη παράθεση του συνόλου των δεδοµένων σε ένα χάρτη προ̋ ένα τρόπο οργάνωση̋ του̋ σε νοηµατικά διακριτά επίπεδα πληροφορία̋ (Wheatley & Gillings 2002:25). Εικόνα 6.6. Θεµατική οργάνωση δεδοµένων για το Μεξικό. Από κάτω προ̋ τα επάνω διακρίνονται οι επαρχίε̋, τα ποτάµια, το οδικό δίκτυο και οι σηµαντικότερε̋ πόλει̋. 152 Τεχνολογία εφαρµογή̋ Ιδιαίτερη σηµασία από την άποψη τη̋ διαχείριση̋ των χωρικών δεδοµένων έχει το σύστηµα συντεταγµένων, καθώ̋ επιτρέπει το συνδυασµό επιµέρου̋ θεµατικών χαρτών στο ίδιο χωρικό πλαίσιο. Η ύπαρξη του συστήµατο̋ συντεταγµένων επιτρέπει την ταυτοποίηση τη̋ απόλυτη̋ θέση̋ µια̋ γεωγραφική̋ οντότητα̋ στο χώρο και επιτρέπει τη συσχέτιση µε άλλε̋ οντότητε̋ στο πλαίσιο των χωρικών αναλύσεων που υποστηρίζουν τα ΣΓΠ. Η συσχέτιση τη̋ θέση̋ των χωρικών δεδοµένων µε πραγµατικά σηµεία τη̋ γήινη̋ επιφάνεια̋ µέσω των γεωγραφικών του̋ συντεταγµένων ονοµάζεται γεωαναφορά (georeferencing) και επιτρέπει το συνδυασµό και την ανάλυση δεδοµένων που οργανώνονται σε διαφορετικά θεµατικά επίπεδα ή κλίµακε̋ (Wheatley & Gillings 2002:26-28)89. Σηµαντικό στοιχείο κάθε χαρτογραφική̋ απεικόνιση̋ αποτελεί η κλίµακα (scale). Εφόσον τα χωρικά δεδοµένα ενό̋ ΣΓΠ συνιστούν µια γενικευµένη και σχηµατοποιηµένη εικόνα τη̋ πραγµατικότητα̋, ο βαθµό̋ τη̋ ακρίβεια̋ την γραφική̋ αναπαράσταση̋ εξαρτάται από την κλίµακα τη̋ απεικόνιση̋. Όπω̋ στην παραδοσιακή χαρτογραφία ένα̋ χάρτη̋ µε κλίµακα 1:5000 περιέχει πιο λεπτοµερή απεικόνιση των στοιχείων τη̋ πραγµατικότητα̋ από ένα χάρτη 1:100000, έτσι και στα ΣΓΠ ο ρόλο̋ τη̋ κλίµακα̋ χάρτη µπορεί να ταυτιστεί µε την έννοια τη̋ ψηφιακή̋ ανάλυση̋ (resolution). Η ανάλυση προσδιορίζει το βαθµό ακρίβεια̋ που απαιτείται για την ψηφιακή απεικόνιση µια̋ γεωγραφική̋ οντότητα̋ σε ένα ΣΓΠ (Εικ. 6.7). Η απλοποίηση που συντελείται σε µια γεωγραφική οντότητα κατά την ψηφιακή µεταγραφή τη̋ ονοµάζεται χαρτογραφική γενίκευση. Ο βαθµό̋ γενίκευση̋ των οντοτήτων την πραγµατικότητα̋ εξαρτάται από την προβλεπόµενη χρήση τη̋ συνολική̋ ψηφιακή̋ απεικόνιση̋ (Wheatley & Gillings 2002:52)90. Εικόνα 6.7. Απεικόνιση δρόµου στο διανυσµατικό και το ψηφιδωτό χωρικό πρότυπο (βλ. § 6.3.2). Στην επάνω σειρά ο δρόµο̋ απεικονίζεται µε ακρίβεια 11, 22 και 33 κόµβου̋, ενώ κάτω µε ψηφίδε̋ διαστάσεων 15, 10 και 5 µ. 89 Περισσότερε̋ πληροφορίε̋ ο αναγνώστη̋ µπορεί να αναζητήσει στα ακόλουθα βιβλία: Conolly & Lake (2006:17-24), ∆ερµάνη̋ (2005), Καρνάβου (2002). 90 Οι ίδιε̋ αρχέ̋ γενίκευση̋ ισχύουν και στην περίπτωση τη̋ τρισδιάστατη̋ αναπαράσταση̋, βλ. § 6.3.2. 153 6.3.2. Οπτικοποίηση χωρικών δεδοµένων Η διαχείριση του χωρικού χαρακτήρα των γεωγραφικών οντοτήτων βασίζεται σε ένα σύνολο από γεωµετρικέ̋ δοµέ̋ µε τι̋ οποίε̋ επιχειρείται η γραφική απόδοση τη̋ πολύπλοκη̋ πραγµατικότητα̋. Ωστόσο, αυτέ̋ οι δοµέ̋ δεν εντάσσονται σε ένα ενιαίο πρότυπο γραφική̋ απόδοση̋. Υπάρχουν δύο κύρια πρότυπα χωρικών δεδοµένων ΣΓΠ σε διαδεδοµένη χρήση, το διανυσµατικό (vector) και το ψηφιδωτό (raster). ∆ιαφέρουν στο πω̋ αντιλαµβάνονται, αποθηκεύουν και απεικονίζουν τι̋ χωρικέ̋ θέσει̋ των οντοτήτων του πραγµατικού κόσµου (Conolly & Lake 2006:24). Στην πρώτη περίπτωση ο χώρο̋ θεωρείται κενό̋ εκτό̋ από τι̋ περιοχέ̋ που καταλαµβάνονται από διακριτέ̋ οντότητε̋ (Στεφανάκη̋ 2003:214-216). Κάθε οντότητα προσδιορίζεται στο χώρο βάσει ζεύγων συντεταγµένων (x, y). Αυτά µπορούν να είναι αυτόνοµα λαµβάνοντα̋ τη µορφή σηµείου (point), συνδεµένα µε ευθύγραµµα τµήµατα στη µορφή µια̋ γραµµή̋ (lines) και συνδεµένα µε τη µορφή κλειστών ευθύγραµµων ορίων που καλύπτουν την περιοχή ενό̋ πολυγώνου (polygon). Τα διανύσµατα χρησιµοποιούνται κυρίω̋ για την απεικόνιση οντοτήτων που είναι αναγνωρίσιµε̋, έχουν σαφή όρια και µπορούν να περιγραφούν. Κάθε µεµονωµένο διανυσµατικό αντικείµενο λαµβάνει µια µοναδική ταυτότητα (identifier). Μέσω αυτή̋ µπορεί να συνδεθεί µε την εγγραφή ενό̋ πίνακα που περιέχει τα περιγραφικά χαρακτηριστικά τη̋ διακριτή̋ γεωγραφική̋ οντότητα̋ την οποία αναπαριστά (Conolly & Lake 2006:24-25). Στην αρχαιολογική έρευνα οτιδήποτε µπορεί να απεικονιστεί σε ένα παραδοσιακό χάρτη ή ένα γραµµικό σχέδιο µπορεί να ψηφιοποιηθεί σε διανυσµατική µορφή. Υπό αυτή την έννοια γίνεται αντιληπτό ότι το εγγενέ̋ πρόβληµα του διανυσµατικού µοντέλου έγκειται στην αναγκαιότητα του ακριβού̋ προσδιορισµού των χωρικών ορίων ενό̋ αρχαιολογικού αντικειµένου. Η συγκεκριµένη πρακτική µπορεί να λειτουργήσει παραπλανητικά, καθώ̋ πολλέ̋ από τι̋ οντότητε̋ τη̋ πραγµατικότητα̋ δεν διαθέτουν σαφώ̋ προσδιορίσιµα όρια (Conolly & Lake 2006:29-30). Η απεικόνιση φαινοµένων ή χωρικών αντικειµένων µε περισσότερο ασαφή όρια απαντάται µε το ψηφιδωτό. Σύµφωνα µε αυτό ο χώρο̋ θεωρείται ω̋ συνεχή̋ κάθε θέση του οποίου προσδιορίζεται από την τιµή που έχουν ένα η περισσότερα γνωρίσµατα (Στεφανάκη̋ 2003:214-216). Βασικό συστατικό του αποτελεί η ψηφίδα (pixel) η οποία µπορεί να έχει µεταβλητό µέγεθο̋, κανονικό ή ακανόνιστο σχήµα και να αναφέρεται σε δύο ή περισσότερε̋ διαστάσει̋. Οι ψηφίδε̋ δεν αλληλοκαλύπτονται και καταλαµβάνουν το σύνολο του χώρου. Το ψηφιδωτό χρησιµοποιείται κυρίω̋ για την απεικόνιση χωρικών φαινοµένων ή κατανοµών, όπω̋ το υψόµετρο που χαρακτηρίζεται από διαφορετικέ̋ τιµέ̋ για το σύνολο τη̋ περιοχή̋ ενδιαφέροντο̋ ή τη διασπορά αντικειµένων στο χώρο (Στεφανάκη̋ 2003:214-216, 246-261). Τα ψηφιδωτά µπορούν εύκολα να συνδυαστούν και να τροποποιηθούν µε µαθηµατικού̋ τρόπου̋ οδηγώντα̋ σε νέα χωρικά δεδοµένα. Ωστόσο, παρουσιάζουν δυσκολίε̋ συσχέτιση̋ µε βάσει̋ περιγραφικών δεδοµένων. Στην αρχαιολογική 154 Τεχνολογία εφαρµογή̋ έρευνα τα δεδοµένα ψηφιδωτού χρησιµοποιούνται ω̋ ψηφιακά µοντέλα εδάφου̋ (Digital Terrain Models - DTMs), δορυφορικέ̋ εικόνε̋, γεωµετρικά διορθωµένε̋ φωτογραφικέ̋ απεικονίσει̋, αεροφωτογραφίε̋, γεωµαγνητικέ̋ αποτυπώσει̋ κτλ. (Conolly & Lake 2006:27-28,30). Τα βασικότερα προβλήµατα του ψηφιδωτού συντίθενται στην απώλεια ακρίβεια̋ λόγω ανάλυση̋, στι̋ αδυναµίε̋ ω̋ προ̋ την απεικόνιση διακριτών οντοτήτων και στη δυσκολία συσχέτιση̋ ενό̋ χωρικού στοιχείου µε πολλαπλά περιγραφικά χαρακτηριστικά (Conolly & Lake 2006:30-31)91. Η γραφική απόδοση των χωρικών δεδοµένων πρέπει να ακολουθεί ένα από τα δύο πρότυπα απεικόνιση̋. Το γεγονό̋ αυτό δηµιουργεί πρόβληµα ω̋ προ̋ την επιλογή του κατάλληλου προτύπου για τη γραφική αναπαράσταση µια̋ γεωγραφική̋ οντότητα̋ σε ένα ΣΓΠ. Όπω̋ αναφέρουν οι Daly και Lock (1999:290), η επιλογή χωρικού προτύπου επηρεάζει το αποτέλεσµα του µοντέλου δεδοµένων, καθώ̋ το υποκείµενο µαθηµατικό υπόβαθρο του διανύσµατο̋ και του ψηφιδωτού υποχρεώνει σε διαφορετικέ̋ διαδικασίε̋ εννοιολογική̋ µοντελοποίηση̋. Η Couclelis (1992) µεταφέρει το πρόβληµα στη σφαίρα τη̋ χωρική̋ γνωστική̋ αντίληψη̋ αναφέροντα̋ ότι το διανυσµατικό και το ψηφιδωτό πρότυπο αντικατοπτρίζουν τη διττή νοητική πρόσληψη του χώρου είτε ω̋ ένα σύνολο από διακριτέ̋ οντότητε̋ είτε ω̋ ένα συνεχέ̋ πεδίο από τοποθεσίε̋ µε µεταβαλλόµενε̋ ιδιότητε̋. Στην πρώτη περίπτωση ο χώρο̋ διασπάται σε διακριτά στοιχεία που ερµηνεύονται ω̋ αντικείµενα ενδιαφέροντο̋. Στη δεύτερη περιγράφονται φαινόµενα που αναπτύσσονται σε ένα χωρο-χρονικό συνεχέ̋ (Εικ. 6.8). Επειδή και οι δύο απόψει̋ βασίζονται σε γνωστικού̋ µηχανισµού̋ µε του̋ οποίου̋ οι άνθρωποι αντιλαµβάνονται την πραγµατικότητα, η επιλογή του ορθού τρόπου οπτικοποίηση̋ ενό̋ φαινοµένου σε ένα ΣΓΠ εξαρτάται σε σηµαντικό βαθµό από το υφιστάµενο θεωρητικό πλαίσιο του πεδίου εφαρµογή̋ και από τι̋ συγκεκριµένε̋ λειτουργίε̋ που καλείται να καλύψει το σύστηµα (Peuquet 2002:269-270). Ωστόσο, οι περισσότερε̋ εφαρµογέ̋ περιλαµβάνουν και τι̋ δύο προσεγγίσει̋, καθώ̋ συχνά οι συγκεκριµένε̋ πτυχέ̋ τη̋ πραγµατικότητα̋ που αναπαρίστανται έχουν άµεση συσχέτιση και µε του̋ δύο τρόπου̋ αντίληψη̋ του χώρου. Η ανάπτυξη µια̋ εκφραστική̋ ω̋ προ̋ την αντίληψη του χώρου εφαρµογή̋ ΣΓΠ απαιτεί εννοιολογικά µοντέλα ενηµερωµένα από τι̋ ανάγκε̋ του πεδίου εφαρµογή̋ που αναφέρονται µε ισότιµο τρόπο και στα δύο πρότυπα χωρική̋ απεικόνιση̋. Η παράµετρο̋ αυτή συνεπάγεται ότι ο καθορισµό̋ των οντοτήτων προκύπτει από τη θεµατική διάσταση των δεδοµένων, δηλαδή από τον τρόπο που διασπάται η Στο ψηφιδωτό χωρικό πρότυπο κατατάσσονται και δοµέ̋ δεδοµένων, στι̋ οποίε̋ ο χώρο̋ κατατµείται σε ψηφίδε̋ ακανόνιστου σχήµατο̋, όπω̋ τα δίκτυα ακανόνιστων τριγώνων (Triangulate Irregular Networks - TINs). Τα TINs διαµοιράζουν το χώρο σε ένα σύνολο µη επικαλυπτόµενων τριγώνων. Συχνά τοποθετούνται στο διανυσµατικό πρότυπο, ωστόσο αυτή η παρανόηση οφείλεται στον τρόπο αποθήκευση̋ τη̋ γεωµετρική̋ πληροφορία̋ ω̋ ένα σύνολο από τριγωνικέ̋ επιφάνειε̋ που συντίθεται από τη σύνδεση των διάσπαρτων σηµείων µεταξύ του̋ µε διανύσµατα. Ωστόσο, νοηµατικά, εφόσον η έµφαση αναφέρεται στι̋ επιφάνειε̋ και όχι στα σηµεία του̋ (µε εξαίρεση συγκεκριµένων εφαρµογών, όπω̋ η µελέτη τη̋ ροή̋ των επιφανειακών υδάτων), πιο ορθώ̋ κατατάσσονται στο ψηφιδωτό χωρικό πρότυπο (Peuquet 2002:256257). 91 155 πραγµατικότητα σε επιµέρου̋ οντότητε̋ που ενδιαφέρουν την εφαρµογή και όχι από του̋ περιορισµού̋ τη̋ χωρική̋ απεικόνιση̋ (Peuquet 2002:269-270). Εικόνα 6.8. ∆ιακριτή και συνεχή̋ απεικόνιση γεωγραφικών οντοτήτων στα ΣΓΠ. Κατά την αρχαιολογική πράξη στο πεδίο, η γνωστική αντίληψη του ανασκαφέα συνίσταται στην αναγνώριση αντικειµένων ενδιαφέροντο̋ στο πλαίσιο τη̋ ερµηνευτική̋ συλλογιστική̋. Καθώ̋ η αφετηρία τη̋ αρχαιολογική̋ θεώρηση̋ τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ είναι η ερµηνεία “στην άκρη του µυστριού”, η αλληλεπίδραση του αρχαιολόγου µε τον ανασκαφικό χώρο πρὁποθέτει το διαχωρισµό του τελευταίου σε οντότητε̋ (ή µονάδε̋ παρατήρηση̋) που ενδιαφέρουν στο παρόν και οι οποίε̋ κατά τη ανασκαφική µελέτη µπορούν να συσχετιστούν µε επεισόδια χρήση̋ του παρελθόντο̋92. Με άλλα λόγια προηγείται η διάσπαση του χώρου σε οντότητε̋ παρατήρηση̋ και στη συνέχεια οι οντότητε̋ αυτέ̋ συνδέονται και ανάγονται σε ανθρωπογενεί̋ ή φυσικέ̋ διεργασίε̋93. Στο πλαίσιο των χωρικών προτύπων απεικόνιση̋ η διάσπαση τη̋ πραγµατικότητα̋ σε µονάδε̋ παρατήρηση̋ µπορεί να ταυτιστεί µε το διακριτό 92 Η ανθρώπινη γνωστική αντίληψη είναι αποτελεσµατική διότι καταφέρνει µέσα από µια άµορφη διάταξη αισθητικών ερεθισµάτων να διαχωρίσει ανεξάρτητε̋ οντότητε̋ που έχουν κάποιο ενδιαφέρον (Frank 2003). Σύµφωνα µε τον Gibson (1986), η αναγνώριση των δυνατοτήτων (affordances) του περιβάλλοντο̋ συµβαίνει ανεπαίσθητα και πρὁποθέτει τη διαίρεση τη̋ πραγµατικότητα̋ σε νοηµατικά διακριτέ̋ οντότητε̋. Αυτό επιτυγχάνεται µέσω τη̋ εµπειρία̋ και τη̋ σταδιακή̋ ταξινόµηση̋ τη̋ πραγµατικότητα̋ διαµέσου γλωσσικών και νοητικών δοµών. 93 Π.χ. πρώτα πρέπει να εντοπιστούν τα υλικά αντικείµενα στο χώρο και στη συνέχεια µπορεί να µελετηθεί η κατανοµή του̋ στο χώρο, ώστε να συσχετιστεί µε φαινόµενα απόθεση̋ ή χρήση̋. 156 Τεχνολογία εφαρµογή̋ µοντέλο αντίληψη̋ του χώρου, ενώ η αναγωγή σε φαινόµενα ανθρώπινη̋ συµπεριφορά̋ µπορεί να ταυτιστεί µε το συνεχέ̋ µοντέλο αντίληψη̋ του χώρου. Από την άποψη τη̋ υλοποίηση̋ µια̋ ανασκαφική̋ εφαρµογή̋ ΣΓΠ η προηγούµενη συζήτηση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ω̋ προ̋ την αναγωγή τη̋ στι̋ τρει̋ διαστάσει̋. Οι λύσει̋ που προτείνονται για την τρισδιάστατη οπτικοποίηση εµπεριέχουν παρόµοιου̋ προβληµατισµού̋, καθώ̋ αναπόφευκτα συσχετίζουν την αντίληψη του ανασκαφικού χώρου µε συγκεκριµένε̋ προσπάθειε̋ απεικόνιση̋, αλλά και λειτουργικού̋ περιορισµού̋ των ΣΓΠ. 6.3.3. Τρισδιάστατη οπτικοποίηση χωρικών αρχαιολογικών δεδοµένων Ο κατακόρυφο̋ προσανατολισµό̋ τη̋ διαδικασία̋ ανασκαφή̋ εµπλέκει το ζήτηµα τη̋ τρίτη̋ διάσταση̋ ω̋ προ̋ την αναπαράσταση των ανασκαφικών δεδοµένων. Τόσο η οπτική πρόσληψη των δεδοµένων όσο και η διερεύνηση των χωρικών του̋ συσχετισµών µπορεί να βελτιωθεί σηµαντικά, εφόσον παρασχεθεί η δυνατότητα παρατήρηση̋ από όλε̋ τι̋ οριζόντιε̋ και κάθετε̋ απόψει̋. Υπό αυτή την έννοια, έχει ιδιαίτερη σηµασία η τρισδιάστατη ρεαλιστική απεικόνιση των αντικειµένων που έχουν αφαιρεθεί στην πορεία τη̋ έρευνα̋ από τον ανασκαφικό χώρο. Ωστόσο, τα περισσότερα από τα υπάρχοντα πακέτα λογισµικού ΣΓΠ αναπαριστούν τα ανασκαφικά δεδοµένα σε δύο διαστάσει̋ χρησιµοποιώντα̋ επάλληλα ανασκαφικά σχέδια94. Τα πραγµατικά ανασκαφικά στρώµατα είτε λείπουν είτε απλοποιούνται δραστικά στι̋ δύο διαστάσει̋. Ω̋ αποτέλεσµα, οι αρχαιολόγοι ανασκάπτουν στον πραγµατικό χώρο, αλλά στη συνέχεια ερµηνεύουν δισδιάστατα σχέδια. Παρόµοια προβλήµατα εµφανίζονται ω̋ προ̋ τη διαχείριση των αρχαιολογικών δεδοµένων σε συστήµατα που ενσωµατώνουν τι̋ τρει̋ διαστάσει̋. Αν και η διαχείριση των γεωγραφικών δεδοµένων σε υφιστάµενα εµπορικά 2∆ ΣΓΠ είναι αποτελεσµατική, ο στόχο̋ τη̋ τρισδιάστατη̋ λειτουργικότητα̋ αποτελεί ένα σύνθετο ζήτηµα. Σηµαντικέ̋ λειτουργικέ̋ πτυχέ̋, όπω̋ ο τρισδιάστατο̋ χειρισµό̋ αντικειµένων, η τρισδιάστατη γεωµετρία και η τοπολογία ακόµη δεν έχουν πλήρω̋ ενσωµατωθεί σε υφιστάµενα εµπορικά συστήµατα ΣΓΠ. Κατά συνέπεια τόσο η γεωµετρική κατασκευή όσο και η χρήση των χωρικών δεδοµένων στι̋ τρει̋ διαστάσει̋ καθιστά υποχρεωτική τη συνδυαστική χρησιµοποίηση πολλαπλών προγραµµάτων, όπω̋ 2∆ ΣΓΠ, Σ∆Β∆ και CAD, συντελώντα̋ σε πολύπλοκε̋ διαδικασίε̋ επεξεργασία̋ (Zlatanova et al. 2002). Η αποτελεσµατικότητα των αναλυτικών δυνατοτήτων των ΣΓΠ στον 3∆ χώρο εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από το χωρικό πρότυπο απεικόνιση̋ που επιλέγεται. Το πρόβληµα εντοπίζεται κυρίω̋ στην οπτικοποίηση ογκοµετρικών δεδοµένων, δηλαδή Η διαχείριση και απεικόνιση δεδοµένων στη µορφή ψηφιακών µοντέλων εδάφου̋ (DTM) δεν παρέχει 3∆ λειτουργικότητα σε ένα ΣΓΠ, καθώ̋ τα δεδοµένα αυτά δεν θεωρούνται πραγµατικά τρισδιάστατα. Στη βιβλιογραφία η απεικόνιση των ψηφιακών µοντέλων εδάφου̋ αναφέρεται ω̋ απεικόνιση 2,5 διαστάσεων. 94 157 δεδοµένων που αναπτύσσονται και στι̋ τρει̋ διαστάσει̋, όπω̋ τα ανασκαφικά στρώµατα95. Οι προσεγγίσει̋ που προτείνονται µέχρι τώρα για την τρισδιάστατη απεικόνιση ογκοµετρικών δεδοµένων στα ΣΓΠ παρουσιάζουν σηµαντικέ̋ δυσχέρειε̋ λόγω των περίπλοκων και χρονοβόρων τεχνικών για τη δηµιουργία των τρισδιάστατων γραφικών αντικειµένων και εξαιτία̋ του απλοποιηµένου γραφικού αποτελέσµατο̋ των αντικειµένων που αναπαριστούν τι̋ χωρικέ̋ οντότητε̋ (Stoter & Zlatanova 2003). Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, η τρισδιάστατη απεικόνιση των ανασκαφικών επιχώσεων στα ΣΓΠ εξελίσσεται σε ένα σηµαντικό ερευνητικό ζήτηµα (Harris & Lock 1996, Zhukovsky 2002, Barceló et al. 2003, Barcelό & Vicente 2004). Παλαιότερα οι Cattani et al. (2004a) και πιο πρόσφατα οι Losier et al. (2007) παρέχουν µια λεπτοµερή συζήτηση σχετικά µε τι̋ µεθόδου̋ κατασκευή̋ τρισδιάστατων ανασκαφικών στρωµάτων. Οι λύσει̋ που προτείνονται αφορούν τόσο στο διανυσµατικό όσο και στο ψηφιδωτό πρότυπο (Raper 2000:145-158, Abdul-Rahman & Pilouk 2008). Ωστόσο, προκειµένου να επιλεχτεί το καταλληλότερο χωρικό πρότυπο απεικόνιση̋ πρέπει να ληφθούν υπόψη κάποια κριτήρια ω̋ προ̋ τη διαχείριση και τη λειτουργικότητα του καθενό̋. Πολλοί ερευνητέ̋ έχουν προτείνει τι̋ ογκοµετρικέ̋ ψηφίδε̋ (voxels) ω̋ το πιο κατάλληλο σχήµα δεδοµένων για την οπτικοποίηση ογκοµετρικών οντοτήτων ή συνεχών φαινοµένων, όπω̋ η διαστρωµάτωση µια̋ ανασκαφική̋ θέση̋ (Cattani et al. 2004a, Bezzi et al. 2006, Lieberwirth 2007)96. Σε γενικέ̋ γραµµέ̋ τα 3∆ ψηφιδωτά παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά µε το αντίστοιχο 2∆ πρότυπο. Η διαφοροποίηση των τιµών αποδίδεται µε χρωµατικέ̋ διαβαθµίσει̋ ή άλλου είδου̋ οπτικέ̋ µεταβλητέ̋, όπω̋ ο βαθµό̋ διαφάνεια̋ και η αντίθεση (Εικ. 6.9). Εντούτοι̋, η ενσωµάτωσή του̋ σε ένα περιβάλλον ΣΓΠ είναι ακόµη προβληµατική και ω̋ προ̋ την απεικόνιση και ω̋ προ̋ τη διαχείριση, επειδή εξαρτώνται από την ψηφιακή ανάλυση που χρησιµοποιείται για την απεικόνισή του̋. Όσο αυξάνεται η ακρίβεια, τόσο αυξάνεται ο αριθµό̋ των τρισδιάστατων ψηφίδων µε αποτέλεσµα να παράγονται ογκώδη αρχεία που είναι πολύ δύσκολο να χρησιµοποιηθούν από τα τρέχοντα συστήµατα Η/Υ (Cattani et al. 2004a:282, Losier et al. 2007). Από την άποψη τη̋ λειτουργικότητα̋, στην περίπτωση τη̋ συνεχού̋ απεικόνιση̋ υφίστανται τοπολογικέ̋ και µετρητικέ̋ σχέσει̋ µεταξύ των δεδοµένων ενό̋ 3∆ ψηφιδωτού τουλάχιστο σε επίπεδο τοποθεσία̋97, ενώ υποστηρίζονται και αλγεβρικέ̋ πράξει̋ µεταξύ 3∆ δεδοµένων ψηφιδωτού (URL17). Το βασικό πρόβληµα, ωστόσο, εντοπίζεται στη σύνδεση τη̋ χωρική̋ πληροφορία̋ µε την αντίστοιχη Τα σηµειακά και τα γραµµικά διανυσµατικά δεδοµένα δεν παρουσιάζουν σηµαντικά προβλήµατα ω̋ προ̋ την απεικόνισή του̋, καθώ̋ µπορούν εύκολα να λάβουν τιµέ̋ ύψου̋. 96 Το εµπορικό πακέτο ΣΓΠ Grass 6.0 υποστηρίζει voxels (http://grass.ibiblio.org/grid3d/). Τα δεδοµένα µπορούν να απεικονιστούν στο πρόγραµµα οπτικοποίηση̋ Paraview (http://www.paraview.org/New/index.html). 97 Π.χ. επιλογή των ψηφίδων που βρίσκονται σε απόσταση 3 µ. από µια συγκεκριµένη ψηφίδα. 95 158 Τεχνολογία εφαρµογή̋ θεµατική, ιδιαίτερα όταν µια τοποθεσία καλείται να αντιστοιχηθεί µε περισσότερε̋ από µια µεταβλητέ̋. Εικόνα 6.9. Τρισδιάστατη απεικόνιση αρχαιολογικών στρωµάτων µε χρήση voxel (Lieberwirth 2007: Fig.11). Ένα̋ εναλλακτικό̋ τρόπο̋ κατασκευή̋ τρισδιάστατων διανυσµατικών αντικειµένων παρέχονται από τη Συνθετική Γεωµετρία Στερεών (Constructive Solid Geometry). Τα συνθετικά µοντέλα µπορούν να συνθέσουν πιο πολύπλοκε̋ µορφέ̋ µε το συνδυασµό κάποιων στοιχειωδών τρισδιάστατων γεωµετρικών στερεών σχηµάτων, όπω̋ κύλινδροι, σφαίρε̋, και κύβοι, χρησιµοποιώντα̋ πράξει̋ συνόλων, όπω̋ διαφορά, τοµή, και συνένωση (Εικ. 6.10). Επίση̋, τα µοντέλα αυτά παρέχουν ογκοµετρικέ̋ δυνατότητε̋. Η µέθοδο̋ αυτή χρησιµοποιείται κυρίω̋ σε προγράµµατα CAD µε εφαρµογή κυρίω̋ στη βιοµηχανική σχεδίαση (Stoter & Zlatanova 2003). Εντούτοι̋, η ανοµοιοµορφία των αρχαιολογικών στρωµατογραφικών οντοτήτων καθιστά την εφαρµογή του̋ αρκετά πολύπλοκη και συνεπώ̋ ατελέσφορη. Εικόνα Εικόνα 6.10. Χρήση στοιχειωδών στερεών για την κατασκευή σύνθετων γεωµετρικών µορφών µε τη µεθοδολογία τη̋ Συνθετική̋ Γεωµετρία̋ Στερεών (URL18). 159 Μια διαφορετική προσέγγιση συνοψίζεται στα µοντέλα επιφανειών (surface models). Αυτά ανήκουν ουσιαστικά στο διανυσµατικό πρότυπο και περιγράφουν τα ορατά όρια ενό̋ αντικειµένου χρησιµοποιώντα̋ κορυφέ̋ (vertices), ακµέ̋ (edges) και όψει̋ (faces). Η διαφοροποίηση των τιµών του̋ γίνεται µε χρώµα, υφέ̋ γραφικών ή φωτογραφιών και περαιτέρω οπτικέ̋ µεταβλητέ̋, όπω̋ ο βαθµό̋ διαφάνεια̋ και η αντίθεση. Το κυριότερο πλεονέκτηµά του̋ είναι η δυνατότητα αποτελεσµατική̋ σύνδεση̋ µε πολλαπλέ̋ ιδιότητε̋ µέσω ενό̋ κατάλληλου γεω-σχεσιακού συστήµατο̋ (Apel 2004). Μια επιµέρου̋ κατηγορία των µοντέλων επιφανειών περιλαµβάνει τα γνωστά µοντέλα πλαισίου-σκελετού (wireframes) που χρησιµοποιούνται κυρίω̋ στα προγράµµατα CAD. Το πλεονέκτηµά του̋ είναι η δυνατότητα µοντελοποίηση̋ πολύπλοκων σχηµάτων και η διατήρηση του όγκου αποθήκευση̋ ανεξάρτητα από την ψηφιακή ανάλυση. ∆υστυχώ̋ όµω̋ µέχρι σήµερα η πλειονότητά του̋ δεν υποστηρίζει τοπολογικού̋ συσχετισµού̋ στερώντα̋ τη δυνατότητα διερεύνηση̋ χωρικών σχέσεων στον τρισδιάστατο χώρο (Barceló 2000). Τα τελευταία χρόνια, έχει µελετηθεί εντατικά η απεικόνιση ορίων (boundary representation ή b-rep). Οι απεικονίσει̋ ορίων αποκαλύπτουν µερικά σηµαντικά πλεονεκτήµατα από την άποψη τη̋ κατασκευή̋ και τη̋ διαχείριση̋ σε ΣΓΠ98. Το σηµαντικότερο είναι η δυνατότητα οπτικοποίηση̋ πολύπλοκων και ακανόνιστων αντικειµένων. Οι επιµέρου̋ όψει̋ των απεικονίσεων ορίων µπορούν να κατασκευαστούν εύκολα από µετρήσει̋ που περιγράφουν τα ορατά του̋ όρια. Η ακρίβεια στο σχήµα του̋ σχετίζεται άµεσα µε την ακρίβεια των µετρήσεων στο πεδίο, χωρί̋ ωστόσο να επιδρά σηµαντικά στο µέγεθο̋ των παραγόµενων αρχείων (Εικ. 6.11). Εικόνα 6.11. Οπτικοποίηση ανασκαµµένη̋ αρχιτεκτονική̋ κατασκευή̋ µέσω τη̋ µεθόδου̋ απεικόνιση̋ ορίων (Losier et al. 2007: fig.9). 98 Υποστηρίζονται στο εµπορικό ΣΓΠ λογισµικό πακέτο ArcGIS. 160 Τεχνολογία εφαρµογή̋ Φαινοµενικά λοιπόν µοιάζουν µε τα επιφανειακά µοντέλα, αλλά η ειδοποιό̋ διαφορά είναι η υποστήριξη τοπολογικών σχέσεων µεταξύ των συστατικών του̋ τµηµάτων (Stoter & Zlatanova 2003). Αν και δεν παρέχουν άµεσε̋ ογκοµετρικέ̋ πληροφορίε̋ η τοπολογία επιτρέπει τον υπολογισµό του όγκου µε κατάλληλου̋ γεωµετρικού̋ αλγόριθµου̋ (Losier et al. 2007:284). Ωστόσο, ακόµη λείπουν πράξει̋ επεξεργασία̋ και προηγµένε̋ χωρικέ̋ αναλυτικέ̋ διαδικασίε̋ που θα µπορούσαν να επεκτείνουν την τοπολογική συσχέτιση και ανάµεσα σε διαφορετικά θεµατικά επίπεδα99. Μέχρι σήµερα έχουν ενσωµατωθεί στα 3∆ ΣΓΠ κυρίω̋ οι µετρητικέ̋ σχέσει̋, δηλαδή ο υπολογισµό̋ τη̋ απόσταση̋ µεταξύ δυο τοποθεσιών στον τρισδιάστατο χώρο µε την εφαρµογή αλγόριθµών που βασίζονται στο πυθαγόρειο θεώρηµα (Nigro et al. 2003:322-323), καθώ̋ και ο σχεδιασµό̋ τρισδιάστατων ζωνών επιρροή̋ (buffer zones) (Kim et al. 1998) (Εικ. 6.12). Είναι γεγονό̋ ότι η 3∆ τοπολογία θα µπορούσε να συµβάλλει σηµαντικά στην αρχαιολογική στρωµατογραφική ανάλυση, αλλά µέχρι τότε µόνο οι µετρητικέ̋ σχέσει̋ µπορούν να χρησιµοποιηθούν για το σκοπό αυτό. Εικόνα 6.12. Κατασκευή ζώνη̋ επιρροή̋ µε βάση ένα τρισδιάστατο γραµµικό αντικείµενο (προσαρµοσµένο από Kim et al. 1998: Fig. 3). Επιστρέφοντα̋ στη συζήτηση ω̋ προ̋ το µοντέλο χωρική̋ απεικόνιση̋ γίνεται αντιληπτό ότι και στον τρισδιάστατο χώρο τα χωρικά πρότυπα απεικόνιση̋ σχετίζονται µε εξίσου ισχύουσε̋ προσεγγίσει̋ στη ανθρώπινη χωρική αντίληψη επαληθεύοντα̋ τι̋ παρατηρήσει̋ τη̋ Couclelis (1992). Επιπλέον, και οι δύο προσεγγίσει̋ είναι εξίσου υλοποιήσιµε̋ στα ΣΓΠ µε επιµέρου̋ όµω̋ διαφορέ̋ ω̋ προ̋ τη λειτουργικότητα που υποστηρίζουν. Συνεπώ̋, η επιλογή τη̋ ορθότερη̋ προσέγγιση̋ για του̋ σκοπού̋ µια̋ ανασκαφική̋ εφαρµογή̋ σχετίζεται µε τη χωρική αντίληψη που υιοθετείται. Η πρώτη περίπτωση σχετίζεται µε τη δυνατότητα επέµβαση̋ και γεωµετρική̋ ή τοπολογική̋ διόρθωση̋ των τρισδιάστατων γραφικών στην οθόνη, ενώ η δεύτερη µε τη δυνατότητα πραγµατοποίηση̋ τρισδιάστατων χωρικών πράξεων, όπω̋ η συνένωση, η τοµή, η αφαίρεση κτλ. 99 161 Η προτίµηση των αρχαιολόγων στην απεικόνιση των ανασκαφικών στρωµάτων µε χρήση 3∆ ψηφιδωτών δεν είναι τυχαία και σχετίζεται µε την αντιµετώπιση των αρχαιολογικών στρωµάτων ω̋ ένα φαινόµενο συσσώρευση̋ επιχώσεων που εξελίσσεται στο χρόνο. Ωστόσο, το πρόβληµα µε αυτή τη θεώρηση είναι ότι δεν λαµβάνονται υπόψη οι διαδικασίε̋ διάσπαση̋ αυτού του φαινοµένου σε επιµέρου̋ µονάδε̋ παρατήρηση̋ κατά τη διάρκεια τη̋ ανασκαφή̋. Ο σκοπό̋ µια̋ ανασκαφική̋ εφαρµογή̋ ΣΓΠ είναι να συνδέσει τι̋ πληροφορίε̋ που περιλαµβάνονται σε µια µονάδα παρατήρηση̋, είτε λέγεται στρώµα είτε εύρηµα, µε το χωρικό οµόλογο αυτή̋ τη̋ µονάδα̋. Η αναγωγή των επιµέρου̋ µονάδων παρατήρηση̋ σε κάποιο φαινόµενο έρχεται ω̋ αποτέλεσµα τη̋ ερµηνευτική̋ διαδικασία̋, µέσα από τη µεταξύ του̋ συσχέτιση. Συνεπώ̋, το διακριτό πρότυπο ταιριάζει καλύτερα ω̋ πρότυπο απεικόνιση̋ των δεδοµένων τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋. Αντιθέτω̋, το συνεχέ̋ πρότυπο µπορεί να χρησιµοποιηθεί σε τελικό στάδιο, στην προσπάθεια σύνδεση̋ των αποτελεσµάτων τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋ µε διαδικασίε̋ ή φαινόµενα που αναφέρονται στο παρελθόν (Εικ. 6.13). Εικόνα 6.13. Τρισδιάστατη απεικόνιση ανασκαφικών στρωµάτων µε χρήση (α) 3∆ καννάβου και (β) επιφανειακών µοντέλων (Losier et al. 2007: fig. 10). 6.3.4. Προτυποποίηση χωρικών αρχαιολογικών δεδοµένων Στην περίπτωση τη̋ αρχαιολογία̋ η ανταλλαγή του σχήµατο̋ δεδοµένων µια̋ ανασκαφική̋ εφαρµογή̋ ΣΓΠ πρὁποθέτει, εκτό̋ από την σηµασιολογική προτυποποίηση τη̋ θεµατική̋ πληροφορία̋, τη χρήση γεωγραφικών µεταδεδοµένων ειδικά για την περιγραφή των χωρικών χαρακτηριστικών που περιέχει, όπω̋ το σύστηµα γεωδαιτική̋ αναφορά̋. Από πρακτική άποψη τα γεωγραφικά µεταδεδοµένα έχουν εξαιρετική χρησιµότητα, καθώ̋ προσφέρουν πληροφορίε̋ για τι̋ γεωµετρικέ̋ µορφέ̋ των δεδοµένων, τον τρόπο και το χρόνο παραγωγή̋, το δηµιουργό, τι̋ πιθανέ̋ ενηµερώσει̋ ή τροποποιήσει̋, καθώ̋ και ένα πλήθο̋ άλλων προσδιοριστικών στοιχείων. Η χρήση του̋ σχετίζεται µε πρόσφατε̋ συντονισµένε̋ προσπάθειε̋ προ̋ τη σηµασιολογική επέκταση του γεωγραφικού διαδικτύου (Geospatial Web), ώστε ο 162 Τεχνολογία εφαρµογή̋ παγκόσµιο̋ ιστό̋ να εξελιχθεί σε µια πλούσια πηγή αξιοποιήσιµων γεωγραφικών δεδοµένων. Προκειµένου να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, πρέπει να επιλυθούν ειδικά προβλήµατα που σχετίζονται µε την τεκµηρίωση εξειδικευµένων γεωγραφικών εφαρµογών. Προ̋ αυτή την κατεύθυνση εντάσσεται η ανάπτυξη γεωγραφικών προτύπων µε πλούσια σηµασιολογία για τα επιµέρου̋ πεδία εφαρµογών τη̋ γεωγραφία̋, καθώ̋ και η ανάπτυξη γεωγραφικών γλωσσών σήµανση̋ (π.χ. GML) και εργαλείων για τη διαχείριση και την αξιοποίησή του̋. Το πιο διαδεδοµένο πρότυπο που χρησιµοποιείται σε γεωγραφικέ̋ εφαρµογέ̋ είναι το Dublin Core Metadata Element Set γνωστό επίση̋ ω̋ ISO 15836:2003. Συνιστά πρότυπο ευρεία̋ χρήση̋ που καλύπτει πολλού̋ άλλου̋ γνωστικού̋ τοµεί̋100. Για αυτό το λόγο περιλαµβάνει µόλι̋ 15 βασικά πεδία που µπορούν να χρησιµοποιηθούν για την περιγραφή σχεδόν οποιασδήποτε συλλογή̋ δεδοµένων. Η ανάπτυξή του αποσκοπεί σε γενικέ̋ περιγραφέ̋, που όµω̋ συχνά στην περίπτωση των γεωγραφικών δεδοµένων δεν είναι αρκετέ̋ για να προσδώσουν στο χρήστη την επιθυµητή ακρίβεια. Έτσι, έχουν αναπτυχθεί αρκετά πρότυπα που εξειδικεύονται στην περιγραφή γεωγραφικών δεδοµένων. Κάποια αναπτύσσονται σε εθνικό επίπεδο (UK National Geospatial Data Framework – NGDF, US Federal Geographic Data Committee – FGDC), ενώ κάποια άλλα έχουν διεθνή εφαρµογή (ISO 19115:2003, Content Standard for Digital Geospatial Metadata: 1998, Comité Européen de Normalisation Pre-standard: 1998) (Nebert 2004). Μεταξύ αυτών το διεθνέ̋ πρότυπο ISO 19115:2003 θεωρείται ω̋ το πλέον κατάλληλο για µια υλοποίηση που θα εξυπηρετήσει την Ελληνική κοινότητα χρηστών γεωγραφικών πληροφοριών (Χάλαρη̋ 2004). Το ISO 19115 ανήκει στην οικογένεια των προτύπων, που συντάσσονται και προωθούνται από την τεχνική επιτροπή (Technical Committee) ISO TC 211. Περιλαµβάνει ένα πλήρε̋ λεξικό ορολογία̋ για µεταδεδοµένα και καθορίζει τα απαραίτητα στοιχεία µεταδεδοµένων, που πρέπει να καταγράφονται για κάθε οµάδα δεδοµένων. Επίση̋, περιγράφει τη µεθοδολογία επέκταση̋ του λεξικού ορολογία̋ για τα µεταδεδοµένα, καθώ̋ και τι̋ ειδικέ̋ απαιτήσει̋ που εµπεριέχονται στον πρακτικό χειρισµό του̋ (Χάλαρη̋ 2004). Συνολικά αποτελείται από 400 πεδία οργανωµένα σε ιεραρχική µορφή. Η δοµή του είναι πολύπλοκη, αλλά αρκετά κατανοητή και ευέλικτη. Ο βασικό̋ κορµό̋ του προτύπου οργανώνεται γύρω από ένα πυρήνα 22 στοιχείων από τα οποία 7 είναι υποχρεωτικά, 4 είναι υποχρεωτικά ανάλογα µε το είδο̋ των δεδοµένων και τα υπόλοιπα 11 είναι προαιρετικά (Πιν. 6.1). Τα υποχρεωτικά πεδία περιλαµβάνουν πληροφορίε̋, όπω̋ ο τίτλο̋, η περιγραφή και το όνοµα του δηµιουργού των δεδοµένων. Τα υπο συνθήκη υποχρεωτικά πεδία συµπληρώνονται σε περιπτώσει̋, όπω̋ π.χ. η γεωγραφική τοποθεσία των δεδοµένων εφόσον αυτά έχουν γεωγραφική αναφορά. Τέλο̋, τα προαιρετικά πεδία περιλαµβάνουν πρόσθετε̋ πληροφορίε̋, όπω̋ ο τύπο̋, η χωρική ανάλυση και το σύστηµα γεωγραφική̋ αναφορά̋ των δεδοµένων. 100 Χρησιµοποιείται κυρίω̋ στη βιβλιοθηκονοµία. 163 Ονοµασία πεδίου Τύπο̋ Στοιχείο ISO19115 Τίτλο̋ συλλογή̋ δεδοµένων Υποχρεωτικό 360 Ηµεροµηνία αναφορά̋ συλλογή̋ δεδοµένων Υποχρεωτικό 363 Υπεύθυνη οµάδα συλλογή̋ δεδοµένων Προαιρετικό 367 Γεωγραφική τοποθεσία συλλογή̋ δεδοµένων Υποχρεωτικό υπο όρου̋ 343-346 Γλώσσα συλλογή̋ δεδοµένων Υποχρεωτικό 39 Σύνολο γλωσσικών χαρακτήρων συλλογή̋ δεδοµένων Υποχρεωτικό υπο όρου̋ 40 Θεµατική κατηγορία συλλογή̋ δεδοµένων Υποχρεωτικό 41 Χωρική ανάλυση συλλογή̋ δεδοµένων Προαιρετικό 61 Περίληψη συλλογή̋ δεδοµένων Υποχρεωτικό 25 Μορφή διανοµή̋ δεδοµένων Προαιρετικό 285 Πρόσθετη πληροφορία για το (κατακόρυφο και χρονικό) εύρο̋ τη̋ συλλογή̋ δεδοµένων Προαιρετικό 355-358 Τύπο̋ χωρική̋ απεικόνιση̋ Προαιρετικό 37 Σύστηµα χωρική̋ αναφορά̋ Προαιρετικό 207 ∆ήλωση γενεαλογία̋ δεδοµένων Προαιρετικό 83 ∆ιαδικτυακή πηγή δεδοµένων Προαιρετικό 397 Ένδειξη αρχείου µεταδεδοµένων Προαιρετικό 2 Όνοµα προτύπου µεταδεδοµένων Προαιρετικό 10 Έκδοση προτύπου µεταδεδοµένων Προαιρετικό 11 Γλώσσα µεταδεδοµένων Σύνολο γλωσσικών χαρακτήρων µεταδεδοµένων Υποχρεωτικό υπο όρου̋ Υποχρεωτικό υπο όρου̋ 3 4 Στοιχεία επικοινωνία̋ µεταδεδοµένων Υποχρεωτικό 377 Χρονική ταυτότητα µεταδεδοµένων Υποχρεωτικό 9 Πίνακα̋ 6.1. Βασικά πεδία µεταδεδοµένων του προτύπου 19115 (προσαρµοσµένο από Conolly & Lake 2006: table 13.1). Η δηµιουργία µια̋ ολοκληρωµένη̋ περιγραφή̋ µεταδεδοµένων, η οποία είναι συµβατή µε το πρότυπο 19115, πρὁποθέτει τη συµπλήρωση όλων των προηγούµενων πεδίων, ω̋ ελάχιστη τεκµηρίωση (Conolly & Lake 2006:280-284). Το πρότυπο 19115 έχει υιοθετηθεί από την κοινοπραξία OpenGIS ω̋ το τµήµα που αναφέρεται στα γεωγραφικά µεταδεδοµένα ενό̋ ευρύτερου Αφαιρετικού Προτύπου. Το αφαιρετικό πρότυπο εντάσσεται στο πλαίσιο µια̋ γενικότερη̋ πρωτοβουλία̋ για την ελεύθερη ανταλλαγή γεωγραφικών δεδοµένων στο διαδίκτυο και αναπτύσσεται ώστε να λειτουργήσει ω̋ το βασικό µοντέλο καθορισµού του τρόπου αναπαράσταση̋ των γεωγραφικών οντοτήτων. Αποτελεί το θεµέλιο για ένα 164 Τεχνολογία εφαρµογή̋ αυξανόµενο αριθµό από προδιαγραφέ̋ ή πρότυπα, που αναπτύσσονται για την εξυπηρέτηση συγκεκριµένων αναγκών ω̋ προ̋ τη διαλειτουργικότητα τη̋ τεχνολογία̋ των ΣΓΠ (Open GIS Consortium 1999). Ταυτόχρονα, επιτρέπει τη διασύνδεση γεωγραφικών προτύπων µεταδεδοµένων µε σηµασιολογικά προτύπα από διάφορα πεδία εφαρµογών. Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον εντοπίζεται στην προσπάθεια για την αντιπαραβολή εννοιών του CIDOC-CRM (Εικ. 6.14) µε έννοιε̋ που περιλαµβάνονται στο Αφαιρετικό Πρότυπο OpenGIS, ω̋ προ̋ τον ορισµό γεωµετρική̋ πληροφορία̋ στο επίπεδο τη̋ κωδικοποίηση̋ στα ΣΓΠ (Doerr 2001). Εικόνα 6.14. Παράδειγµα συλλογισµού µε χωρική πληροφορία κατά το πρότυπο CIDOC-CRM (προσαρµοσµένο από Κωνσταντόπουλο̋ et al. 2005: Σχήµα 1). Η σχετική µελέτη συµπεραίνει ότι υπάρχουν δυνατότητε̋ χρήση̋ υφιστάµενων εννοιών του CIDOC-CRM, καθώ̋ και προσθήκη̋ νέων, για την περιγραφή τη̋ τοποθεσία̋ και του γεωµετρικού σχήµατο̋ πολιτιστικών αντικειµένων µε τρόπο που µπορεί να χρησιµοποιηθεί στην ανταλλαγή πληροφορία̋ µεταξύ προγραµµάτων ΣΓΠ. 6.4. Οργάνωση χρονικών δεδοµένων Κατά γενική οµολογία η ενσωµάτωση του χρόνου στα ΣΓΠ είναι περιορισµένη. Ειδικά στην ανασκαφική έρευνα ο χρονικό̋ χαρακτήρα̋ των αρχαιολογικών δεδοµένων είναι πολύ σηµαντικό̋, καθώ̋ αποτελεί βασικό µέσο για σηµαντικού̋ ερµηνευτικού̋ συσχετισµού̋. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα ΣΓΠ δεν έχουν καταφέρει να συµπεριλάβουν τεχνικέ̋ στρωµατογραφική̋ ερµηνεία̋, όπω̋ το 165 διάγραµµα ακολουθία̋. Επιπλέον, παρά την πρόοδο των συστηµάτων διαχείριση̋ δεδοµένων πραγµατικού χρόνου (real-time), όπω̋ η παρακολούθηση στόλων οχηµάτων, στι̋ εφαρµογέ̋ ΣΓΠ µε ιστορικό χαρακτήρα λείπουν τόσο οι λύσει̋ στον τρόπο οργάνωση̋ τη̋ χρονική̋ πληροφορία̋ όσο και στην απεικόνιση τη̋ χρονική̋ αλλαγή̋ (Beser de Deus & Ferreira da Silva 2005). 6.4.1. Ενσωµάτωση χρονικών δεδοµένων στα ΣΓΠ Ήδη από τα µέσα τη̋ δεκαετία̋ του 1980 δροµολογήθηκαν οι πρώτε̋ εξελίξει̋ στη διαχείριση χρονικών δεδοµένων. Η ανάγκη προέκυψε από τη χρησιµότητα τη̋ διατήρηση̋ ιστορικού των δοσοληψιών (transactions), κυρίω̋ σε τραπεζικά και ιατρικά πληροφοριακά συστήµατα. Η αποθήκευση, διαχείριση και ανάκτηση των χρονικών δεδοµένων γίνεται από τι̋ χρονικέ̋ βάσει̋ δεδοµένων (ΧρΒ∆). Η έρευνα στι̋ ΧρΒ∆ επικεντρώθηκε στην επέκταση τη̋ αρχιτεκτονική̋ παραδοσιακών Σ∆Β∆ µε την ανάπτυξη εξελιγµένων λειτουργιών για τη ενσωµάτωση χρονικών δεδοµένων (Tansel et al. 1993). Αρχικά δόθηκε έµφαση στην προσθήκη χρονικών τύπων δεδοµένων στη µορφή ακριβών ηµερολογιακών τιµών που οργανώνονται σε µια γραµµική χρονική αλληλουχία (Peuquet 2001). Σταδιακά έγινε δυνατή η υποστήριξη µονάδων χρονική̋ µέτρηση̋ µε διαφορετική διάρκεια (ώρε̋, λεπτά, έτη κ.λπ.) (Ryan 1998). Ανεξάρτητα από τη χρονική µονάδα µέτρηση̋ οι χρονικέ̋ τιµέ̋ εισάγονται σε µια βάση δεδοµένων ω̋ χρονοσήµατα που διακρίνονται σε τρει̋ κατηγορίε̋ (Στεφανάκη̋ 2003:225-226): α) τα χρονοσήµατα στιγµή̋, που δηλώνουν στιγµή στο χρόνο δίνοντα̋ µια απλή χρονική ταυτότητα (π.χ. 25/5/2006, 1932, 17:32) β) τα χρονοσήµατα διαστήµατο̋, που δηλώνουν διάρκεια στο χρόνο έχοντα̋ τιµέ̋ έναρξη̋ και λήξη̋ (π.χ. 5/10/2006-10/10/2006) 101 και γ) τα χρονοσήµατα γέφυρα̋, που δηλώνουν κατευθυνόµενη χρονική διάρκεια µε γνωστό µήκο̋, αλλά χωρί̋ συγκεκριµένε̋ στιγµέ̋ έναρξη̋ και λήξη̋ (όπω̋ οι επαναλαµβανόµενε̋ χρονικέ̋ διακρίσει̋, π.χ. η έννοια τη̋ εβδοµάδα̋). Ανάλογα µε την περίπτωση τα χρονοσήµατα αναπαριστούν χρονικά σηµεία ή διάρκειε̋ σε µια γραµµική χρονική κλίµακα102. Η χρήση τη̋ χρονική̋ κλίµακα̋, εκτό̋ από τη σειριακή ταξινόµηση των χρονοσηµάτων και την εύρεση ίσων χρονικών τιµών, επιτρέπει τον υπολογισµό τη̋ διάρκεια̋ µεταξύ δύο χρονικών στιγµών και του αριθµού των χρονοσηµάτων που υπάρχουν πριν ή µετά από µια χρονική στιγµή (Frank 1998). Με βάση τη θέση του̋ στη χρονική κλίµακα δύο χρονοσήµατα σχετίζονται µεταξύ του̋ µε χρονικέ̋ “τοπολογικέ̋” σχέσει̋. Ο Allen (1983, 1984) 101 Γίνεται αντιληπτό ότι στην πράξη ένα χρονόσηµα διαστήµατο̋ σχετίζεται µε δύο χρονοσήµατα στιγµή̋ που δηλώνουν την έναρξη και τη λήξη του. 102 Για τη µελέτη κυκλικών χωρο-χρονικών διαδικασιών, όπω̋ η κίνηση των ουράνιων σωµάτων, η οργάνωση των δεδοµένων λαµβάνει υπόψη κυκλικέ̋ έννοιε̋ του χρόνου. 166 Τεχνολογία εφαρµογή̋ προσδιόρισε τι̋ διαστήµατο̋103 πιθανέ̋ (Εικ. 6.15). χρονικέ̋ σχέσει̋ µεταξύ των χρονοσηµάτων Εικόνα 6.15. Οι πιθανέ̋ σχέσει̋ µεταξύ χρονικών διαστηµάτων κατά Allen (προσαρµοσµένο από Allen 1983, fig.2). Για την αντιστοίχηση των όρων στα ελληνικά χρησιµοποιήθηκαν έννοιε̋ του προτύπου CIDOC-CRM. Οι παρατηρήσει̋ του Allen τροφοδότησαν την έρευνα επάνω στο χρονικό λογισµό συµβάλλοντα̋ στην ανάπτυξη µεθόδων επερώτηση̋ χρονικών δεδοµένων (Freksa 1992), που οδήγησαν σε επεκτάσει̋ τη̋ γλώσσα̋ υποβολή̋ ερωτηµάτων SQL στι̋ σχεσιακέ̋ βάσει̋ δεδοµένων προκειµένου να ενσωµατώσουν χρονικού̋ τύπου̋ ερωτηµάτων (π.χ. TSQL2: Snodgrass 1995). Την ίδια περίοδο η διαθεσιµότητα των δεδοµένων τηλεπισκόπηση̋, καθώ̋ επίση̋ και η γεωµετρικά αυξανόµενη συσσώρευση συναφών γεωγραφικών παρατηρήσεων, επέτρεψαν στου̋ ερευνητέ̋ να στραφούν σε λεπτοµερεί̋ µελέτε̋ σύνθετων χωρο-χρονικών διαδικασιών µε τη χρήση ΣΓΠ. Η σχετική έρευνα επικεντρώθηκε στου̋ τρόπου̋ χαρτογραφική̋ απεικόνιση̋ των χρονικών δεδοµένων (Peuquet 2001). Βεβαίω̋, ήδη από τα µέσα του 20ου αιώνα στη Γεωγραφία είχε γίνει προσπάθεια για την περιγραφή δυναµικών φαινοµένων µε τη βοήθεια καινοτόµων χαρτογραφικών αναπαραστάσεων. Ιδιαίτερη επίδραση είχε το έργο του Hägerstrand (1967, 1978) ω̋ προ̋ την αποτύπωση τη̋ ανθρώπινη̋ κίνηση̋ σε ένα ενιαίο χωροχρονικό πλαίσιο αναφορά̋ συντελώντα̋ στη διαµόρφωση του κλάδου τη̋ Χρονική̋ Γεωγραφία̋ (Time Geography). Ακολούθησαν αρκετέ̋ µελέτε̋ που επιχείρησαν να απεικονίσουν δυναµικά φαινόµενα στου̋ αναλογικού̋ χάρτε̋ χρησιµοποιώντα̋ διαφορετικά παραδείγµατα εφαρµογή̋104. Ο Bertin (1967) οργάνωσε του̋ πιθανού̋ 103 Οι παρατηρήσει̋ ισχύουν και στην περίπτωση που τα χρονοσήµατα διαστήµατο̋ έχουν µηδενική διάρκεια και ταυτίζονται εποµένω̋ µε χρονοσήµατα στιγµή̋. 104 Στο χώρο τη̋ Αρχαιολογία̋ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα τη̋ χαρτογραφική̋ απόδοση̋ δικτύων ανταλλαγή̋ κεραµική̋ (Hodder & Orton 1976). 167 τρόπου̋ απεικόνιση̋ δυναµικών φαινοµένων σε τρει̋ κατηγορίε̋: α) τη χρήση σειρά̋ χαρτών που αναφέρονται σε διαδοχικέ̋ χρονικέ̋ στιγµέ̋, β) τη γραφική επισήµανση τη̋ διαδροµή̋ και τη̋ κατεύθυνση̋ ενό̋ φαινοµένου, και γ) τη χρήση οπτικών µεταβλητών, όπω̋ χρώµα, υφή κτλ., προκειµένου να διαχωριστούν αντικείµενα διαφορετική̋ χρονολόγηση̋ στο πλαίσιο ενό̋ στατικού χάρτη. Η µετάβαση στην ψηφιακή χαρτογραφία συνέβαλλε στην αναζήτηση νέων τρόπων χαρτογραφική̋ απεικόνιση̋ δυναµικών φαινοµένων στο πλαίσιο των ΣΓΠ αποσκοπώντα̋ στη δηµιουργία λειτουργικών χρονικών ΣΓΠ - ΧρΣΓΠ (Temporal GIS – TGIS). Σταθµό̋ υπήρξε το έργο τη̋ Langran (1989, 1992) που αποτέλεσε την πρώτη τεκµηριωµένη προσπάθεια σύνδεση̋ χωρικών και χρονικών δεδοµένων για τη δηµιουργία ενό̋ µοντέλου χωρο-χρονική̋ χαρτογραφική̋ αναπαράσταση̋. Η έρευνα που διεξήγε κατέδειξε δύο κύριε̋ µεθόδου̋ για την απεικόνιση τη̋ χρονική̋ µεταβολή̋ σε χωρικά δεδοµένα: α) την ανάθεση χρονόσηµων στο σύνολο ενό̋ θεµατικού επιπέδου (µε άλλα λόγια του χάρτη) και β) την ανάθεση διαδοχικών γνωρισµάτων µε χρονικό προσδιορισµό στι̋ θέσει̋ κάθε θεµατικού επιπέδου. Η πρώτη εναλλακτική είναι και η πιο απλή, καθώ̋ ουσιαστικά περιγράφει ένα χρονικό στιγµιότυπο (snapshot) ενό̋ χωρικού θέµατο̋. Με αυτό τον τρόπο είναι δυνατή η απόδοση τη̋ χρονική̋ µεταβολή̋ µε διαδοχικού̋ χάρτε̋-θεµατικά στιγµιότυπα (Εικ. 6.16). Ωστόσο, όπω̋ επισηµαίνει ο Yuan (1996), αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε πολλαπλέ̋ εγγραφέ̋ των ίδιων δεδοµένων οδηγώντα̋ σε πλεονάζοντα δεδοµένα και αυξάνοντα̋ τι̋ πιθανότητε̋ ασυνέπεια̋. Εικόνα 6.16. Απόδοση χρονική̋ µεταβολή̋ µε στιγµιότυπα. Η χρονική απόσταση ανάµεσα του̋ δεν είναι απαραίτητα οµοιόµορφη (προσαρµοσµένο από Peuquet & Duan 1995: fig.1). Η δεύτερη εναλλακτική αντιστοιχεί τη θέση µια̋ γεωγραφική̋ οντότητα̋ µε µεταβαλλόµενα γνωρίσµατα (είτε χωρικά είτε θεµατικά) µε συγκεκριµένη διάρκεια. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η συνεχή̋ παραγωγή στιγµιότυπων κάθε φορά που συντελείται µια µικρή αλλαγή σε τµήµα του θεµατικού επιπέδου. Όλε̋ οι θέσει̋ ενό̋ θεµατικού επιπέδου µε κοινή τιµή γνωρίσµατο̋ στη διάρκεια ενό̋ χρονόσηµου απαρτίζουν µια χωρο-χρονική ζώνη (Εικ. 6.17). Το πρόβληµα σε αυτή την περίπτωση έγκειται στην παρακολούθηση τη̋ αλλαγή̋ των µεταβαλλόµενων γνωρισµάτων (Yuan 1996). 168 Τεχνολογία εφαρµογή̋ Εικόνα 6.17. Επέκταση αστικού ιστού σε αγροτική περιοχή. Κάθε πολύγωνο έχει διαφορετική ιστορία (προσαρµοσµένο από Langran & Chrisman 1988: p.12). Παράλληλα, χρησιµοποιήθηκαν µέθοδοι που βασίστηκαν στην ήδη αναπτυγµένη τεχνική τη̋ κινούµενη̋ εικόνα̋ (animation) (Koussoulakou & Kraak 1992, Harrower 2004) (Εικ. 6.18), καθώ̋ και σε άλλε̋ καινοτόµε̋ προσεγγίσει̋, όπω̋ ο χωρο- χρονικό̋ κύβο̋ (Space-Time Cube), που χρησιµοποιεί τον άξονα του ύψου̋ (z) για να απεικονίσει τη χρονική αλλαγή σε δισδιάστατα χωρικά δεδοµένα (Gatalsky et al. 2004, Kraak & Koussoulakou 2005) (Εικ. 6.19:α) ή η χρήση απτικών ψηφίδων (taxels), για την ογκοµετρική απεικόνιση χωρικών πεδίων ανθρώπινη̋ δραστηριότητα̋ που µεταβάλλονται µε το χρόνο (Huisman & Forer 1998) (Εικ. 6.19:β). Εικόνα 6.18. Κινούµενο̋ χάρτη̋ τη̋ πόλη̋ τη̋ Βαγδάτη̋. Το λευκό αντιπροσωπεύει την κατοικηµένη περιοχή τη̋ πόλη̋ και το µπλε περιοχέ̋ σε πορεία εγκατάλειψη̋ (Κατασκευαστή̋: Ben Simons, VISLAB, Σίδνἐ) (URL19). Την ίδια περίοδο άρχισε να δίνεται έµφαση σε εναλλακτικέ̋ προσεγγίσει̋ ω̋ προ̋ την οργάνωση των δεδοµένων µε την επέκταση αντικειµενοστρεφών µοντέλων δεδοµένων για την υποστήριξη χρονικών δεδοµένων (Worboys 1992). Όπω̋ αναφέρει η Peuquet (2001), οι προσπάθειε̋ αυτέ̋ οδήγησαν σε πρότυπε̋ λειτουργικέ̋ λύσει̋ σε συγκεκριµένα πεδία εφαρµογή̋, όπω̋ στην απεικόνιση τη̋ κίνηση̋ σε πραγµατικό χρόνο (π.χ. κίνηση οχηµάτων), που όµω̋ συντελούν στην αποθήκευση µεγάλου όγκου δεδοµένων συντελώντα̋ σε προβλήµατα απόδοση̋ τη̋ βάση̋ δεδοµένων ω̋ προ̋ τη διαχείριση και επεξεργασία των δεδοµένων τη̋. 169 Εικόνα 6.19. α) Απεικόνιση πολιτισµική̋ εξάπλωση̋ στο χωρο-χρονικό κύβο (Johnson 2002: fig.1), β) απεικόνιση χωρο-χρονικών πεδίων φοιτητική̋ δραστηριότητα̋ µε χρήση απτικών ψηφίδων στη διάρκεια τη̋ ηµέρα̋ στο Auckland τη̋ Ν. Ζηλανδία̋ (Huisman & Forer 1998: fig.1). Μόλι̋ την τελευταία δεκαετία οι δύο ερευνητικοί κλάδοι των ΧρΒ∆ και των ΣΓΠ έχουν αναπτύξει κάποια̋ µορφή̋ συνεργασία και κοινή προγραµµατική. Η κυριότερη ερευνητική προσπάθεια αναπτύχθηκε γύρω από το ευρωπἀκό πρόγραµµα CHOROCHRONOS, που συντόνισε ερευνητέ̋ από διαφορετικέ̋ χώρε̋ για να αναλύσουν εφαρµοζόµενε̋ πρακτικέ̋ και να προτείνουν νέε̋ µεθόδου̋ προσέγγιση̋ του στοιχείου του χρόνου σε χωρο-χρονικά πλέον Σ∆Β∆ (Sellis 1999). Η έρευνα επικεντρώθηκε σε συγκεκριµένου̋ ερευνητικού̋ τοµεί̋, όπω̋: α) η οντολογία και η αναπαράσταση του χώρου και του χρόνου, β) η συγκρότηση νέων µοντέλων δεδοµένων και γλωσσών χωρο-χρονικών ερωτηµάτων, γ) η δηµιουργία χρηστικών περιβαλλόντων για χωρο-χρονικά δεδοµένα, δ) η επεξεργασία χωρο-χρονικών ερωτηµάτων, ε) η εξέλιξη των δοµών αποθήκευση̋ χωρο-χρονικών δεδοµένων, και στ) η ανάπτυξη µεθοδολογιών και πρακτικών αρχιτεκτονική̋ σχεδίαση̋ χωροχρονικών Σ∆Β∆. Τα αποτελέσµατα τη̋ έρευνα̋ συνοψίζονται σε ένα τόµο (Sellis et al. 2003), ενώ η συντονισµένη προσπάθεια έδωσε το έναυσµα για παράλληλα ερευνητικά εγχειρήµατα, που συνέβαλαν προ̋ την ίδια κατεύθυνση (Parent et al. 1999, Tryfona & Jensen 2000, Da Rocha et al. 2001). Είναι γεγονό̋ πω̋ τα τελευταία χρόνια το πρόβληµα τη̋ ενσωµάτωση̋ του χρόνου στα ΣΓΠ έχει τεθεί σε πιο σταθερέ̋ βάσει̋ και αντιµετωπίζεται πιο ολοκληρωµένα. Ταυτόχρονα όµω̋ ακόµη και σήµερα υπάρχει ένα̋ αρκετά περιορισµένο̋ αριθµό̋ λειτουργικών παραδειγµάτων χρονικών ΣΓΠ, ειδικά όσον αφορά τα εµπορικά πακέτα γενική̋ χρήση̋. Η επίµονη δυσκολία ω̋ προ̋ την ενσωµάτωση του χρόνου στα ΣΓΠ σχετίζεται µε δύο ζητήµατα. Από τη µία, στο εννοιολογικό επίπεδο η έννοια του χρόνου προσεγγίζεται ποικιλοτρόπω̋ από διαφορετικά γνωστικά πεδία µε αποτέλεσµα να µην είναι δυνατή η εύρεση ενό̋ γενικευµένου µοντέλου υλοποίηση̋, που να καλύπτει το σύνολο ή έστω µεγάλο µέρο̋ των εφαρµογών (Frank 1998). Από την άλλη, στο πρακτικό επίπεδο λείπουν λειτουργικέ̋ εφαρµογέ̋, επειδή οι βάσει̋ δεδοµένων που 170 Τεχνολογία εφαρµογή̋ χρησιµοποιούν τα περισσότερα εµπορικά ΣΓΠ δεν υποστηρίζουν χρονικά δεδοµένα ή µεθόδου̋ υποβολή̋ χρονικών ερωτηµάτων. Και στι̋ δύο περιπτώσει̋ γίνεται αντιληπτό ότι η ενσωµάτωση του χρόνου στα ΣΓΠ σχετίζεται άµεσα µε το γνωστικό πεδίο εφαρµογή̋ και τον τρόπο διαχείριση̋ των χρονικών δεδοµένων (Beser de Deus & Ferreira da Silva 2005). Η Αρχαιολογία αποτελεί ένα υποσχόµενο πεδίο εφαρµογή̋ των χρονικών ΣΓΠ, µε δυνατότητε̋ δηµιουργία̋ εναλλακτικών χρονικών αναπαραστάσεων. Αρχικά ο Castleford (1992) και στη συνέχεια οι Daly και Lock (1999) προσέφεραν µια ενδελεχή ανασκόπηση τη̋ έρευνα̋ σε χωρο-χρονικά ΣΓΠ. Επισηµαίνουν ότι οι τρέχουσε̋ προσεγγίσει̋ στα χρονικά ΣΓΠ εµφανίζουν δυσκολίε̋ εφαρµογή̋ στην αρχαιολογική έρευνα, επειδή η αρχαιολογική προβληµατική διαφέρει σηµαντικά από τα συνήθη πεδία εφαρµογή̋ του̋. Οι κυριότερε̋ εφαρµογέ̋ ΧρΣΓΠ αφορούν δυναµικά φαινόµενα που εξελίσσονται στο παρόν, όπω̋ κτηµατολογικέ̋ εφαρµογέ̋, διαχείριση στόλου σε πραγµατικό χρόνο, απεικόνιση κίνηση̋ και πεδίων δραστηριότητα̋. Οι χρονικέ̋ τιµέ̋ που περιλαµβάνουν αποτελούν πρωτογενή δεδοµένα και χρησιµοποιούνται για τον καθορισµό των θεµατικών και χωρικών χαρακτηριστικών τη̋ πληροφορία̋. Συνήθω̋ προέρχονται από ακριβεί̋ µετρήσει̋ και αντιστοιχούν σε απόλυτε̋ ηµερολογιακέ̋ τιµέ̋ σε γραµµική διάταξη. Ωστόσο, όπω̋ επισηµαίνουν οι ίδιοι ερευνητέ̋, η Αρχαιολογία απαιτεί µια διαφορετική αντιµετώπιση τη̋ χρονική̋ διάσταση̋105, καθώ̋ ο χρόνο̋ συνήθω̋ συνιστά µια δευτερογενή πληροφορία που προκύπτει από τα δεδοµένα τη̋ έρευνα̋ και χαρακτηρίζεται από ασάφεια. Η ενσωµάτωση του χρόνου σε ένα ανασκαφικό ΣΓΠ σχετίζεται απόλυτα µε τον τρόπο ερµηνευτική̋ χρήση̋ του χρονικού συλλογισµού. Είναι λοιπόν απαραίτητο̋ ο προσδιορισµό̋ τη̋ αντίληψη̋ του χρόνου στην αρχαιολογική έρευνα. 6.4.2. Χρονικό̋ συλλογισµό̋ στην αρχαιολογική έρευνα Η Αρχαιολογία ω̋ επιστήµη διατηρεί µια χρονοκεντρική θεώρηση του πολιτισµού. Από την εµφάνισή τη̋ κυρίαρχο ρόλο έπαιξε η οργάνωση του αρχαιολογικού υλικού σε χρονικέ̋ κατηγορίε̋ και αλληλουχίε̋ και η αναζήτηση τη̋ τέλεια̋ χρονολογική̋ συσχέτιση̋ των πολιτισµικών διαδικασιών. Βασικό εργαλείο τη̋ επιστήµη̋ σε αυτή την προσπάθεια αποτέλεσε η χρονολόγηση, δηλαδή ο υπολογισµό̋ του χρόνου µε βάση κάποιο σύστηµα χρονική̋ αναφορά̋. Η χρονολόγηση διακρίνεται σε δύο κατηγορίε̋, την απόλυτη και τη σχετική (Lucas 2005:2-9). 105 Πρέπει να επισηµανθεί ότι εφαρµογέ̋ που σχετίζονται µε τη µελέτη τη̋ εξέλιξη̋ ενό̋ αρχαιολογικού φαινοµένου στο χρόνο ή τη̋ κίνηση̋ στο χώρο (π.χ. η εξάπλωση τη̋ γεωργία̋ ή τα δίκτυα εµπορικών ανταλλαγών) αποτελούν περιπτώσει̋, όπου οι υφιστάµενε̋ εξελίξει̋ στα ΧρΣΓΠ µπορούν ήδη να συµβάλλουν σε αποδοτικέ̋ αναπαραστάσει̋. Χαρακτηριστική είναι η εφαρµογή TimeMap (Johnson 1999). 171 Η πρώτη αναφέρεται στη δηµιουργία ενό̋ οργανωτικού χρονικού πλαισίου αναφορά̋ που είναι ανεξάρτητο από τι̋ συσχετίσει̋ των δεδοµένων τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋. Εκφράζεται µε ηµερολογιακού̋ όρου̋ ακολουθώντα̋ παγιωµένε̋ κλίµακε̋ χρονική̋ αναφορά̋, όπω̋ η γέννηση του Χριστού (π.Χ. ή µ.Χ.) ή η εµφάνιση τη̋ µεθόδου χρονολόγηση̋ µε C14 (bp – before present)106. Η δεύτερη βασίζεται σε χρονικού̋ συσχετισµού̋ µεταξύ των δεδοµένων τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋ και επιδιώκει τη συσχέτισή του̋ σε χρονικέ̋ αλληλουχίε̋, που δεν αναφέρονται απαραίτητα σε κάποιο σύστηµα απόλυτη̋ χρονολόγηση̋. Η σχετική χρονολόγηση αποτέλεσε την παλαιότερη µέθοδο χρονολόγηση̋ που χρησιµοποίησε η αρχαιολογική επιστήµη. Οι τεχνικέ̋ τη̋ σχετική̋ χρονολόγηση̋ προσδίδουν χρονικέ̋ τιµέ̋ σε ένα εύρηµα µε βάση τη συσχέτιση χαρακτηριστικών µεταξύ δύο ή περισσότερων ευρηµάτων, όπω̋ η τοποθεσία στην περίπτωση τη̋ στρωµατογραφική̋ ανασύνθεση̋, τα τυπολογικά χαρακτηριστικά στην περίπτωση τη̋ τυπολογία̋ και ο συνδυασµό̋ τη̋ τοποθεσία̋ µε το ποσοστό παρουσία̋ στην περίπτωση τη̋ διάταξη̋ των ευρηµάτων (Lucas 2005:2-9). Η σχετική χρονολόγηση εκφράζει την έννοια τη̋ παλαιότητα̋ ενό̋ αρχαιολογικού ευρήµατο̋ σε σχέση µε κάποιο άλλο. Αν και συνιστά ένα ευέλικτο τρόπο ω̋ προ̋ τη χρονική οργάνωση του αρχαιολογικού υλικού, εντούτοι̋ δεν µπορεί να δώσει πληροφορίε̋ που να δηλώνουν τη χρονική απόσταση ενό̋ ευρήµατο̋ από το παρόν. Για αυτό το λόγο στόχο̋ τη̋ αρχαιολογία̋ υπήρξε πάντα η αναγωγή τη̋ σχετική̋ χρονολόγηση̋ σε απόλυτε̋ χρονικέ̋ τιµέ̋ µέσα από την κατάτµηση του παρελθόντο̋ σε αλλεπάλληλε̋ ιστορικέ̋ ή πολιτισµικέ̋ περιόδου̋ που αντιστοιχούν σε ηµερολογιακέ̋ τιµέ̋ και απλώνονται µέχρι τι̋ µέρε̋ µα̋ (π.χ. εποχή του χαλκού, του σιδήρου κτλ)107. Ταυτόχρονα µέσω τη̋ χρονολογική̋ διασταύρωση̋ (cross-dating) επιδιώχθηκε η συσχέτιση των χρονικών αλληλουχιών από διαφορετικά σηµεία του πλανήτη, σε ένα ενιαίο χωρο-χρονικό πλαίσιο αναφορά̋ τη̋ ανθρώπινη̋ δραστηριότητα̋ (Lucas 2005:2-9). Με τον τρόπο αυτό ήταν δυνατή η δηµιουργία χρονολογικών πινάκων που παρουσίαζαν µε σχηµατικό τρόπο τη χωρική και τη χρονική έκταση συγκεκριµένων πολιτισµών του παρελθόντο̋ (Lucas 1997) (Εικ. 6.20). Η συγκεκριµένη χρήση τη̋ χρονολόγηση̋ παραπέµπει στη δυτικο-κεντρική αντίληψη του χρόνου ω̋ ένα καθολικό µέγεθο̋ ανεξάρτητο από ιστορικού̋ συσχετισµού̋ που µπορεί να µετρηθεί και να διαιρεθεί µε αντικειµενικέ̋ χρονικέ̋ µονάδε̋ µέτρηση̋ (ώρε̋, λεπτά, έτη κτλ). Στο πλαίσιο αυτή̋ τη̋ αντίληψη̋ η χρήση τη̋ χρονολόγηση̋ στην αρχαιολογική έρευνα σχετίζεται µε τη συγκρότηση µια̋ ενιαία̋, αντικειµενική̋ και αµετάκλητη̋ αντίληψη̋ του χρόνου που λειτουργεί ω̋ το 106 Η απόλυτη χρονολόγηση του αρχαιολογικού υλικού πριν την εµφάνιση των µεθόδων χρονολόγηση̋ ήταν δυνατή µε τη συσχέτιση κάποιου αντικειµένου µε ιστορικά στοιχεία ή µέσω τη̋ ύπαρξη̋ χρονολογική̋ τιµή̋ στο ίδιο το αντικείµενο (π.χ. νόµισµα µε χρονολογία κοπή̋). 107 Πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι οι πολιτισµικέ̋ περίοδοι αποτελούν ποιοτικού̋ κατά βάση προσδιορισµού̋ και όχι χρονικέ̋ κατηγοριοποιήσει̋. Υπό αυτή την έννοια η Παλαιολιθική περίοδο̋ αποτελεί πολιτισµικό προσδιορισµό που αναφέρεται στο χρονικό διάστηµα γνωστό ω̋ Πλειστόκαινο (Castleford 1992:97). 172 Τεχνολογία εφαρµογή̋ ερµηνευτικό πλαίσιο για τη µονογραµµική διάταξη των γεγονότων του παρελθόντο̋ (Karlsson 2001). Εικόνα 6.20. Γραφική απόδοση των χωρο-χρονικών σχέσεων µεταξύ πολιτισµών τη̋ ευρύτερη̋ περιοχή̋ του ∆ούναβη από τον Gordon Childe (Lucas 1997: fig.1). Ωστόσο, η αντίληψη αυτή έρχεται σε διάσταση µε τον τρόπο που γίνεται αντιληπτό̋ ο χρόνο̋ στο καθηµερινό επίπεδο, όπω̋ έχουν καταδείξει πολλέ̋ ανθρωπολογικέ̋ κυρίω̋ µελέτε̋ του χρόνου σε παραδοσιακέ̋ κοινωνίε̋. Ο χρόνο̋ σε αυτέ̋ τι̋ κοινωνίε̋ είναι ρευστό̋, συνήθω̋ κυκλικό̋ και συνδέεται µε κοινωνικέ̋ πρακτικέ̋, θρησκευτικέ̋ δοξασίε̋, φυσικά φαινόµενα και πτυχέ̋ τη̋ καθηµερινή̋ ατοµική̋ δραστηριότητα̋ (Bloch 1977, Munn 1992). Αυτέ̋ οι µελέτε̋ οδήγησαν πολλού̋ ερευνητέ̋ στη διάκριση του χρόνου σε δύο αντιληπτικέ̋ κατηγορίε̋. Η πρώτη αναφέρεται στη βιωµατική αντίληψη του χρόνου µε κύρια χαρακτηριστικά τη διάρκεια και τη συνεχή ροή, ενώ η δεύτερη στη χρήση του χρόνου ω̋ πλαίσιο µελέτη̋ των χρονικών παραµέτρων τη̋ ανθρώπινη̋ δράση̋ µε κύρια χαρακτηριστικά τη διαδοχή και την κατάτµηση (Fabian 1983, Gell 1992). Σε αυτό το πλαίσιο οι Shanks και Tilley (1987) διακρίνουν το χρόνο ω̋ αφαιρετικό (abstract) και πραγµατικό (substantial). Όπω̋ αναφέρουν οι Daly και Lock (1999), αυτή η διττή αντίληψη τη̋ έννοια̋ του χρόνου από τη µία ω̋ καθηµερινή εµπειρία και από την άλλη ω̋ ταξινοµική αντιληπτική κατηγορία έχει ω̋ αποτέλεσµα δυσκολίε̋ ω̋ προ̋ τη χρήση του 173 χρονικού συλλογισµού στην αρχαιολογική έρευνα και την ενσωµάτωση του σε ψηφιακέ̋ εφαρµογέ̋. Αναµφίβολα, ο χρονικό̋ συλλογισµό̋ στην Αρχαιολογία αποτελεί σύνθετο φαινόµενο, επειδή η ερευνητική διαδικασία λαµβάνει χώρα στο παρόν, αλλά το ερµηνευτικό αποτέλεσµα αναφέρεται στο παρελθόν. Συνεπώ̋ η αρχαιολογία από τη µία βασίζεται στην έννοια τη̋ χρονολόγηση̋, προκειµένου να οργανώσει το υλικό τη̋, και από την άλλη πρέπει να λαµβάνει υπόψη υφιστάµενα χρονικά αντιληπτικά σχήµατα, προκειµένου να προβεί σε ερµηνευτικά συµπεράσµατα σχετικά µε την ανθρώπινη δραστηριότητα στο παρελθόν. Ω̋ συµβιβασµό ανάµεσα στο διττό χαρακτήρα τη̋ έννοια̋ του χρόνου στην αρχαιολογική έρευνα πολλοί ερευνητέ̋ υποστήριξαν την αντικατάσταση τη̋ γραµµική̋, αντικειµενική̋ και αµετάκλητη̋ αντίληψη̋ του χρόνου που διατηρείται στην Αρχαιολογία, από πιο εύκαµπτε̋ προσεγγίσει̋ που ενσωµατώνουν τι̋ έννοιε̋ των διαφορετικών χρονικών κλιµάκων (Braudel 1980, Bailey 1983) και των µη γραµµικών τροχιών αλλαγή̋ (McGlade 1999). Σύµφωνα µε τι̋ προσεγγίσει̋ αυτέ̋, που οµαδοποιούνται υπό το γενικότερο τίτλο του χρονικού προοπτικισµού (time perspectivism), διαφορετικέ̋ ιστορικέ̋ διαδικασίε̋ λειτουργούν σε διαφορετικέ̋ χρονικέ̋ κλίµακε̋ και κατά συνέπεια ο ορισµό̋ και η ακρίβεια των χρονικών παραµέτρων των αρχαιολογικών δεδοµένων εξαρτάται από τη χρονική κλίµακα που χρησιµοποιείται στο πλαίσιο τη̋ συγκεκριµένη̋ µελέτη̋ (Lucas 2005:15-19)108. Οι προσεγγίσει̋ αυτέ̋ έδωσαν το έναυσµα για νέε̋ διαπιστώσει̋ που ανάδειξαν την έννοια τη̋ πολύ-χρονικότητα̋ (multi-temporality) του αρχαιολογικού υλικού. Ο Olivier (2004:206) παρατηρώντα̋ το αστικό περιβάλλον συµπέρανε, ότι σε κάθε χρονική στιγµή αυτό συνιστά ένα παλίµψηστο (palimpsest), δηλαδή ένα κολλάζ που έχει συντεθεί από τα ίχνη που αφήνουν διαφορετικά επεισόδια οικιστική̋ δράση̋, το καθένα µε διαφορετική διάρκεια και διαφορετική επίδραση στο τελικό µόρφωµα. Η παρατήρηση αυτή συνεπάγεται ότι οι χρονικέ̋ παράµετροι του αρχαιολογικού υλικού δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από το χωρικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Αντιθέτω̋, κάθε αρχαιολογικό αντικείµενο έχει µια ξεχωριστή βιογραφία που ξεκινά από τη στιγµή τη̋ κατασκευή̋ και διασχίζει πολλαπλά πλαίσια αναφορά̋ ανάλογα µε το ρόλο του, ω̋ χρηστικό ή συµβολικό αντικείµενο, ω̋ µέρο̋ µια̋ απόθεση̋, ω̋ εύρηµα109. Σε κάθε περίπτωση µετέχει σε διαφορετικού̋ συσχετισµού̋ που τροποποιούν το νόηµα, τη χρήση ή ακόµη και το υλικό του (π.χ. ευρήµατα σε δεύτερη χρήση). Ο Holtorf (2002) επεκτείνει τη συζήτηση υποστηρίζοντα̋ ότι όλα τα χαρακτηριστικά ενό̋ αρχαιολογικού αντικειµένου, και ανάµεσά του̋ και η ηλικία του, είναι αποτέλεσµα ερµηνευτικών διαδικασιών του 108 Για παράδειγµα η διερεύνηση των οικονοµικών διαφοροποιήσεων στο επίπεδο του οικισµού και η µελέτη των δικτύων εµπορική̋ ανταλλαγή̋ εντάσσουν ένα επείσακτο εύρηµα (π.χ. οψιανό̋) σε διαφορετικέ̋ χρονικέ̋ κλίµακε̋ αναφορά̋. Στην πρώτη περίπτωση το χρονικό πλαίσιο είναι περιορισµένο, ενώ στη δεύτερη αρκετά ευρύ. 109 Για παράδειγµα, ένα αρχαιολογικό εύρηµα συνδέεται χρονολογικά µε το επεισόδιο απόθεση̋ τη̋ επίχωση̋ που το περιέχει. Ωστόσο, µπορεί να έχει περαιτέρω χρονικά χαρακτηριστικά, αν ληφθούν υπόψη η χρονολογία παραγωγή̋, χρήση̋, απόθεση̋ ή εύρεσή̋ του. 174 Τεχνολογία εφαρµογή̋ παρόντο̋. Γίνεται εποµένω̋ αντιληπτό ότι οι χρονικέ̋ παράµετροι ενό̋ αντικειµένου λειτουργούν σε πολλαπλά επίπεδα και εξαρτώνται από του̋ ερµηνευτικού̋ συσχετισµού̋ τη̋ έρευνα̋. Στο πλαίσιο τη̋ ανασκαφική̋ διερεύνηση̋ οι Shanks και Tilley (1987) υποστηρίζουν ότι η ανασκαφή αποτελεί µια διαδικασία που έχει ω̋ αποτέλεσµα τη συγκρότηση διαφοροποίηση̋ στι̋ τέσσερι̋ διαστάσει̋ µέσα από τη διάσπαση του συνόλου τη̋ αρχαιολογική̋ θέση̋ στα διάφορα τµήµατα που την απαρτίζουν. Η παρατήρηση των ιδιοτήτων κάθε συστατικού στοιχείου και η µελέτη των συσχετισµών του̋ στι̋ διαστάσει̋ του χώρου και του χρόνου στοχεύουν στη µείωση τη̋ διαφοροποίηση̋ και την παραγωγή νοήµατο̋. Σε πρακτικό επίπεδο αυτό επιτυγχάνεται αρχικά µε την προσέγγιση κάθε αρχαιολογικού στρώµατο̋ ω̋ το διακριτό υλικό αποτέλεσµα γεγονότων του παρελθόντο̋ που σχετίζονται µε αποθετικέ̋ διαδικασίε̋ ή ανθρώπινε̋ δραστηριότητε̋. Στη συνέχεια ακολουθεί η αναγωγή των χωρικών τοπολογικών σχέσεων σε χρονικέ̋, µέσα από την έννοια τη̋ στρωµατογραφική̋ ακολουθία̋. Η διαδικασία αυτή επαληθεύεται από το συνδυασµό τη̋ στρωµατογραφική̋ µελέτη̋ µε τη χρονική πληροφορία, που παρέχει η τυπολογική και η απόλυτη χρονολόγηση των ευρηµάτων (Lucas 2001a). Ωστόσο, υπάρχουν κάποιε̋ παράµετροι που επηρεάζουν την προηγούµενη συλλογιστική περιπλέκοντα̋ το ζήτηµα τη̋ χρονική̋ συσχέτιση̋ του αρχαιολογικού υλικού στο πλαίσιο µια̋ ανασκαφή̋. Η ανάπτυξη τεχνικών που δίνουν έµφαση στη µικρο-στρωµατογραφία έχουν καταστήσει σαφέ̋ ότι µία επίχωση που θεωρείται οµοιόµορφη µε γυµνό µάτι είναι δυνατόν σε πιο λεπτοµερή παρατήρηση να συγκροτείται από πολλαπλέ̋ επιχώσει̋ (Barham & MacPhail 1995:152-159, Lucas 2001a). Ο Schiffer (1987:266) υποστηρίζει ότι ένα µεµονωµένο αποθετικό επεισόδιο µπορεί να οδηγήσει σε σχηµατισµό πολλαπλών στρωµάτων, ενώ αντιστοίχω̋ ένα στρώµα µπορεί να σχετίζεται µε πολλά αποθετικά επεισόδια. Η παρατήρηση αυτή οδηγεί στο συµπέρασµα, ότι κάθε παρέµβαση του αρχαιολόγου στον ανασκαφικό χώρο συντελεί στην οριοθέτηση µια̋ χωρική̋ όσο και φυσική̋ οντότητα̋, που λαµβάνει τα χρονικά χαρακτηριστικά τη̋ από τι̋ σχέσει̋ τη̋ µε άλλε̋ ανάλογα οριοθετηµένε̋ οντότητε̋. Υπό αυτή την έννοια, η ανασκαφή ω̋ τεχνική δεν διακρίνει οντότητε̋ που αντιστοιχούν σε ξεχωριστά γεγονότα του παρελθόντο̋, αλλά ετερογενή σύνολα που αναφέρονται σε χρονικά διαστήµατα του παρελθόντο̋. Η ακρίβεια ω̋ προ̋ τον προσδιορισµό αυτού του διαστήµατο̋ (δηλαδή αν µια επίχωση αναφέρεται σε διάστηµα 700 ή 100 ετών) εξαρτάται από το βαθµό χρονική̋ διακριτότητα̋, που χαρακτηρίζει τα σύνολα αυτά. Οι πιθανέ̋ διαβαθµίσει̋ προκύπτουν από τα χρονικά χαρακτηριστικά των περιεχοµένων και τη µεταξύ του̋ χρονολογική συσχέτιση (Lucas 2001a:156-162). Ωστόσο, οι χρονικέ̋ σχέσει̋ µεταξύ των περιεχοµένων εξαρτώνται και από τη βιογραφία του καθενό̋ και συνεπώ̋ πρέπει να ληφθούν υπόψη οι σωστέ̋ παράµετροι που θα οδηγήσουν σε µια ακριβή χρονολογική εκτίµηση του συνόλου των περιεχοµένων µια̋ επίχωση̋. Στο πλαίσιο αυτή̋ τη̋ λογική̋, η χρήση τη̋ απόλυτη̋ 175 χρονολόγηση̋ ενό̋ ευρήµατο̋ ω̋ ένδειξη για τη χρονολόγηση του συνόλου τη̋ επίχωση̋, εντό̋ τη̋ οποία̋ έχει βρεθεί, µπορεί να οδηγήσει σε λανθασµένε̋ εκτιµήσει̋, καθώ̋ σχετίζεται µε την κατασκευή του αντικειµένου και όχι µε τη χρήση του ή το τελικό επεισόδιο απόθεση̋. Εφόσον τα υπόλοιπα περιεχόµενα υποστηρίζουν µια νεότερη χρονολόγηση, τότε πιθανώ̋ το εύρηµα αυτό να χρησιµοποιήθηκε για µεγάλο χρονικό διάστηµα µέχρι να καταλήξει στην ίδια επίχωση. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι τα χρονικά χαρακτηριστικά των αρχαιολογικών δεδοµένων εξαρτώνται από το ερµηνευτικό πλαίσιο αναφορά̋ και τι̋ συσχετίσει̋ που δηµιουργούνται µε βάση χωρικού̋ και θεµατικού̋ παράγοντε̋. Το στοιχείο αυτό ενισχύει την αντίληψη τη̋ αναστοχαστική̋ θεώρηση̋ σύµφωνα µε την οποία κάθε αρχαιολογική οντότητα νοηµατοδοτείται θεµατικά, χωρικά και χρονικά µέσα από τα συµφραζόµενα τη̋ έρευνα̋. Ο εµπλουτισµό̋ τη̋ χρονολόγηση̋ µε το στοιχείο τη̋ πολύ-χρονικότητα̋ των αρχαιολογικών οντοτήτων µπορεί να συµβάλλει στην αναβάθµιση του χρονικού συλλογισµού στο πλαίσιο τη̋ αρχαιολογική̋ ερµηνεία̋. Η ενσωµάτωση αυτών των θεωρητικών συλλογισµών στα ΣΓΠ, µε τρόπο που να υποστηρίζει τη χωρο-χρονική διερεύνηση των αρχαιολογικών δεδοµένων, αποτελεί µια επίµονη προσπάθεια των ερευνητών που ασχολούνται µε το θέµα. 6.4.3. Απόδοση χρονικών αρχαιολογικών δεδοµένων Η µεταφορά των προηγούµενων διαπιστώσεων στο πλαίσιο τη̋ λογική̋ των ΧρΒ∆ έχει κάποιε̋ επιπτώσει̋ ω̋ προ̋ του̋ δυνατού̋ τρόπου̋ ενσωµάτωση̋ των χρονικών παραµέτρων των αρχαιολογικών δεδοµένων. Η διαφοροποίηση µεταξύ σχετική̋ και απόλυτη̋ χρονολόγηση̋ έγκειται ουσιαστικά στο επίπεδο τη̋ κλίµακα̋ µέτρηση̋. H Ramenofsky (1997) θεωρεί πω̋ η απόλυτη χρονολόγηση ταυτίζεται µε την κλίµακα διαστήµατο̋ (3500 π.Χ., 4500 bp, 12/05/2008), ενώ η σχετική εξοµοιώνεται µε την τακτική κλίµακα µέτρηση̋ (παλαιότερο, νεότερο). O Frank (1998) σε µια ανάλυση των διαφορετικών τύπων χρόνου που σχετίζονται µε ξεχωριστέ̋ χρονικέ̋ αντιλήψει̋ ανάλογα µε το ερευνητικό πεδίο εφαρµογή̋, σηµειώνει ότι για την περίπτωση του διαστηµικού χρόνου εντοπίζονται δύο αντιλήψει̋. Η πρώτη θεωρεί το χρόνο ω̋ συνεχέ̋ µέγεθο̋ που εξελίσσεται γραµµικά. Μεταξύ δύο γεγονότων µπορεί πάντα να ενσωµατωθεί και κάποιο άλλο. Ο χρόνο̋ αυτό̋ αντιστοιχεί µε τη µέτρηση του χρόνου σε απόλυτε̋ τιµέ̋ µε µικρή µονάδα µέτρηση̋, όπω̋ οι ηµεροµηνίε̋. Αυτό̋ ο χρόνο̋ είναι τυπικό̋ ω̋ προ̋ το χρόνο διεξαγωγή̋ µια̋ ανασκαφή̋. Η δεύτερη θεωρεί το χρόνο ω̋ διακριτό µέγεθο̋ που περιλαµβάνει διαφορετικού̋ βαθµού̋ ανάλυση̋. Ο χρόνο̋ λαµβάνει µορφή µέσα από διαδοχικέ̋ χρονικέ̋ ενότητε̋ που τον υποδιαιρούν. Σε αυτή τη θεώρηση η αντιστοίχηση δύο γεγονότων µε την ίδια χρονική ενότητα τα καθιστά ταυτόχρονα ω̋ προ̋ τη µονάδα µέτρηση̋. Ο χρόνο̋ αυτό̋ είναι τυπικό̋ ω̋ προ̋ την αρχαιολογική χρονολογική ταξινόµηση σε περιόδου̋ και υποπεριόδου̋ (Lock & Harris 1999:4), αλλά και ω̋ προ̋ την απόλυτη χρονολόγηση, εφόσον περιλαµβάνει περιθώριο λάθου̋ και άρα ορίζει ένα χρονικό διάστηµα (Ramenofsky 1997) (Εικ. 6.21). 176 Τεχνολογία εφαρµογή̋ Εικόνα 6.21. ∆ιαφορετικά είδη αρχαιολογικού χρόνου που αναφέρονται στη κλίµακα διαστήµατο̋ και οι επιπτώσει̋ του̋ στο χρονικό συλλογισµό. Αντιστοίχω̋, ω̋ προ̋ τον τακτικό χρόνο ο Frank παρατηρεί ότι υπάρχουν διαφοροποιήσει̋ ανάλογα µε το βαθµό ενσωµάτωση̋ τη̋ έννοια̋ τη̋ συγχρονικότητα̋. Όπω̋ επισηµαίνει, η έννοια τη̋ συγχρονικότητα̋ µπορεί να είναι απόλυτη ή να περιλαµβάνει κάποιο όριο ανοχή̋. Ο χρόνο̋ αυτό̋ σχετίζεται µε τη σχετική χρονολόγηση, όπω̋ προκύπτει από τη στρωµατογραφική συσχέτιση. Μάλιστα, οι διαπιστώσει̋ αυτέ̋ συµφωνούν µε τι̋ παρατηρήσει̋ του Lucas (2001a) που τονίζει τι̋ δυσκολίε̋ ενσωµάτωση̋ τη̋ έννοια̋ τη̋ χρονική̋ διάρκεια̋ των αρχαιολογικών επεισοδίων στα διαγράµµατα ακολουθία̋, το κατεξοχήν µέσο χρονολογική̋ συσχέτιση̋ (Εικ. 6.22). Εικόνα 6.22. Τακτικό̋ αρχαιολογικό̋ χρόνο̋ µε βάση τη στρωµατογραφική πληροφορία. Η διαδοχή των στρωµάτων από κάτω προ̋ τα επάνω (π.χ. Α και Β) δηλώνει µετάβαση από αρχαιότερο (<) στο νεότερο. Επιµέρου̋ τµήµατα που συνανήκουν (∆ και Γ) είναι ισόχρονα (=). Στρώµατα χωρί̋ άµεση επαφή (E και ΣΤ) εµφανίζουν ασάφεια (?) ω̋ προ̋ τη µεταξύ του̋ χρονολογική συσχέτιση. 177 Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι οι πολλαπλέ̋ χρονικέ̋ τιµέ̋ µια̋ αρχαιολογική̋ οντότητα̋ σχετίζονται µε διαφορετικέ̋ χρονικέ̋ αντιλήψει̋ έχοντα̋ η κάθε µία διαφορετικέ̋ συνέπειε̋ στι̋ µεθόδου̋ χρονικού συλλογισµού. Σε αυτό το πλαίσιο, για να υποστηρίξει το χρονικό συλλογισµό αποτελεσµατικά, µια ανασκαφική βάση δεδοµένων πρέπει να ενσωµατώσει τι̋ πολλαπλέ̋ χρονικέ̋ τιµέ̋ κάθε αρχαιολογικού αντικειµένου και να περιλαµβάνει µια σειρά εργαλείων που διευθετούν τη χρονολογική ταξινόµηση και τη χρονική αναζήτηση. Λόγω τη̋ αδυναµία̋ ενσωµάτωση̋ τη̋ πολύ-χρονικότητα̋ µια̋ αρχαιολογική̋ οντότητα̋ σε µια και µοναδική χρονική γραµµή (πράγµα που δεν έχει ουσιαστική ερµηνευτική αξία και είναι εξαιρετικά δύσκολο να µοντελοποιηθεί), µπορούν οι πολλαπλέ̋ χρονικέ̋ τιµέ̋ να διασπαστούν σε διαφορετικά χρονικά µονοπάτια. Με τον τρόπο αυτό κάθε οντότητα µπορεί να έχει µοναδική χρονική τιµή σε κάθε χρονικό µονοπάτι. Ο αρχαιολόγο̋ µπορεί να διερευνήσει διαφορετικά χρονικά χαρακτηριστικά ενό̋ αντικειµένου επιλέγοντα̋ το κατάλληλο χρονικό πλαίσιο αναφορά̋. Η λογική αυτή σχετίζεται άµεσα µε την ερµηνευτική διαδικασία, που χρειάζεται να βασιστεί σε ένα χρονικό πλαίσιο αναφορά̋, π.χ. τον ανασκαφικό χρόνο, προκειµένου να µπορέσει να προβεί σε συµπεράσµατα και να οργανώσει τα δεδοµένα τη̋ έρευνα̋ σε κάποιο άλλο χρονικό πλαίσιο που σχετίζεται µε την ιστορία τη̋ αρχαιολογική̋ θέση̋110. Η υλοποίηση των πολλαπλών χρονικών τιµών κάθε αρχαιολογική̋ οντότητα̋ σε ένα ΣΒ∆ µπορεί να επιτευχθεί µε τη χρήση χρονοσηµάτων στιγµή̋ και διαστήµατο̋, που εκτό̋ από ηµερολογιακέ̋ τιµέ̋ µπορούν να σχετίζονται και µε τι̋ χρονικέ̋ κλίµακε̋ διαστήµατο̋ και κατάταξη̋, όπω̋ αυτέ̋ που χρησιµοποιούνται στην αρχαιολογική έρευνα (χρονολογικέ̋ περίοδοι). Για τη διερεύνηση των χρονικών σχέσεων µεταξύ των αρχαιολογικών οντοτήτων µπορούν να χρησιµοποιηθούν οι χρονικέ̋ σχέσει̋ του Allen (1984), καθώ̋ και αρχαιολογικέ̋ µελέτε̋ επάνω στο ζήτηµα, όπω̋ ο στρωµατογραφικό̋ συλλογισµό̋ (Harris 1979). Επίση̋ είναι δυνατή η χρονολογική συσχέτιση τη̋ στρωµατογραφική̋ πληροφορία̋ µε τι̋ χρονικέ̋ παραµέτρου̋ που είτε εµπεριέχονται στα εγγενή χαρακτηριστικά των αρχαιολογικών δεδοµένων είτε προέρχονται από άλλε̋ δοµικέ̋ σχέσει̋ στο εσωτερικό µια̋ θέση̋ (Kähler Holst 2001, 2004). Υπό αυτή την έννοια, γίνεται αντιληπτό ότι ο χρόνο̋ µεταφράζεται ω̋ ιδιότητα των αρχαιολογικών οντοτήτων που καθορίζονται κατά τη διάρκεια τη̋ ανασκαφή̋, καθώ̋ και των ερµηνευτικών οντοτήτων που συγκροτούνται κατά τη διάρκεια τη̋ µελέτη̋. Σε αντίθεση λοιπόν µε τα µοντέλα απεικόνιση̋ που σχετίζουν τι̋ χρονικέ̋ τιµέ̋ µε τη δυναµική εξέλιξη θεµατικών ιδιοτήτων στο χώρο, ο µικρόκοσµο̋ τη̋ Ταυτόχρονα, συνδέεται άµεσα και µε την ιδέα του ελέγχου (audit) που αποτελεί ένα ουσιώδε̋ ζητούµενο για τα σύγχρονα πληροφοριακά συστήµατα και αναφέρεται στη δυνατότητα ελέγχου τη̋ ερµηνευτική̋ διαδικασία̋, ώστε να γίνονται αντιληπτέ̋ τυχόν ασυνέπειε̋ µεταξύ ερµηνεία̋ και πρωτογενών δεδοµένων (Frank 2003). Προκειµένου να υπάρχει αυτή η δικλείδα ασφαλεία̋, είναι απαραίτητο να διατηρείται στη βάση δεδοµένων η χρονική στιγµή που σχετίζεται µε µία ερµηνευτική πράξη ω̋ ένα περαιτέρω χρονικό πλαίσιο οργάνωση̋ των δεδοµένων. 110 178 Τεχνολογία εφαρµογή̋ ανασκαφή̋ συντίθεται από διακριτέ̋ 3∆ οντότητε̋ µε χρονικά χαρακτηριστικά πεπερασµένη̋ διάρκεια̋ που λειτουργούν σε εναλλακτικέ̋ κλίµακε̋ αναφορά̋. Σε αυτό το πλαίσιο αναπαράσταση̋ οι αρχαιολογικέ̋ οντότητε̋ είναι στατικέ̋ µε την έννοια ότι δεν µεταβάλλονται χωρικά ή θεµατικά. Προκειµένου να απεικονιστεί η χρονική αλλαγή δίνεται έµφαση στι̋ χωρικέ̋, ταξινοµικέ̋ και τµηµονοµικέ̋ σχέσει̋ των 3∆ οντοτήτων (Harris & Lock 1996:291-292, Daly & Lock 1999). Στον 3∆ χώρο ανάλογα µε τη θέση µια̋ οντότητα̋ (π.χ. ένα κεραµικό σκεύο̋) ω̋ προ̋ τι̋ γειτονικέ̋ (π.χ. µια εστία) ή αυτέ̋ που την περικλείουν (π.χ. ένα αρχαιολογικό στρώµα) δηµιουργούνται µια σειρά από θεµατικού̋ (π.χ. τροφοπαρασκευή) και χωρικού̋ συσχετισµού̋ (επάνω, κάτω, παραπλεύρω̋, Β∆, εντό̋) που µπορούν να αναχθούν σε χρονικέ̋ σχέσει̋ (αργότερα, νωρίτερα ή συγχρόνω̋) (Lock & Harris 1999:4)111. Πρέπει ωστόσο να σηµειωθεί, ότι πολλέ̋ από τι̋ σχέσει̋ αυτέ̋, όπω̋ π.χ. οι τοπολογικέ̋, δεν ταυτίζονται άµεσα µε χρονολογικέ̋ σχέσει̋ αλλά προκύπτουν µέσα από το συνδυασµό πληροφορία̋ στο πλαίσιο τη̋ στρωµατογραφική̋ ερµηνεία̋112. Η χρήση τη̋ τρίτη̋ διάσταση̋ ω̋ χωρική ιδιότητα στην απεικόνιση ανασκαφικών δεδοµένων διευκολύνει τη διερεύνηση όλων των πιθανών (θεµατικών, χωρικών, χρονικών) συσχετισµών µεταξύ των δεδοµένων. Παράλληλα όµω̋ αποκλείει πολλέ̋ από τι̋ προσεγγίσει̋ οπτικοποίηση̋ που έχουν προταθεί ω̋ προ̋ τα χωρο-χρονικά δεδοµένα, όπω̋ ο χωρο-χρονικό̋ κύβο̋ και οι απτικέ̋ ψηφίδε̋. Τα εργαλεία οπτικοποίηση̋ που µπορούν να χρησιµοποιηθούν σε ένα τρισδιάστατο περιβάλλον είναι η απεικόνιση στιγµιότυπων και οι τεχνικέ̋ κινούµενη̋ εικόνα̋. Τόσο η πρώτη όσο η δεύτερη δεν ταιριάζουν µε την πολύ-γραµµική φύση του αρχαιολογικού χρόνου, καθώ̋ αναφέρονται σε διαδοχικέ̋ χρονικέ̋ καταστάσει̋ οργανωµένε̋ σε µια µοναδική χρονική γραµµή. Αντιστοίχω̋, η τελευταία κατηγορία εµφανίζει περιορισµένε̋ αναλυτικέ̋ δυνατότητε̋ και χρησιµοποιείται κυρίω̋ στην απεικόνιση τη̋ χρονική̋ αλλαγή̋ (Johnson 2002). Ωστόσο, στην περίπτωση τη̋ ανασκαφή̋ η παρακολούθηση τη̋ αλλαγή̋ δεν αποτελεί ζητούµενο τη̋ απεικόνιση̋. Η απεικόνιση τη̋ αλλαγή̋ πρὁποθέτει την ύπαρξη χρονικών τιµών που καθορίζουν τη µετάβαση από το ένα χρονικό πλαίσιο στο επόµενο. Στην ανασκαφή η ανάθεση χρονικών τιµών στι̋ αρχαιολογικέ̋ οντότητε̋ είναι ένα από τα τελικά ζητούµενα, που προκύπτει µέσα από τη διερεύνηση των θεµατικών χαρακτηριστικών των δεδοµένων και των µεταξύ του̋ χωρικών σχέσεων. Οι ίδιοι ερευνητέ̋ θεωρούν ω̋ πιο λειτουργικό το 3∆ ψηφιδωτό µοντέλο για αυτή τη λειτουργία, ακριβώ̋ επειδή περιλαµβάνει τοπολογικέ̋ σχέσει̋ µεταξύ των 3∆ ψηφίδων. Ωστόσο, οι εγγενεί̋ αδυναµίε̋ του ψηφιδωτού µοντέλου ω̋ προ̋ τη σύνδεση µε πολλαπλέ̋ θεµατικέ̋ και χρονικέ̋ τιµέ̋ δεν συνάδουν µε τη χρήση του στο πλαίσιο τη̋ ερµηνευτική̋ θεώρηση̋. 112 Είναι δυνατό στην ανασκαφή να παρατηρηθεί το φαινόµενο τη̋ ανάποδη̋ στρωµατογραφία̋, όπου το αρχαιότερο στρώµα βρίσκεται επάνω από το νεότερο. 111 179 Εποµένω̋, ω̋ κατάλληλο περιβάλλον απεικόνιση̋ σε ένα περιβάλλον ερµηνευτική̋ διερεύνηση̋ προκρίνεται ο “στατικό̋” χάρτη̋113, που επιτρέπει σύνθετε̋ αναπαραστάσει̋, περιλαµβάνοντα̋ αντικείµενα µε συναφή ή και φαινοµενικά άσχετα χρονικά χαρακτηριστικά. Σε αυτή την περίπτωση το ερευνητικό ενδιαφέρον εστιάζει από τη µία στην απεικόνιση ή την επιλογή δεδοµένων µε βάση τα χρονικά του̋ χαρακτηριστικά και από την άλλη, στην αξιοποίηση των οπτικών µεταβλητών που µπορούν να δηλώσουν χρονική διαφοροποίηση µεταξύ των δεδοµένων που απεικονίζονται (DiBiase et al. 1992, MacEachren 1995)114. 6.4.4. Προτυποποίηση χρονικών αρχαιολογικών δεδοµένων Ο τρόπο̋ ενσωµάτωση̋ του χρόνου σε ένα χωρο-χρονικό πληροφοριακό σύστηµα έχει ιδιαίτερη σηµασία να είναι κατανοητό̋. Ο Frank (2003:7) αναφέρει ότι ο σχεδιαστή̋ µια̋ εφαρµογή̋ πρέπει να συµφιλιώσει τι̋ χρονικέ̋ έννοιε̋ που εµπεριέχονται στο µικρόκοσµο που µοντελοποιεί µε του̋ ορισµού̋ και τα εργαλεία που υποστηρίζονται από την εφαρµογή. Αυτό είναι δυνατό µε την σηµασιολογική τεκµηρίωση των χρονικών εννοιών και των στοιχείων χρονικού λογισµού που χρησιµοποιούνται από την εφαρµογή. Η επέκταση των οντολογιών στο πεδίο τη̋ χωρο-χρονική̋ αντίληψη̋ έχει αποδειχθεί πολύ δύσκολη, ακριβώ̋ λόγω των διαφορετικών χρονικών αντιλήψεων που διατηρούνται σε κάθε περίπτωση (Schreiber 1994). Ωστόσο, στην περίπτωση τη̋ Αρχαιολογία̋ σηµαντική πρόοδο̋ έχει επιτευχθεί ω̋ προ̋ τη χρονική οντολογία στο πλαίσιο τη̋ ανάπτυξη̋ του προτύπου CIDOC-CRM (Doerr 2003, Doerr et al. 2004a, Doerr & Kritsotaki 2006). Οι σχετικέ̋ µελέτε̋ κατέληξαν στον προσδιορισµό των επιµέρου̋ κατηγοριών χρονικού λογισµού µε άξονα το µαθηµατικό τρόπο έκφραση̋ που καθεµία συνεπάγεται. Όπω̋ επισηµαίνουν οι ερευνητέ̋, οι υπάρχουσε̋ έννοιε̋ που περιλαµβάνονται στο πρότυπο µπορούν να χρησιµοποιηθούν, σε συνδυασµό µε περαιτέρω επεκτάσει̋ των εννοιών, όπου κρίνεται απαραίτητο, προκειµένου να περιγραφούν τα χρονικά δεδοµένα στην αρχαιολογική έρευνα. Κεντρικό στοιχείο γύρω από το οποίο διαµορφώνεται η οντολογική περιγραφή του χρόνου στο CIDOC-CRM αποτελεί η έννοια του συµβάντο̋ (Εικ. 6.23). Όπω̋ αναφέρουν οι Doerr και Kritsotaki (2006), “η ιστορική ανάλυση µπορεί να ειδωθεί ω̋ µια ανάλυση συµβάντων που περιλαµβάνουν τη σύµπτωση δραστών, την παρουσία ανθρώπων και πραγµάτων (υλικών ή άυλων), που συναντούν ο ένα̋ τον άλλον και που µε αυτό τον τρόπο συγκροτούν την ιστορία ω̋ «δίκτυο»”. Η έννοια του συµβάντο̋ και οι σχετικέ̋ ιδιότητε̋ που συνεπάγεται λειτουργούν ω̋ συνδετικό̋ κρίκο̋ µεταξύ ανθρώπων, αντικειµένων, εννοιών, χρονικών στιγµών και τοποθεσιών Στατικό̋ µε την έννοια ότι δεν περιλαµβάνει τη δυναµική οπτικοποίηση των χρονικών αλλαγών, παρότι µπορεί να είναι διαδραστικό̋ ω̋ προ̋ την επιλογή των χρονικών στιγµών απεικόνιση̋. 114 Κινούµενε̋ απεικονίσει̋ µπορούν να χρησιµοποιηθούν σε τελικά στάδια τη̋ έρευνα̋ ω̋ εποπτικό µέσο για την αναπαράσταση διαδικασιών, όπω̋ η σταδιακή αφαίρεση των στρωµάτων ή η διαχρονική συσσώρευση των αρχαιολογικών επιχώσεων, εφόσον βεβαίω̋ υπάρχει η σχετική χρονική πληροφορία. 113 180 Τεχνολογία εφαρµογή̋ προσφέροντα̋ σηµαντικό εκφραστικό πλεονέκτηµα σε σχέση µε άλλα σηµασιολογικά πρότυπα πολιτισµική̋ διαχείριση̋ (όπω̋ το Visual Resources Association Core Categories 3.0 και το Cataloguing Cultural Objects). Εικόνα 6.23. Παράδειγµα συλλογισµού µε χρονική πληροφορία κατά το πρότυπο CIDOC-CRM (προσαρµοσµένο από Κωνσταντόπουλο̋ et al. 2005: Σχήµα 2). 6.5. Συµπεράσµατα Ο συνδυασµό̋ των πρακτικών και των θεωρητικών παραµέτρων του ανασκαφικού πεδίου εφαρµογή̋ µε το ευρύτερο πλαίσιο ανάπτυξη̋ χωρο-χρονικών εφαρµογών στα ΣΓΠ συνέβαλε σε χρήσιµε̋ διαπιστώσει̋, που εντάσσουν το σχεδιασµό ενό̋ πληροφοριακού συστήµατο̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ σε πιο στέρεε̋ βάσει̋. Συνολικά, η πιο ουσιώδη̋ παρατήρηση σχετίζεται µε την πρωταρχικότητα τη̋ θεµατική̋ διάσταση̋ των δεδοµένων ω̋ προ̋ τον καθορισµό των οντοτήτων στο πλαίσιο ενό̋ εννοιολογικού ανασκαφικού µοντέλου. Όπω̋ αναφέρθηκε, η λογική των διακριτών οντοτήτων βρίσκεται πλησιέστερα στον τρόπο αντίληψη̋ των συστατικών στοιχείων που αποτελούν τα δεδοµένα τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ στα Παλιάµπελα Κολινδρού. Ο προσδιορισµό̋ τη̋ νοητική̋ διάκριση̋ των οντοτήτων που εµπεριέχονται στην αρχαιολογική ανασκαφική έρευνα σε κατηγορίε̋, ιδιότητε̋ και σχέσει̋ µεταξύ αυτών κατά το σχεδιασµό του εννοιολογικού µοντέλου δεδοµένων µπορεί να εξασφαλίσει την αποτελεσµατικότερη λειτουργικότητα τη̋ εφαρµογή̋ ΣΓΠ. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ενστερνισµό̋ ενό̋ σηµασιολογικού προτύπου περιγραφή̋ συµβάλλει στην αποσαφήνιση των επιµέρου̋ χαρακτηριστικών του̋ και 181 κατά συνέπεια στη µείωση παρανοήσεων καθώ̋ και ορολογικών και εννοιολογικών ασυµβατοτήτων, οι οποίε̋ προκαλούνται από διαφορετικά νοητικά µοντέλα αναπαράσταση̋ (Τοµαή & Κάβουρα̋ 2002). Το πρότυπο CIDOC-CRM, παρά την πολυπλοκότητά του, προκρίνεται ω̋ επιλογή λόγω των χωρο-χρονικών εννοιών που ενσωµατώνει και του υψηλού βαθµού εκφραστικότητα̋ που προσδίδει σε ένα µοντέλο δεδοµένων. Η χρήση του σε πρακτικό επίπεδο συµβάλλει στην καλύτερη κατανόηση τόσο του αρχαιολογικού υλικού όσο και των ερευνητικών διαδικασιών. Επιπλέον, επιτρέπει την οργάνωση τη̋ πληροφορία̋ µε τρόπο που µπορεί να εξυπηρετήσει πλήθο̋ διαφορετικών πρακτικών, διευκολύνοντα̋ τη διερεύνηση και την ανταλλαγή πληροφοριών για το περιεχόµενο του ανασκαφικού αρχείου (Αγγελοπούλου 2005). Ταυτόχρονα, η επιλογή τη̋ χρήση̋ των ΣΓΠ ω̋ λειτουργική πλατφόρµα µια̋ ανασκαφική̋ εφαρµογή̋, συνεπάγεται την επιπρόσθετη χρήση γεωγραφικών µεταδεδοµένων που εξυπηρετούν τη µεταφορά τη̋ γεωγραφική̋ πληροφορία̋ ανάµεσα σε χαρτογραφικέ̋ ψηφιακέ̋ εφαρµογέ̋. Το πρότυπο 19115 λόγω τη̋ γενικευµένη̋ χρήση̋ του και τη̋ συµβατότητα̋ µε έννοιε̋ του προτύπου CIDOC-CRM κρίνεται ω̋ πρόσφορη λύση. Ω̋ προ̋ τη χωρική απεικόνιση των αρχαιολογικών δεδοµένων, η χρήση διανυσµατικών µοντέλων συνάδει µε την οργάνωση των αρχαιολογικών δεδοµένων σε µονάδε̋ παρατήρηση̋ που αναφέρονται σε διακριτέ̋ χωρικέ̋ οντότητε̋. Η 3∆ απεικόνιση προσφέρει σηµαντική βοήθεια στην ερµηνευτική αλληλεπίδραση του αρχαιολόγου µε τα δεδοµένα τη̋ έρευνα̋, καθώ̋ συµβάλλει στη ρεαλιστικότερη οπτικοποίηση του ανασκαφικού περιβάλλοντο̋ και επιτρέπει τη διερεύνηση τη̋ χωρική̋ διαφοροποίηση̋ στον 3∆ χώρο. Σε πρακτικό επίπεδο ο συνδυασµό̋ τη̋ διακριτή̋ χωρική̋ αντίληψη̋ και τη̋ τρισδιάστατη̋ οπτικοποίηση̋ διευκολύνει τη σύνδεση θεµατικών και χρονικών δεδοµένων µε τα γεωµετρικά αντικείµενα που απεικονίζουν τι̋ αρχαιολογικέ̋ οντότητε̋. Τέλο̋, ω̋ προ̋ την ενσωµάτωση των χρονικών παραµέτρων των αρχαιολογικών δεδοµένων σε ένα ΣΓΠ, η οργάνωσή του̋ µε τη µορφή χρονικών ιδιοτήτων που υλοποιούνται µε χρονοσήµατα σε διαφορετικά χρονικά µονοπάτια αναφορά̋ επιτρέπει τη χρήση του̋ ω̋ στοιχεία διαφοροποίηση̋ του αρχαιολογικού υλικού. Σε συνδυασµό µε την απεικόνιση στι̋ τρει̋ διαστάσει̋ και τη χρήση οπτικών µεταβλητών χρονική̋ διάκριση̋ τα αρχαιολογικά δεδοµένα µπορούν να διερευνηθούν σε πολλαπλά χρονικά πλαίσια αναφορά̋ επεκτείνοντα̋ τι̋ δυνατότητε̋ χρονική̋ συσχέτιση̋. Ωστόσο, η συνύφανση των προηγούµενων θεωρητικών διαπιστώσεων σε ένα λειτουργικό ΣΓΠ πρὁποθέτει τη χρήση ενό̋ γενικευµένου µοντέλου χωρο-χρονικών δεδοµένων. Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερη προσοχή δίνεται από του̋ ερευνητέ̋ στην ανάπτυξη χωρο-χρονικών εννοιολογικών µοντέλων δεδοµένων γενική̋ φύση̋, που µπορούν να αποτελέσουν τι̋ κατευθυντήριε̋ γραµµέ̋ για την υλοποίηση πολύ-διάστατων (x,y,z,t) πληροφοριακών συστηµάτων. 182 Τεχνολογία εφαρµογή̋ Για την εννοιολογική µοντελοποίηση τη̋ σύνθετη̋ γεωγραφική̋ πραγµατικότητα̋ έχει προταθεί ένα σύνθετο µεθοδολογικό πλαίσιο, που βασίζεται στην ανάλυση των τρόπων απόκτηση̋, αναπαράσταση̋ και χρήση̋ τη̋ χωρική̋ και τη̋ χρονική̋ γνώση̋ (Peuquet 1994, 2002). Η λογική τη̋ µεθόδου συνίσταται στη γενική διάκριση µεταξύ χωρικών, θεµατικών και χρονικών ερωτηµάτων που καθορίζουν τα χαρακτηριστικά κάθε οντότητα̋ του πραγµατικού κόσµου. Πιο συγκεκριµένα, υιοθετείται ένα τριαδικό πλαίσιο που χρησιµοποιεί τα βασικά ερωτήµατα «Πού», «Πότε» και «Τί». Το ερώτηµα «πού» αφορά στο χώρο και κατ’ επέκταση στη θέση µια̋ οντότητα̋, το ερώτηµα «πότε» σχετίζεται µε το χρόνο και την “ιστορία” τη̋ οντότητα̋, ενώ το «Τί» συνδέεται µε τον ορισµό των οντοτήτων και τι̋ θεµατικέ̋ του̋ ιδιότητε̋ (Εικ. 6.24). Εικόνα 6.24. Το τριαδικό µοντέλο ερωτηµάτων σχετικά µε τα χαρακτηριστικά των γεωγραφικών οντοτήτων (προσαρµοσµένο από Peuquet 1994: fig.2). Η συλλογιστική επεκτείνεται περαιτέρω µε ένα γενική̋ φύση̋ θεωρητικό εννοιολογικό πλαίσιο αναπαράσταση̋ που ονοµάζεται µοντέλο πυραµίδα̋ (pyramid model) και συγκροτεί µια δοµή περιγραφή̋ του µικρόκοσµου εφαρµογή̋ υποστηρίζοντα̋ ταυτόχρονα διαδικασίε̋ σύνθεση̋ νέα̋ πληροφορία̋. Σύµφωνα µε αυτό, οι πτυχέ̋ τη̋ πραγµατικότητα̋ που περιγράφονται µε τα ερωτήµατα «Πού», «Πότε» και «Τί» αποτελούν τα συστατικά για τον προσδιορισµό των οντοτήτων που εµπεριέχονται στη δοµή δεδοµένων. Ο συνδυασµό̋ του̋ σχηµατίζει µια εννοιολογική οντότητα που ενδιαφέρει τον ερευνητή καθορίζοντα̋ την ταυτότητά τη̋ και περιγράφοντα̋ τη γεωµετρία, τη χρονολόγηση και τα θεµατικά τη̋ χαρακτηριστικά. Κάθε οντότητα µπορεί να χρησιµοποιηθεί για ενταχθεί σε υψηλότερου επιπέδου υπερ-οντότητε̋ (όπω̋ και αυτέ̋ µε τη σειρά του̋) σχηµατίζοντα̋ µια ταξινοµική ιεραρχία, ή να µετέχει σε σχέσει̋ συνάθροιση̋ σχηµατίζοντα̋ τµηµονοµικέ̋ ιεραρχίε̋115. Στο επίπεδο τη̋ υλοποίηση̋ τα χαρακτηριστικά και οι σχέσει̋ στι̋ οποίε̋ µετέχουν οι υπερ-οντότητε̋ µεταβιβάζονται στι̋ υπο-οντότητε̋ µε αποτέλεσµα να µη χρειάζεται να αναπαραχθούν εκ νέου σε κάθε µία από αυτέ̋ (Εικ. 6.25). Οι οντότητε̋ που κατασκευάζονται µε βάση τι̋ πρωτογενεί̋ παρατηρήσει̋ γνωρισµάτων ονοµάζονται ατοµικέ̋ (atomic), ενώ οι οντότητε̋ που προκύπτουν από άλλα αντικείµενα ονοµάζονται σύνθετε̋ (composite). 115 183 Εικόνα 6.25. Σχηµατική απεικόνιση του µοντέλου τη̋ πυραµίδα̋ (προσαρµοσµένο από Mennis et al. 2000: fig.2). Όπω̋ τονίζουν οι ερευνητέ̋ που συµµετέχουν στην προσπάθεια (Mennis et al. 2000), το µοντέλο τη̋ πυραµίδα̋ αποτελεί ένα θεωρητικό πλαίσιο πολύπλοκο ω̋ προ̋ την υλοποίηση, αλλά πιο διαφωτιστικό ω̋ προ̋ τη σχηµατοποίηση τη̋ ανθρώπινη̋ νοητική̋ αναπαράσταση̋ τη̋ γεωγραφική̋ πραγµατικότητα̋. Η χρήση του ταιριάζει µε την ερµηνευτική συλλογιστική που δίνει έµφαση στι̋ θεµατικέ̋, χωρικέ̋ και χρονικέ̋ παραµέτρου̋ που καθορίζουν το αρχαιολογικό νόηµα ενό̋ αντικειµένου. Σύµφωνα µε το συγκεκριµένο µοντέλο µία αρχαιολογική οντότητα (π.χ. αγγείο) βρίσκεται σε κάποιο σηµείο στο χώρο (x,y,z), αναφέρεται σε κάποια ή κάποιε̋ χρονικέ̋ στιγµέ̋ ή διαστήµατα (π.χ. βρέθηκε στι̋ 15/06/08, δηµιουργήθηκε κατά στη Μέση Νεολιθική,) και χαρακτηρίζεται από συγκεκριµένε̋ µεταβλητέ̋ (π.χ. χρώµα, διακόσµηση, διατήρηση). Σε πρώτο επίπεδο τα συνολικά χαρακτηριστικά τη̋ αποτελούν πρωτογενεί̋ παρατηρήσει̋. Στο πλαίσιο του ερµηνευτικού συλλογισµού η ίδια οντότητα µπορεί να συγκροτεί τµήµα ευρύτερων οµαδοποιήσεων (π.χ. σύνολο κινητών ευρηµάτων ενό̋ στρώµατο̋) ή να ενταχθεί σε κάποια ταξινοµική κατηγορία (π.χ. τροφοπαρασκευαστική οικοσκευή). Συνολικά, το µοντέλο τη̋ πυραµίδα̋ προσφέρεται ω̋ άξονα̋ οργάνωση̋ του εννοιολογικού µοντέλου τη̋ εφαρµογή̋. Χρησιµοποιώντα̋ την εκφραστική δύναµη που παρέχει είναι δυνατό να οριστούν µε σαφήνεια τα συστατικά στοιχεία του µικρόκοσµου τη̋ ανασκαφή̋ σε ένα υλοποιήσιµο χωρικό µοντέλο δεδοµένων. 184 “Archaeology is an object-space-time relationship that needs to manage all three of these factors in order to arrive at valid conclusions”. Arroyo-Bishop & Lantada-Zarzosa 1995, σελ. 49 7. Σχεδιασµό̋ συστήµατο̋ συστήµατο̋ Ο σχεδιασµό̋ του συστήµατο̋ σε πρώτη φάση στοχεύει στη σύσταση ενό̋ κατάλληλου εννοιολογικού µοντέλου για την περιγραφή των ανασκαφικών δεδοµένων που βασίζεται στη διάσπαση του µικρόκοσµου τη̋ ανασκαφή̋ σε αντικείµενα, ιδιότητε̋ και συσχετισµού̋. Ο κατάλληλο̋ προσδιορισµό̋ του̋ στο συγκεκριµένο επίπεδο τεκµηριώνει την ορθότητα τη̋ νοητική̋ σύλληψη̋ τη̋ ανασκαφή̋ ω̋ ερµηνευτική̋ διαδικασία̋. Στην πράξη ο εννοιολογικό̋ σχεδιασµό̋ αποδείχθηκε µια αρκετά πολύπλοκη και χρονοβόρα εργασία… Ήδη από το στάδιο τη̋ ανάλυση̋ έγιναν οι πρώτε̋ απόπειρε̋ γραφική̋ απόδοση̋ των ανασκαφικών δεδοµένων κατά τη διάρκεια συζητήσεων µε την τεχνική του καταιγισµού ιδεών (brainstorming). Αυτέ̋ οδήγησαν σε πρόχειρα σχέδια, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη σταδιακή αποσαφήνιση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ και την επαυξητική συµπλήρωση του τελικού µοντέλου δεδοµένων. Είναι αρκετά ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανεί̋ την πορεία από τη πρώιµη αντίληψη των παραµέτρων τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ µέχρι την τυποποίηση τη̋ περιγραφή̋ τη̋ σε ένα δοµηµένο µοντέλο δεδοµένων. Χαρακτηριστικά παραδείγµατα αυτών των πρώιµων προσπαθειών παρατίθενται στο Παράρτηµα Α’. Τελικά οι διαδοχικέ̋ βελτιώσει̋ των επιµέρου̋ µοντέλων οδήγησαν στη συγκρότηση ενό̋ ολοκληρωµένου εννοιολογικού µοντέλου στο πρότυπο του διαγράµµατο̋ κλάσεων τη̋ UML. Η ολοκλήρωση του συνοδεύτηκε από τη σηµασιολογική αντιστοίχηση των επιµέρου̋ στοιχείων του µοντέλου µε το πρότυπο CIDOC-CRM. Η χρήση του επιχειρεί να καταστήσει σαφή τον προσδιορισµό των εννοιών στι̋ οποίε̋ παραπέµπει κάθε στοιχείο του µοντέλου, ώστε να εξασφαλιστεί η λογική συνέπεια τη̋ εννοιολογική̋ περιγραφή̋ του µικρόκοσµου τη̋ ανασκαφή̋. Το στάδιο τη̋ σχεδίαση̋ ολοκληρώθηκε µε τον προσδιορισµό των βασικών λειτουργιών του συστήµατο̋ µέσω τη̋ σύνταξη̋ επιµέρου̋ περιπτώσεων χρήση̋ για κάθε σύνολο χρηστικών διαδικασιών. Η περιγραφή των επιµέρου̋ διαδικασιών µέσω περιπτώσεων χρήση̋ αποσκοπεί στην κατανόηση του τρόπου µεταχείριση̋ των δεδοµένων από τα εργαλεία τη̋ εφαρµογή̋ και κατ’ επέκταση του̋ ίδιου̋ του̋ χρήστε̋ στο πλαίσιο τη̋ επιθυµητή̋ λειτουργικότητα̋. 7.1. Σχεδίαση Σχεδίαση εννοιολογικού µοντέλου δεδοµένων Η σχεδίαση του διαγράµµατο̋ κλάσεων πραγµατοποιήθηκε στο λογισµικό MS Visio, το οποίο περιλαµβάνει πρότυπα σχεδίαση̋ UML και µπορεί να χρησιµοποιηθεί ω̋ εργαλείο CASE συνδέοντα̋ τα επιµέρου̋ στάδια ανάπτυξη̋116. Τα στοιχεία του εννοιολογικού µοντέλου συγκροτήθηκαν σταδιακά µε βάση τη µεθοδολογία τη̋ αντικειµενοστρεφού̋ σχεδίαση̋ και λαµβάνοντα̋ υπόψη τα ερωτήµατα του τριαδικού µοντέλου. Αρχικά διακρίθηκαν οι θεµατικέ̋ κλάσει̋ των ανασκαφικών δεδοµένων, όπω̋ προέκυψαν από την ανάλυση του πεδίου εφαρµογή̋, και στη συνέχεια σχηµατίστηκαν οι βασικέ̋ κλάσει̋ οµαδοποίηση̋ του υλικού. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε µε την ενσωµάτωση των χωρικών και χρονικών πτυχών τη̋ πληροφορία̋ στο συνολικό µοντέλο. Κατά τη σχεδίαση δόθηκε έµφαση στον προσδιορισµό τη̋ κατάσταση̋ κάθε αντικειµένου και όχι στη συµπεριφορά του, καθώ̋ αυτή σε µεγάλο βαθµό προκύπτει από τι̋ προκαθορισµένε̋ µεθόδου̋ των χωρικών αντικειµένων ενό̋ ΣΓΠ. 7.1.1. 7.1.1. Θεµατικέ̋ κλάσει̋ κλάσει̋ Κεντρικό στοιχείο του µοντέλου αποτελεί η ανασκαφική ενότητα, που συνιστά τη βασική µονάδα οργάνωση̋ των ανασκαφικών εργασιών (Εικ. 7.1). Η ανασκαφική ενότητα ουσιαστικά οριοθετεί την επίχωση που αφαιρείται. Ω̋ χωρικό̋ προσδιορισµό̋ υπονοεί τοπολογικού̋ συσχετισµού̋ µε άλλε̋ ανασκαφικέ̋ ενότητε̋, ενώ ω̋ προσδιορισµό̋ τη̋ επίχωση̋ επιτρέπει την αντιστοίχηση των ιδιοτήτων του ανασκαπτόµενου υλικού µε κάποια τοποθεσία. Οι βασικέ̋ ιδιότητε̋ που καταγράφονται στο πλαίσιο τη̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋ σχετίζονται µε την ανασκαφική εργασία, τα ερµηνευτικέ̋ παρατηρήσει̋. 116 Βλ. § 4.4.2. 186 χαρακτηριστικά τη̋ επίχωση̋ και συνοδευτικέ̋ Σχεδιασµό̋ συστήµατο̋ Εικόνα 7.1. Η κλάση τη̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋ και τα χαρακτηριστικά τη̋. Η ανασκαφική ενότητα περιλαµβάνει µαζικά και µεµονωµένα ευρήµατα, καθώ̋ και δείγµατα. Στην περίπτωση των Παλιαµπέλων τα µαζικά ευρήµατα (Εικ. 7.2) µπορούν να διακριθούν σε τέσσερι̋ επιµέρου̋ κλάσει̋ αντικειµένων: την κεραµική, το οικοδοµικό υλικό, τα οστά και τα όστρεα. Οι δύο πρώτε̋ αναφέρονται σε υλικά αντικείµενα, ενώ οι δύο τελευταίε̋ σε οργανικά κατάλοιπα. Τα µαζικά ευρήµατα αποτελούν συστατικά τη̋ επίχωση̋ που διαχωρίστηκαν κατά την ανασκαφή. Υπό αυτή την έννοια παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά ω̋ προ̋ τη χωρική απεικόνιση µε την έννοια ότι αναφέρονται εµµέσω̋ στο χώρο που οριοθετεί κάθε ανασκαφική ενότητα. Τα στοιχεία που καταγράφονται για κάθε κλάση ευρηµάτων αναφέρονται στο σύνολο του πληθυσµού και µπορούν να χρησιµοποιηθούν ω̋ ένδειξη προσδιορισµού τη̋ κατάσταση̋ τη̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋117. Περαιτέρω παρατηρήσει̋ κατά τη διάρκεια τη̋ πρωτογενού̋ καταγραφή̋ διαχωρίζουν τον πληθυσµό κάθε κατηγορία̋ ευρηµάτων σε διαγνωστικέ̋ οµάδε̋ που περιλαµβάνουν ποικίλε̋ παρατηρήσει̋ ανάλογα µε την ερµηνευτική διάκριση. Τα µεµονωµένα ευρήµατα (Εικ. 7.3) µπορούν να θεωρηθούν ω̋ αυτοτελεί̋ οντότητε̋ µε συγκεκριµένη χωρική ταυτότητα που προσδιορίζεται από αυτόνοµε̋ συντεταγµένε̋ καταγραφή̋. Ωστόσο, τα ευρήµατα εντοπίζονται εντό̋ συγκεκριµένων ανασκαφικών πλαισίων και αποτελούν µέρο̋ τη̋ επίχωση̋ που ανασκάπτεται, οπότε µπορούν να χρησιµοποιηθούν και για τον προσδιορισµό ολόκληρη̋ τη̋ επίχωση̋118. Τα ευρήµατα µπορεί να βρεθούν τεµαχισµένα και να ενοποιηθούν αργότερα κατά τη µελέτη. Στην πορεία τη̋ έρευνα̋ ω̋ µεµονωµένα ευρήµατα καταγράφονται και χαρακτηριστικά αντικείµενα, που αρχικά π.χ. ο συνδυασµό̋ του βάρου̋ των αντικειµένων µε τον όγκο τη̋ επίχωση̋ αποτελεί ένδειξη τη̋ πυκνότητα̋ των ευρηµάτων στη συγκεκριµένη τοποθεσία. 118 Π.χ. η χρονολόγηση ενό̋ ευρήµατο̋ αποτελεί ένδειξη χρονολόγηση̋ για το σύνολο τη̋ επίχωση̋. 117 187 ενσωµατώθηκαν στι̋ επιµέρου̋ κατηγορίε̋ των µαζικών ευρηµάτων. Ο τυπολογικό̋ προσδιορισµό̋ των ευρηµάτων χρησιµοποιεί κατηγορίε̋ που σχετίζονται µε υπάρχοντε̋ διαχωρισµού̋ ω̋ προ̋ τη µελέτη των αντικειµένων119. Εικόνα 7.2. Περιγραφή των µαζικών ευρηµάτων µια̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋. Εικόνα 7.3. Περιγραφή των µεµονωµένων ευρηµάτων µια̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋. 119 Για παράδειγµα µπορεί ο διαχωρισµό̋ των ευρηµάτων µε βάση το υλικό να θεωρηθεί ότι υποτιµά χρηστικά κριτήρια κατηγοριοποίηση̋, ωστόσο είναι αναπόφευκτο̋, εφόσον πολλέ̋ από τι̋ ειδικότητε̋ αρχαιολογία̋ που σχετίζονται µε τη µελέτη των υλικών ευρηµάτων βασίζονται σε αυτήν ακριβώ̋ τη διάκριση (π.χ. ειδικό̋ οστέινων αντικειµένων, µελετητή̋ τριπτών εργαλείων, ειδικό̋ κεραµική̋). 188 Σχεδιασµό̋ συστήµατο̋ Μια ιδιαίτερη περίπτωση ευρήµατο̋ σχετίζεται µε την αποκάλυψη ανθρωπολογικού υλικού. Τα ανθρώπινα κατάλοιπα συνιστούν ένα σύνθετο εύρηµα που συντίθεται από µια διάταξη αντικειµένων, τα επιµέρου̋ οστά120. Ωστόσο, ο εντοπισµό̋ ενό̋ σκελετού σχετίζεται µε την καταγραφή εξειδικευµένων χαρακτηριστικών, όπω̋ η ηλικία του ατόµου ή ο προσανατολισµό̋ τη̋ ταφή̋. Υπό αυτή την έννοια, τα ανθρωπολογικά κατάλοιπα αποτελούν υποκλάση τη̋ ευρύτερη̋ κλάση̋ των µεµονωµένων ευρηµάτων. Τα δείγµατα (Εικ. 7.4) µπορούν να διακριθούν σε επιµέρου̋ υποκλάσει̋ ανάλογα µε το είδο̋ κάθε δείγµατο̋ παραπέµποντα̋ σε διαφορετικέ̋ διαδικασίε̋ µελέτη̋. Κάθε υποκλάση κληρονοµεί τι̋ ιδιότητε̋ από την υπερκλάση του δείγµατο̋ µε την οποία σχετίζεται. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του δείγµατο̋ επίπλευση̋ που περιλαµβάνει δύο διαδοχικού̋ υποτύπου̋, το δείγµα υπολοίπου και το δείγµα µαγνητική̋ επιδεκτικότητα̋. Η διαδοχική εξειδίκευση ενοποιεί τι̋ επιµέρου̋ παρατηρήσει̋ συσχετίζοντα̋ τα διακριτά στάδια επεξεργασία̋ του αρχικού δείγµατο̋ µε την επίχωση στην οποία ουσιαστικά αναφέρονται. Εικόνα 7.4. Περιγραφή και συσχετισµοί µεταξύ των διαφορετικών τύπων δείγµατο̋ στην ανασκαφή. Η κλάση ΑΕΧ (Εικ. 7.5) σχετίζεται µε τα ακίνητα ευρήµατα που εντοπίζονται κατά τη διάρκεια τη̋ ανασκαφή̋. Ένα ΑΕΧ συνιστά ένα υλικό αντικείµενο, έστω και αν κατά την ανασκαφή εντοπίζεται η άυλη µορφή του στο χώρο (π.χ. ένα̋ απορριµµατικό̋ λάκκο̋). Ο χώρο̋ που καταλαµβάνει ένα ΑΕΧ µπορεί να συνδέεται µε τοπολογικά κριτήρια µε κάποιο άλλο ΑΕΧ. Ταυτόχρονα µια ανασκαφική ενότητα Υπό αυτή την έννοια προσοµοιάζει ένα τεµαχισµένο αγγείο που συναπαρτίζεται από επιµέρου̋ κοµµάτια. 120 189 µπορεί να εντοπίσει, αλλά και να αφαιρέσει ένα ΑΕΧ υποδηλώνοντα̋ ένα βαθµό χωρική̋ σύµπτωση̋ µεταξύ των δύο αντικειµένων. Εικόνα 7.5. Η κλάση ΑΕΧ και η σχέση τη̋ µε την ανασκαφική ενότητα. Ο ανασκαφικό̋ τοµέα̋ ή το σκάµµα (Εικ. 7.6) συνιστά το χωρικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται όλα τα ανασκαφικά αντικείµενα (π.χ. ανασκαφική ενότητα, ΑΕΧ, δείγµα, εύρηµα). Οι ανασκαφικοί τοµεί̋ συνδέονται µεταξύ του̋ µε τοπολογικέ̋ σχέσει̋. Κάθε ανασκαφικό̋ τοµέα̋ περιλαµβάνει επιπλέον έναν αριθµό στρωµατογραφικών τοµών, δηλαδή κατακόρυφε̋ τοµέ̋ άσκαφτων τµηµάτων, συνήθω̋ στα όρια κάθε τοµέα, όπου αποτυπώνεται η φυσική στρωµατογραφία. Εικόνα 7.6. Ο ανασκαφικό̋ τοµέα̋ και οι επιµέρου̋ σχέσει̋ στι̋ οποίε̋ µετέχει. Κάθε στρωµατογραφική τοµή µπορεί να διακριθεί σε επιµέρου̋ στρωµατογραφικέ̋ ενότητε̋ (Εικ. 7.7) που αντιστοιχούν στο ίχνο̋ τη̋ επίχωση̋ στο συγκεκριµένο σηµείο τη̋ τοµή̋. Για κάθε ενότητα συµπληρώνεται πληροφορία σχετικά µε τα χαρακτηριστικά τη̋. Ο χώρο̋ που καταλαµβάνει µια ενότητα µπορεί να συνδέεται µε τοπολογικά κριτήρια µε κάποια άλλη ενότητα. Κατά τη 190 Σχεδιασµό̋ συστήµατο̋ στρωµατογραφική ανάλυση ένα̋ αριθµό̋ ανασκαφικών ενοτήτων µπορεί να αντιστοιχηθεί µε κάποιο από τα στρώµατα που διακρίνονται στη στρωµατογραφία. Εικόνα 7.7. Οι κλάσει̋ στρωµατογραφική̋ τοµή̋ και ενότητα̋. Οι ανασκαφικέ̋ φωτογραφίε̋ αποτυπώνουν την κατάσταση σε κάποιο σηµείο ή στο σύνολο ενό̋ σκάµµατο̋ µετά την αφαίρεση µια̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋ (Εικ. 7.8). Σχετίζονται µε µια ή πολλέ̋ ανασκαφικέ̋ ενότητε̋, ανάλογα µε την εικονιζόµενη έκταση. Παράλληλα, αποτελούν οπτικό τεκµήριο των στρωµατογραφικών τοµών. Εικόνα 7.8. Η κλάση τη̋ ανασκαφική̋ φωτογραφία̋. Το ανασκαφικό σχέδιο αναφέρεται στην αποτύπωση και την ερµηνεία τη̋ κατάσταση̋ ενό̋ ανασκαφικού τοµέα µετά την αφαίρεση µια̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋ (Εικ. 7.9). Σε συγκεκριµένε̋ περιπτώσει̋, ενδέχεται να σχετίζεται και µε την αποτύπωση ενό̋ ΑΕΧ. Παράλληλα συνδέεται µε την αποτύπωση τη̋ στρωµατογραφία̋ και το διαχωρισµό επιµέρου̋ στρωµατογραφικών ενοτήτων. Το φωτογραφικό υπόβαθρο επάνω στο οποίο βασίζεται η σχεδιαστική αποτύπωση αποθηκεύεται ω̋ χαρακτηριστικό του ανασκαφικού σχεδίου. 191 Εικόνα 7.9. Η κλάση του ανασκαφικού σχεδίου. Όλε̋ οι προηγούµενε̋ κλάσει̋ αποτελούν τα βασικά στοιχεία οργάνωση̋ του συνόλου των πληροφοριών που καταχωρούνται στο επίπεδο τη̋ πρωτογενού̋ καταγραφή̋. Οι ιδιότητε̋ κάθε αντικειµένου στο µοντέλο δεδοµένων περιορίζονται στο αρχικό επίπεδο καταγραφή̋ κατά την ανασκαφή και δεν επεκτείνονται σε όλε̋ τι̋ υπο-περιοχέ̋ των εξειδικευµένων υλικών αναλύσεων (π.χ. εξέταση κεραµική̋ για ίχνη τροφή̋) προκειµένου να διατηρηθεί η απλότητα του µοντέλου (Εικ. 7.10). Εικόνα 7.10. Συνολική άποψη των βασικών κλάσεων του µοντέλου. 192 Σχεδιασµό̋ συστήµατο̋ 7.1.2. Κλάσει̋ συν συνάθροιση̋ υνάθροιση̋ Η στρωµατογραφική ανάλυση και η χρονολογική διάκριση αντικατοπτρίζουν µια διαδικασία οµαδοποίηση̋ ανασκαφικών ενοτήτων και ΑΕΧ. Με την ενσωµάτωση ενό̋ ιεραρχικού µηχανισµού συνάθροιση̋ στο µοντέλο, που αναφέρεται σε διαδοχικά στάδια οµαδοποίηση̋, η βάση δεδοµένων µπορεί να χρησιµοποιηθεί για τη δηµιουργία νέα̋ πληροφορία̋. Πιο συγκεκριµένα αντικείµενα που ανήκουν σε πρωτογενεί̋ κλάσει̋ καταγραφή̋ οµαδοποιούνται σε δευτερογενεί̋ ερµηνευτικέ̋ κατηγορίε̋ µε βάση συγκεκριµένα αρχαιολογικά κριτήρια. ∆ύο κλάσει̋ εµπίπτουν σε αυτή την κατηγορία: οι ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ και τα ΑΕΧ (Εικ. 7.11). Εικόνα 7.11. Κλάσει̋ συνάθροιση̋ κατά τη στρωµατογραφική µελέτη. Στην πρώτη περίπτωση οι ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ ενοποιούνται σε στρώµατα στο πλαίσιο ενό̋ ανασκαφικού τοµέα αφότου αντιστοιχηθούν µε µία ή περισσότερε̋ στρωµατογραφικέ̋ ενότητε̋. Στη συνέχεια τα στρώµατα από διαφορετικού̋ τοµεί̋ µπορούν να οµαδοποιηθούν σε ευρύτερε̋ οµάδε̋ στρωµάτων. Στη δεύτερη περίπτωση τα ΑΕΧ συναθροίζονται σε ευρύτερε̋ οµάδε̋ ΑΕΧ επιτρέποντα̋ τη δηµιουργία αµιγών οντοτήτων µε ερµηνευτικό χαρακτήρα, όπω̋ ένα σπίτι. Τα αντικείµενα των στρωµάτων, των οµαδοποιηµένων στρωµάτων, αλλά και των οµάδων ΑΕΧ, σχετίζονται µεταξύ του̋ µε τοπολογικέ̋ σχέσει̋. Η οµαδοποίηση µπορεί να συνεχιστεί περαιτέρω οδηγώντα̋ διαδοχικά σε ευρύτερου̋ σχηµατισµού̋, 193 όπω̋ π.χ. µια χρονολογική φάση ή ένα σύνολο κατοικιών. Ωστόσο, η επιλογή αυτή σχετίζεται µε του̋ στόχου̋ τη̋ ανασκαφική̋ µελέτη̋ και τι̋ ιδιαιτερότητε̋ κάθε θέση̋. Σε κάθε περίπτωση, η δηµιουργία ενό̋ οµαδοποιηµένου αντικειµένου συνοδεύεται από τη αποθήκευση πληροφορία̋ που βασίζεται στα επιµέρου̋ πρωτογενή κληρονοµούν αντικείµενα. τα Ταυτόχρονα, χαρακτηριστικά τα του πρωτογενή ανώτερου συστατικά αντικειµένου αντικείµενα (π.χ. τι̋ στρωµατογραφικέ̋ σχέσει̋ στι̋ οποίε̋ µετέχει). Η οργάνωση συνάθροιση̋ τη̋ επιτρέπει στρωµατογραφική̋ την επαλήθευση µελέτη̋ τη̋ µέσω µια̋ αντιστοίχηση̋ των διαδικασία̋ επιµέρου̋ ανασκαφικών ενοτήτων µε ενιαίε̋ επιχώσει̋ κατά την ανασκαφή στο πεδίο. Επιπλέον, παρέχει ένα ακόµη πλεονέκτηµα, δεδοµένου ότι οι καταγεγραµµένε̋ πληροφορίε̋ κατά τη διάρκεια τη̋ ανασκαφή̋ διατηρούνται άθικτε̋, ενώ οι ενδεχόµενε̋ τροποποιήσει̋ κατά τη διάρκεια τη̋ στρωµατογραφική̋ µελέτη̋ αποθηκεύονται ω̋ ερµηνευτικά σχόλια στι̋ δευτερογενεί̋ κλάσει̋ (Εικ. 7.12). Εικόνα 7.12. Συνολική άποψη των θεµατικών κλάσεων και των µεταξύ του̋ συσχετίσεων. 194 Σχεδιασµό̋ συστήµατο̋ Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η ακεραιότητα των πρωτογενών δεδοµένων, εφόσον τα νέα δεδοµένα αποθηκεύονται σε διαφορετικά αντικείµενα σε ανώτερη κλίµακα. Παράλληλα, η δηµιουργία δευτερογενού̋ αντικειµένου ω̋ ερµηνευτική πράξη µπορεί να δικαιολογηθεί σε κείµενο και να διατηρηθεί ω̋ πληροφορία. Οι συγκεκριµένε̋ κλάσει̋ επεκτείνουν το εννοιολογικό µοντέλο και συντελούν στην αντιµετώπιση τµηµονοµικών ζητηµάτων που συνιστούν µια από τι̋ µεγαλύτερε̋ δυσχέρειε̋ των υφιστάµενων ψηφιακών συστηµάτων. Ο θεµατικό̋ χαρακτήρα̋ του µοντέλου µπορεί να επεκταθεί περαιτέρω λαµβάνοντα̋ υπόψη το υποκείµενο τη̋ έρευνα̋, τον αρχαιολόγο. Κάθε αντικείµενο του µοντέλου σχετίζεται µε µια πράξη καταγραφή̋ που διεκπεραιώνεται από κάποιο πρόσωπο. Για διαχειριστικού̋ λόγου̋ είναι χρήσιµη η αποθήκευση των στοιχείων κάθε καταχωρητή πληροφορία̋ στο σύστηµα. Η κλάση του δράστη ολοκληρώνει τη θεµατική διάσταση του µοντέλου περιλαµβάνοντα̋ πληροφορίε̋ σχετικά µε του̋ συνεργάτε̋ τη̋ ανασκαφή̋. Κάθε συνεργάτη̋ µπορεί να συνδεθεί µε την καταχώρηση πληροφορία̋ σε διαφορετικά αντικείµενα (Εικ. 7.13). Εικόνα 7.13. Η κλάση του δράστη και οι σχέσει̋ τη̋ µε άλλε̋ κλάσει̋ του µοντέλου. 7.1.3. Χωρικέ̋ κλάσε κλάσει̋ λάσει̋ Για την αποτελεσµατική λειτουργία των ΣΓΠ επιβάλλεται ο καθορισµό̋ των βασικών στοιχείων του µοντέλου που χρήζουν χωρική̋ απεικόνιση̋. Είναι κρίσιµο λοιπόν να εντοπιστούν τα αντικείµενα µε χωρικό χαρακτήρα και να προσδιοριστεί ο τρόπο̋ οπτικοποίηση̋ σύµφωνα µε τα υφιστάµενα 3∆ χωρικά πρότυπα. Από την παρουσίαση των θεµατικών αντικειµένων προκύπτουν επτά αµιγώ̋ χωρικά 195 αντικείµενα µε βάση τα οποία µπορούν να απεικονιστεί το σύνολο των ανασκαφικών δεδοµένων. Αυτά είναι τα εξή̋: α) Ανασκαφικό̋ τοµέα̋: προσδιορίζει το χώρο ανασκαφή̋ στην επιφάνεια του εδάφου̋ τη̋ θέση̋. Η οπτικοποίησή του έγκειται στο σχεδιασµό του περιγράµµατο̋ που το οριοθετεί ω̋ ένα σύνολο τρισδιάστατων γραµµικών στοιχείων που ακολουθούν τη µορφολογία του εδάφου̋. β) Ανασκαφική ενότητα: αποτελεί µια υποδιαίρεση ενό̋ ευρύτερου αρχαιολογικού στρώµατο̋. Συνιστά ένα διακριτό αντικείµενο µε σαφή όρια που σχετίζεται µε πολλαπλέ̋ µεταβλητέ̋ (π.χ. συνεκτικότητα, υφή χώµατο̋). Η οπτικοποίησή τη̋ δύναται να χρησιµοποιηθεί ω̋ µέσο απεικόνιση̋ των χαρακτηριστικών των µαζικών ευρηµάτων (π.χ. κεραµική), εφόσον οριοθετεί το χώρο εύρεση̋ των συγκεκριµένων αντικειµένων. Το ίδιο ισχύει βεβαίω̋ και για αντικείµενα µε συγκεκριµένη χωρική ταυτότητα, όπω̋ το δείγµα ή το εύρηµα, τα χαρακτηριστικά των οποίων εννοιολογικά αναφέρονται στο σύνολο τη̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋ από την οποία προέρχονται. Η ανασκαφική ενότητα απεικονίζεται ω̋ ένα διακριτό τρισδιάστατο αντικείµενο, που ορίζεται εξωτερικά από τα επίπεδα που στοιχειοθετούν οι επιµέρου̋ τοπογραφικέ̋ µετρήσει̋. Ειδικά για την περίπτωση τη̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋ λαµβάνεται υπόψη η προοπτική τη̋ ενσωµάτωση̋ ενό̋ δεύτερου εναλλακτικού τρόπου απεικόνιση̋ ω̋ πολυγωνική προβολή του ίχνου̋ κάθε αντικειµένου τη̋ κλάση̋ σε κάποιο προσδιορισµένο απεικόνιση κατακόρυφο σχετίζεται µε ή τη οριζόντιο χωρικό δυνατότητα επίπεδο. Η συγκεκριµένη πραγµατοποίηση̋ τοµών που αποτυπώνουν την ακολουθία των ανασκαφικών ενοτήτων σε κάποιο σηµείο του σκάµµατο̋. γ) ∆είγµα: η τοποθεσία κάθε δείγµατο̋ καταγράφεται µε µία τριάδα συντεταγµένων (x, y, z) συντελώντα̋ στην οπτικοποίησή του στη µορφή τρισδιάστατου σηµείου. Ωστόσο, σε συγκεκριµένε̋ περιπτώσει̋, όπω̋ π.χ. κατά τη συλλογή του δείγµατο̋ επίπλευση̋, η χωρική µέτρηση αποτελεί µια προσέγγιση του ευρύτερου χώρου προέλευση̋ τη̋ µάζα̋ του δείγµατο̋. ε) Εύρηµα: αντιστοίχω̋ προ̋ το δείγµα, ένα εύρηµα καταγράφεται µε µια τριάδα συντεταγµένων (x, y, z) στο χώρο και εποµένω̋ µπορεί να αναπαρασταθεί ω̋ τρισδιάστατο σηµείο. δ) Σχέδιο: Τα ανασκαφικά σχέδια έχουν γραµµικό χαρακτήρα και η ερµηνευτική χρησιµότητά του̋ έγκειται στην οριοθέτηση αντικειµένων και περιοχών ενδιαφέροντο̋. Η οπτικοποίησή του̋ συνίσταται στη δηµιουργία ενό̋ συνόλου τρισδιάστατων γραµµικών στοιχείων που ακολουθούν τη µορφολογία του εδάφου̋. γ) Ακίνητο Εύρηµα Χρήση̋: ∆ιαµορφώνει µια σύνθετη τρισδιάστατη επιφάνεια και όχι ένα ογκοµετρικό αντικείµενο, καθώ̋ η διατήρησή του στο χώρο τη̋ ανασκαφή̋ υπονοεί ότι είναι αναπόσπαστο από το ευρύτερο χωρικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Στην περίπτωση τη̋ αφαίρεση̋ ενό̋ ΑΕΧ χρησιµοποιούνται ανασκαφικέ̋ ενότητε̋, οι οποίε̋ ω̋ ογκοµετρικά αντικείµενα αναπαριστούν την αποµάκρυνση τη̋ ύλη̋ που υπήρχε στο σηµείο. 196 ουσιαστικά Σχεδιασµό̋ συστήµατο̋ ζ) Στρωµατογραφική ενότητα: συνιστά ένα αρχαιολογικό στρώµα, όπω̋ αποτυπώνεται στη στρωµατογραφική τοµή κάθε ανασκαφικού µάρτυρα. Μια στρωµατογραφική ενότητα προκύπτει από τη διάκριση επιµέρου̋ επιχώσεων κατά τη σχεδίαση τη̋ στρωµατογραφική̋ τοµή̋. Ω̋ σχήµα αποτελεί επίπεδο πολύγωνο µε κατακόρυφο (ή σχεδόν κατακόρυφο) προσανατολισµό και περίπλοκο περίγραµµα. Σε όλε̋ τι̋ περιπτώσει̋ µε εξαίρεση τα σηµειακά αντικείµενα γίνεται αντιληπτό ότι ο χωρικό̋ προσδιορισµό̋ ενό̋ αρχαιολογικού αντικειµένου συνήθω̋ έπεται τη̋ παρατήρησή̋ του121. Λόγω τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ που έχει ω̋ αποτέλεσµα τη διάσπαση του αντικειµένου τη̋ έρευνα̋ κατά τη συλλογή πληροφοριών, η γραφική απεικόνιση των ανασκαφικών αντικειµένων καθιστά υποχρεωτική την επαγωγική κατασκευή τη̋ γεωµετρία̋ των αντίστοιχων χωρικών µονάδων, µέσα από τι̋ χωρικέ̋ συντεταγµένε̋ που καταγράφονται για το καθένα (Εικ. 7.14). Εικόνα 7.14. 7.14. Οι βασικέ̋ χωρικέ̋ κλάσει̋ του µοντέλου. Εκτό̋ από τα πρωτογενή δεδοµένα τίθεται το ζήτηµα τη̋ απεικόνιση̋ των οµαδοποιηµένων κλάσεων (π.χ. στρώµα). Στην περίπτωσή αυτή το µοντέλο επιτρέπει την έµµεση απεικόνισή του̋ µέσα από τα συστατικά του̋ στοιχεία. Με άλλα λόγια, οι σύνθετοι χωρικοί σχηµατισµοί που προκύπτουν κατά τη στρωµατογραφική ανάλυση µπορούν να απεικονιστούν ω̋ σύνθετα αντικείµενα που αποτελούνται από τι̋ ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ και τα ΑΕΧ αντιστοίχω̋. 7.1.4. Χρονικέ̋ κλάσει̋ κλάσει̋ Ω̋ προ̋ την ενσωµάτωση του χρόνου στο εννοιολογικό µοντέλο τη̋ ανασκαφή̋ προτιµήθηκε η δηµιουργία µια̋ χρονική̋ κλάση̋, η οποία µπορεί να συνδεθεί µε διαφορετικά αντικείµενα, παρά η ενσωµάτωση των χρονικών δεδοµένων σε κάθε περίπτωση, προκειµένου να αποφευχθεί το πρόβληµα του πλεονασµού δεδοµένων σε µεταγενέστερο στάδιο υλοποίηση̋. Π.χ. ο ανασκαφέα̋ αρχικά ορίζει την έκταση µια̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋, σταδιακά αφαιρεί την επίχωση καταγράφοντα̋ τι̋ σχετικέ̋ παρατηρήσει̋ και, αφού ολοκληρώσει την έρευνά του, προσδιορίζει το βάθο̋ τη̋ ενότητα̋ που αφαιρέθηκε. 121 197 Η µελέτη τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ οδήγησε στον εντοπισµό έξι χρονικών κατηγοριών που µπορούν να ενσωµατωθούν σε ένα σύστηµα βάσεων δεδοµένων µέσω τη̋ χρονοσήµανση̋ ω̋ γεγονότα, διάρκειε̋ ή σχετικέ̋ χρονικέ̋ σχέσει̋. Αυτέ̋ οι κατηγορίε̋ ισχύουν για διαφορετικά σύνολα αρχαιολογικών δεδοµένων, αλλά µπορούν να χρησιµοποιηθούν για να προσδιορίσουν τον πολλαπλό χρονολογικό χαρακτήρα µια̋ επίχωση̋. Πιο συγκεκριµένα: α) ο ανασκαφικό̋ χρόνο̋ αναφέρεται στο χρόνο τη̋ πραγµατική̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ και αποδίδεται ω̋ ηµεροµηνία, π.χ. 12/08/2004. β) ο χρόνο̋ διεκπεραίωση̋ (transaction time) αναφέρεται στη στιγµή αποθήκευση̋ τη̋ πληροφορία̋ στο σύστηµα, π.χ. #12-08-2004 18:23:30#. Η αµεταβλητότητα τη̋ πληροφορία̋ από τη στιγµή τη̋ καταχώρηση̋ και έπειτα, επιτρέπει την ταύτιση τη̋ συγκεκριµένη̋ κατηγορία̋ µε τον ανασκαφικό χρόνο122. γ) ο αρχαιολογικό̋ χρόνο̋ αναφέρεται στη χρονολόγηση ενό̋ ανασκαφικού αντικειµένου µε βάση την συσχέτισή του µε κάποια πολιτισµική περίοδο µε συγκεκριµένη διάρκεια. Η απόδοσή τη̋ συγκεκριµένη̋ χρονική̋ κατηγορία̋ χρησιµοποιεί λεκτική πληροφορία ω̋ τυπολογικό προσδιορισµό που µπορεί να αντιστοιχηθεί µε κάποιο µοντέλο ορισµού περιόδων (βλ. Κριτσωτάκη 2005). Το ενδιαφέρον στην περίπτωση αυτή εντοπίζεται στην κλίµακα τη̋ παρατήρηση̋, καθώ̋ µια περίοδο̋ µπορεί να περιλαµβάνει υποπεριόδου̋, φάσει̋ και υποφάσει̋ (π.χ. η Νεότερη Νεολιθική Ι ανήκει στη Νεότερη Νεολιθική που µε τη σειρά τη̋ ανήκει στη Νεολιθική εποχή)123. Η διάσπαση του χρονικού διαστήµατο̋ µια̋ περιόδου σε υποδιαστήµατα µπορεί να αποτελέσει ένα τρόπο απόδοση̋ τη̋ χρονολογική̋ ασάφεια̋, εφόσον η ακρίβεια τη̋ χρονολόγηση̋ ενό̋ αντικειµένου περιορίζει το χρονικό διάστηµα στο οποίο αντιστοιχεί. δ) ο απόλυτο̋ χρόνο̋ αναφέρεται στην απόλυτη χρονολόγηση. Εκφράζει ένα συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα, καθώ̋ σχετίζεται µε ενδείξει̋ εύρου̋ ω̋ προ̋ την ακρίβεια τη̋ χρονολογικού υπολογισµού π.χ. 6400±100 BC. ε) ο οικιστικό̋ χρόνο̋ διακρίνει απόλυτου̋ χρονικού̋ ανασκαφικού̋ ορίζοντε̋, γνωστοί ω̋ οικιστικέ̋ φάσει̋, που αναφέρονται αποκλειστικά στο χρονολογικό πλαίσιο τη̋ ανασκαφική̋ θέση̋. Αποδίδεται ω̋ τυπολογικό̋ προσδιορισµό̋ και δύναται να αντιστοιχηθεί µε συγκεκριµένε̋ πολιτισµικέ̋ περιόδου̋, π.χ. η φάση 3α ανήκει στην πρώιµη Μέση Νεολιθική. στ) ο στρωµατογραφικό̋ χρόνο̋ είναι σχετικό̋ χρόνο̋ που βασίζεται στην οµαδοποίηση των πρωτογενών αντικειµένων παρατήρηση̋ σε ερµηνευτικά σύνολα και τη µεταξύ του̋ χρονολογική συσχέτιση, π.χ. το αρχαιολογικό στρώµα 2β είναι αρχαιότερο του στρώµατο̋ 2α. Αποτυπώνεται µέσω τη̋ χρήση̋ των χρονικών συσχετισµών του Allen (βλ. § 6.4.3) ή µια̋ πιο απλοποιηµένη̋ εκδοχή̋ του̋, όπω̋ 122 Εφόσον η πληροφορία που καταγράφεται δεν τροποποιείται, δεν υπάρχει λόγο̋ διατήρηση̋ διαφορετικών εκδοχών τη̋ ίδια̋ πληροφορία̋ µέσω τη̋ χρήση̋ του χρόνου διεκπεραίωση̋. 123 Βλ. Κριτσωτάκη (2005). 198 Σχεδιασµό̋ συστήµατο̋ περιγράφεται από τον Harris (1979) στο πλαίσιο του στρωµατογραφικού συλλογισµού (βλ. § 2.3). Οι κλάσει̋ αντικειµένων που περιλαµβάνουν χρονολογική πληροφορία εικονίζονται στην εικόνα 7.15. Σε όλε̋ τι̋ περιπτώσει̋ οι χρονικέ̋ τιµέ̋ αποδίδονται ω̋ χρονοσήµατα ή χρονικού̋ συσχετισµού̋ που προσδιορίζουν διαφορετικέ̋ χρονικέ̋ ταυτότητε̋ ενό̋ αντικειµένου και µπορούν να καθοριστούν ή να κληρονοµηθούν από αντιστοίχω̋ συνδεόµενα αντικείµενα. Παραδείγµατο̋ χάριν, µια ενότητα ανασκαφή̋ που καταγράφεται στο 25/5/2003 (ή δηµιουργείται ω̋ εγγραφή στη βάση δεδοµένων στι̋ #25-05-2003 18:23:30#), αποδίδεται στη Νεότερη Νεολιθική µε βάση την τυπολογία τη̋ κεραµική̋, περιέχει ένα C14 δείγµα που χρονολογεί την επίχωση περίπου στα 6730 π.Χ., είναι µέρο̋ ενό̋ στρώµατο̋ που είναι νεότερο από ένα άλλο και συνδέεται µε τη φάση IV τη̋ ανασκαφική̋ θέση̋. Ανάλογα µε το αρχαιολογικό ερώτηµα το κατάλληλο σύνολο χρονικών ιδιοτήτων µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την ανάκτηση ή την ταξινόµηση των ανασκαφικών δεδοµένων. Εικόνα 7.15. Απόδοση χρονολογικού συλλογισµού µε χρονοσήµατα και συσχετισµού̋. 7.1.5. Συνολικό Συνολικό µοντέλο Η απόδοση των ανασκαφικών οντοτήτων µέσω διακριτών αντικειµένων που διαχειρίζονται τη θεµατική, χωρική και χρονική διάσταση τη̋ πληροφορία̋ αποτελεί ένα τρόπο προσαρµογή̋ του µοντέλου τη̋ πυραµίδα̋ στο εννοιολογικό µοντέλο περιγραφή̋ των δεδοµένων τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ (Εικ. 7.16)124. Χρησιµοποιώντα̋ τη µοναδική ταυτοποίηση κάθε αντικειµένου, είναι δυνατή η συνένωση 124 των επιµέρου̋ τµηµάτων σε ένα συνδυαστικό αντικείµενο που Βλ. § 6.5. 199 περιλαµβάνει και τι̋ τρει̋ πτυχέ̋ τη̋ πληροφορία̋. Το αντικείµενο αυτό µπορεί στη συνέχεια να µετέχει σε τµηµονοµικέ̋ και ταξινοµικέ̋ σχέσει̋ που επιτρέπουν τη µεταβίβαση χαρακτηριστικών (π.χ. χωρική απεικόνιση) και συµπεριφορά̋ (π.χ. διάρκεια ζωή̋) από και προ̋ αυτό. Το συνολικό µοντέλο από τη µία επικυρώνει το θεωρητικό υπόβαθρο και τι̋ πρακτικέ̋ παραµέτρου̋ στο πεδίο τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ και από την άλλη αντιµετωπίζει τι̋ δυσχέρειε̋ που περιλαµβάνει η πολύπλοκη οργάνωση και η σύνθετη οπτικοποίηση χωρο-χρονικών δεδοµένων στα ΣΓΠ. Εικόνα 7.16. Απόδοση τη̋ κλάση̋ Ανασκαφική Ενότητα σύµφωνα µε το τριαδικό µοντέλο. 7.2. Σηµασιολογική προτυποποίηση µοντέλου δεδοµένων Η σηµασιολογική προτυποποίηση του µοντέλου κρίθηκε χρήσιµο να λάβει χώρα ήδη κατά τον εννοιολογικό σχεδιασµό αποσκοπώντα̋ στη ρητή περιγραφή των σηµασιολογικών εννοιών και των σχέσεων που υπάρχουν µεταξύ των δεδοµένων. Τα 200 Σχεδιασµό̋ συστήµατο̋ στοιχεία του εννοιολογικού µοντέλου προτυποποιήθηκαν χρησιµοποιώντα̋ το σηµασιολογικό πρότυπο CIDOC-CRM ISO 21127125. Προκειµένου να επιτευχθεί σηµασιολογική συνέπεια µε το πρότυπο CIDOCCRM, αλλά και ω̋ ένδειξη του βαθµού ταύτιση̋ τη̋ εννοιολογική̋ περιγραφή̋ των δεδοµένων ανάµεσα σε διαφορετικέ̋ ανασκαφικέ̋ µεθοδολογίε̋ χρησιµοποιήθηκαν σχεδιαστικά πρότυπα (design patterns) από το οντολογικό µοντέλο του Κέντρου Αρχαιολογία̋ (Centre for Archaeology)(Cripps et al. 2004). Περαιτέρω πληροφορίε̋ για την πλήρη περιγραφή των όρων και του τρόπου υλοποίηση̋ του προτύπου αναφορά̋ αντλήθηκαν από το κείµενο ορισµού του προτύπου (Crofts et al. 2008)126. Ακόµη, χρησιµοποιήθηκε το κείµενο συσχέτιση̋ των εννοιών του CIDOC-CRM µε το πρότυπο γεωγραφικού ορισµού OpenGIS για τον προσδιορισµό εννοιών που αναφέρονται στα χωρικά χαρακτηριστικά τη̋ πληροφορία̋ (Doerr 2001)127. Όπω̋ αναφέρεται στο επίσηµο κείµενο ορισµού του CIDOC-CRM, η εναρµόνιση µε το πρότυπο σχετίζεται µε το είδο̋ των δυνατοτήτων τη̋ επικοινωνία̋ δεδοµένων που υποστηρίζονται στο πλαίσιο τη̋ διαλειτουργικότητα̋ µεταξύ πληροφοριακών συστηµάτων. Η συγκεκριµένη προσπάθεια αποσκοπεί στην υποστήριξη τη̋ δυνατότητα̋ εξαγωγή̋ του σχήµατο̋ και των ίδιων των δεδοµένων τη̋ ανασκαφική̋ βάση̋ σε κωδικογραφηµένη µορφή (π.χ. XML) χωρί̋ την απώλεια νοήµατο̋ ω̋ προ̋ τι̋ υποστηριζόµενε̋ έννοιε̋ του CIDOC-CRM. Υπό αυτή την έννοια δίνεται έµφαση στην τεκµηρίωση και αντιστοίχηση κάθε στοιχείου του µοντέλου µε έννοιε̋ του προτύπου και όχι στην προσαρµογή του µοντέλου σε υφιστάµενε̋ δοµέ̋ δεδοµένων που υποστηρίζουν το σχήµα του CIDOC-CRM128. Η διαδικασία προτυποποίηση̋ µεταχειρίστηκε στερεότυπα τη̋ UML (Cripps et al. 2004). Πρόκειται για µηχανισµού̋ επέκταση̋ του λεξιλογίου τη̋ UML που επιτρέπουν την προτυποποίηση δοµικών στοιχείων τη̋ UML στο πλαίσιο συγκεκριµένων προδιαγραφών. Ένα στερεότυπο προσδιορίζεται µε την αναγραφή του ονόµατό̋ του µέσα σε εισαγωγικά π.χ. «Ε53 Place». Η συσχέτιση ενό̋ στοιχείου του µοντέλου µε ένα στερεότυπο υποδηλώνει ότι η συµπεριφορά του αντικειµένου στο πλαίσιο τη̋ εφαρµογή̋ αντιστοιχεί µε τη συµπεριφορά τη̋ έννοια̋, όπω̋ αυτή προσδιορίζεται στο πρότυπο CIDOC-CRM. Αναλυτική περιγραφή τη̋ αντιστοίχηση̋ του συνόλου των κλάσεων, των χαρακτηριστικών και των συσχετίσεων του εννοιολογικού µοντέλου µε το πρότυπο CIDOC-CRM παρατίθεται στο Παράρτηµα Β’. Σε πρώτο επίπεδο, οι κλάσει̋ του εννοιολογικού µοντέλου αντιστοιχήθηκαν µε οντότητε̋ (Entities) του οντολογικού προτύπου129. Τα ευρήµατα και τα δείγµατα Βλ. § 6.2.3. Μετάφραση του προτύπου στα ελληνικά προσφέρεται από του̋ Κωνσταντόπουλο̋ et al. (2005). Προτιµήθηκε, ωστόσο, η χρήση του διεθνού̋ αγγλικού προτύπου προκειµένου να είναι εξασφαλισµένη η οµαλή ενσωµάτωση και µετάφραση των όρων από τα προγράµµατα CASE που χρησιµοποιήθηκαν κατά τη µοντελοποίηση. 127 Για τη διευκρίνιση των όρων του προτύπου ο αναγνώστη̋ µπορεί να ανατρέξει στα προαναφερθέντα κείµενα. 128 Σε αυτό το πλαίσιο το τελικό προτυποποιηµένο µοντέλο τη̋ ανασκαφική̋ βάση̋ ω̋ προ̋ τη συµβατότητα µε το πρότυπο CIDOC-CRM αναµένεται να ενταχθεί στην κατηγορία των εξαγώγιµων µοντέλων δεδοµένων (export compatible). 129 Π.χ. Εύρηµα = E19 Physical Object. 125 126 201 προσδιορίστηκαν ω̋ φυσικά αντικείµενα (Ε19 Physical Objects). Οι ανασκαφικοί τοµεί̋ ορίζουν χώρο, οπότε αναφέρονται σε χωρικά πλαίσια (Ε53 Place). Ωστόσο, στην περίπτωση τη̋ ανασκαφική̋ και τη̋ στρωµατογραφική̋ ενότητα̋, αλλά και των κλάσεων συνάθροιση̋ στι̋ οποίε̋ µετέχουν (π.χ. ένα αρχαιολογικό στρώµα) προτιµήθηκε η χρήση ενό̋ συνδυαστικού προσδιορισµού (∪ Ε53 Place, E19 Physical Object), εφόσον ω̋ έννοιε̋ υποδηλώνουν τόσο το χωρικό πλαίσιο, όσο και το υλικό που περιλαµβάνει. Τα ΑΕΧ θεωρούνται ω̋ φυσικά µορφώµατα (E26 Physical Feature) λόγω τη̋ αναπόσπαστη̋ προσαρµογή̋ του̋ στον περιβάλλοντα εδαφικό ιστό. Τέλο̋, τα ανασκαφικά σχέδια και οι φωτογραφίε̋ προσδιορίζονται ω̋ πληροφοριακά αντικείµενα (Ε73 Information Object και E38 Image αντιστοίχω̋). Οι σχέσει̋ µεταξύ των κλάσεων αυτών προσδιορίστηκαν µε τη χρήση των ιδιοτήτων (properties) του προτύπου130. Οι ιδιότητε̋ καθορίζουν τη λογική σχέση ανάµεσα στι̋ οντότητε̋ του προτύπου. Κατά συνέπεια η επιλογή τη̋ κατάλληλη̋ ιδιότητα̋ εξασφαλίζει τη λογική ορθότητα τη̋ συσχέτιση̋. Παράλληλα αντιστοιχήθηκαν τα χαρακτηριστικά κάθε κλάση̋ µε αυτόνοµε̋ οντότητε̋ του προτύπου και σηµειώθηκε ο τρόπο̋ συσχέτιση̋ µε τι̋ κλάσει̋ που τα περιέχει131. Η προτυποποιηµένη µορφή των θεµατικών κλάσεων του εννοιολογικού µοντέλου και των µεταξύ του̋ συσχετισµών παρατίθεται στην εικόνα 7.17. Στη συνέχεια αναλύθηκαν οι συσχετισµοί µεταξύ των προτυποποιηµένων θεµατικών κλάσεων περιβάλλον. Κάθε και τη̋ χωρική̋ του̋ απεικόνιση̋ στο χαρτογραφικό γραφικό αντικείµενο µια̋ χωρική̋ κλάση̋ ουσιαστικά πραγµατώνει ένα ψηφιακό χωρικό αντίγραφο του αντικειµένου που καταγράφεται. Υπό αυτή την έννοια τα χωρικά αντικείµενα αποτελούν πληροφοριακά αντικείµενα (E73 Information Objects), που αναφέρονται σε αντικείµενα του πεδίου εφαρµογή̋ προσφέροντα̋ µια εναλλακτική υπόσταση του αντικειµένου που καταγράφεται. Η δηµιουργία του̋ βασίζεται στη χρήση των χωρικών συντεταγµένων (Ε47 Spatial Coordinates), που προσδιορίζουν την πραγµατική τοποθεσία των αντικειµένων που πρόκειται να αναπαρασταθούν γραφικά (Εικ. 7.18). Ιδιαίτερα χρήσιµη αποδείχθηκε η εκφραστικότητα του προτύπου CIDOC-CRM ω̋ προ̋ τη µοντελοποίηση τη̋ χρονική̋ πληροφορία̋. Η έννοια του συµβάντο̋ (Ε5 Event) επιτρέπει τη διατύπωση των χρονικών συσχετισµών µεταξύ των κλάσεων του µοντέλου. Η χρήση τη̋ έννοια̋ εξυπηρετεί το συνδυασµό µια̋ αλληλουχία̋ γεγονότων που σχετίζονται µε τη δηµιουργία ή την τροποποίηση συγκεκριµένη̋ πληροφορία̋ και περιλαµβάνει δράστε̋ σε συγκεκριµένου̋ ρόλου̋ (π.χ. η κατηγοριοποίηση ενό̋ ευρήµατο̋ περιγράφεται ω̋ διαδικασία που περιλαµβάνει το συµβάν τη̋ κατηγοριοποίηση̋ από κάποιον ειδικό132). Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει την ορθολογική και εκφραστική περιγραφή τη̋ ανασκαφή̋ σε επίπεδο διαδικασιών. Π.χ. Εύρηµα (Ε19 Physical Object) – P53 has former or current location in – Ανασκαφική Ενότητα (E53 Place). 131 Π.χ. Υλικό ευρήµατο̋ (Ε55 Type) – P45 is incorporated in – Εύρηµα (E19 Physical Object). 132 Π.χ. ένα εύρηµα (Ε19 Physical Object) χαρακτηρίστηκε (P41 was classified by) κατά το συµβάν απόδοση̋ τύπου (Ε17 Type Assignment), που πραγµατοποιήθηκε (P14 carried out by) από ένα δράστη (Ε39 Actor) αποδίδοντα̋ το εύρηµα (P42 assigned) σε κάποιο συγκεκριµένο τύπο αντικειµένου (E55 Type) λ.χ. κεραµική. 130 202 Σχεδιασµό̋ συστήµατο̋ Εικόνα 7.17. Απεικόνιση τη̋ αντιστοίχηση̋ των θεµατικών κλάσεων και των µεταξύ του̋ συσχετισµών στο πρότυπο CIDOC-CRM. 203 Εικόνα 7.18. 7.18. Απεικόνιση τη̋ αντιστοίχηση̋ των θεµατικών κλάσεων µε τη χωρική του̋ αναπαράσταση στο πρότυπο CIDOC-CRM. Η χρήση τη̋ συγκεκριµένη̋ έννοια̋ επεκτείνει την εκφραστικότητα στατικών τεχνικών µοντελοποίηση̋ που περιλαµβάνουν µόνο οντότητε̋ ή αντικείµενα και τι̋ µεταξύ του̋ σχέσει̋. Ταυτόχρονα επιτρέπει την ανίχνευση και διόρθωση λογικών ανακολουθιών κατά τη µοντελοποίηση. Ωστόσο, σε πολλέ̋ περιπτώσει̋ και ιδιαίτερα κατά την υλοποίηση ενό̋ µοντέλου δεδοµένων η έννοια του συµβάντο̋ δεν αποτυπώνεται µε άµεσο τρόπο, αλλά υποκρύπτεται133. Κατά τη διάρκεια τη̋ ανασκαφή̋ λαµβάνουν χώρα ενέργειε̋ των αρχαιολόγων που αποσκοπούν είτε στη δηµιουργία συγκεκριµένων ενοτήτων παρατήρηση̋ είτε στην απόδοση χαρακτηριστικών σε αυτέ̋. Η ενσωµάτωση των ενεργειών αυτών στο µοντέλο δεδοµένων καθίσταται αναγκαία προκειµένου: α) να εξασφαλιστεί η ορθότητα τη̋ περιγραφή̋ των διαδικασιών τη̋ αρχαιολογική̋ ερµηνεία̋ και β) να είναι δυνατό̋ ο διαχωρισµό̋ των γεγονότων που αναφέρονται σε ερµηνευτικέ̋ πράξει̋ στο παρόν από τα γεγονότα που διαµόρφωσαν στο παρελθόν τα αντικείµενα τη̋ αρχαιολογική̋ παρατήρηση̋. 133 Μεταξύ των εννοιών του προτύπου προσφέρονται συντοµεύσει̋ που περιγράφουν περιληπτικά ένα συλλογισµό ή µια αλληλουχία δεδοµένων. Οι συντοµεύσει̋ χρησιµοποιούνται, όπου η κοινή πρακτική τεκµηρίωση̋ αναφέρεται µόνο στο αποτέλεσµα του συλλογισµού και όχι στην πλήρω̋ ανεπτυγµένη αλληλουχία: π.χ. η έκφραση τη̋ σηµ. 15 απλοποιείται ω̋ εξή̋: ένα εύρηµα (Ε19 Physical Object) έχει τύπο (P2 has type) λ.χ. κεραµική (E55 Type). Ωστόσο, επισηµαίνεται ότι η χρήση συντοµεύσεων ενδέχεται να δηµιουργεί παρερµηνείε̋ των συσχετισµών και συνίσταται η τεκµηρίωση τη̋ πλήρου̋ ανάπτυξη̋ τη̋ συλλογιστική̋, όπου κρίνεται απαραίτητο (Crofts et al. 2008). 204 Σχεδιασµό̋ συστήµατο̋ Λαµβάνοντα̋ υπόψη τα προηγούµενα η ανασκαφική έρευνα θεωρείται ω̋ µια σύγχρονη δραστηριότητα (Ε7 Activity), η οποία µπορεί να αναλυθεί σε επιµέρου̋ εξειδικευµένε̋ δράσει̋, όπω̋: • η συγκρότηση διαφορετικών ενοτήτων παρατήρηση̋ µέσα από την τροποποίηση τη̋ φυσική̋ θέση̋ των αντικειµένων κατά την ανασκαφή (E80 Part Removal), • η δηµιουργία αρχειακών αντικειµένων που σχετίζονται µε την τεκµηρίωση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋, όπω̋ τα σχέδια και οι φωτογραφίε̋ (Ε65 Creation), • η µέτρηση και η απόδοση χαρακτηριστικών στι̋ ενότητε̋ παρατήρηση̋ ή τεκµηρίωση̋ που δηµιουργούνται (E13 Attribute Assignment). Κάθε δραστηριότητα διεκπεραιώνεται από κάποιο πρόσωπο (Ε39 Actor) σε συγκεκριµένο ρόλο, π.χ. ω̋ ανασκαφέα̋, και προσδιορίζεται χρονικά µε την καταγραφή τη̋ ηµεροµηνία̋ κατά την οποία λαµβάνει χώρα (Εικ. 7.19). Εικόνα 7.19. Απεικόνιση των συσχετισµών µεταξύ των δραστηριοτήτων τεκµηρίωση̋ και των κλάσεων αρχαιολογική̋ παρατήρηση̋ στο πρότυπο CIDOC-CRM. Κατά τη διάρκεια τη̋ ανασκαφική̋ µελέτη̋ ο αρχαιολόγο̋ προχωρά σε συµπεράσµατα σχετικά µε γεγονότα που δηµιούργησαν ή προσέδωσαν στα ανασκαφικά ευρήµατα τα χρονολογικά του̋ χαρακτηριστικά. Η χρονολόγηση̋ ενό̋ ανασκαφικού αντικειµένου, π.χ. ενό̋ ευρήµατο̋, από τη µία σχετίζεται µε τη δραστηριότητα απόδοση̋ κάποιου χαρακτηριστικού στο παρόν (Ε13 Attribute Assignment) και από την άλλη αναφέρεται είτε στη στιγµή τη̋ δηµιουργία̋ είτε στη 205 διάρκεια ζωή̋ ή χρήση̋ του συγκεκριµένου αντικειµένου στο παρελθόν (E63 Beginning of Existence). Η χρονολόγηση µπορεί να λάβει διαφορετικέ̋ µορφέ̋, ωστόσο, σε όλε̋ τι̋ περιπτώσει̋ µπορεί να αντιστοιχηθεί µε συµβάντα που εντάσσονται σε κάποιο χρονικό διάστηµα (E52 Time-span), το οποίο µπορεί να προσδιοριστεί στο πλαίσιο τη̋ διάρκεια̋ κάποια̋ πολιτισµική̋ περιόδου (Ε4 Period), π.χ. Μέση Νεολιθική, ή κάποιου υπολογίσιµου χρονικού εύρου̋ (E61 Time Primitive), π.χ. 6250-6200 B.P., ή τέλο̋ κάποιου εναλλακτικού χρονικού προσδιορισµού (Ε41 Time Appellation), π.χ. την οικιστική φάση IV τη̋ θέση̋ (Εικ. 7.20). Εικόνα 7.20. Απεικόνιση των συσχετισµών µεταξύ των δραστηριοτήτων δηµιουργία̋ και των σχετικών κλάσεων στο πρότυπο CIDOC-CRM. Με ανάλογο τρόπο µπορούν να αντιµετωπιστούν οι σχετικοί χρονολογικοί προσδιορισµοί των ανασκαφικών αντικειµένων κατά τη στρωµατογραφική ανάλυση. Ουσιαστικά η παλαιότητα ενό̋ αντικειµένου σε σχέση µε κάποιο άλλο υπονοεί ότι το συµβάν τη̋ δηµιουργία̋ του πρώτου (E63 Beginning of Existence) συνέβη πριν τη στιγµή δηµιουργία̋ του δεύτερου. Υπό αυτή την έννοια, κάθε αντικείµενο µια̋ δευτερογενού̋ ανασκαφική̋ κλάση̋ σχετίζεται µε ένα µοναδικό επεισόδιο δηµιουργία̋, το οποίο µπορεί να συσχετιστεί µε τα συµβάντα που δηµιούργησαν άλλα αντικείµενα χρησιµοποιώντα̋ συγκεκριµένε̋ χρονικέ̋ σχέσει̋ του προτύπου CIDOC-CRM που αντιστοιχούν στου̋ χρονικού̋ συσχετισµού̋ του Allen (Εικ. 7.21). Συνολικά, σε επίπεδο υλοποίηση̋ η αντιστοίχηση των στοιχείων του εννοιολογικού µοντέλου µε εκείνα του προτύπου CIDOC-CRM αποτέλεσε µια άσκηση συνειδητοποίηση̋ τη̋ λογική̋ που εµπεριέχεται στην ανασκαφική µεθοδολογία των Παλιαµπέλων Κολινδρού. Εκτό̋ από την επαλήθευση τη̋ λογική̋ συνέπεια̋ τη̋ εννοιολογική̋ περιγραφή̋ των δεδοµένων εφαρµογή̋, συνέβαλε στην αποσαφήνιση συγκεχυµένων απόψεων ω̋ προ̋ τον ορισµό βασικών εννοιών τη̋ ανασκαφική̋ 206 Σχεδιασµό̋ συστήµατο̋ διαδικασία̋134. Ωστόσο, η πιο σηµαντική συνεισφορά σχετίζεται µε τη µεταχείριση τη̋ έννοια̋ του συµβάντο̋, που επιτρέπει τη διάκριση µεταξύ του συµβάντο̋ παρατήρηση̋ και του συµβάντο̋ δηµιουργία̋ του αντικειµένου παρατήρηση̋ παρέχοντα̋ έναν εκφραστικό τρόπο ενσωµάτωση̋ τη̋ αρχαιολογική̋ χρονολογική̋ συλλογιστική̋ στο µοντέλο δεδοµένων. Εικόνα 7.21. Απεικόνιση των τακτικών χρονολογικών συσχετισµών µεταξύ των ανασκαφικών κλάσεων στο πρότυπο CIDOC-CRM. Ω̋ προ̋ τι̋ πρακτικέ̋ επιπτώσει̋ του εγχειρήµατο̋, η διαδικασία προτυποποίηση̋ επέτρεψε την οργάνωση των δεδοµένων τη̋ ανασκαφή̋ µε τρόπο που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόµενο τη̋ µελλοντική̋ του̋ ενσωµάτωση̋ σε ευρύτερε̋ βιβλιοθήκε̋ αρχαιολογικών δεδοµένων. Η συγκεκριµένη προοπτική κρίνεται βεβαίω̋ µακροπρόθεσµη, καθώ̋ τα λειτουργικά παραδείγµατα παρόµοιων συστηµάτων είναι περιορισµένα (π.χ. Doerr et al. 2004b). Ωστόσο, πολλοί ερευνητέ̋ υποστηρίζουν, ότι οι εντεινόµενη έρευνα στο πεδίο τη̋ σηµασιολογική̋ προτυποποίηση̋ και των εργαλείων που την υποστηρίζουν µπορεί να συµβάλλει στη ριζική αλλαγή τη̋ πρόσβαση̋ τη̋ πληροφορία̋ από το ευρύτερο ερευνητικό κοινό (Peuquet 2001:311314, Doerr & Iorizzo 2008). Προ̋ αυτή την κατεύθυνση, η παρούσα υλοποίηση, λόγω τη̋ χρήση̋ των ΣΓΠ, µπορεί να αποτελέσει ένα αρκετά σύνθετο παράδειγµα, προκειµένου να δοκιµαστούν οι δυνατότητε̋ µηχανική̋ ανταλλαγή̋ δεδοµένων. 7.3. Καθορισµό̋ λειτουργιών συστήµατο̋ Παράλληλα µε το εννοιολογικό µοντέλο έλαβε χώρα η περιγραφή των βασικών λειτουργιών του συστήµατο̋. Σε αυτό το επίπεδο καταβλήθηκε προσπάθεια για τον προσδιορισµό των διακριτών διαδικασιών στι̋ οποίε̋ µετέχει κάθε χρήστη̋ κατά την αλληλεπίδρασή του µε το σύστηµα. 134 Ενδεικτικό παράδειγµα αποτελεί η περίπτωση τη̋ αποκάλυψη̋ ανθρωπολογικού υλικού, η οποία χαρακτηριζόταν από διαφορετικού̋ ερευνητέ̋ είτε ω̋ ειδική κατηγορία ευρήµατο̋ είτε ω̋ δοµικό στοιχείο ενό̋ ΑΕΧ (ταφή). 207 7.3.1. Χρήστε̋ συστήµατο̋ Όπω̋ έγινε αντιληπτό κατά τη σηµασιολογική περιγραφή των ανασκαφικών διαδικασιών, στη διάρκεια τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ συµµετέχουν πρόσωπα µε διαφορετικέ̋ ανάγκε̋ και ρόλου̋ που αλληλεπιδρούν µε τα αρχαιολογικά δεδοµένα κατά την εισαγωγή, την επεξεργασία και την ερµηνεία του̋. Οι χρήστε̋ συντίθενται από του̋ συνεργάτε̋ του ερευνητικού προγράµµατο̋ που µεταχειρίζονται το πληροφοριακό σύστηµα για την πραγµατοποίηση συγκεκριµένων αυτοτελών εργασιών στο πλαίσιο τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋. Στην περίπτωση τη̋ ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων προσδιορίζονται τέσσερι̋ κύριοι χρηστικοί ρόλοι: α) Ο Καταχωρητή̋ εισάγει, τροποποιεί και διαγράφει πρωτογενεί̋ καταχωρήσει̋ σε ειδικά διαµορφωµένα ψηφιακά δελτία καταγραφή̋. β) Ο Μελετητή̋ εξετάζει τα δεδοµένα στο περιβάλλον οπτικοποίηση̋, πραγµατοποιεί αναφορέ̋ σχετικά µε τη µελέτη του, εξάγει δεδοµένα µε σκοπό την εκτέλεση εξωτερικών αρχαιολογικών αναλύσεων και τα επανεισάγει στο σύστηµα. ∆εν έχει δικαίωµα δηµιουργία̋ και αποθήκευση̋ νέα̋ πληροφορία̋ στο ίδιο το σύστηµα. γ) Ο Ερµηνευτή̋135 πραγµατοποιεί τη διερεύνηση και την αναβάθµιση των δεδοµένων κατά τη στρωµατογραφική ανάλυση στο περιβάλλον οπτικοποίηση̋. Έχει δυνατότητα δηµιουργία̋ και αποθήκευση̋ νέα̋ πληροφορία̋ και µπορεί να ενηµερώσει υπάρχοντα δεδοµένα. Επιπλέον, εξετάζει τα αποτελέσµατα των ειδικών αναλύσεων µε τη βοήθεια του συστήµατο̋. δ) ο ∆ιαχειριστή̋ του συστήµατο̋ είναι υπεύθυνο̋ για το σύνολο των δεδοµένων τη̋ βάση̋. Μεταξύ των καθηκόντων του περιλαµβάνονται η επεξεργασία τη̋ χωρική̋ πληροφορία̋, η δηµιουργία των χωρικών γραφικών αντικειµένων µε βάση την πρωτογενή καταγραφή (αποθηκευµένε̋ συντεταγµένε̋) και η εισαγωγή του̋ στη βάση δεδοµένων. Ακόµη επεξεργάζεται τα µεταδεδοµένα του συστήµατο̋ και διαχειρίζεται τα δεδοµένα που αποθηκεύονται εκτό̋ βάση̋ ω̋ αυτόνοµα αρχεία του Η/Υ. Τέλο̋, έχει δυνατότητα τροποποίηση̋ του φυσικού µοντέλου αποθήκευση̋ και αναλαµβάνει την ανανέωση των τιµών για κάθε προκαθορισµένη µεταβλητή. Η διάκριση των επιµέρου̋ ρόλων επιτρέπει τον καθορισµό των διαφορετικών εξωτερικών όψεων των δεδοµένων του συστήµατο̋ και την αποτελεσµατική του̋ συσχέτισή µε αυτοτελεί̋ λειτουργίε̋ διάδραση̋ µεταξύ χρήστη και δεδοµένων. Οι λειτουργίε̋ αυτέ̋ προσδιορίζονται µέσω τη̋ περιγραφή̋ του̋ στο πλαίσιο σεναρίων περιπτώσεων χρήση̋. 135 Παρότι στην πράξη όλοι οι χρήστε̋ σχετίζονται µε ερµηνευτικέ̋ διαδικασίε̋, η επιλογή του όρου για τον προσδιορισµό του συγκεκριµένου χρήστη σχετίζεται µε τη δυνατότητα δηµιουργία̋ νέα̋ πληροφορία̋ στο πλαίσιο του τρόπου αλληλεπίδραση̋ µε το ψηφιακό σύστηµα. 208 Σχεδιασµό̋ συστήµατο̋ 7.3.2. Περιπτώσει̋ χρήση̋ συστήµατο̋ Οι περιπτώσει̋ χρήση̋ στο επίπεδο του σχεδιασµού αποσκοπούν στη σκιαγράφηση τη̋ επιθυµητή̋ λειτουργικότητα̋ του συστήµατο̋. Αποτελούν περιγραφή τη̋ τυπική̋ αλληλεπίδραση̋ µεταξύ χρήστη και πληροφοριακού συστήµατο̋ αναπαριστώντα̋ την εξωτερική ή λειτουργική όψη τη̋ εφαρµογή̋, όπω̋ την αντιλαµβάνεται ο χρήστη̋. Κάθε περίπτωση χρήση̋ περιγράφει αποκλειστικά µια και µόνο λειτουργία κατά την οποία οι χρήστε̋ αλληλεπιδρούν µε το σύστηµα ανεξάρτητα από τι̋ επιµέρου̋ παραµέτρου̋ που καθορίζουν την ακριβή πορεία τη̋ αλληλεπίδραση̋. Ο σχεδιασµό̋ τη̋ παρούσα̋ εφαρµογή̋ διακρίνει συνολικά οχτώ136 περιπτώσει̋ χρήση̋ του συστήµατο̋ που περιγράφονται συνοπτικά στη συνέχεια. Πρὁπόθεση για τη λειτουργία του συστήµατο̋ αποτελεί η καταχώρηση δεδοµένων (1), καθώ̋ προµηθεύει την πρώτη ύλη για όλε̋ τι̋ µετέπειτα δραστηριότητε̋. Κάθε διαδικασία που εισάγει ή τροποποιεί δεδοµένα σε κάποιο αντικείµενο του µοντέλου απαιτεί την ύπαρξη µια̋ ψηφιακή̋ φόρµα̋ καταγραφή̋ στο πρότυπο τη̋ αναλογική̋. Αποσκοπώντα̋ στην ασφάλεια των δεδοµένων τη̋ βάση̋ χρειάζεται να προηγηθεί επιλογή από το χρήστη για το είδο̋ τη̋ επεξεργασία̋, προκειµένου να του δοθεί δικαίωµα τροποποίηση̋ των εγγραφών ή όχι. Η κατασκευή µεθοδολογίε̋ χωρικών ανάλογα µε το αντικειµένων είδο̋ τη̋ (2) περιλαµβάνει απεικόνιση̋ διαφορετικέ̋ (σηµειακό, γραµµικό, πολυγωνικό, απεικόνιση ορίων). Κάθε χωρικό αντικείµενο ανεξαρτήτω̋ γεωµετρικού τύπου είναι ένα γραφικό στιγµιότυπο τη̋ χωρική̋ κλάση̋ αντικειµένων του µοντέλου. Σε όλε̋ τι̋ περιπτώσει̋, οι καταγεγραµµένε̋ συντεταγµένε̋ προσφέρουν την απαραίτητη πληροφορία, που χρησιµοποιείται στη συνέχεια στο πλαίσιο τη̋ µεθοδολογία̋ κατασκευή̋ των αντικειµένων κάθε χωρική̋ κλάση̋. Η χωριστή αποθήκευση ενό̋ ανασκαφικού αντικειµένου και του χωρικού στιγµιότυπου που το απεικονίζει, επιτρέπει την κατασκευή του τελευταίου ανεξάρτητα από το πρώτο. Η απεικόνιση δεδοµένων (3) πρὁποθέτει την ενεργοποίηση του περιβάλλοντο̋ οπτικοποίηση̋. Ο χρήστη̋ ενεργοποιεί το περιβάλλον ΣΓΠ, επιλέγει και εισάγει τι̋ χωρικέ̋ κλάσει̋ δεδοµένων που τον ενδιαφέρουν. Ακολουθεί ο προσδιορισµό̋ του εύρου̋ των εικονιζόµενων στιγµιότυπων µέσω τη̋ διατύπωση̋ συγκεκριµένων ερωτηµάτων που αποµονώνουν συγκεκριµένα αντικείµενα προ̋ απεικόνιση από το συνολικό πληθυσµό τη̋ ήδη εισηγµένη̋ χωρική̋ κλάση̋. Στη συνέχεια ο χρήστη̋ µπορεί να περιηγηθεί στο χώρο χρησιµοποιώντα̋ τα εργαλεία πλοήγηση̋ του λογισµικού ΣΓΠ (αλλαγή εστίαση̋, επίκεντρου ή γωνία̋ θέαση̋). Επιπλέον, είναι δυνατή η τροποποίηση τη̋ απεικόνιση̋ των αντικειµένων χρησιµοποιώντα̋ τεχνικέ̋ συµβολισµού που περιλαµβάνουν προεπιλεγµένα σύµβολα, χρωµατισµού̋ ή υφέ̋ ανάλογα µε τη γεωµετρία του̋. Οι παρεχόµενε̋ από το σύστηµα δυνατότητε̋ συµβολισµού επιτρέπουν ακόµη την οπτική ταξινόµηση των αντικειµένων µια̋ Κάθε περίπτωση χρήση̋ αντιστοιχείται µε ένα αριθµό που παραπέµπει στα τυποποιηµένα παραδείγµατα του παραρτήµατο̋ Γ’. 136 209 χωρική̋ κλάση̋ µε βάση περιγραφικέ̋, χωρικέ̋ ή χρονικέ̋ µεταβλητέ̋. Τέλο̋, ο χρήστη̋ µπορεί να αφαιρέσει µια κλάση αντικειµένων από τον πίνακα περιεχοµένων ή να την καταστήσει αόρατη. Η διερεύνηση και επιλογή δεδοµένων (4) διαδέχεται την απεικόνιση των ανασκαφικών αντικειµένων και µπορεί να γίνει µε διαφορετικού̋ τρόπου̋. Αρχικά ο χρήστη̋ µπορεί να επιλέξει στην οθόνη κάποιο αντικείµενο και να περιηγηθεί στην πληροφορία που το συνοδεύει, καθώ̋ και στην πληροφορία άλλων σχετικών αντικειµένων. Επιπλέον, είναι δυνατή η διατύπωση θεµατικών, χωρικών ή χρονικών ερωτηµάτων βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή πολλαπλών αντικειµένων. Το οπτικό αποτέλεσµα ενό̋ ερωτήµατο̋ στηρίζεται στην επισήµανση στην οθόνη των αντικειµένων που πληρούν τη συνθήκη αναζήτηση̋. Στη συγκεκριµένη περίπτωση εντάσσεται και η εξέταση ποιοτικών η ποσοτικών διαφοροποιήσεων µεταξύ των δεδοµένων τη̋ έρευνα̋ σε µεταγενέστερα στάδια τη̋ µελέτη̋. Η στρωµατογραφική ανάλυση (5) αποτελεί επέκταση τη̋ διαδικασία̋ διερεύνηση̋ των χαρακτηριστικών των αντικειµένων που πρόκειται να οµαδοποιηθούν λαµβάνοντα̋ παράλληλα υπόψη την οπτική αντιπαραβολή του̋ µε τη στρωµατογραφία. Η διαδικασία σχετίζεται µε την επιλογή των πρωτογενών αντικειµένων προ̋ οµαδοποίηση (π.χ. συγκεκριµένε̋ ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ µε οµοιογενή χωρικά, χρονικά και περιγραφικά χαρακτηριστικά) και τη δηµιουργία ενό̋ νέου αντικειµένου που αποθηκεύεται στην αντίστοιχη δευτερογενή κλάση (π.χ. στρώµα). Στο νέο αντικείµενο ενσωµατώνεται πληροφορία που βασίζεται στα ποιοτικά και τα ποσοτικά χαρακτηριστικά των επιµέρου̋ αντικειµένων που το συναποτελούν. Η διαδικασία ολοκληρώνεται µε την εισαγωγή από το χρήστη των στρωµατογραφικών σχέσεων στι̋ οποίε̋ µετέχει το νέο αντικείµενο. Η µεταφορά δεδοµένων (6) από και προ̋ το σύστηµα είναι ουσιαστικό στοιχείο τη̋ λειτουργικότητα̋ του συστήµατο̋ προκειµένου να είναι δυνατή η επικοινωνία µε εξωτερικά προγράµµατα εξειδικευµένη̋ επεξεργασία̋ των δεδοµένων (π.χ. SPSS). Η ανάγκη αυτή καλύπτεται µε την εξαγωγή του συνόλου ή µέρου̋ των δεδοµένων µια̋ κλάση̋, τα οποία πληρούν τη συνθήκη κάποια̋ αναζήτηση̋, σε µορφή απλού πίνακα. Με παρόµοιο τρόπο, η εισαγωγή νέων δεδοµένων από εξωτερικέ̋ πηγέ̋ γίνεται µε τη µορφή ανεξάρτητου πίνακα, ο οποίο̋ στη συνέχεια µπορεί να συνδεθεί µε την κλάση του συστήµατο̋ στην οποία αναφέρεται. Ανάλογε̋ διαδικασίε̋ ρυθµίζουν τη µεταφορά των χωρικών δεδοµένων από και προ̋ άλλε̋ διαµορφώσει̋. Η δηµιουργία αναφορών (7) σχετίζεται καταρχά̋ µε την αποµόνωση και την εξαγωγή τη̋ πληροφορία̋ επιλεγµένων αντικειµένων χρησιµοποιώντα̋ παρόµοιε̋ διαδικασίε̋ µε εκείνε̋ που περιγράφηκαν στην προηγούµενη περίπτωση χρήση̋. Ωστόσο, δίνεται περαιτέρω η δυνατότητα αποθήκευση̋ ή εκτύπωση̋ φωτογραφικών στιγµιότυπων, που αποτυπώνουν τα εικονιζόµενα αντικείµενα του γραφικού περιβάλλοντο̋ διατηρώντα̋ τι̋ υφιστάµενε̋ ρυθµίσει̋ οπτικού συµβολισµού. Με τον τρόπο αυτό, τα δεδοµένα και οι σχετικέ̋ απεικονίσει̋ µπορούν να συνδυαστούν µε διάφορε̋ ερµηνευτικέ̋ επισηµάνσει̋ στο πλαίσιο µια̋ αναφορά̋. 210 Σχεδιασµό̋ συστήµατο̋ Τέλο̋, η διαχείριση των δεδοµένων (8) περιλαµβάνει όλα τα επιµέρου̋ καθήκοντα του διαχειριστή αποσκοπώντα̋ στην απρόσκοπτη λειτουργία του συστήµατο̋. Λαµβάνει χώρα σε ξεχωριστό χρηστικό περιβάλλον που επιτρέπει την πρόσβαση στο φυσικό σχήµα τη̋ βάση̋. Σε αντιδιαστολή µε τη άτυπη περιγραφή των επιµέρου̋ διαδικασιών του πεδίου εφαρµογή̋, σε αυτό το στάδιο του σχεδιασµού η συγγραφή των περιπτώσεων χρήση̋ ακολουθεί συγκεκριµένα πρότυπα σύνταξη̋. Τα πρότυπα αυτά δίνουν έµφαση στη βηµατική περιγραφή κάθε διαδικασία̋ µε τη µορφή δράση̋ χρήστη – αντίδραση̋ συστήµατο̋. Όλε̋ οι προηγούµενε̋ διαδικασίε̋ περιγράφηκαν αναλυτικά µε τη µορφή τυποποιηµένων περιπτώσεων χρήση̋, παραδείγµατα των οποίων παρέχονται στο Παράρτηµα Γ’. Η µορφή του̋ ακολουθεί το πρότυπο σύνταξη̋ που χρησιµοποιείται από του̋ Dennis et al. (2002: fig. 6.1). Οι περιπτώσει̋ χρήση̋ µπορούν να συνδυαστούν σε ένα διάγραµµα που περιγράφει τη ροή εργασιών του συστήµατο̋ µε άξονα το ρόλο κάθε χρήστη κατά τη διάρκεια τη̋ αλληλεπίδρασή̋ του µε το σύστηµα (Εικ. 7.22)137. Η συνολική εικόνα τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ στο πλαίσιο λειτουργία̋ του ψηφιακού πληροφοριακού συστήµατο̋ εµφανίζεται πιο δοµηµένη από το αντίστοιχο αναλογικό, καθώ̋ οι επιµέρου̋ διαδικασίε̋ είναι αυτοτελεί̋ και σχετίζονται βηµατικά µεταξύ του̋138. Παράλληλα, η αλληλεπίδραση των χρηστών πραγµατοποιείται διαµέσου του συστήµατο̋ συντελώντα̋ στον καλύτερο καταµερισµό των επιµέρου̋ διαδικασιών. Εικόνα 7.22. ∆ιάγραµµα περιπτώσεων χρήση̋ του συστήµατο̋. Η αποτελεσµατικότητα του συστήµατο̋ ω̋ προ̋ τι̋ λειτουργίε̋ που καλείται να καλύψει στηρίζεται σε µεγάλο βαθµό σε δύο παράγοντε̋. Ο πρώτο̋ παράγοντα̋ σχετίζεται µε την αντικειµενοστρεφή οργάνωση του εννοιολογικού µοντέλου, που περιγράφει αποτελεσµατικά του̋ συσχετισµού̋ µεταξύ των διαφορετικών κλάσεων 137 138 Βλ. § 4.4.2. Βλ. εικόνα 5.20. 211 αντικειµένων τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋ επιτρέποντα̋ την αναπροσαρµογή των πρωτογενών δεδοµένων σε ευρύτερα ερµηνευτικά σύνολα. Ο δεύτερο̋ σχετίζεται µε τα εργαλεία διαχείριση̋ τη̋ χωρική̋ πληροφορία̋. Οι λειτουργίε̋ του συστήµατο̋ βασίζονται στι̋ δυνατότητε̋ των ΣΓΠ ω̋ προ̋ τη συσχέτιση χωρική̋ και περιγραφική̋ πληροφορία̋. Σχεδόν σε όλε̋ τι̋ περιπτώσει̋ η αλληλεπίδραση του χρήστη µε την ανασκαφική πληροφορία πραγµατοποιείται µε τη µορφή γραφικών αντικειµένων µέσα σε ένα χαρτογραφικό περιβάλλον. 7.4 7.4. Σύνοψη Στο στάδιο του σχεδιασµού διαµορφώθηκε το υπόβαθρο που καθοδηγεί στη συνέχεια την υλοποίηση του συστήµατο̋. Συνολικά, τα συµπεράσµατα από τη µελέτη του µικρόκοσµου τη̋ ανασκαφή̋, η συλλογιστική του µοντέλου τη̋ πυραµίδα̋, οι αρχέ̋ τη̋ αντικειµενοστρέφεια̋ και η σηµασιολογική προτυποποίηση επέτρεψαν τη δηµιουργία ενό̋ γενικευµένου, εκφραστικού, επεκτάσιµου και προτυποποιηµένου εννοιολογικού µοντέλου δεδοµένων για την ανασκαφή Παλιαµπέλων Κολινδρού. Το συνολικό µοντέλο επικυρώνει το θεωρητικό και µεθοδολογικό υπόβαθρο, καθώ̋ και τι̋ πρακτικέ̋ παραµέτρου̋ στο πεδίο τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋. Παράλληλα, επιτρέπει την κατάλληλη προσαρµογή τη̋ οργάνωση̋ των δεδοµένων στι̋ δοµέ̋ αποθήκευση̋ που υποστηρίζονται από την τεχνολογία των ΣΓΠ. Προ̋ αυτή την κατεύθυνση, η συµπλήρωση του εννοιολογικού σχεδιασµού µε τον προσδιορισµό των περιπτώσεων χρήση̋ του συστήµατο̋ συνέβαλε στην κατανόηση των παραµέτρων που καλείται να καλύψει το λογικό σχήµα τη̋ βάση̋ ω̋ προ̋ την οργάνωση, τη διερεύνηση και την ερµηνευτική αξιοποίηση τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋. 212 “Design is not just what it looks like and feels like. Design is how it works.” Steve Jobs 8. Σχεδίαση λογικού µοντέλου δεδοµένων Η µεταγραφή του εννοιολογικού µοντέλου στο λογικό σχήµα τη̋ βάση̋ δεδοµένων σχετίζεται άµεσα µε την επιλογή τη̋ τεχνολογία̋ υλοποίηση̋ και τι̋ σχεδιαστικέ̋ πρακτικέ̋ που υποστηρίζει. Ω̋ ενιαία πλατφόρµα λογισµικού για την παρούσα εφαρµογή επιλέχτηκε το πρόγραµµα ArcGIS από την ESRI (Environmental Systems Research Institute). Εκτό̋ από τα πλεονεκτήµατα που προσφέρει ω̋ προ̋ την επιθυµητή λειτουργικότητα τη̋ εφαρµογή̋, παρέχει σχεδιαστικά πρότυπα µοντελοποίηση̋ δεδοµένων που χρησιµοποιήθηκαν κατά τη σχεδίαση του λογικού σχήµατο̋ τη̋ βάση̋ δεδοµένων. Το τελικό πρὀόν σε αυτό το στάδιο συνοψίζεται στη συγκρότηση ενό̋ άµεσα υλοποιήσιµου αντικείµενο-σχεσιακού χωρικού µοντέλου δεδοµένων. 8.1. Πλατφόρµα Υλοποίηση̋ Το ArcGIS συνιστά ένα σύνολο λογισµικών πρὀόντων που λειτουργούν σε επιτραπέζιου̋ Η/Υ. Έχει ευρύτατη διάδοση αποτελώντα̋ ουσιαστικά βιοµηχανικό πρότυπο (industry standard). Λόγω τη̋ αυξηµένη̋ χρήση̋ του, η αναβάθµιση του προγράµατο̋ είναι συνεχή̋ σε διαδοχικέ̋ εκδόσει̋, που υλοποιούν τεχνικέ̋ καινοτοµίε̋ και περιλαµβάνουν µηχανισµού̋ µεταφορά̋ δεδοµένων από παλαιότερε̋ εκδόσει̋ (data migration). Το γεγονό̋ αυτό διασφαλίζει τη βιωσιµότητα και την ανάπτυξη του ψηφιακού αρχαιολογικού αρχείου αποδεσµεύοντα̋ τον αρχαιολόγο από την περίπλοκη, δαπανηρή και πολλέ̋ φορέ̋ πρακτικά αδύνατη αναβάθµιση τη̋ εφαρµογή̋ του. Το ArcGIS περιέχει ένα πλήρω̋ ενσωµατωµένο περιβάλλον τρισδιάστατη̋ απεικόνιση̋, το ArcScene, που υποστηρίζει 3∆ διανυσµατικά δεδοµένα και συµπεριλαµβάνει: • εργαλεία πλοήγηση̋ στον τρισδιάστατο χώρο • απλή ή σύνθετη αναζήτηση χωρικών δεδοµένων και απευθεία̋ επιλογή στην οθόνη (on-screen selection) • επιλογέ̋ 3∆ συµβολισµού και υποµνηµατισµού • δυνατότητα παραγωγή̋ κινούµενη̋ απεικόνιση̋ • δυνατότητε̋ παραµετροποίηση̋ µε τη δηµιουργία πρωτότυπων αναλυτικών εργαλείων Επιπλέον, το ArcGIS περιλαµβάνει ένα χωρικό σύστηµα βάσεων δεδοµένων µε αντικειµενοστρεφή χαρακτηριστικά που ταιριάζει στην υλοποίηση του εννοιολογικού µοντέλου δεδοµένων. Πρόκειται για τη Γεωβάση (Geodatabase), ένα σύστηµα διαχείριση̋ χωρικών βάσεων δεδοµένων, που υλοποιήθηκε στην έκδοση 8 του προγραµµατο̋ αντικαθιστώντα̋ το παλαιότερο µοντέλο θεµατική̋ επικάλυψη̋ (Coverage) (Zeiler 1999:4-5). Ένα ακόµη πλεονέκτηµα έγκειται στην επικοινωνία µε άλλα εξωτερικά προγράµµατα. Τα αρχεία του ArcGIS µπορούν µε ευκολία να εισαχθούν σε άλλα προγράµµατα GIS (MapInfo, Grass GIS), αλλά και να ενσωµατωθούν σε εφαρµογέ̋ Ψηφιακή̋ Σχεδίαση̋ (CAD, SketchUp, 3D Studio Max) ή Εικονική̋ Πραγµατικότητα̋ (VRML). Επιπλέον, το πρόγραµµα υποστηρίζει την προτυποποίηση των δεδοµένων µε βάση διεθνή γεωγραφικά πρότυπα διευκολύνοντα̋ τη διάθεση χωρικών δεδοµένων και καθιστώντα̋ δυνατή τη δηµοσιοποίησή του̋ στο διαδίκτυο. Τέλο̋, η παροχή εργαλείων σχεδίαση̋ λογισµικού (CASE), επιτρέπει την αυτοµατοποιηµένη µετάβαση από το λογικό µοντέλο δεδοµένων στο φυσικό σχήµα τη̋ γεωβάση̋ µέσω τη̋ χρήση̋ προγραµµάτων σχεδίαση̋ UML (Visio, Rational Rose) και του πρωτοκόλλου XMI139. 8.1.1. Η Γεωβάση του ArcGIS Η διαχείριση των δεδοµένων στο ArcGIS πραγµατοποιείται στο πλαίσιο ενό̋ φυσικού µοντέλου χωρικών δεδοµένων, τη γεωβάση. Η γεωβάση αποτελεί επέκταση του παραδοσιακού Σ∆Β∆ µε την υποστήριξη χωρικών δεδοµένων. Το µοντέλο υλοποίηση̋ τη̋ γεωβάση̋ υποστηρίζεται από πολλαπλά Σ∆Β∆ και διακρίνεται σε δύο εκδόσει̋ ανάλογα µε τον όγκο δεδοµένων και τον αριθµό χρηστών που υποστηρίζει: την Προσωπική (Personal) και την Πολυχρηστική (Multi-User) γεωβάση (ESRI Inc. 2005:106-107). 139 Βλ. § 4.5. 214 Σχεδίαση λογικού µοντέλου δεδοµένων Η προσωπική γεωβάση υλοποιείται µέσω τη̋ MS Jet Engine και αποθηκεύει τα δεδοµένα µια̋ εφαρµογή̋ GIS σε ένα αρχείο τη̋ Microsoft Access στo δίσκο. Ο µέγιστο̋ όγκο̋ δεδοµένων που µπορεί να αποθηκευτεί σε µια προσωπική γεωβάση δεν ξεπερνά τα 2 GB. Ωστόσο, οι επιδόσει̋ τη̋ βάση̋ µειώνονται σηµαντικά όταν το µέγεθό̋ τη̋ ξεπεράσει τα 500 MB περιορίζοντα̋ την καταλληλότητά τη̋ σε µικρού και µεσαίου µεγέθου̋ εργασίε̋. Η προσωπική γεωβάση επιτρέπει την πολλαπλή ανάγνωση, αλλά η επεξεργασία δεδοµένων µπορεί να γίνει από ένα µόνο χρήστη. Υποστηρίζεται µόνο στο λειτουργικό σύστηµα των MS Windows. Η πολυχρηστική γεωβάση βασίζεται στην επέκταση ArcSDE που λειτουργεί ω̋ θύρα επικοινωνία̋ µεταξύ του ArcGIS και ενό̋ Συστήµατο̋ ∆ιαχείριση̋ Βάσεων ∆εδοµένων. Η επέκταση υποστηρίζει πολλέ̋ σχεσιακέ̋ ή αντικειµενο-σχεσιακέ̋ βάσει̋ δεδοµένων, όπω̋ οι Oracle, MS SQL server, IBM DB2 και Informix. Οι πολυχρηστικέ̋ βάσει̋ επιτρέπουν την αποµακρυσµένη πρόσβαση και την επεξεργασία των δεδοµένων τη̋ βάση̋ από πολλαπλού̋ χρήστε̋ σε πραγµατικό χρόνο, καθώ̋ και την τήρηση πολλαπλών εκδόσεων (versioning). Η πλατφόρµα λειτουργία̋ και ο µέγιστο̋ όγκο̋ αποθήκευση̋ δεδοµένων εξαρτάται από τι̋ προδιαγραφέ̋ του Σ∆Β∆ που επιλέγεται. Λόγω των δυνατοτήτων που προσφέρουν αποτελούν την κατεξοχήν λύση για οργανισµού̋ ή επιχειρήσει̋ (Πιν. 8.1). Στην παρούσα εργασία η υλοποίηση πραγµατοποιήθηκε σε προσωπική γεωβάση λόγω έλλειψη̋ προηγµένη̋ άδεια̋ ArcSDE. Ωστόσο, το σχήµα δεδοµένων τη̋ γεωβάση̋ µπορεί να υλοποιηθεί ή να εξαχθεί µε αυτοµατοποιηµένο τρόπο και σε πολυχρηστική ArcSDE γεωβάση. Τύπο̋ Γεωβάση̋ Σ∆Β∆ Χαρακτηριστικά • πολλαπλή ανάγνωση αλλά µεµονωµένη επεξεργασία δεδοµένων • Όριο αποθήκευση̋ 2 GB Προσωπική γεωβάση MS Access Πολυχρηστική γεωβάση Oracle Oracle with Spatial or Locator IBM DB2 IBM Informix MS SQL Server • Υποχρεωτική χρήση επέκταση̋ ArcSDE • Ταυτόχρονη πρόσβαση • Τήρηση πολλαπλών εκδόσεων • Όριο αποθήκευση̋ εξαρτάται από δυνατότητε̋ Σ∆Β∆ Πίνακα̋ 8.1. Σύνοψη χαρακτηριστικών των τύπων γεωβάση̋ του ArcGIS. 8.1.2. Αρχιτεκτονική τη̋ γεωβάση̋ Η γεωβάση αποτελεί ένα γενικό πρότυπο οργάνωση̋ τη̋ χωρική̋ πληροφορία̋ προσφέροντα̋ µεθόδου̋ για τη δηµιουργία αντικειµενο-σχεσιακών σχηµάτων βάσεων δεδοµένων και την ενσωµάτωση συµπεριφορά̋ στα αντικείµενα τη̋ βάση̋. Η γεωβάση έχει συγκεκριµένη αρχιτεκτονική που βασίζεται στο γενικό µοντέλο αντικειµένων του ArcGIS (ESRI Inc. 2006). 215 Το ArcGIS έχει αναπτυχθεί µε τη χρήση τη̋ αντικειµενοστρεφού̋ µοντελοποίηση̋ στοιχείων λογισµικού. Ένα στοιχείο λογισµικού (component) είναι µια µονάδα κώδικα που εξυπηρετεί µία συγκεκριµένη λειτουργία και έχει µεταφραστεί στη δυαδική γλώσσα (γλώσσα µηχανή̋). Χρησιµοποιώντα̋ την τεχνολογία COM140 τα στοιχεία λογισµικού λειτουργούν ω̋ αυτόνοµα αντικείµενα που µπορούν να επαναχρησιµοποιηθούν στην ανάπτυξη εφαρµογών ανεξάρτητα από τη γλώσσα προγραµµατισµού. Τα αντικείµενα COM, στα οποία βασίζεται το ArcGIS, παρέχουν χιλιάδε̋ ιδιότητε̋ και µεθόδου̋ που έχουν υλοποιηθεί σταδιακά σε διαφορετικέ̋ γλώσσε̋ προγραµµατισµού. Τα αντικείµενα αυτά ονοµάζονται ArcObjects, και είναι οργανωµένα σε ένα µοντέλο που διέπει τον τρόπο λειτουργία̋ του προγράµµατο̋ (Burke 2003). Το λογικό µοντέλο δεδοµένων τη̋ γεωβάση̋ αποτελεί τµήµα του γενικού µοντέλου των ArcObjects. Όλε̋ οι εφαρµογέ̋ του ArcGIS αλληλεπιδρούν µε τα δεδοµένα τη̋ γεωβάση̋ σύµφωνα µε το µοντέλο λειτουργία̋ του προγράµµατο̋ και ανεξάρτητα από το φυσικό τρόπο τη̋ αποθήκευσή του̋ στο Σ∆Β∆. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η αντικειµενοστρέφεια του εννοιολογικού µοντέλου ανεξάρτητα από την υλοποίηση στο Σ∆Β∆. Έτσι το εννοιολογικό µοντέλο µια̋ εφαρµογή̋ µπορεί να οργανωθεί σε ένα τυποποιηµένο σχεσιακό σχήµα βάσεων δεδοµένων, δηλαδή µια σειρά από πίνακε̋ µε στήλε̋ και γραµµέ̋ δεδοµένων που σχετίζονται µεταξύ του̋ (πίνακε̋ εφαρµογή̋). Ωστόσο, κατά τη δηµιουργία µια̋ γεωβάση̋ στο εσωτερικό του συστήµατο̋ σχηµατίζονται αυτόµατα εσωτερικοί πίνακε̋ µε εξειδικευµένε̋ λειτουργίε̋ (πίνακε̋ συστήµατο̋). Οι πίνακε̋ αυτοί ρυθµίζουν τη συµπεριφορά και τι̋ σχέσει̋ των αντικειµένων τη̋ εφαρµογή̋ σύµφωνα µε του̋ κανόνε̋ και τι̋ δυνατότητε̋ λειτουργία̋ του ArcGIS. Συγχρόνω̋, εξασφαλίζουν την ενσωµάτωση των αντικειµενοστρεφών εννοιών που έχουν οριστεί στο εννοιολογικό µοντέλο, όπω̋ η κληρονοµικότητα και η συνάθροιση (βλ. Παράρτηµα ∆’). Με άλλα λόγια, το ArcGIS ουσιαστικά χρησιµοποιεί του̋ πίνακε̋ συστήµατο̋ για να µεταχειριστεί του̋ πίνακε̋ εφαρµογή̋ σύµφωνα µε το εννοιολογικό µοντέλο, αλλά και µε τι̋ λειτουργίε̋ του προγράµµατο̋. Με τον τρόπο αυτό, οι πτυχέ̋ που σχετίζονται µε την αποθήκευση και την ανάκτηση των δεδοµένων υλοποιούνται ω̋ απλοί πίνακε̋ στο Σ∆Β∆, ενώ οι υψηλού επιπέδου λειτουργίε̋ και συµπεριφορέ̋ των χωρικών αντικειµένων υπαγορεύονται από το µοντέλο αντικειµένων του προγράµµατο̋ (Zeiler 1999:9-17). Ο συνδυασµό̋ των βάσεων δεδοµένων µε τη χρήση των αντικειµενοστρεφών εννοιών και τη̋ τεχνολογία̋ COM, επιτρέπει την επέκταση και την προσαρµογή τη̋ γεωβάση̋ προκειµένου να ικανοποιήσει τι̋ απαιτήσει̋ µια̋ συγκεκριµένη̋ γεωγραφική̋ εφαρµογή̋. Κατά συνέπεια, η υλοποίηση του Ένα από τα βασικά πλεονεκτήµατα τη̋ αντικειµενοστρεφού̋ τεχνολογία̋ αποτελεί η δυνατότητα εύκολη̋ και γρήγορη̋ κατασκευή̋ διαφορετικών εφαρµογών µε την επαναχρησιµοποίηση κώδικα. Το πρωτόκολλο Component Object Model (COM) αποτελεί ένα µοντέλο ανάπτυξη̋ ψηφιακών εφαρµογών µε τη χρήση προτυποποιηµένων στοιχείων λογισµικού. Αναφέρεται και ω̋ δυαδική προδιαγραφή, δηλαδή ένα πρότυπο που ισχύει, αφότου έχει µεταφραστεί ένα πρόγραµµα στο δυαδικό κώδικα µηχανή̋. Η τεχνολογία COM καθορίζει τον τρόπο αποθήκευση̋ και σύνδεση̋ επιµέρου̋ στοιχείων λογισµικού. 140 216 Σχεδίαση λογικού µοντέλου δεδοµένων εννοιολογικού µοντέλου στο ArcGIS ουσιαστικά συνεπάγεται τη µεταγραφή του στο µοντέλο αντικειµένων τη̋ γεωβάση̋. 8.1.3. ∆ιαχείριση δεδοµένων γεωβάση̋ Στο πλαίσιο του ArcGIS έχει αναπτυχθεί ένα ξεχωριστό περιβάλλον για τη διαχείριση των γεωγραφικών πληροφοριών. Ονοµάζεται ArcCatalog και αποτελεί ένα υποπρόγραµµα του συνολικού πακέτου, που παρέχει ένα ενσωµατωµένο και ενοποιηµένο περιβάλλον διαχείριση̋ γεωβάσεων, µεµονωµένων χωρικών αρχείων, καθώ̋ και άλλων βοηθητικών εγγράφων. Τα σύνολα γεωγραφικών δεδοµένων αποτελούνται συχνά από µια οµάδα αρχείων αντί για ένα ενιαίο αρχείο. Όταν απαριθµούνται στον εξερευνητή των Windows, τα σύνολα δεδοµένων εµφανίζονται ω̋ ένα̋ κατάλογο̋ από φακέλου̋ και αρχεία συστήµατο̋, πράγµα που καθιστά δύσκολη τη διαχείρισή του̋. Το περιβάλλον του ArcCatalog διευκολύνει την κατάσταση, καθώ̋ µπορεί να επιδεικνύει και να διαχειρίζεται τα σύνολα δεδοµένων ω̋ ενιαία ΣΓΠ αντικείµενα. Ο χρήστη̋ µπορεί να χρησιµοποιήσει περαιτέρω το περιβάλλον του ArcCatalog για να οργανώσει και να διαχειριστεί τα δεδοµένα του σε ένα φάκελο συστήµατο̋ ή στο εσωτερικό µια̋ γεωβάση̋. Μεταξύ των λειτουργιών που προσφέρονται είναι η δηµιουργία µια̋ γεωβάση̋, η αναζήτηση και η προεπισκόπηση των δεδοµένων, καθώ̋ και η επεξεργασία των µεταδεδοµένων. 8.2. Σύνθεση λογικού µοντέλου δεδοµένων Για την προσαρµογή του µοντέλου δεδοµένων στο πρότυπο τη̋ γεωβάση̋, χρησιµοποιήθηκε το πρόγραµµα MS Visio, καθώ̋ επιτρέπει τη σχεδίαση και την άµεση εξαγωγή του λογικού σχήµατο̋ των δεδοµένων µια̋ εφαρµογή̋ στο φυσικό σχήµα αποθήκευση̋. Το ArcGIS διαθέτει στο διαδίκτυο πληροφορίε̋ για τη χρήση των εργαλείων σχεδίαση̋ λογισµικού (Perencsik et al. 2004b, 2004a), καθώ̋ και έναν οδηγό δηµιουργία̋ (template) λογικών µοντέλων δεδοµένων στο πρότυπο τη̋ UML µε τη χρήση του προγράµµατο̋ MS Visio (ArcInfoUMLModel.vst) που περιλαµβάνει όλα τα δοµικά συστατικά µια̋ γεωβάση̋. Η σχεδίαση στο πρότυπο του ArcGIS ακολουθεί συγκεκριµένου̋ κανόνε̋, που υπαγορεύουν την οργάνωση και τον τρόπο συσχέτιση̋ των δοµικών στοιχείων τη̋ UML. Τα στοιχεία αυτά οργανώνονται σε επιµέρου̋ πακέτα, που λειτουργούν ω̋ κατάλογοι αποθήκευση̋ των διαφορετικών τµηµάτων του λογικού µοντέλου τη̋ γεωβάση̋. Το πακέτο Logical View διαµορφώνει τη βάση του µοντέλου και περικλείει τα πακέτα: α) ESRI Classes, που περιλαµβάνει τι̋ βασικέ̋ κλάσει̋ τη̋ Γεωβάση̋ του ArcGIS β) ESRI Interfaces, που περιέχει του̋ ορισµού̋ των διεπαφών που υλοποιούνται από τι̋ κλάσει̋ του προγράµµατο̋. Οι διεπαφέ̋ χρησιµοποιούνται προκειµένου να 217 δηµιουργηθούν αντικείµενα µε ιδιαίτερη συµπεριφορά, δηλαδή κατά την ενθυλάκωση κώδικα σε µία κλάση αντικειµένων. γ) ESRI Network, όπου εντάσσονται οι βασικέ̋ κλάσει̋ δικτυακών δεδοµένων δ) Workspace (χώρο̋ εργασία̋), που αποτελεί το χώρο δηµιουργία̋ του λογικού µοντέλου δεδοµένων. Η διαδικασία σχεδιασµού του λογικού µοντέλου ξεκίνησε µε την εισαγωγή του εννοιολογικού µοντέλου στο σχεδιαστικό πρότυπο του προγράµµατο̋ και ειδικότερα στο εσωτερικό του χώρου εργασία̋. Η µοντελοποίηση χρησιµοποίησε αγγλική ορολογία προκειµένου να αποφευχθούν τυχόν προβλήµατα µεταγραφή̋ ελληνικών χαρακτήρων κατά τη µετατροπή του µοντέλου στο φυσικό σχήµα τη̋ βάση̋ ή στη µετέπειτα χρήση του. Η πλήρη̋ έκδοση του λογικού µοντέλου στο σχεδιαστικό πρότυπο του MS Visio παρατίθεται στο Παράρτηµα Ε’ συµπεριλαµβάνοντα̋ τα στοιχεία σηµασιολογική̋ προτυποποίηση̋ του CIDOC-CRM (Εικ. Ε.1α, Ε.1β). 8.2.1. Απόδοση θεµατικών δεδοµένων Το βασικό δοµικό στοιχείο τη̋ γεωβάση̋ είναι ο πίνακα̋ (table), ο οποίο̋ βρίσκεται στο ανώτερο επίπεδο στο µοντέλο αντικειµένων τη̋ UML και σχηµατίζει την κλάση αντικειµένων (object class). Η χρήση του υπονοεί ότι κάθε κλάση του εννοιολογικού µοντέλου αναπαρίσταται στη γεωβάση από έναν ανεξάρτητο πίνακα δεδοµένων, η συµπεριφορά του οποίου ρυθµίζεται από το σύστηµα. Κάθε εγγραφή ενό̋ πίνακα αντιστοιχεί σε ένα στιγµιότυπο τη̋ κλάση̋ αντικειµένων (Εικ. 8.1). Εικόνα 8.1. Συµβολισµό̋ τη̋ κλάση̋ αντικειµένων του ArcGIS. Κάθε ανασκαφική κλάση που είχε οριστεί στο εννοιολογικό µοντέλο αντικαταστάθηκε από µία κλάση αντικειµένων UML και συνοδεύτηκε από τον ορισµό του ονόµατο̋, των χαρακτηριστικών και του τύπου δεδοµένων κάθε χαρακτηριστικού σύµφωνα µε το λεξιλόγιο του ArcGIS. Οι νέε̋ κλάσει̋ διατήρησαν του̋ µεταξύ του̋ συσχετισµού̋ που καθορίστηκαν στο εννοιολογικό µοντέλο. Το σύνολο των ανασκαφικών κλάσεων συνδέθηκε µε σχέση γενίκευση̋ µε την κλάση αντικειµένων του ArcGIS. Με τον τρόπο αυτό, οι ανασκαφικέ̋ κλάσει̋ κληρονοµούν το σύνολο των µεθόδων που ενθυλακώνονται στην κλάση Object του προγράµµατο̋ (Εικ. 8.2). Οι διαφορέ̋ µε το εννοιολογικό µοντέλο εντάσσονται στην υποχρεωτική διάσπαση τη̋ πληροφορία̋ σε νέε̋ κλάσει̋ αντικειµένων προκειµένου να είναι δυνατή η εισαγωγή πολλαπλών τιµών σε συγκεκριµένα χαρακτηριστικά στη 218 Σχεδίαση λογικού µοντέλου δεδοµένων σχεσιακή δοµή τη̋ βάση̋141. Αντίστοιχε̋ κλάσει̋ δηµιουργήθηκαν και για την υλοποίηση σχέσεων µεταξύ αντικειµένων τη̋ ίδια̋ κλάση̋, όπω̋ π.χ. στην απόδοση των φυσικών τοπολογικών συσχετισµών µεταξύ των ανασκαφικών ενοτήτων που καταγράφονται στο πεδίο. Εικόνα 8.2. Σύνδεση των θεµατικών κλάσεων του εννοιολογικού µοντέλου µε τη γενική κλάση αντικειµένων του ArcGIS. 8.2.2. Απόδοση χωρικών δεδοµένων Οι κλάσει̋ χωρικών αντικειµένων µπορούν να είναι ανεξάρτητε̋ η µια από την άλλη ή να οργανωθούν σε µία συλλογή χωρικών δεδοµένων (feature dataset) µε κοινό χώρο αναφορά̋, εφόσον συσχετίζονται. Η συλλογή των χωρικών δεδοµένων αντιστοιχεί σε ένα φάκελο αρχείων ενό̋ λειτουργικού συστήµατο̋. Χρησιµοποιείται για τη λογική οργάνωση των χωρικών δεδοµένων. Μπορεί να περιέχει χωρικέ̋ Π.χ. Η καταγραφή των διαφορετικών τύπων κεραµική̋ που βρέθηκαν σε µια ανασκαφική ενότητα κατέστησε απαραίτητη τη δηµιουργία ενό̋ ξεχωριστού πίνακα µε τίτλο Pottery Technology για την εισαγωγή πολλαπλών παρατηρήσεων. 141 219 κλάσει̋ και κλάσει̋ συσχέτιση̋, αλλά όχι ανεξάρτητου̋ πίνακε̋ µη γεωµετρικών δεδοµένων. Η χωρική αναφορά (spatial reference) αναφέρεται στο προβολικό σύστηµα αναφορά̋ και τα όρια τη̋ έκταση̋ που καταλαµβάνει ένα σύνολο χωρικών δεδοµένων. Μέσα στο χώρο εργασία̋ σε πρώτη φάση δηµιουργήθηκε η συλλογή ExcavationData, όπου θα τοποθετούνταν οι χωρικέ̋ κλάσει̋ τη̋ εφαρµογή̋. Η συλλογή δεδοµένων µοντελοποιήθηκε ω̋ πακέτο τη̋ UML. Με τη συλλογή συνδέθηκαν οι θεµατικέ̋ κλάσει̋ που αντιστοιχούν σε χωρικέ̋ οντότητε̋ (Εικ. 8.3). Εικόνα 8.3. Σύνδεση θεµατικών κλάσεων µοντέλου µε τη συλλογή χωρικών δεδοµένων. Στο εσωτερικό τη̋ συλλογή̋ τοποθετήθηκαν οι χωρικέ̋ κλάσει̋ που διεκπεραιώνουν τη γεωµετρική αναπαράσταση των ανασκαφικών οντοτήτων ω̋ 3∆ 220 Σχεδίαση λογικού µοντέλου δεδοµένων διανυσµατικά αντικείµενα142. Αυτέ̋ συνδέθηκαν µε την κλάση µορφώµατο̋ (feature class) µέσω γενίκευση̋. Η συγκεκριµένη κλάση αποτελεί εξειδίκευση τη̋ κλάση̋ αντικειµένων και διαχειρίζεται διανυσµατικέ̋ οντότητε̋ µε γεωµετρική πληροφορία. Αναπαρίσταται γραφικά ω̋ διακριτή κλάση και περιλαµβάνει το χαρακτηριστικό (#Shape) που αντιστοιχεί στο γεωµετρικό τύπο απεικόνιση̋ κάθε επιµέρου̋ χωρική̋ κλάση̋ (Εικ. 8.4)143. Εικόνα 8.4. Συµβολισµό̋ τη̋ κλάση̋ µορφώµατο̋ του ArcGIS. Μέσω τη̋ σχέση̋ γενίκευση̋ το χαρακτηριστικό τη̋ γεωµετρία̋ κληρονοµείται από κάθε επιµέρου̋ κλάση του µοντέλου. Έτσι οι χωρικέ̋ κλάσει̋ Finds και Samples ορίστηκαν ω̋ 3∆ σηµειακά (point) θέµατα, η κλάση Drawings ω̋ 3∆ γραµµικό θέµα (polyline), η κλάση SectionUnits ω̋ 3∆ πολυγωνικό θέµα (polygon), και τέλο̋ οι κλάσει̋ ExcavationUnits, (multipatch)144. SectionLayers και Features ω̋ 3∆ επιφανειακά µπαλώµατα Μέσω τη̋ ίδια̋ σχέση̋, οι χωρικέ̋ ανασκαφικέ̋ κλάσει̋ κληρονοµούν και όλε̋ τι̋ µεθόδου̋ που ενθυλακώνονται στην κλάση Feature του ArcGIS επιτρέποντα̋ την πραγµατοποίηση των περισσότερων λειτουργιών στο περιβάλλον ArcScene (Εικ. 8.5). Εικόνα 8.5. Σύνδεση χωρικών κλάσεων µε τη γενική κλάση µορφώµατο̋. Η συγκεκριµένη υλοποίηση µια̋ ανασκαφική̋ οντότητα̋ µέσω τη̋ διάσπαση̋ τη̋ περιγραφική̋ και τη̋ χωρική̋ πληροφορία̋ σε διακριτέ̋ κλάσει̋ οφείλεται στη διαδικασία καταγραφή̋, που υποχρεώνει την επαγωγική κατασκευή ενό̋ χωρικού αντικειµένου, αφότου ολοκληρωθεί η εισαγωγή και η αποθήκευση των περιγραφικών δεδοµένων στη γεωβάση (βλ. § 7.1.3., υποσ. 6). 143 Η γεωµετρία καθορίζεται µε τη χρήση µεγάλων δυαδικών αντικειµένων (Binary Large Objects – BLOBs). 144 Για πιο λεπτοµερεί̋ πληροφορίε̋ σχετικά µε τη µορφή και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε τύπου απεικόνιση̋ του ArcGIS βλ. ESRI Inc. (1998). 142 221 8.2.3. Ορισµό̋ συστήµατο̋ γεωγραφική̋ αναφορά̋ Ιδιαίτερη σηµασία έχει ο ορισµό̋ του προβολικού συστήµατο̋ συντεταγµένων, το οποίο συνιστά το ενιαίο σύστηµα γεωγραφική̋ αναφορά̋ των χωρικών δεδοµένων τη̋ εφαρµογή̋. Κάθε χωρική κλάση που πρόκειται να αποθηκευτεί στο εσωτερικό µια̋ συλλογή̋ χωρικών δεδοµένων πρέπει απαραίτητα να έχει ταυτόσηµο προβολικό σύστηµα µε εκείνο που έχει καθοριστεί για την ίδια τη συλλογή. Στην ανασκαφή Παλιαµπέλων Κολινδρού χρησιµοποιείται το προβολικό σύστηµα Hatt. Βασίζεται στην οµώνυµη Ισαπέχουσα Αζιµουθιακή προβολή µε αφετηρία το Αστεροσκοπείο Αθηνών (λο=23ο42'58''.815). Αρχικά χρησιµοποιήθηκε από το Γαλλικό στρατό σε υδρογραφικέ̋ έρευνε̋ σε νησιωτικέ̋ περιοχέ̋. Υιοθετήθηκε στην Ελλάδα κυρίω̋ από τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού κατά τη συστηµατική χαρτογράφηση τη̋ επικράτεια̋ στην κλίµακα 1:5.000. Το σύστηµα αυτό διαχωρίζει τον Ελλαδικό χώρο σε 130 σφαιροειδή τραπέζια µεγέθου̋ 30’x30’. Κάθε τραπέζιο έχει το δικό του σύστηµα συντεταγµένων, που εξαρτάται από ένα σηµείο στο κέντρο του τραπεζίου (T0). Αυτό το σηµείο ονοµάζεται κέντρο φύλλου χάρτη και ταυτίζεται µε το σηµείο επαφή̋ µεταξύ του επιπέδου αναφορά̋ και του ελλειψοειδού̋ τη̋ Γη̋ (Λιβιεράτο̋ & Φωτίου 1986:229). Η προβολή αυτή έχει το πλεονέκτηµα τη̋ αµελητέα̋ παραµόρφωση̋ των αποστάσεων, των γωνιών και των εµβαδών µέσα στο ίδιο φύλλο χάρτη. Ωστόσο, οι παραµορφώσει̋ αυξάνονται όσο αποµακρυνόµαστε από το κέντρο του φύλλου. Με άλλα λόγια το προβολικό σύστηµα Hatt είναι πολύ αξιόπιστο σε τοπικό επίπεδο (µεγάλη κλίµακα), αλλά σε ευρύτερε̋ περιοχέ̋ (µικρή κλίµακα) δηµιουργείται πρόβληµα λόγω τη̋ πολυπλοκότητα̋ των διαδικασιών συσχέτιση̋ διαφορετικών φύλλων χάρτη. Η αδυναµία τη̋ ενσωµάτωση̋ δεδοµένων σε ένα ενιαίο υπόβαθρο για στο σύνολο του Ελλαδικού χώρου έχει οδηγήσει στη σταδιακή αντικατάστασή του Hatt από το σύστηµα ΕΓΣΑ’87, που αποτελεί το σηµερινό επίσηµο ελληνικό προβολικό σύστηµα έχοντα̋ επιλύσει το προηγούµενο πρόβληµα. Η υιοθέτηση του Hatt για την ανασκαφική τεκµηρίωση στα Παλιάµπελα Κολινδρού οφείλεται στι̋ αυξηµένε̋ απαιτήσει̋ ω̋ προ̋ την ακρίβεια των τοπογραφικών µετρήσεων που συνεπάγεται η τοπική κλίµακα µια̋ αρχαιολογική̋ ανασκαφή̋. Όταν το 1999 αποφασίστηκε η χρήση του, αποτέλεσε ένα σηµαντικό βήµα προ̋ τη βελτίωση τη̋ τοπογραφική̋ τεκµηρίωση̋ στο πλαίσιο µια̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋. Μέχρι τότε οι τοπογραφικέ̋ µετρήσει̋ στην πλειοψηφία των ανασκαφικών προγραµµάτων στην Ελλάδα ήταν εξαρτηµένε̋ από αυθαίρετα σηµεία, συχνά χωρί̋ αυτά να έχουν γεωγραφική αναφορά145. Η πρακτική αυτή δεν έχει εξαλειφθεί και διατηρείται και σήµερα σε πολλέ̋ ανασκαφικέ̋ εργασίε̋ που εκτελούνται από τι̋ Εφορίε̋ Αρχαιοτήτων στην Ελλάδα. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι αποτελεί τροχοπέδη τόσο στη γεωγραφική ψηφιοποίηση όσο και στη συγκρισιµότητα των ανασκαφικών δεδοµένων, καθώ̋ αποκλείει την ταυτόχρονη απεικόνιση των αρχαιολογικών θέσεων σε ενιαίο γεωγραφικό υπόβαθρο. Η παρούσα έρευνα προτείνει την καθιέρωση τη̋ χρήση̋ του συστήµατο̋ ΕΓΣΑ’87 κατά την καταγραφή στο πεδίο για το σύνολο των ανασκαφικών ερευνών ανά την επικράτεια. 145 222 Σχεδίαση λογικού µοντέλου δεδοµένων Στο ArcGIS το Hatt ω̋ σύστηµα συντεταγµένων παραλείπεται έχοντα̋ αντικατασταθεί από το σύστηµα ΕΓΣΑ’87. Ωστόσο, παρέχεται η δυνατότητα δηµιουργία̋ παραµετροποιηµένων συστηµάτων συντεταγµένων. Προκειµένου να αποφευχθεί η χειρονακτική µετατροπή χιλιάδων µετρήσεων από το Hatt στο σύστηµα EΓΣΑ’87, αποφασίστηκε η διατήρηση του υπάρχοντο̋ προβολικού συστήµατο̋ και η παραµετροποίησή του στο ArcGIS (Πιν. 8.2). Η λύση αυτή επέτρεψε την αναφορά όλων των χωρικών κλάσεων τη̋ ανασκαφή̋ σε ένα ενιαίο υπόβαθρο, που επιτρέπει τόσο τη διατήρηση τη̋ αρχική̋ µορφή̋ των µετρήσεων όσο και την προσαρµογή των σύνθετων γραφικών ανασκαφικών αντικειµένων σε άλλα προβολικά συστήµατα (µεταξύ των οποίων και το ΕΓΣΑ’87). Projection HATT GeoGCS GCS Bessel 1841 Datum GR-D (Athens) Spheroid Bessel 1841: 6377397.155,299.1528128 Prime Meridian Athens: 23.7163375 Unit Degree: 0.0174532925199433 Projection Azimuthal Equidistant Parameter False Easting,0.0 Parameter False Northing,0.0 Parameter Central Meridian: 22.4598025 Parameter Latitude Of Origin: 40.75 Unit Meter:1.0 Πίνακα̋ 8.2. Παράµετροι ορισµού συστήµατο̋ HATT στο ArcGIS. 8.2.4. Απόδοση χρονικών δεδοµένων Τα χρονικά δεδοµένα υλοποιήθηκαν ω̋ απλέ̋ κλάσει̋ αντικειµένων διατηρώντα̋ του̋ συσχετισµού̋ που καθορίστηκαν στο εννοιολογικό µοντέλο. Σε πρώτη φάση οργανώθηκε η χρονική πληροφορία που σχετίζεται µε σύγχρονε̋ πράξει̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋. Ορίστηκε ω̋ απλό χαρακτηριστικό που λαµβάνει τιµή ηµεροµηνία̋ (date) και συνοδεύεται από την καταγραφή του προσώπου που πραγµατοποιεί κάθε δραστηριότητα σε ξεχωριστό πεδίο τη̋ κλάση̋. Μέσω του συγκεκριµένου χαρακτηριστικού συνδέονται όλε̋ οι πρωτογενεί̋ κλάσει̋ µε την κλάση του δράστη που αποθηκεύει την ταυτότητα και το ρόλο κάθε συνεργάτη τη̋ ανασκαφή̋ (Εικ. 8.6). Για την αποθήκευση των υπολοίπων χρονικών µεταβλητών που αναφέρονται στη χρονολόγηση κάποιου αντικειµένου στο παρελθόν δηµιουργήθηκε µία ξεχωριστή κλάση (Timestamps). Τα διαφορετικά είδη χρονολόγηση̋ ορίστηκαν ω̋ απλά 223 χαρακτηριστικά τη̋ κλάση̋ καθένα εκ των οποίων αποθηκεύει την αντίστοιχη χρονική τιµή (Εικ. 8.7). Εικόνα 8.6. Οργάνωση χρονική̋ πληροφορία̋ που σχετίζεται µε την τεκµηρίωση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋. Εικόνα 8.7. Οργάνωση χρονολογική̋ πληροφορία̋. Για την αποθήκευση των στρωµατογραφικών σχέσεων που δηλώνουν τη σχετική χρονολόγηση συγκροτήθηκε µία επιπλέον κλάση (StratigraphicRelations) που λειτουργεί ω̋ ενδιάµεσο̋ πίνακα̋ προκειµένου να συνδεθούν αντικείµενα τη̋ ίδια̋ κλάση̋ που σχετίζονται µεταξύ του̋ (π.χ. Στρώµα). Η κλάση περιλαµβάνει ω̋ χαρακτηριστικό το είδο̋ στρωµατογραφική̋ συσχέτιση̋ λαµβάνοντα̋ τιµέ̋ που παραπέµπουν στι̋ χρονικέ̋ σχέσει̋ του Allen146 (Εικ. 8.8). 146 Βλ. § 6.4.1. 224 Σχεδίαση λογικού µοντέλου δεδοµένων Εικόνα 8.8. Οργάνωση στρωµατογραφική̋ πληροφορία̋. 8.2.5. Ορισµό̋ υποτύπων Μια κλάση αντικειµένων µπορεί να διαχωριστεί σε υποσύνολα, που κληρονοµούν όλα τα χαρακτηριστικά και τη συµπεριφορά του αντικειµένου, αλλά µπορούν να περιέχουν επιµέρου̋ περιορισµού̋, κανόνε̋ και συσχετίσει̋ συµµετέχοντα̋ διαφορετικά στι̋ λειτουργίε̋ του συστήµατο̋147. Αυτό επιτυγχάνεται µε το στοιχείο του υποτύπου (subtype). Πρόκειται για ένα απλό τρόπο υποδιαίρεση̋ µια̋ κλάση̋ αντικειµένων µε βάση ένα αριθµητικό κώδικα διαχωρισµού. Σε κάθε κλάση που περιέχει υποτύπου̋ περιλαµβάνεται ένα χαρακτηριστικό, όπου αποθηκεύονται οι κωδικοί σε µορφή ακέραιου αριθµού για κάθε υποτύπο. Στη συνέχεια κάθε υποτύπο̋ ορίζεται ω̋ ξεχωριστή κλάση στο µοντέλο που συνδέεται µε την υπερκλάση µέσω τη̋ συσχέτιση̋ Subtype (Εικ. 8.9). Τα χαρακτηριστικά κάθε υποτύπου είναι αντίστοιχα µε αυτά τη̋ υπερκλάση̋, ωστόσο µπορούν να καθοριστούν περιορισµοί στι̋ τιµέ̋ µέσω τη̋ χρήση̋ πεδίων ιδιοτήτων. 8.2.6. Ορισµό̋ χαρακτηριστικών και τοµέων ιδιοτήτων Μία κλάση αντικειµένων περιλαµβάνει ένα σύνολο από ιδιότητε̋ που συγκροτούν τα χαρακτηριστικά τη̋ κλάση̋ (class attributes). Αυτά υλοποιούνται ω̋ πεδία σε ένα πίνακα και περιλαµβάνουν διάφορου̋ τύπου̋ δεδοµένων (string, number, date κτλ). Τα χαρακτηριστικά για κάθε κλάση συµπληρώθηκαν στο αντίστοιχο τµήµα των γραφικών µονάδων τη̋ UML και οι τύποι δεδοµένων για κάθε χαρακτηριστικό αντικαταστάθηκαν από του̋ αντίστοιχου̋ τύπου̋ που είναι συµβατοί µε το λογισµικό (Εικ. 8.10). Η πολλαπλή κληρονοµικότητα αποτελεί ισχυρό µηχανισµό ω̋ προ̋ την ευέλικτη ταξινοµική οργάνωση των αρχαιολογικών δεδοµένων, ωστόσο µέχρι σήµερα δεν υποστηρίζεται αποτελεσµατικά στα περισσότερα χωρικά συστήµατα βάσεων δεδοµένων, που αποτελούν επέκταση του σχεσιακού µοντέλου υλοποίηση̋, βλ. Μανωλόπουλο̋ & Παπαδόπουλο̋ (2006:484-485). 147 225 Εικόνα 8.9. Παράδειγµα χρήση̋ υποτύπων για την αποθήκευση χρονολογική̋ πληροφορία̋ για διαφορετικέ̋ κλάσει̋ του µοντέλου. Εικόνα 8.10. ∆ιαφοροποίηση ορισµού τύπων δεδοµένων µεταξύ εννοιολογικού και λογικού µοντέλου. Προκειµένου να εξασφαλιστεί ένα̋ βαθµό̋ κανονικότητα̋ στη βάση χρησιµοποιήθηκαν ονοµατολογικέ̋ προδιαγραφέ̋ που παραπέµπουν στο ίδιο χαρακτηριστικό ανεξάρτητα από το αντικείµενο στο οποίο αυτό ανήκει (π.χ. το χαρακτηριστικό DepositMunsellValue είναι καθορισµένο µε ενιαίο τρόπο τόσο στο αντικείµενο ExcavationUnit όσο και στα αντικείµενα StratigraphicLayer και SectionLayer). Εκτό̋ από του̋ συµβατικού̋ τρόπου̋ απόδοση̋ χαρακτηριστικών σε κάθε κλάση αντικειµένων, η UML παρέχει µηχανισµού̋ επέκταση̋ και εξειδίκευση̋ των βασικών εννοιών µοντελοποίηση̋. Οι ετικέτε̋ τιµών (tagged values) παρέχουν έναν 226 Σχεδίαση λογικού µοντέλου δεδοµένων τρόπο ορισµού πρόσθετων χαρακτηριστικών που δεν συµπεριλαµβάνονται στο γενικό µοντέλο τη̋ UML ω̋ σύµβολα ή γραφικέ̋ αναπαραστάσει̋ προκειµένου να διατηρηθεί το περιβάλλον µοντελοποίηση̋ απλούστερο και εύχρηστο (Perencsik et al. 2004b). Αποτελούνται από µια λέξη κλειδί και µια τιµή που είναι ζευγαρωµένε̋ για να αποδώσουν µια µη προκαθορισµένη ιδιότητα σε ένα οποιοδήποτε στοιχείο UML. Ο πίνακα̋ 8.3 συνοψίζει τι̋ ετικέτε̋ τιµών που χρησιµοποιήθηκαν προκειµένου να δηλωθούν συµπληρωµατικέ̋ παράµετροι για την επιτυχή µετάφραση του τελικού µοντέλου στο φυσικό σχήµα τη̋ βάση̋. Ετικέτα Τιµών Τύπο̋ Τιµή̋ Λειτουργία esriGeometryPoint Ορίζει τον τύπο γεωµετρία̋ για κάθε γεωµετρική κλάση esriGeometryPolygon -//- esriGeometryPolyline -//- esriGeometryMultipatch -//- HasZ True/False ∆ηλώνει αν µια γεωµετρική κλάση έχει υψοµετρική πληροφορία Precision Integer Ορίζει τον αριθµό των ψηφίων σε αριθµητικά πεδία Scale Integer Integer Ορίζει τον αριθµό των δεκαδικών ψηφίων σε πεδία πραγµατικών αριθµών απλή̋ ή διπλή̋ ακρίβεια̋ Length Integer Ορίζει τον αριθµό των χαρακτήρων σε πεδία κειµένου AllowNulls True/False ∆ηλώνει αν η εισαγωγή τιµή̋ σε ένα πεδίο είναι υποχρεωτική ή όχι OriginClass Class name Ορίζει την κλάση προέλευση̋ σε µια κλάση συσχέτιση̋ OriginPrimaryKey Field name Ορίζει το πρωτεύον κλειδί στην κλάση προέλευση̋ OriginForeignKey Field name Ορίζει το ξένο κλειδί στην κλάση προέλευση̋ DestinationPrimaryKey Field name Ορίζει το πρωτεύον κλειδί στην κλάση προορισµού DestinationForeignKey Field name Ορίζει το ξένο κλειδί στην κλάση προορισµού IsAttributed True/False ∆ηλώνει αν η κλάση συσχέτιση̋ περιέχει ιδιότητε̋ Alias Field Label Ορίζει τη χρηστική ονοµασία του πεδίου. GeometryType Πίνακα̋ 8.3. Ετικέτε̋ τιµών που χρησιµοποιήθηκαν στο µοντέλο υλοποίηση̋. Οι ετικέτε̋ τιµών χρησιµοποιήθηκαν και για την τεκµηρίωση τη̋ σηµασιολογική̋ προτυποποίηση̋ κάθε στοιχείου του µοντέλου. Εκτό̋ από τη χρήση στερεοτύπων, για την απόδοση τη̋ πλήρου̋ ανάπτυξη̋ τη̋ σηµασιολογική̋ αλληλουχία̋ µεταξύ των δεδοµένων του µοντέλου χρησιµοποιήθηκε η ετικέτα τιµών 227 «documentation» (Εικ.8.11). Οι συγκεκριµένοι µηχανισµοί επέτρεψαν την άµεση αντιστοίχηση κάθε κλάση̋, χαρακτηριστικού και συσχέτιση̋ του λογικού µοντέλου µε κάποια έννοια ή ιδιότητα του CIDOC-CRM. Εξαίρεση αποτέλεσαν στοιχεία του λογικού µοντέλου που σχετίζονται µε εσωτερικού̋ µηχανισµού̋ διαχείριση̋ των δεδοµένων από τη γεωβάση, όπω̋ π.χ. ο υποτύπο̋. Το συνολικό λογικό µοντέλο δεδοµένων στην προτυποποιηµένη του µορφή παρατίθεται στο Παράρτηµα Ε’ (Εικ. Ε.1α και Ε.1β). Εικόνα 8.11. Απόδοση σηµασιολογικών εννοιών µε χρήση στερεοτύπων και τιµών ετικετών. Για τον περιορισµό εισαγωγή̋ λανθασµένων τιµών στα χαρακτηριστικά των αντικειµένων χρησιµοποιούνται τα πεδία ιδιοτήτων (attribute domains), τα οποία καθορίζουν κωδικοποιηµένε̋ τιµέ̋ ή τιµέ̋ εύρου̋ για κάποιο χαρακτηριστικό (Εικ. 8.12). Εικόνα 8.12. Παράδειγµα καθορισµού κωδικοποιηµένων τιµών (επάνω) και τιµών εύρου̋ (κάτω) για συγκεκριµένα χαρακτηριστικά. 228 Σχεδίαση λογικού µοντέλου δεδοµένων Τα πεδία ιδιοτήτων δηλώνονται ω̋ ειδικέ̋ κλάσει̋ τη̋ UML. Για κάθε πεδίο ιδιοτήτων που περιέχει κωδικοποιηµένε̋ τιµέ̋ δηµιουργείται µία κλάση µε το στερεότυπο CodedValueDomain και για κάθε πεδίο που περιέχει τιµέ̋ εύρου̋ µία κλάση µε το στερεότυπο RangeDomain. Ω̋ χαρακτηριστικά τη̋ κάθε κλάση̋ ορίζονται οι κωδικοποιηµένε̋ τιµέ̋ και οι ελάχιστε̋ και µέγιστε̋ τιµέ̋ αντιστοίχω̋. Για τη συσχέτιση ενό̋ πεδίου ιδιοτήτων µε ένα χαρακτηριστικό, απλώ̋ ορίζεται ω̋ όνοµα τη̋ κλάση̋ πεδίου ιδιοτήτων το αντίστοιχο του χαρακτηριστικού. 8.2.7. Απόδοση συσχετίσεων Η κλάση συσχέτιση̋ (Relationship class) ορίζει και αποθηκεύει τον τρόπο συσχέτιση̋ µεταξύ των αντικειµένων δύο πινάκων. Περιλαµβάνει ένα σύνολο από κανόνε̋ συσχετίσεων (relationship rules) στι̋ γνωστέ̋ σχεσιακέ̋ µορφέ̋: ένα προ̋ ένα (1:1), ένα προ̋ πολλά (1:*) και πολλά προ̋ πολλά (*:*). Αυτέ̋ ορίζουν τον επιτρεπόµενο αριθµό των αντικειµένων µια̋ κλάση̋ που µπορούν να συσχετιστούν µε ένα ή περισσότερα αντικείµενα µια̋ άλλη̋. Επιπλέον ρυθµίζουν το είδο̋ των συσχετισµών µεταξύ των αντικειµένων, ώστε να έχει καθοριστεί αν ένα αντικείµενο µια̋ κλάση̋ θα επηρεαστεί από τυχόν επέµβαση σε αντικείµενο κάποια̋ άλλη̋ κλάση̋ µε την οποία σχετίζεται (π.χ. διαγραφή). Κατά τη σχεδίαση, οι καθορισµένοι συσχετισµοί του εννοιολογικού µοντέλου µεταγράφηκαν στο πρότυπο του ArcGIS χωρί̋ ιδιαίτερε̋ τροποποιήσει̋. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι συσχετισµοί πολλά προ̋ πολλά, καθώ̋ και όσοι περιλαµβάνουν πρόσθετε̋ ιδιότητε̋. Στι̋ συγκεκριµένε̋ περιπτώσει̋ η κλάση που δηµιουργήθηκε, αποθηκεύει την απαιτούµενη πληροφορία για τον τρόπο συσχέτιση̋ µεταξύ δύο κλάσεων αντικειµένων 148 (Εικ. 8.13). Εικόνα 8.13. 8.13. Παράδειγµα καθορισµού διαφορετικών συσχετίσεων µεταξύ κλάσεων. Η συγκεκριµένη κλάση συσχέτιση̋ (*:*) στην πράξη υλοποιείται ω̋ ξεχωριστό̋ πίνακα̋. 148 229 8.2.8. Πρόσθετα στοιχεία µοντελοποίηση̋ Εκτό̋ από τι̋ κλάσει̋ που χρησιµοποιήθηκαν στην εφαρµογή υπάρχουν και ειδικέ̋ κατηγορίε̋ κλάσεων στο µοντέλο τη̋ γεωβάση̋ που εξυπηρετούν ειδικέ̋ περιπτώσει̋ µοντελοποίηση̋. Οι κυριότερε̋ είναι η κλάση γεωµετρικών δικτύων (geometric networks), η κλάση ονοµατολογία̋ διαστασιολόγηση̋ (annotation class), και η κλάση (dimensioning class). Οι κλάσει̋ αυτέ̋ αν και εξυπηρετούν ουσιαστικέ̋ λειτουργίε̋ στο δισδιάστατο περιβάλλον οπτικοποίηση̋ του ArcGIS (ArcMap), στο τρισδιάστατο περιβάλλον δεν υποστηρίζονται. Κατά συνέπεια δεν αποτέλεσαν αντικείµενο ενασχόληση̋ στην παρούσα εργασία. Το ίδιο ισχύει και για µία ακόµη ειδική κατηγορία κλάσεων του προγράµµατο̋, την τοπολογική κλάση τοπολογία̋ µεταξύ (topology class). Η χρήση τη̋ ω̋ µέσου διαχείριση̋ τη̋ των χωρικών αντικειµένων αποτέλεσε ένα από τα ουσιαστικότερα πλεονεκτήµατα τη̋ γεωβάση̋. Στο πλαίσιο τη̋ συγκεκριµένη̋ κλάση̋, η τοπολογική πληροφορία συνάγεται από τη γεωµετρία κάθε αντικειµένου µε τη χρήση περιορισµών και µεθόδων ελέγχου για τοπολογικέ̋ ασυµφωνίε̋. Ωστόσο, η συγκεκριµένη λειτουργικότητα περιορίζεται στο δισδιάστατο χώρο, καθώ̋ η τρισδιάστατη τοπολογία αποτελεί ακόµη αντικείµενο έρευνα̋ (Ellul & Haklay 2006). Κατά συνέπεια τα χωρικά αντικείµενα τη̋ ανασκαφική̋ βάση̋ µπορούν να ελεγχθούν µόνο ω̋ προ̋ τι̋ δισδιάστατε̋ τοπολογικέ̋ του̋ σχέσει̋. Αυτό σηµαίνει ότι πρακτικά οι δυνατότητε̋ για διερεύνηση των τοπολογικών σχέσεων των ανασκαφικών αντικειµένων περιορίζονται σε ζητήµατα επαλήθευση̋ τη̋ διαδικασία̋ ψηφιοποίηση̋ του̋ ω̋ προ̋ τη δισδιάστατη χωρική του̋ συσχέτιση (π.χ. µία ανασκαφική ενότητα πρέπει να περιέχεται στο εσωτερικό ενό̋ σκάµµατο̋ και όχι να βρίσκεται έξω από αυτό). Παρόλα αυτά, µελλοντικέ̋ εξελίξει̋ αναµένεται να οδηγήσουν στην υλοποίηση τρισδιάστατη̋ τοπολογία̋ σε µια γεωβάση κατά το πρότυπο τη̋ δισδιάστατη̋. Τέλο̋, παρόλο που η γεωβάση δίνει τη δυνατότητα τη̋ αποθήκευση̋ δεδοµένων σε µορφή ψηφιδωτού στο πλαίσιο ειδικών συλλογών (raster datasets), αυτή η επιλογή δεν χρησιµοποιήθηκε λόγω των περιορισµών σε όγκο αποθήκευση̋ τη̋ προσωπική̋ γεωβάση̋, αλλά και τη̋ ανάγκη̋ για την άµεση τρισδιάστατη επίδειξη των ψηφιδωτών απεικονίσεων (π.χ. φωτοµωσἀκά ανασκαφή̋). Ω̋ λύση προτιµήθηκε η διαχείρισή του̋ ω̋ ξεχωριστά αρχεία στη µορφή θεµατικών απεικονίσεων µε προεπιλεγµένε̋ ρυθµίσει̋ οπτικοποίηση̋ (layer files). Τα αρχεία αυτά ενεργοποιούνται µέσω υπερσυνδέσµων που αντιστοιχούν σε ένα χαρακτηριστικό των αντικειµένων στα οποία αναφέρεται η απεικόνισή του̋ (π.χ. ανασκαφικά σχέδια)149. Με ανάλογο τρόπο ρυθµίζεται η αποθήκευση και η ανάκληση των φωτογραφιών των διάφορων αντικειµένων τη̋ βάση̋ (π.χ. ευρήµατα). π.χ. η διανυσµατική µορφή ενό̋ ανασκαφικού σχεδίου έχει αποθηκευµένη σε ένα πεδίο την ιδιότητα τη̋ απεικόνιση̋ του φωτορεαλιστικού υπόβαθρου από το οποίο προήλθε. 149 230 Σχεδίαση λογικού µοντέλου δεδοµένων 8.3 8.3. Σύνοψη Η συγκροτηµένη µεθοδολογία σχεδίαση̋ του λογισµικού εφαρµογή̋ συνέβαλε στην οµαλότητα τη̋ µετάβαση̋ από το εννοιολογικό στο λογικό µοντέλο δεδοµένων του συστήµατο̋. Η προσαρµογή του σε µία κατ’ ουσία σχεσιακή δοµή δεδοµένων, παρά τι̋ επιµέρου̋ τροποποιήσει̋ δεν επηρέασε την εκφραστικότητά του. Όπω̋ γίνεται αντιληπτό από την εξέταση των αντιστοιχήσεων του σηµασιολογικού προτύπου CIDOC-CRM (Παράρτηµα Ε’, Εικ. Ε.1α και Ε.1β), οι τροποποιήσει̋ υπήρξαν περιορισµένε̋. Ταυτόχρονα, η χρήση των διαφόρων στοιχείων του µοντέλου αντικειµένων του λογισµικού εφαρµογή̋, όπω̋ η γενίκευση, οι υποτύποι και οι ετικέτε̋ τιµών, συνέβαλαν στη διατήρηση των αντικειµενοστρεφών εννοιών στο λογικό επίπεδο. Με το πέρα̋ τη̋ σχεδίαση̋ του λογικού µοντέλου ολοκληρώνεται το στάδιο του σχεδιασµού τη̋ εφαρµογή̋ και ξεκινάει το στάδιο τη̋ υλοποίηση̋. Το στάδιο τη̋ σχεδίαση̋ υπήρξε µια εκτεταµένη και ενίοτε µονότονη φάση του κύκλου ανάπτυξη̋ τη̋ εφαρµογή̋. Ωστόσο, έθεσε τι̋ βάσει̋ που εξασφαλίζουν την απαιτούµενη εκφραστικότητα και τη λειτουργικότητα των δεδοµένων στο πλαίσιο µια̋ ανασκαφική̋ εφαρµογή̋ ΣΓΠ. 231 “Nothing resolves design issues like an implementation.” Joseph Douglas Horton 9. Υλοποίηση συστήµατο̋ Η υλοποίηση τη̋ εφαρµογή̋ πραγµατοποιήθηκε σε φορητό Η/Υ µε λειτουργικό σύστηµα MS Windows XP. Οι προδιαγραφέ̋ του Η/Υ περιλαµβάνουν επεξεργαστή Intel Pentium M 1.60 GHz και 1024 MB RAM. Η υλοποίηση οργανώθηκε βηµατικά µε τη δηµιουργία διαδοχικών δοκιµαστικών εκδόσεων τη̋ ανασκαφική̋ βάση̋. Η διαδικασία συνοδεύτηκε από παράλληλε̋ δράσει̋ που σχετίζονται µε το σταδιακό εµπλουτισµό τη̋ λειτουργικότητα̋ του συστήµατο̋ ω̋ προ̋ την εισαγωγή θεµατική̋ και χωρική̋ πληροφορία̋, τη γεωγραφική προτυποποίηση των δεδοµένων και την προγραµµατιστική παραµετροποίηση επιµέρου̋ διαδικασιών. 9.1. Υλοποίηση φυσικού µοντέλου δεδοµένων Η διαδικασία µετάβαση̋ στο φυσικό σχήµα τη̋ βάση̋ πρὁποθέτει την εξαγωγή του λογικού µοντέλου δεδοµένων στη µορφή αρχείου XML Metadata Interchange (XMI). Η διαδικασία εξαγωγή̋ είναι αυτοµατοποιηµένη και διεκπεραιώνεται από το πρόσθετο εργαλείο XMIexport.dll που προσφέρεται από την ιστοσελίδα τη̋ ESRI και εκτελείται µέσα από το MS Visio150 (Εικ. 9.1). Η χρήση του εργαλείου πρὁποθέτει την προηγούµενη εγκατάστασή του σε κάποια εργαλειοθήκη του MS Visio. 150 Εικόνα 9.1. Εξαγωγή λογικού µοντέλου σε αρχείο XMI. Το αρχείο XMI ελέγχθηκε για συντακτικά και σηµασιολογικά λάθη µε τη χρήση του προγράµµατο̋ Semantics Checker, το οποίο ουσιαστικά εξετάζει τη συµβατότητα του µοντέλου δεδοµένων µε το µοντέλο αντικειµένων τη̋ γεωβάση̋ του ArcGIS (Εικ. 9.2). Για εξειδικευµένου̋ χρήστε̋ είναι δυνατή η περαιτέρω επεξεργασία του κειµένου του αρχείου XMI µε τη χρήση επεξεργαστών XML (Jedit, Oxygen, Emacs κτλ.). Εικόνα 9.2. Επαλήθευση του εξαγόµενου αρχείου µε τη χρήση του εργαλείου Semantics Checker. Στο κέντρο εµφανίζεται αναφορά τη̋ διαδικασία̋ όπου σηµειώνονται τα λάθη του µοντέλου. Στη συνέχεια ακολούθησε η µετατροπή του αρχείου XML στο σχήµα τη̋ γεωβάση̋ από το περιβάλλον του ArcCatalog µε τη χρήση του εργαλείου Schema Wizard (Εικ. 9.3). Προηγουµένω̋ δηµιουργήθηκε µια κενή προσωπική γεωβάση από το ArcCatalog, η οποία θα δεχόταν τι̋ πληροφορίε̋ του σχήµατο̋ που φέρει το αρχείο XMI. 234 Υλοποίηση συστήµατο̋ Εικόνα 9.3. Εισαγωγή τη̋ πληροφορία̋ του αρχείου XMI στη βάση δεδοµένων µε το εργαλείο Schema Wizard. Κατά την εισαγωγή του σχήµατο̋ το αντικειµενοστρεφέ̋ λογικό µοντέλο µεταφράζεται στη σχεσιακή δοµή τη̋ γεωβάση̋. Πιο συγκεκριµένα, οι κλάσει̋ αντικειµένων του µοντέλου µετατρέπονται σε πίνακε̋ και τα χαρακτηριστικά του̋ σε στήλε̋ δεδοµένων του αντίστοιχου πίνακα. Οι χωρικέ̋ κλάσει̋ ειδικότερα ενσωµατώθηκαν στο εσωτερικό του συνόλου χωρικών δεδοµένων µε όνοµα ExcavationData. Το εργαλείο περαιτέρω επέτρεψε τη ρύθµιση διάφορων παραµέτρων, όπω̋ τον καθορισµό του συστήµατο̋ γεωγραφική̋ αναφορά̋ και τη χωρική έκταση των χωρικών τιµών των δεδοµένων. ∆υνατότητε̋ επαναπροσδιορισµού συγκεκριµένων ιδιοτήτων από το χρήστη κατά τη µετατροπή χρησιµοποιήθηκαν σε συγκεκριµένε̋ περιπτώσει̋, όπω̋ στη µετατροπή του είδου̋ τιµών σε κάποιο πεδίο (Εικ. 9.4). Το συνολικό σχήµα τη̋ γεωβάση̋ παρατίθεται στην εικόνα Ε.2 του παραρτήµατο̋ Ε’ χρησιµοποιώντα̋ το σχεδιαστικό πρότυπο παρουσίαση̋ του ArcGIS. Εικόνα 9.4. Στάδια καθορισµού παραµέτρων τη̋ δηµιουργία̋ του φυσικού σχήµατο̋ µε το εργαλείο Schema Wizard. 235 Στην πράξη η διαδικασία τη̋ δηµιουργία̋ του σχήµατο̋ δεδοµένων έγινε επαναληπτικά µε την εξαγωγή διαδοχικών λογικών µοντέλων UML, τη διόρθωση και τη σταδιακή επέκτασή του̋ µέχρι να ολοκληρωθεί το τελικό φυσικό σχήµα που περιλαµβάνει το σύνολο των αντικειµένων και των λειτουργιών που είχαν προβλεφθεί κατά την εννοιολογική µοντελοποίηση (Εικ. 9.5). Εικόνα 9.5. Τελική µορφή τη̋ γεωβάση̋ µετά την εισαγωγή του σχήµατο̋. Συνολικά, τα εργαλεία CASE συνέβαλαν σηµαντικά στην ορθή και άµεση µετατροπή του µοντέλου δεδοµένων στο φυσικό σχήµα τη̋ γεωβάση̋ περιορίζοντα̋ σηµαντικά το χρόνο υλοποίηση̋. Μέσω τη̋ µορφή̋ XMI είναι δυνατή ανά πάσα στιγµή η εξαγωγή µέρου̋ ή του συνόλου του σχήµατο̋ τη̋ βάση̋, καθώ̋ και η ταυτόχρονη εξαγωγή των δεδοµένων που περιέχει εφόσον κριθεί απαραίτητο (Εικ. 9.6). Εικόνα 9.6. Εργαλείο εξαγωγή̋ του φυσικού σχήµατο̋ τη̋ βάση̋ σε XML. 236 Υλοποίηση συστήµατο̋ 9.2. Γεωγραφική προτυποποίηση Οι δυνατότητε̋ τη̋ γλώσσα̋ XML χρησιµοποιήθηκαν περαιτέρω για την εισαγωγή και την αποθήκευση των γεωγραφικών µεταδεδοµένων. Τα µεταδεδοµένα µπορούν να καταχωρηθούν σε ένα πρόγραµµα σύνταξη̋ κειµένων XML µε βάση τον οδηγό κάποιου εγκεκριµένου προτύπου. Ωστόσο πολλά προγράµµατα ΣΓΠ, ανάµεσα σε αυτά και το ArcGIS, παρέχουν εργαλεία εύκολη̋ δηµιουργία̋ µεταδεδοµένων στη µορφή διαφορετικών προτύπων µέσα από τυποποιηµένα δελτία εισαγωγή̋ (Conolly & Lake 2006:285-287). Στο περιβάλλον ArcCatalog του ArcGIS υπάρχει η επιλογή δηµιουργία̋ µεταδεδοµένων στη µορφή του προτύπου ISO 19115 µέσω τη̋ χρήση̋ ενό̋ οδηγού (Εικ. 9.7). Ο οδηγό̋ αποτελεί ένα περιβάλλον επεξεργασία̋, επισκόπηση̋ και αναζήτηση̋ µεταδεδοµένων. Επιπλέον, περιλαµβάνει εργαλεία αυτόµατη̋ συµπλήρωση̋ κάποιων πεδίων µεταδεδοµένων µε πληροφορία που εξάγεται από τα ίδια τα δεδοµένα (π.χ. τύπο̋ γεωµετρία̋) επιταχύνοντα̋ τη διαδικασία επεξεργασία̋. Τα µεταδεδοµένα αποθηκεύονται στο εσωτερικό τη̋ γεωβάση̋, µεταφράζονται αυτόµατα σε XML και µπορούν να εξαχθούν µαζί µε το σχήµα τη̋ βάση̋ ή να χρησιµοποιηθούν για τη διερεύνηση των δεδοµένων µέσα από µηχανισµού̋ αναζήτηση̋ µεταδεδοµένων που προσφέρονται από το ArcCatalog. Εικόνα 9.7. Εργαλείο εισαγωγή̋ γεωγραφικών µεταδεδοµένων σύµφωνα µε το ISO 19115. Τα µεταδεδοµένα για τη̋ ανασκαφική̋ γεωβάση̋ συγκροτήθηκαν κατά τη διάρκεια τη̋ µοντελοποίηση̋ των δεδοµένων. Η εισαγωγή του̋ έγινε στο πρόγραµµα Metadata Editor του ArcCatalog, αφότου δηµιουργήθηκε ο κορµό̋ τη̋ βάση̋ µε την εξαγωγή του λογικού σχήµατο̋. Το σύνολο των δεδοµένων τη̋ βάση̋ έχει προτυποποιηθεί σύµφωνα µε το πρότυπο ISO 19115, καθώ̋ και τα 22 υποχρεωτικά πεδία έχουν συµπληρωθεί για κάθε αντικείµενο του µοντέλου δεδοµένων (βλ. 237 Παράρτηµα ΣΤ’). Αν και τα χωρικά δεδοµένα τη̋ ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων δεν έχουν δηµοσιοποιηθεί µέχρι σήµερα στο διαδίκτυο, µελλοντικά αυτό θα είναι δυνατό επιτρέποντα̋ την ένταξη του̋ σε ενιαίε̋ και προτυποποιηµένε̋ αποθήκε̋ γεωγραφικών δεδοµένων. Μέσω των µεταδεδοµένων θα είναι δυνατή η αναζήτηση, η προεπισκόπηση και η µεταφόρτωση των χωρικών δεδοµένων τη̋ ανασκαφή̋ από εγκεκριµένου̋ χρήστε̋. 9.3 9.3. Εισαγωγή Εισαγωγή δεδοµένων στη γεωβάση Η ολοκλήρωση τη̋ υλοποίηση̋ έγινε µε τη διαδικασία εποικισµού (populate) του σχήµατο̋ τη̋ βάση̋ µε δεδοµένα από την ανασκαφή. Η ανασκαφική πληροφορία µπορεί να διαχωριστεί σε δύο κατηγορίε̋ ω̋ προ̋ τον τρόπο εισαγωγή̋ στη γεωβάση. Η θεµατική πληροφορία περιλαµβάνει τι̋ πρωτογενεί̋ παρατηρήσει̋ τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ και του̋ χρονικού̋ προσδιορισµού̋ των δεδοµένων. Η χωρική πληροφορία σχετίζεται µε την κατασκευή των χωρικών γραφικών αντικειµένων και την ενσωµάτωσή του̋ ω̋ ανεξάρτητε̋ εγγραφέ̋ στι̋ χωρικέ̋ κλάσει̋ που βρίσκονται στο εσωτερικό τη̋ συλλογή̋ δεδοµένων ExcavationData. Τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη περίπτωση η διαδικασία εισαγωγή̋ δεδοµένων υπήρξε βηµατική και ακολούθησε τι̋ διαδοχικέ̋ υλοποιήσει̋ τη̋ βάση̋ προκειµένου να ενηµερώσει τη σχεδίαση για πιθανά προβλήµατα κατά τη χρήση του συστήµατο̋. Μεταξύ άλλων συµπεριέλαβε τη µεταφορά ήδη ψηφιοποιηµένων συνόλων δεδοµένων από άλλα προγράµµατα σε µορφέ̋ που υποστηρίζονται από τη νέα δοµή τη̋ γεωβάση̋. Τα προβλήµατα που ανέκυψαν ενηµέρωσαν το σχεδιασµό και οδήγησαν σε σχεδιαστικέ̋ βελτιώσει̋ των δοµών αποθήκευση̋ και των εργαλείων εισαγωγή̋ δεδοµένων. Στη συνέχεια περιγράφεται η διαδικασία εισαγωγή̋ θεµατικών και χωρικών δεδοµένων στη βάση. 9.3 9.3.1. Εισαγωγή θεµατικών δεδοµένων δεδοµένων Όπω̋ φάνηκε και από τι̋ περιπτώσει̋ χρήση̋, το βασικό στοιχείο ενό̋ συστήµατο̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ είναι η εισαγωγή των παρατηρήσεων του ανασκαφέα. Το ArcGIS παρέχει τη δυνατότητα εισαγωγή̋, διαγραφή̋ και επεξεργασία̋ των δεδοµένων τη̋ βάση̋. Ωστόσο, η διαδικασία επεξεργασία̋ στο εσωτερικό του προγράµµατο̋ είναι αρκετά περίπλοκη και πρὁποθέτει προχωρηµένε̋ γνώσει̋ χειρισµού των σχετικών εργαλείων. Κατά την ανάλυση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ έγινε αντιληπτό ότι παρά τα προβλήµατα που σχετίζονται µε το αναλογικό µέσο (π.χ. έλλειψη χώρου για σηµειώσει̋), οι ανασκαφεί̋ έχουν συνηθίσει τη συµπλήρωση προτυπωµένων δελτίων καταγραφή̋. Κατά συνέπεια, επιχειρήθηκε η δηµιουργία νέων ψηφιακών δελτίων εισαγωγή̋ δεδοµένων που συνδυάζουν την ευελιξία του νέου µέσου, αλλά διατηρούν όσο είναι δυνατό τη µορφή των αναλογικών δελτίων. Καθώ̋ η υλοποίηση 238 Υλοποίηση συστήµατο̋ έγινε σε προσωπική γεωβάση έχοντα̋ ω̋ υπόβαθρο την MS Access, οι φόρµε̋ καταγραφή̋ σχεδιάστηκαν στο ίδιο περιβάλλον. Η MS Access είναι µια εφαρµογή ευρεία̋ χρήση̋ µε την οποία ένα µεγάλο ποσοστό χρηστών είναι αρκετά εξοικειωµένο. Προσφέρει εργαλεία δηµιουργία̋ δελτίων εισαγωγή̋ δεδοµένων προσφέροντα̋ λειτουργικότητα που µπορεί να παραµετροποιηθεί περαιτέρω µέσω τη̋ χρήση̋ προγραµµατισµού. Οι τελικέ̋ ψηφιακέ̋ φόρµε̋ διατηρούν οµοιότητε̋ µε τι̋ αντίστοιχε̋ αναλογικέ̋ συµβάλλοντα̋ στην αναγνωσιµότητα του̋ και την οµαλή προσαρµογή του χρήστη στην ψηφιακή καταγραφή151. Συνολικά σχεδιάστηκαν δεκατέσσερι̋ φόρµε̋ που κάθε µια αντιπροσωπεύει ένα δελτίο καταγραφή̋. Ανοίγοντα̋ τη βάση εµφανίζεται µια κύρια φόρµα που περιέχει συνδέσµου̋ για την πρόσβαση στι̋ επιµέρου̋ φόρµε̋ εισαγωγή̋, καθώ̋ και εργαλεία επικοινωνία̋ του περιβάλλοντο̋ εισαγωγή̋ µε το περιβάλλον οπτικοποίηση̋ στο ArcScene ή το περιβάλλον διαχείριση̋ τη̋ βάση̋ στο ArcCatalog (Εικ. 9.8). Προτού ενεργοποιήσει κάποια φόρµα επεξεργασία̋ καταγραφή̋, προκειµένου να ο χρήστη̋ του προηγουµένω̋ αποδοθούν τα επιλέγει κατάλληλα το είδο̋ δικαιώµατα τροποποίηση̋ των δεδοµένων. Ανάλογα µε το είδο̋ επεξεργασία̋, συγκεκριµένα πεδία κλειδώνονται (δεν επιδέχονται µεταβολέ̋ τη̋ τιµή̋ του̋) προκειµένου να αποφευχθεί η αλλοίωση των ήδη καταγεγραµµένων δεδοµένων. Εικόνα 9.8. Κύρια φόρµα περιβάλλοντο̋ καταγραφή̋ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). 151 Οι φόρµε̋ σχεδιάστηκαν µε γνώµονα κάποιε̋ αρχέ̋ που περιλαµβάνουν την οµαλή διάταξη (layout) των στοιχείων τη̋ φόρµα̋, τη σχεδιαστική συνέπεια (consistency), την αισθητική αρτιότητα (aesthetics) και λαµβάνοντα̋ υπόψη την εµπειρία ενό̋ µέσου χρήστη. 239 Κάθε φόρµα σχετίζεται µε ένα επεισόδιο καταγραφή̋ και αποθηκεύει πληροφορία τόσο στο βασικό αντικείµενο που καταγράφεται όσο και σε σχετικά αντικείµενα (π.χ. η καταχώρηση πληροφορία̋ µια̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋ περιλαµβάνει την καταγραφή στην ίδια φόρµα των χωρικών συντεταγµένων που την οριοθετούν). Τα πεδία προκαθορισµένων τιµών περιλαµβάνουν λίστε̋ τιµών ενισχύοντα̋ την τυποποίηση των καταχωρήσεων (π.χ. τιµέ̋ πεδίου υφή̋ χώµατο̋). Σε άλλε̋ περιπτώσει̋ προκαθορισµένοι περιορισµοί καθορίζουν τι̋ αποδεκτέ̋ τιµέ̋ ενό̋ πεδίου (π.χ. ο όγκο̋ χώµατο̋ εκφράζεται σε µονάδε̋ litre και όχι υποµονάδε̋, όπω̋ millilitre) εµφανίζοντα̋ µηνύµατα λάθου̋ σε αποκλίνουσε̋ καταχωρήσει̋ (Εικ. 9.9). Εικόνα 9.9. Φόρµα καταγραφή̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Εκτό̋ από τι̋ φόρµε̋ καταγραφή̋ των πρωτογενών δεδοµένων, για πρώτη φορά συγκεκριµενοποιήθηκε το περιεχόµενο σε φόρµε̋ που δεν σχετίζονται µε την καθαυτή ανασκαφική διαδικασία, αλλά µε µεταγενέστερα στάδια ερµηνεία̋, όπω̋ στην περίπτωση συγκρότηση̋ µια̋ οµάδα̋ Στρωµάτων ή µια̋ οµάδα̋ ΑΕΧ (Εικ. 9.10). Η δηµιουργία ενό̋ ξεχωριστού περιβάλλοντο̋ καταγραφή̋ τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋ προσφέρει σηµαντικά πλεονεκτήµατα, καθώ̋ απλοποιεί τη διαδικασία καταχώρηση̋ πληροφορία̋ στο σύστηµα. Επιπλέον, προσφέρει ένα εναλλακτικό τρόπο αλληλεπίδραση̋ µε το περιεχόµενο τη̋ βάση̋ µέσω των εργαλείων τη̋ MS Access απευθεία̋ από τι̋ φόρµε̋ καταγραφή̋, ενισχύοντα̋ ταυτόχρονα την αυτονοµία τη̋ εφαρµογή̋ από το περιβάλλον οπτικοποίηση̋ του ArcScene. 240 Υλοποίηση συστήµατο̋ Εικόνα 9.10. Φόρµα καταγραφή̋ αρχαιολογικού στρώµατο̋ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). 9.3 9.3.2. Εισαγωγή χωρικών δεδοµένων Η ενσωµάτωση των χωρικών δεδοµένων βασίζεται σε κατάλληλε̋ µεθοδολογίε̋ επεξεργασία̋ των χωρικών µετρήσεων που λαµβάνονται στο πεδίο για κάθε ανασκαφικό αντικείµενο. Σε πολλέ̋ περιπτώσει̋ η επεξεργασία είναι µια σχετικά απλή διαδικασία (π.χ. ευρήµατα), ενώ σε άλλε̋ πρὁποθέτει πολλά επιµέρου̋ στάδια κατασκευή̋ (π.χ. ανασκαφικά σχέδια). Οι επιµέρου̋ πειραµατισµοί στην παραγωγή των τρισδιάστατων χωρικών αντικειµένων και η τελική µεθοδολογία κατασκευή̋ του̋ περιγράφεται αναλυτικά στη διδακτορική διατριβή του Σπύρου Τσιπίδη (2009), όπου και µπορεί να ανατρέξει ο αναγνώστη̋ για περισσότερε̋ τεχνικέ̋ κατασκευαστικέ̋ λεπτοµέρειε̋. Στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζεται συνοπτικά η παραγωγή και η εισαγωγή των ψηφιακών χωρικών αντικειµένων στη βάση. Τα ευρήµατα και τα δείγµατα αποτελούν τα πιο απλά αντικείµενα, καθώ̋ αναπαρίστανται ω̋ σηµεία που λαµβάνουν τη θέση του̋ από τι̋ καταγεγραµµένε̋ συντεταγµένε̋ (x, y, z). Πιο συγκεκριµένα εξάγεται από τη βάση µια λίστα µε τα καταγεγραµµένα αντικείµενα (ταυτότητα και συντεταγµένε̋) σε µορφή πίνακα. Ο πίνακα̋ εισάγεται στο ArcGIS και οι µετρήσει̋ µετατρέπονται σε δισδιάστατο σηµειακό διανυσµατικό αρχείο. Στη συνέχεια τα δισδιάστατα σηµεία µετατρέπονται σε τρισδιάστατα βάσει τη̋ µέτρηση̋ ύψου̋ που περιλαµβάνεται στον ίδιο πίνακα (Εικ. 9.11). 241 Εικόνα 9.11. Αντικείµενα τη̋ χωρική̋ κλάση̋ Finds (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Οι ανασκαφικοί τοµεί̋ ακολουθούν την ίδια διαδικασία καθώ̋ ορίζονται από τι̋ συνταγµένε̋ στι̋ τέσσερι̋ γωνίε̋ του̋. Αφού εισαχθούν οι συντεταγµένε̋ του̋ και µετατραπούν σε σηµειακά αντικείµενα µετατρέπονται σε γραµµικά διανυσµατικά αρχεία µε τη χρήση ειδικών υποπρογραµµάτων που παρέχονται από το ArcGIS. Στη συνέχεια αποκτούν την υψοµετρική πληροφορία από το ψηφιακό µοντέλο εδάφου̋ του λόφου τη̋ ανασκαφή̋152 (Εικ. 9.12). Εικόνα 9.12. Αντικείµενα τη̋ χωρική̋ κλάση̋ SiteTrenches επάνω στο ψηφιακό µοντέλο εδάφου̋ τη̋ θέση̋ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Το ψηφιακό µοντέλο εδάφου̋ βασίστηκε στι̋ υψοµετρικέ̋ µετρήσει̋ από την τοπογραφική αποτύπωση του αρχαιολογικού χώρου, που προηγήθηκε των ανασκαφικών εργασιών. 152 242 Υλοποίηση συστήµατο̋ Η µεθοδολογία κατασκευή̋ των ανασκαφικών ενοτήτων χρησιµοποιεί τoν τύπο αρχείου του επιφανειακού µπαλώµατο̋ (multipatch), µια µορφή απεικόνιση̋ ορίων που αναπτύχθηκε από την εταιρία ESRI. Ένα επιφανειακό µπάλωµα ενοποιεί απλά γεωµετρικά σχήµατα (σηµεία, τρίγωνα και πολύγωνα) δηµιουργώντα̋ σύνθετα τρισδιάστατα χωρικά αντικείµενα. Μετά από αρκετού̋ πειραµατισµού̋ επάνω στον τρόπο δηµιουργία̋ των ανασκαφικών ενοτήτων συντάχθηκε πρόγραµµα που κατασκευάζει άµεσα και µε αυτοµατοποιηµένο τρόπο κάθε ανασκαφική ενότητα χρησιµοποιώντα̋ τι̋ καταγεγραµµένε̋ συντεταµένε̋ που την οριοθετούν. Παρότι κάθε ανασκαφική ενότητα αποτελεί ένα σύνθετο γεωµετρικά αντικείµενο, αποθηκεύεται ω̋ µία εγγραφή τη̋ αντίστοιχη̋ χωρική̋ κλάση̋ (Εικ. 9.13). Εικόνα 9.13. Αντικείµενα τη̋ χωρική̋ κλάση̋ ExcavationUnits (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Η κατασκευή των ανασκαφικών σχεδίων αν και αναµενόταν µια αρκετά σύνθετη διαδικασία, εντούτοι̋ διευκολύνθηκε σηµαντικά από την πρὁπάρχουσα µεθοδολογία γραµµική̋ ψηφιοποίηση̋ στο πρόγραµµα AutoCAD µε βάση το ψηφιακά ανηγµένο φωτοµωσἀκό υπόβαθρο (Patias et al. 1999). Η µεθοδολογία κατασκευή̋ των ανασκαφικών σχεδίων στο νέο σύστηµα διατήρησε τη διαδικασία φωτογραµµετρική̋ αποτύπωση̋ του ανασκαφικού χώρου µεταφέροντα̋ το στάδιο τη̋ ψηφιοποίηση̋ απευθεία̋ στο ArcGIS. Το αποτέλεσµα τη̋ ψηφιοποίηση̋ κάθε σχεδίου συνιστά ένα γραµµικό διανυσµατικό αρχείο, όπου η πληροφορία είναι οµαδοποιηµένη µε βάση τον τύπο αντικειµένων που αναπαριστά κάθε γραµµή (π.χ. λίθοι). Η τρισδιάστατη µετατροπή του αρχείου χρησιµοποιεί τι̋ υψοµετρικέ̋ τιµέ̋ από το ψηφιακό µοντέλο εδάφου̋ τη̋ περιοχή̋ που αποτυπώνεται. Η δηµιουργία του τελευταίου συνιστά και το βασικό στοιχείο επέκταση̋ τη̋ πρὁπάρχουσα̋ µεθοδολογία̋ καταγραφή̋. Κάθε ψηφιακό µοντέλο εδάφου̋ βασίζεται σε σηµαντικό αριθµό µετρήσεων που λαµβάνονται στο πεδίο κατά τη φωτογραφική αποτύπωση 243 του χώρου. Στη συνέχεια τα σηµεία χρησιµοποιούνται από κατάλληλε̋ µεθοδολογίε̋ παρεµβολή̋ (interpolation) συντελώντα̋ στη δηµιουργία τη̋ τελική̋ ανάγλυφη̋ επιφάνεια̋153. Το τελικό αποτέλεσµα µπορεί να χρησιµοποιηθεί περαιτέρω για την τρισδιάστατη απεικόνιση του φωτοµωσἀκού τη̋ επιφάνεια̋ σχεδίαση̋ (Εικ. 9.14). Εικόνα 9.14. Αντικείµενα τη̋ χωρική̋ κλάση̋ Drawings και συνοδευτική 3∆ απεικόνιση του φωτοµωσἀκού τη̋ περιοχή̋ του σχεδίου (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Στην περίπτωση των στρωµατογραφικών ενοτήτων ακολουθείται παρόµοια µεθοδολογία µε αυτή των σχεδίων µε τη διαφορά ότι το τελικό αποτέλεσµα έγκειται στη χρήση διαφορετικού τύπου γεωµετρία̋ ω̋ προ̋ την αναπαράσταση κάθε ενότητα̋. Αρχικά δηµιουργείται µια κατακόρυφη τοµή στη µορφή δικτύου ακανόνιστων τριγώνων (Triangulated Irregular Network - ΤΙΝ) χρησιµοποιώντα̋ τι̋ χωρικέ̋ συντεταγµένε̋ των γωνιακών σηµείων τη̋ στρωµατογραφική̋ παρειά̋ και στη συνέχεια βάσει αυτή̋ γεωαναφέρεται το φωτοµωσἀκό, που την εικονίζει. Ωστόσο, η αδυναµία απευθεία̋ ψηφιοποίηση̋ στο ArcScene υποχρεώνει την εξαγωγή του TIN σε κάποιο 3∆ σχεδιαστικό πρόγραµµα που υποστηρίζει την τρισδιάστατη ψηφιοποίηση. Το SketchUp συνιστά ένα πρόγραµµα που επικοινωνεί µε το ArcGIS και καλύπτει την προηγούµενη απαίτηση. Συνεπώ̋, το TIN εξάγεται στο SketchUp, όπου επενδύεται µε τη φωτογραφία τη̋ παρειά̋, αποτελώντα̋ το υπόβαθρο για την ψηφιοποίηση κάθε στρωµατογραφική̋ ενότητα̋. Κάθε ενότητα εξάγεται στη συνέχεια στο ArcGIS ω̋ επιφανειακό µπάλωµα και αποθηκεύεται ω̋ αυτόνοµο αντικείµενο στην αντίστοιχη χωρική κλάση (Εικ. 9.15). 153 Η µεθοδολογία παρεµβολή̋ που χρησιµοποιείται ονοµάζεται Γραµµική παρεµβολή µε βάρη (Inverse Distance Weighting). Λόγω των απότοµων υψοµετρικών διακυµάνσεων των ανασκαφικών επιφανειών κρίθηκε απαραίτητη η χρήση χαρακτηριστικών γραµµών (breaklines), που περιορίζουν την παρεµβολή εντό̋ περιοχών µε σχετικά οµοιόµορφη διακύµανση. 244 Υλοποίηση συστήµατο̋ Εικόνα 9.15. Αντικείµενα τη̋ χωρική̋ κλάση̋ SectionLayers και φωτογραφία του σχεδίου που αποτέλεσε τη βάση τη̋ ψηφιοποίηση̋ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Για την κατασκευή των τοµών των ανασκαφικών ενοτήτων συντάχθηκε ειδική προγραµµατιστική ρουτίνα. Χρησιµοποιώντα̋ τρισδιάστατη γεωµετρία, ένα επίπεδο µπορεί να οριστεί από το χρήστη οπουδήποτε στο χώρο154. Τα σηµεία τοµή̋ µεταξύ κάθε ανασκαφική̋ ενότητα̋ και του επιπέδου υπολογίζονται και µε βάση αυτά δηµιουργείται ένα τρισδιάστατο πολύγωνο, που απεικονίζει την προβολή κάθε ανασκαφική̋ ενότητα̋ επάνω στο επίπεδο. Η συνολική διαδικασία παρέχει µια αυθαίρετη τοµή των ανασκαφικών ενοτήτων στο χώρο (Εικ. 9.16). Εικόνα 9.16. Αντικείµενα τη̋ χωρική̋ κλάση̋ SectionUnits. Σε διαφάνεια εικονίζονται ενδεικτικέ̋ ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). 154 Συνήθω̋ οι τοµέ̋ ορίζονται στο κατακόρυφο επίπεδο ω̋ ένδειξη τη̋ στρωµατογραφική̋ αλληλουχία̋, αλλά µπορούν να κατασκευαστούν και προβολέ̋ που τέµνουν οριζόντια τι̋ στρωµατογραφικέ̋ ενότητε̋ προκειµένου να απεικονιστεί η έκταση των αρχαιολογικών στρωµάτων σε κάποιο συγκεκριµένο βάθο̋. 245 Τα ΑΕΧ αποτελούν πολύπλοκα γεωµετρικά σχήµατα µε αποτέλεσµα η χωρική του̋ αναπαράσταση να συνιστά µια αρκετά σύνθετη διαδικασία. Με βάση τι̋ σηµερινέ̋ τεχνολογικέ̋ δυνατότητε̋ κάθε προσπάθεια αυτοµατοποιηµένη̋ κατασκευή̋ συµβιβάζει τη επιθυµητή ρεαλιστικότητα τη̋ οπτικοποίησή̋ του̋. Προτιµήθηκε λοιπόν η χειρωνακτική κατασκευή του̋ στο 3∆ σχεδιαστικό λογισµικό SketchUp που επικοινωνεί µε το ArcGIS. Οι καταγεγραµµένε̋ χωρικέ̋ συντεταγµένε̋ για κάθε ΑΕΧ εισάγονται στο SketchUp, όπου ενοποιούνται µεταξύ του̋ και συνθέτουν έναν αριθµό από τρίγωνα που αναπαριστούν τι̋ όψει̋ του αντικειµένου. Είναι κατανοητό ότι η οπτική πιστότητα και η ακρίβεια κάθε ΑΕΧ σχετίζεται µε τον αριθµό των συντεταγµένων που λαµβάνονται στο πεδίο. Τα επιµέρου̋ τρίγωνα συγχωνεύονται σε ένα αντικείµενο, το οποίο στη συνέχεια εξάγεται από το SketchUp ω̋ αυτόνοµο επιφανειακό µπάλωµα155. Το τελικό αντικείµενο λαµβάνει ξεχωριστή ταυτότητα και ενσωµατώνεται στην αντίστοιχη χωρική κλάση τη̋ βάση̋ (Εικ. 9.17). Εικόνα 9.17. Αντικείµενο τη̋ χωρική̋ κλάση̋ Features και φωτογραφία που εικονίζει το πραγµατικό ΑΕΧ. Ο τρόπο̋ εισαγωγή̋ των χωρικών δεδοµένων στη βάση διακρίνει τρει̋ µεθόδου̋. Οι ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ και οι τοµέ̋ του̋, δηµιουργούνται διαδοχικά η µία µετά την άλλη και αποθηκεύονται απευθεία̋ στη βάση µέσα από το ειδικό εργαλείο κατασκευή̋ του̋. Σε άλλε̋ περιπτώσει̋ (π.χ. στρωµατογραφικέ̋ ενότητε̋ και ΑΕΧ) η ενσωµάτωση των χωρικών δεδοµένων στη βάση χρησιµοποιεί τη διαδικασία εξαγωγή̋ κάθε ξεχωριστού αντικειµένου από το SketchUp. Τέλο̋, µια ακόµη κατηγορία σχετίζεται µε την εισαγωγή συνόλων αντικειµένων σε µια χωρική κλάση (π.χ. ευρήµατα, ανασκαφικοί τοµεί̋ και σχέδια). Σε αυτή την περίπτωση χρησιµοποιούνται εργαλεία που παρέχονται από το ArcCatalog προκειµένου να 155 Σηµαντικό πλεονέκτηµα στη ρεαλιστικότητα τη̋ απεικόνιση̋ προσφέρει η επιλογή εξοµάλυνση̋ των αντικειµένων του SketchUp, η οποία συντελεί σε πιο οµαλά αντικείµενα. 246 Υλοποίηση συστήµατο̋ πραγµατοποιηθεί µαζικά η εισαγωγή των νέων αντικειµένων στην κλάση προορισµού (Εικ. 9.18). Εικόνα 9.18. Εισαγωγή χωρικών δεδοµένων µέσω τη̋ ενεργοποίηση̋ του εργαλείου Load Data από το ArcCatalog. 9.3 9.3.3. Συνοδευτικά δεδοµένα Εκτό̋ από το χώρο τη̋ ανασκαφή̋, έγινε προσπάθεια να ενσωµατωθούν στο ίδιο τρισδιάστατο ψηφιακό περιβάλλον στοιχεία από το ευρύτερο τοπίο, προκειµένου η διερεύνηση των αρχαιολογικών δεδοµένων σε πολλαπλέ̋ χωρικέ̋ κλίµακε̋ να συµβάλλει στη συνολικότερη κατανόηση τη̋ αρχαιολογική̋ θέση̋. Με βάση χάρτε̋ τη̋ Γεωγραφική̋ Υπηρεσία̋ Στρατού (ΓΥΣ) σε κλίµακα 1:5000, τοπογραφικά του σύγχρονου χωριού, και δεδοµένα από την τοπογραφική αποτύπωση του ανασκαφικού χώρου προετοιµάστηκε ψηφιακό µοντέλο εδάφου̋ ευρύτερη̋ κλίµακα̋ απεικονίζοντα̋ το σύγχρονο ανάγλυφο τη̋ περιοχή̋ γύρω από τα Παλιάµπελα Κολινδρού, το υδρογραφικό δίκτυο, καθώ̋ και σύγχρονου̋ χωρικού̋ σχηµατισµού̋, όπω̋ οι οικίε̋, οι ιδιοκτησίε̋ και οι δρόµοι του σύγχρονου οικισµού. Στοχεύοντα̋ σε πιο ρεαλιστική ψηφιακή αναπαράσταση, αεροφωτογραφίε̋ τη̋ περιοχή̋ συνδυάστηκαν µε το ψηφιακό µοντέλο εδάφου̋ δίνοντα̋ µια φωτορεαλιστική απεικόνιση του περιβάλλοντο̋ τοπίου. Τα δεδοµένα αυτά σε πρώτη φάση έχουν αποθηκευτεί σε ξεχωριστή γεωβάση σε µια συλλογή δεδοµένων µε όνοµα LandscapeData και µπορούν, εφόσον µετασχηµατιστούν κατάλληλα, να συνδυαστούν µε δεδοµένα από άλλε̋ πηγέ̋, όπω̋ π.χ. από το Εθνικό Κτηµατολόγιο (Εικ. 9.19). Εκτό̋ από τα δεδοµένα τη̋ ανασκαφή̋ έγινε προσπάθεια να οργανωθούν και τα δεδοµένα από την επιφανειακή έρευνα που διεξήχθη το 1999. Συγκεκριµένα, ψηφιοποιήθηκαν τα γεωλογικά δείγµατα ω̋ 3∆ γραµµικά αντικείµενα και τα τετράγωνα συλλογή̋ επιφανειακού υλικού ω̋ ένα 3∆ πολυγωνικό θέµα. Τα χωρικά δεδοµένα τη̋ επιφανειακή̋ έρευνα̋ έχουν οργανωθεί σε ξεχωριστή γεωβάση σε µια 247 συλλογή δεδοµένων µε όνοµα SurveyData και µπορούν να συνδυαστούν µε του̋ αντίστοιχου̋ πίνακε̋ δεδοµένων των ίδιων οντοτήτων. Παράλληλα, δηµιουργήθηκαν ψηφιακέ̋ απεικονίσει̋ του υπεδάφου̋ µε βάση τη γεωµαγνητική έρευνα στη θέση (Εικ. 9.20). Εικόνα 9.19. Σύγχρονα χωρικά δεδοµένα από την περιοχή των Παλιαµπέλων (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Εικόνα 9.20. Απεικόνιση των δεδοµένων τη̋ επιφανειακή̋ έρευνα̋ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). 248 Υλοποίηση συστήµατο̋ Τα δεδοµένα που σχετίζονται µε το σύγχρονο τοπίο ή την επιφανειακή έρευνα µπορούν να διατηρηθούν ω̋ ξεχωριστά χωρικά αρχεία, (συνιστάται στην περίπτωση των δεδοµένων ψηφιδωτού) να οργανωθούν σε ξεχωριστέ̋ γεωβάσει̋ ή να εισαχθούν και να αποθηκευτούν στην ανασκαφική γεωβάση ω̋ διακριτέ̋ συλλογέ̋ χωρικών δεδοµένων. Ανάλογε̋ συλλογέ̋ µπορούν να δηµιουργηθούν και να ενσωµατωθούν στην ανασκαφική βάση και για περαιτέρω διαδικασίε̋ που σχετίζονται µε την αρχαιολογική έρευνα σε διαφορετικέ̋ κλίµακε̋, όπω̋ π.χ. η µικροµορφολογική δειγµατοληψία (µικροκλίµακα) και οι γεωµορφολογικέ̋ µελέτε̋ (µακροκλίµακα). Η ενσωµάτωση δεδοµένων από διαφορετικού τύπου αρχαιολογικέ̋ έρευνε̋ και η ευκολία διαχείρισή̋ και απεικόνιση̋ σε ενιαίο γεωγραφικό περιβάλλον αποτελεί ένα χειροπιαστό παράδειγµα για τι̋ δυνατότητε̋ επέκταση̋ των λειτουργιών τη̋ ανασκαφική̋ γεωβάση̋. 9.4 9.4. Πρότυπα λειτουργικά προγράµµατα Για την εξασφάλιση τη̋ αρχαιολογική̋ λειτουργικότητα̋ του συστήµατο̋ κρίθηκε σηµαντική η υλοποίηση συγκεκριµένων µεθόδων που εξειδικεύουν τι̋ λειτουργίε̋ του ArcGIS σε επίπεδο ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ και ανάλυση̋. Οι µέθοδοι σχεδιάστηκαν µε τη χρήση των ArcObjects στη γλώσσα προγραµµατισµού Visual Basic. Οι προβλεπόµενε̋ λειτουργίε̋ περιλαµβάνουν εργαλεία για τον υπολογισµό αποστάσεων στον τρισδιάστατο χώρο, τη στρωµατογραφική οµαδοποίηση και τη χρονολογική ταξινόµηση των ανασκαφικών αντικειµένων156. Οι µέθοδοι ενσωµατώθηκαν σε µια συλλογή εργαλείων µε τίτλο ArchTools στο γραφικό περιβάλλον του ArcScene. Με την ενεργοποίηση ενό̋ εργαλείου προβάλλεται παράθυρο που καθοδηγεί το χρήστη κατά την εκτέλεση τη̋ επιλεγµένη̋ λειτουργία̋. Το πρώτο εργαλείο επιτρέπει τη χωρική διερεύνηση των αρχαιολογικών αντικειµένων µέσα από διαδικασίε̋, όπω̋ ο υπολογισµό̋ τη̋ µεταξύ του̋ απόσταση̋ ή η επιλογή του̋ µε βάση τρισδιάστατε̋ περιµετρικέ̋ ζώνε̋ επιρροή̋ (buffer zones). Με βάση το παράδειγµα που παρουσιάζεται από του̋ Nigro et al. (2003), αναπτύχθηκε µια µέθοδο̋ υπολογισµού απόσταση̋ µεταξύ σηµείων στον τρισδιάστατο χώρο. Το εργαλείο µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την εκτέλεση χωρικών ερωτηµάτων είτε σε µεµονωµένα σηµεία, π.χ. ευρήµατα, είτε σε σύνθετα γεωµετρικά αντικείµενα που ορίζονται από πολλαπλά σηµεία, π.χ. ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ (Εικ. 9.21). Τα ερωτήµατα µπορούν να περιοριστούν στο εσωτερικό µια̋ καθορισµένη̋ ακτίνα̋ αναζήτηση̋ (π.χ. 3 µ. απόσταση), σε µια συγκεκριµένη κατεύθυνση (π.χ. βόρειο-ανατολικά από ένα αντικείµενο) ή επιλέγοντα̋ µια πιο ασαφή χωρική συσχέτιση (π.χ. πλησιέστερα ή µακρύτερα από). Με τον υπολογισµό των συνολικών αποστάσεων µεταξύ ενό̋ συνόλου σηµείων στο τρισδιάστατο διάστηµα, είναι Για περισσότερε̋ λεπτοµέρειε̋ σχετικά µε την κατασκευή και τον τρόπο λειτουργία̋ των συγκεκριµένων µεθόδων βλ. (Τσιπίδη̋ 2009). 156 249 δυνατό̋ ο υπολογισµό̋ τη̋ ελάχιστη̋, µέγιστη̋, µέση̋ και συνολική̋ απόσταση̋ ενό̋ σηµείου (π.χ. ένα εύρηµα) σε σχέση µε όλα τα υπόλοιπα. Οι µετρήσει̋ αυτέ̋ µπορούν να χρησιµοποιηθούν για περαιτέρω στατιστική επεξεργασία. Απλέ̋ αναλύσει̋ διενεργούνται από το ίδιο το πρόγραµµα, ενώ άλλε̋ πιο περίπλοκε̋ µπορούν να εκτελεστούν µέσα σε εξειδικευµένα λογισµικά (SPSS, S-Plus, R) µε την εξαγωγή των µετρήσεων ω̋ αυτόνοµο πίνακα. Εικόνα 9.21. 9.21. 3∆ χωρική αναζήτηση λίθινων ευρηµάτων σε ακτίνα 1 µέτρου από επιλεγµένο εύρηµα (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Για την εξυπηρέτηση τη̋ στρωµατογραφική̋ ερµηνεία̋ υλοποιήθηκε ένα εργαλείο που χρησιµοποιεί το µοντέλο δεδοµένων τη̋ βάση̋ και επιτρέπει στο χρήστη να οµαδοποιήσει στην οθόνη πρωτογενή χωρικά αντικείµενα προκειµένου να δηµιουργήσει δευτερογενεί̋ ερµηνευτικέ̋ οντότητε̋ (Εικ. 9.22). Η δηµιουργία ενό̋ οµαδοποιηµένου αντικειµένου συνοδεύεται από το άθροισµα των τιµών διαστήµατο̋ ή λόγου (π.χ. όγκο̋ χώµατο̋) όλων των αντικειµένων από τα οποία συνίσταται. Αντιστοίχω̋, οι ονοµαστικέ̋ τιµέ̋ (π.χ. εδαφολογική σύσταση) συνοψίζονται από τον αρχαιολόγο µετά από τον έλεγχο του βαθµού παρουσία̋ του̋ µέσα στον οµαδοποιηµένο πληθυσµό. Τέλο̋, οι στρωµατογραφικέ̋ σχέσει̋ στι̋ οποίε̋ το νέο αντικείµενο συµµετέχει (π.χ. το στρώµα ΙΙΙ είναι αρχαιότερο από το στρώµα IV) καθορίζονται από τον αρχαιολόγο, καταχωρούνται στο σχετικό πίνακα και κληρονοµούνται από τα συνιστάµενα αντικείµενα. Πρόσθετε̋ χρονικέ̋ ιδιότητε̋, όπω̋ η ηµεροµηνία δηµιουργία̋ ή η χρονολογική φάση ορίζονται µέσω του ίδιου εργαλείου. Τέλο̋, µια τρίτη λειτουργία ταξινοµεί χρονολογικά τα ανασκαφικά αντικείµενα ανάλογα µε τη χρονική κατηγορία που επιλέγει ο αρχαιολόγο̋. Σε ένα δισδιάστατο διάγραµµα τα αντικείµενα που εικονίζονται στο περιβάλλον ταξινοµούνται µε βάση του̋ δύο άξονε̋. Ο κατακόρυφο̋ άξονα̋ τα κατατάσσει ανάλογα µε την ηµεροµηνία ανασκαφή̋, ενώ ο οριζόντιο̋ τα τοποθετεί µε βάση τη σχετική ή την απόλυτη 250 Υλοποίηση συστήµατο̋ χρονολόγησή του̋. Οι ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ εντάσσονται σε διαφορετικέ̋ χρονικέ̋ κλίµακε̋ (περίοδο̋, υποπερίοδο̋, φάση) ανάλογα µε τη χρονολογική πληροφορία. Κάθε ενότητα χρωµατίζεται περαιτέρω στο διάγραµµα ανάλογα µε το βαθµό βεβαιότητα̋ ω̋ προ̋ την ακρίβεια χρονολόγηση̋ που τη̋ αποδίδεται (Εικ. 9.23). Εικόνα 9.22. ∆ηµιουργία στρωµατογραφική̋ οµάδα̋ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Εικόνα 9.23. ∆ηµιουργία χρονικού διαγράµµατο̋ µε βάση τι̋ χρονικέ̋ τιµέ̋ των εικονιζόµενων ανασκαφικών ενοτήτων (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). 251 Τα εργαλεία αυτά επεκτείνουν τι̋ δυνατότητε̋ που παρέχονται από το ίδιο το ArcGIS, αναβαθµίζοντα̋ το χρηστικό περιβάλλον του ArcScene από απλό περιβάλλον απεικόνιση̋ και οπτική̋ διερεύνηση̋ σε περιβάλλον ανάλυση̋ και σύνθεση̋ νέα̋ πληροφορία̋. 9.5 9.5. Σύνοψη Η αντικειµενοστρεφή̋ µεθοδολογία ανάπτυξη̋ συνέβαλε σηµαντικά σε πολλαπλά σηµεία που σχετίζονται µε την υλοποίηση τη̋ εφαρµογή̋. Η χρήση των εργαλείων CASE διαµόρφωσε µια βηµατική και επαναληπτική διαδικασία µετάβαση̋ από το λογικό µοντέλο στο φυσικό σχήµα των δεδοµένων, επιτρέποντα̋ την επαυξητική κατασκευή τη̋ γεωβάση̋ µέχρι την τελική πλήρω̋ λειτουργική έκδοση. Επίση̋, η µεταχείριση των πρωτόκολλων XML συνέβαλε στην ενσωµάτωση σηµασιολογικών και γεωγραφικών µεταδεδοµένων στο σχήµα τη̋ βάση̋ προσφέροντα̋ παράλληλα τη δυνατότητα µεταφορά̋ του σχήµατο̋ και των ίδιων των δεδοµένων, σε εναλλακτικέ̋ πλατφόρµε̋ υλοποίηση̋. Τέλο̋, η δυνατότητα παραµετροποίηση̋ του λογισµικού µε την προσθήκη εξειδικευµένων εργαλείων επέτρεψε την επιλεκτική επέκταση τη̋ λειτουργικότητα̋ του προγράµµατο̋ προκειµένου να καλύψει τι̋ ιδιαίτερε̋ ανάγκε̋ τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋. Τα πλεονεκτήµατα τη̋ αντικειµενοστρεφού̋ ανάπτυξη̋ έγιναν φανερά και ω̋ προ̋ το ποσοστό κάλυψη̋ των δεδοµένων τη̋ ανασκαφή̋ στο σύστηµα τα τελευταία χρόνια. Η βηµατική και επαναληπτική ανάπτυξη συνέβαλε στη δηµιουργία διαδοχικών εκδόσεων τη̋ βάση̋ και στη δοκιµή τη̋ λειτουργικότητά̋ του̋ µε την εισαγωγή δεδοµένων. Σε κάθε νέα έκδοση τα δεδοµένα από προηγούµενε̋ εκδόσει̋ µπορούσαν να µεταφερθούν µε εύκολο τρόπο µε αποτέλεσµα να έχει ήδη ψηφιοποιηθεί και εισαχθεί στο σύστηµα σχεδόν το 50% του αναλογικού αρχείου τη̋ ανασκαφή̋157. Ο συνολικό̋ όγκο̋ τη̋ βάση̋ δεδοµένων συµπεριλαµβανοµένων των γραφικών αντικειµένων και τη̋ συνοδευτική̋ πληροφορία̋ (ηµερολόγιο, παρατηρήσει̋ κτλ.) ξεπερνά µόλι̋ τα 30 ΜΒ158 (βλ. Παράρτηµα Ζ’). Κατά την ανασκαφική περίοδο του 2007 η τεκµηρίωση µε τη χρήση τη̋ ψηφιακή̋ µεθοδολογία̋ καταγραφή̋ δοκιµάστηκε στο πεδίο πετυχαίνοντα̋ την ψηφιοποίηση του 75% των ανασκαφικών δεδοµένων µέχρι το τέλο̋ των εργασιών. Η ψηφιακή καταγραφή έξι ανασκαφικών τοµέων, καθένα̋ µε έκταση 5 x 5 µ. στη διάρκεια έξι εβδοµάδων ανασκαφή̋ στηρίχθηκε αποκλειστικά στη χρήση ενό̋ σταθµού µετρήσεων, µια̋ ψηφιακή̋ κάµερα̋ υψηλή̋ ανάλυση̋, δύο φορητών υπολογιστών και ενό̋ σταθµού εργασία̋. Η οµάδα καταγραφή̋ απαρτίστηκε από 157 Η βάση δεδοµένων ήδη περιλαµβάνει πληροφορία για 16 από τα 29 σκάµµατα τη̋ ανασκαφή̋, ~2500 ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ από σύνολο ~4000, ~2400 δείγµατα από σύνολο ~2600, 35 από σύνολο 100 σχεδίων, το σύνολο σχεδόν των ευρηµάτων τη̋ ανασκαφή̋ που ανέρχεται σε ~6200 αντικείµενα, 10 από περίπου 20 στρωµατογραφίε̋ και 15 επιλεγµένε̋ τοµέ̋ ανασκαφικών ενοτήτων. 158 Εξαιρούνται, όπω̋ αναφέρθηκε, το σύνολο των ψηφιδωτών και φωτογραφικών δεδοµένων, τα οποία αποθηκεύονται σε εξωτερικού̋ φακέλου̋ και απλώ̋ τα διαχειρίζεται η βάση. 252 Υλοποίηση συστήµατο̋ πέντε άτοµα, ένα τοπογράφο, δύο χειριστέ̋ ΣΓΠ και δύο ψηφιοποιητέ̋ για την εισαγωγή χωρική̋ και θεµατική̋ πληροφορία̋ αντιστοίχω̋. Ιδιαίτερα διαφωτιστική δοκιµή αποτέλεσε και η χρήση τη̋ εφαρµογή̋ ω̋ βασικού εργαλείου διερεύνηση̋ τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋ κατά την περίοδο τη̋ µελέτη̋ του ανασκαφικού υλικού το καλοκαίρι του 2008. Χρησιµοποιώντα̋ πραγµατικά ανασκαφικά δεδοµένα το σύστηµα κατέδειξε τη δύναµή του στην οπτικοποίηση του ανασκαφικού χώρου, αλλά και στη χρήση του ω̋ µέσο διερεύνηση̋ των αρχαιολογικών δεδοµένων και ω̋ εργαλείο στρωµατογραφική̋ ανάλυση̋. Στο επόµενο κεφάλαιο παρουσιάζεται ένα παράδειγµα από τη χρήση του συστήµατο̋ κατά την ανασκαφική µελέτη, στο πλαίσιο του οποίου περιγράφεται ο τρόπο̋ λειτουργία̋ τη̋ συνολική̋ εφαρµογή̋. 253 “Now that we have all this useful information, it would be nice to do something with it. (Actually, it can be emotionally fulfilling just to get the information. This is usually only true, however, if you have the social life of a kumquat.)” Ken Arnord, Unix Programmer's Manual 10. Λειτουργικότητα συστήµατο̋ Κατά την ανασκαφική περίοδο 2008 στα Παλιάµπελα Κολινδρού τα δεδοµένα τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ µελετήθηκαν συστηµατικά και προχώρησε η στρωµατογραφική µελέτη τη̋ θέση̋. Μεταξύ των περιοχών που µελετήθηκαν υπήρξαν oι ανασκαφικοί τοµεί̋ 6 και 21 προ̋ τα βόρεια τη̋ θέση̋. Σε αυτό το σηµείο, η ανασκαφή επεκτάθηκε σε βάθο̋ και συνέβαλε στον εντοπισµό των αρχαιότερων επιχώσεων τη̋ θέση̋. Σύµφωνα µε τι̋ πρώτε̋ ενδείξει̋ πρόκειται για ένα σύνολο από λάκκου̋ τη̋ Αρχαιότερη̋ Νεολιθική̋, που διαταράχθηκε από την εκσκαφή µεγάλη̋ τάφρου (ΑΕΧ 626) κάποια στιγµή στη διάρκεια τη̋ Μέση̋ Νεολιθική̋. Η ανασκαφή και η τεκµηρίωση τη̋ τάφρου υπήρξε ιδιαίτερα απαιτητική λόγω των δυσκολιών ω̋ προ̋ τη σαφή διάκριση και την οριοθέτησή τη̋. Όπω̋ γίνεται αντιληπτό από τι̋ ετήσιε̋ ανακεφαλαιώσει̋ των ανασκαφέων, οι επιχώσει̋ αρχικά είχαν ερµηνευθεί ω̋ λάκκο̋ και µόνο όταν προχώρησε η ανασκαφή και αποκαλύφθηκε η στρωµατογραφική παρειά συνειδητοποιήθηκε η παρουσία τάφρου στο σηµείο. Ακόµη και τότε, ωστόσο, η διάκριση των επιµέρου̋ επιχώσεων υπήρξε αρκετά δύσκολο έργο κατά την ανασκαφή. Η χρήση τη̋ στρωµατογραφία̋ ω̋ οδηγού των ανασκαφικών εργασιών δεν βοήθησε ιδιαίτερα, καθώ̋ εµφάνιζε µια αρκετά οµογενοποιηµένη µορφή λόγω τη̋ υγρασία̋ του χώµατο̋ (Εικ. 10.1). Πραγµατικά, µόνο µετά την ολοκλήρωση τη̋ ανασκαφή̋ και τη σταδιακή στέγνωση τη̋ παρειά̋ του σκάµµατο̋ έγινε δυνατό̋ ο σαφέστερο̋ προσδιορισµό̋ των επιµέρου̋ επιχώσεων. Εικόνα 10.1. Άποψη τη̋ τάφρου στη διάρκεια τη̋ ανασκαφή̋ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Η χρήση του συστήµατο̋ στο συγκεκριµένο παράδειγµα ήταν καίρια επιλογή λόγω των αυξηµένων δυνατοτήτων οπτικοποίηση̋ και διερεύνηση̋ των ανασκαφικών παρατηρήσεων. Τα εργαλεία του συστήµατο̋ και τα δεδοµένα που σχετίζονται µε την έρευνα τη̋ τάφρου χρησιµοποιήθηκαν στην απόπειρα τη̋ εκ νέου οµαδοποίηση̋ των ανασκαφικών ενοτήτων που εντάσσονται στο συγκεκριµένο ΑΕΧ. Στην πορεία τη̋ µελέτη̋ χρησιµοποιήθηκαν συγκεκριµένε̋ λειτουργίε̋ του συστήµατο̋ που περιγράφονται αναλυτικά στη συνέχεια. Σηµειώνεται ότι το παράδειγµα που ακολουθεί δεν αποτελεί τελική ερµηνεία, καθώ̋ η µελέτη των δεδοµένων τη̋ έρευνα̋ βρίσκεται σε εξέλιξη. Συνιστά µια προκαταρκτική ερµηνεία που πρέπει να επιβεβαιωθεί περαιτέρω από στοιχεία τη̋ έρευνα̋ και να τροποποιηθεί κατάλληλα προκειµένου να επικυρωθεί από του̋ υπευθύνου̋ του ανασκαφικού έργου. 10.1. Απεικόνιση δεδοµένων Η αλληλεπίδραση µε τα δεδοµένα τη̋ έρευνα̋ ξεκινάει µε την ενεργοποίηση του περιβάλλοντο̋ ArcScene δεδοµένων (Add data) . Χρησιµοποιώντα̋ το εργαλείο εισαγωγή̋ από τη γραµµή εργαλείων του συστήµατο̋ επιλέγονται και εισάγονται οι κλάσει̋ αντικειµένων Trenches, ExcavationUnits, SectionLayers, Features, Drawings, και Finds. Οι ίδιε̋ κλάσει̋ εµφανίζονται στο πλαίσιο διαχείριση̋ δεδοµένων (Table of contents) που βρίσκεται στο αριστερό µέρο̋ του περιβάλλοντο̋ απεικόνιση̋ (Εικ.10.2). 256 Λειτουργικότητα συστήµατο̋ Εικόνα 10.2. Απεικόνιση δεδοµένων στο περιβάλλον ArcScene: Άποψη  ΒΑ159 (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Στη συνέχεια οι χωρικέ̋ κλάσει̋ συνδέονται (Join) µε του̋ αντίστοιχου̋ πίνακε̋ περιγραφική̋ πληροφορία̋ χρησιµοποιώντα̋ τι̋ προκαθορισµένε̋ κλάσει̋ συσχετίσεων προκειµένου να περιοριστεί η απεικόνιση στα αντικείµενα που ενδιαφέρουν (Εικ. 10.3). Εικόνα 10.3. Σύνδεση χωρική̋ και θεµατική̋ κλάση̋ µε βάση την προκαθορισµένη σχέση. Τα στοιχεία τη̋ παρένθεση̋ υποδηλώνουν τον προσανατολισµό τη̋ απεικόνιση̋ (π.χ.  ΒΑ: άποψη προ̋ Βορειοανατολικά). 159 257 Ενεργοποιώντα̋ το εργαλείο Definition Query από τι̋ ιδιότητε̋ κάθε κλάση̋ συντάσσεται διατύπωση SQL που περιορίζει τα εικονιζόµενα αντικείµενα µε βάση του̋ ανασκαφικού̋ τοµεί̋ 6 και 21 (Εικ. 10.4). Με ανάλογα ερωτήµατα περιορίζονται τα εικονιζόµενα αντικείµενα των υπολοίπων κλάσεων. Εικόνα 10.4. ∆ιατύπωση ερωτήµατο̋ ορισµού (definition query) µε χρήση SQL. Έχοντα̋ περιορίσει τα δεδοµένα, η οπτική του̋ εξέταση µπορεί να πραγµατοποιηθεί αλλάζοντα̋ την εστίαση και την οπτική γωνία µε τη χρήση των κατάλληλων εργαλείων πλοήγηση̋ που προσφέρονται από το σύστηµα (Εικ. 10.5). Εικόνα 10.5. Αλλαγή εστίαση̋ και οπτική̋ γωνία̋ µε τα εργαλεία πλοήγηση̋: Άποψη  Β∆ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Επιπλέον, προκειµένου να είναι πιο κατανοητή η οπτική ανάγνωση των αντικειµένων µπορεί να τροποποιηθεί ο συµβολισµό̋ του̋ (Εικ. 10.6). 258 Λειτουργικότητα συστήµατο̋ Εικόνα 10.6. Αλλαγή συµβολισµού των εικονιζόµενων κλάσεων: Άποψη  Β∆ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Ανά πάσα στιγµή κάποια κλάση µπορεί να τεθεί ω̋ αόρατη από τον πίνακα περιεχοµένων προκειµένου να γίνουν ορατέ̋ άλλε̋ κλάσει̋ αντικειµένων, π.χ. τα ευρήµατα (Εικ. 10.7). Εικόνα 10.7. Αποεπιλογή τη̋ κλάση̋ ExcavationUnits από τον πίνακα περιεχοµένων για να εικονιστούν τα ευρήµατα των τοµών: Άποψη  Β∆ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Ω̋ προ̋ τη ρεαλιστικότητα τη̋ απεικόνιση̋ αρκετά χρήσιµη κρίνεται η περαιτέρω συµπλήρωση των διανυσµατικών χωρικών δεδοµένων µε δεδοµένα φωτογραφία̋ για τι̋ στρωµατογραφικέ̋ παρειέ̋ και τα ανασκαφικά σχέδια (Εικ. 10.8). Η εισαγωγή του̋ γίνεται απευθεία̋ από το δίσκο µέσω των αρχείων layer ολοκληρώνοντα̋ την οπτικοποίηση των αντικειµένων που χρησιµοποιούνται στο παράδειγµα. 259 Εικόνα Εικόνα 10.8. Εισαγωγή δεδοµένων ψηφιδωτού για τι̋ παρειέ̋ και τα ανασκαφικά σχέδια των τοµέων 6 και 21: Άποψη  Β (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). 10.2. ∆ιερεύνηση δεδοµένων Η διερεύνηση τη̋ πληροφορία̋ µπορεί να ακολουθήσει αρκετέ̋ και διαφορετικέ̋ µεθόδου̋. Καταρχά̋, χρησιµοποιώντα̋ το εργαλείο ταυτοποίηση̋ (Identify tool) είναι δυνατό̋ ο προσδιορισµό̋ του ΑΕΧ τη̋ τάφρου στην οθόνη και η πρόσβαση στα θεµατικά του χαρακτηριστικά, σε φωτογραφίε̋ και σχεδιαστικέ̋ απεικονίσει̋, καθώ̋ και σε περαιτέρω πληροφορίε̋ για το σύνολο των αντικειµένων µε τα οποία σχετίζεται. Από τη λίστα των σχετικών ανασκαφικών ενοτήτων ο χρήστη̋ µπορεί να εντοπίσει τα επιµέρου̋ ανασκαφικά στρώµατα που ξεχώρισαν οι ανασκαφεί̋ ω̋ µέρο̋ τη̋ επίχωση̋ τη̋ τάφρου (Εικ. 10.9). Εικόνα 10.9. Ταυτοποίηση του ΑΕΧ τη̋ τάφρου και διερεύνηση των επιµέρου̋ χαρακτηριστικών του µεταξύ των οποίων φωτογραφικέ̋ και σχεδιαστικέ̋ απεικονίσει̋: Άποψη  Α (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). 260 Λειτουργικότητα συστήµατο̋ Περαιτέρω πληροφορία αναζητείται στι̋ επιµέρου̋ ανασκαφικέ̋ εκθέσει̋ προκειµένου να διερευνηθεί η πορεία τη̋ έρευνα̋ στην περιοχή, όπω̋ παρουσιάζεται συνοπτικά από του̋ ανασκαφεί̋ σε ετήσια βάση. Όλε̋ οι επιµέρου̋ πληροφορίε̋ συµβάλλουν στον προσδιορισµό των ανασκαφικών στρωµάτων που θεωρήθηκαν από του̋ ανασκαφεί̋ ότι σχετίζονται µε το ΑΕΧ 626. Συγκεκριµένα από το σκάµµα 6 διαχωρίζονται τα στρώµατα 617-622 και 636 και από το σκάµµα 21 τα στρώµατα 2115, 2117 και 2122-2125 (Εικ. 10.10). Πραγµατοποιώντα̋ ένα νέο ερώτηµα ορισµού περιορίζεται η απεικόνιση των ανασκαφικών ενοτήτων αποκλειστικά σε εκείνε̋ που σχετίζονται άµεσα µε την τάφρο. Εικόνα 10.10. Περιορισµό̋ απεικόνιση̋ των ανασκαφικών ενοτήτων στι̋ περιπτώσει̋ που σχετίζονται µε την τάφρο (ΑΕΧ 626): Άποψη  Β (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Η ολοκλήρωση τη̋ απεικόνιση̋ των δεδοµένων που ενδιαφέρουν επιτρέπει την εκκίνηση τη̋ οπτική̋ εξέταση̋ και τη̋ διερεύνηση̋ των δεδοµένων. Βασικό̋ στόχο̋ τη̋ παρούσα̋ ανάλυση̋ είναι η συσχέτιση των ανασκαφικών ενοτήτων µε την πραγµατική αλληλουχία των επιχώσεων τη̋ τάφρου. Το πρόγραµµα προσφέρει δυνατότητε̋ διαφοροποίηση̋ των επιµέρου̋ αντικειµένων µια̋ κλάση̋ δεδοµένων στην οθόνη µέσω τη̋ αντιστοίχηση̋ διαφορετικών συµβόλων µε συγκεκριµένε̋ τιµέ̋ από ένα πεδίο. Η ανάλυση επικεντρώνεται στην απεικόνιση των ανασκαφικών ενοτήτων µε βάση τη διάκριση των επιχώσεων τη̋ τάφρου σύµφωνα µε του̋ ανασκαφεί̋. Οι ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ µπορούν να αντιπαραβληθούν οπτικά µε το σχέδιο τη̋ στρωµατογραφική̋ παρειά̋, προκειµένου να εξεταστεί η αντιστοιχία του̋ µε τα πραγµατικά στρώµατα (Εικ. 10.11). Αµέσω̋ γίνεται αντιληπτό ότι οι οµαδοποιήσει̋ των ανασκαφέων σε αρκετά σηµεία εµφανίζουν αναντιστοιχίε̋ µε την πορεία των πραγµατικών στρωµάτων τη̋ τάφρου. Τα προβλήµατα εντοπίζονται σε τρία κυρίω̋ σηµεία: στο στρώµα 617, στο στρώµα 618 και στα 2125 και 622 (Εικ. 10.12). 261 Εικόνα 10.11. Απεικόνιση ανασκαφικών ενοτήτων µε βάση τα ανασκαφικά στρώµατα και αντιπαραβολή µε τη φυσική στρωµατογραφία που εικονίζεται σε διαφάνεια 60%: Άποψη  Ν (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Εικόνα 10.12. Προβληµατικά σηµεία στρωµατογραφική̋ αντιπαραβολή̋: Άποψη  Ν (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Το σύστηµα επιτρέπει τη θεµατική ταξινόµηση των ανασκαφικών ενοτήτων µε βάση χαρακτηριστικά τη̋ επίχωση̋, όπω̋ έχουν συµπληρωθεί από του̋ ανασκαφεί̋. Η ταξινόµηση των ανασκαφικών ενοτήτων χρησιµοποιώντα̋ στοιχεία του ηµερολογίου και η αντιπαραβολή τη̋ µε τη φυσική στρωµατογραφία τη̋ τάφρου µπορεί να εντοπίσει παρερµηνείε̋ κατά την ανασκαφή. 262 Λειτουργικότητα συστήµατο̋ Οι ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ ταξινοµούνται χρωµατικά µε βάση το χρώµα τη̋ επίχωση̋ στην κλίµακα Munsell160 (Εικ. 10.13). Αµέσω̋ γίνονται διακριτέ̋ τέσσερι̋ περιοχέ̋ διαφοροποίηση̋ των ανασκαφικών ενοτήτων. Στην περιοχή 1 γίνεται αντιληπτό ότι η χρωµατική σύσταση τη̋ επίχωση̋ διαφοροποιείται σύµφωνα µε τη στρωµατογραφία. Στην περιοχή 2 παρεµβάλλεται µια ενότητα µε διαφορετική απόχρωση που ταυτίζεται µε το όριο του φυσικού στρώµατο̋ τη̋ παρειά̋. Στην περιοχή 3 παρατηρείται ότι τα κατώτερα στρώµατα έχουν διαφορετική σύσταση από τα ανώτερα. Τέλο̋, η περιοχή 4, παρά την εµφανή ανάµειξη των κατώτερων επιχώσεων, παρουσιάζει µια οµογενοποιηµένη εικόνα που τη διαφοροποιεί σαφέστατα από το ανατολικό τµήµα τη̋ τάφρου. Εικόνα 10.13. Ταξινόµηση ανασκαφικών ενοτήτων µε βάση το χρώµα τη̋ επίχωση̋ στην κλίµακα Munsell: Άποψη  Ν (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Ανάλογε̋ παρατηρήσει̋ πραγµατοποιούνται κατά την ταξινόµηση των ανασκαφικών ενοτήτων σύµφωνα µε υφή του χώµατο̋ κάθε επίχωση̋ (Εικ. 10.14). Συγκεκριµένα, τα ανώτερα στρώµατα τη̋ τάφρου διαφοροποιούνται ω̋ προ̋ την υφή από τα αµέσω̋ κατώτερα (περιοχή 1). Επιπλέον εντοπίζονται µεµονωµένε̋ περιπτώσει̋ ανασκαφικών ενοτήτων που συµβαδίζουν µε τη στρωµατογραφία διαχωρίζοντα̋ ενότητε̋ που κατά την ανασκαφή θεωρήθηκαν µέρο̋ ενιαία̋ επίχωση̋ (περιοχή 2). Σε άλλο σηµείο, επισηµαίνονται διαφοροποιήσει̋ που αναφέρονται σε διακριτέ̋ περιοχέ̋ τη̋ στρωµατογραφική̋ τοµή̋ (περιοχή 3). Τέλο̋, επιβεβαιώνεται η διαφοροποίηση µεταξύ ανατολικού και δυτικού τµήµατο̋ τη̋ τάφρου ω̋ προ̋ τη σύσταση των επιµέρου̋ επιχώσεων (περιοχή 4). Η οπτική απεικόνιση χρησιµοποιεί τιµέ̋ χρώµατο̋ στην κλίµακα RGB που αντιστοιχούν σε απόλυτε̋ αποχρώσει̋ Munsell για πιο ρεαλιστικό αποτέλεσµα βλ.(Τσιπίδη̋ 2009). 160 263 Εικόνα 10.14. Ταξινόµηση ανασκαφικών ενοτήτων µε βάση την υφή τη̋ επίχωση̋: Άποψη  Ν (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Τα χαρακτηριστικά των επιµέρου̋ ανασκαφικών ενοτήτων µπορούν να διερευνηθούν χρησιµοποιώντα̋ το εργαλείο ταυτοποίηση̋. Ειδικά στην περίπτωση τη̋ περιοχή̋ 2 µε το εργαλείο ταυτοποίηση̋ είναι δυνατό̋ ο προσδιορισµό̋ των χαρακτηριστικών συγκεκριµένων ενοτήτων προκειµένου να διευκρινιστεί σε ποιο σηµείο ακριβώ̋ εµφανίζονται διαφοροποιήσει̋ που σχετίζονται µε την αφαίρεση του κατώτερου τµήµατο̋ µια̋ επίχωση̋. Η διαδικασία επαναλαµβάνεται για όλε̋ τι̋ ενότητε̋ που βρίσκονται στην περιοχή οδηγώντα̋ στον εντοπισµό των περιπτώσεων που αντιστοιχούν στο κατώτατο τµήµα µια̋ επίχωση̋ ή έχουν παρεισφρήσει σε υποκείµενα στρώµατα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η συσχέτιση δεδοµένων που προέρχονται από διαφορετικέ̋ κλίµακε̋ παρατήρηση̋. Για παράδειγµα η συσχέτιση των παρατηρήσεων του ανασκαφέα σχετικά µε την ποσότητα των εγκλεισµάτων κάθε ανασκαφική̋ ενότητα̋ µπορεί να διασταυρωθεί µε τι̋ τιµέ̋ που προέρχονται από την ανάλυση µαγνητική̋ επιδεκτικότητα̋ σε µέρο̋ του ξερού υπολοίπου των συστηµατικών δειγµάτων. Στη συγκεκριµένη περίπτωση βεβαίω̋ η έλλειψη στοιχείων δειγµατοληψία̋ από το εσωτερικό τη̋ τάφρου περιορίζει την εξέταση σε συγκεκριµένε̋ µόνο περιοχέ̋ για τι̋ οποίε̋ υπάρχουν δεδοµένα. Ωστόσο, για τα καταγεγραµµένα δείγµατα, κυρίω̋ στα ανώτερα στρώµατα τη̋ τάφρου, παρατηρείται ότι η χαµηλή περιεκτικότητα σε λίθου̋ συνοδεύεται από υψηλέ̋ τιµέ̋ µαγνητική̋ επιδεκτικότητα̋ που παραπέµπουν στην υψηλή παρουσία πηλού στο ίδιο σηµείο (Εικ. 10.15)161. ∆υστυχώ̋ λόγω έλλειψη̋ δεδοµένων από τα δείγµατα δεν µπορεί να επαληθευτεί η αναµενόµενη πτώση των τιµών µαγνητική̋ επιδεκτικότητα̋ στα αµέσω̋ κατώτερα στρώµατα τη̋ τάφρου που εµφανίζουν υψηλότερη περιεκτικότητα σε λίθινα εγκλείσµατα. 161 Η ταξινόµηση αντικειµένων µε βάση ποσοτικέ̋ τιµέ̋ στο συγκεκριµένο παράδειγµα και σε όσα ακολουθούν µεταχειρίζεται τη µέθοδο οµαδοποίηση̋ Natural breaks, η οποία ελαχιστοποιεί την ενδο-οµαδική και µεγιστοποιεί τη δια-οµαδική διακύµανση των ποσοτικών διαφοροποιήσεων (Conolly & Lake 2006:141-145). 264 Λειτουργικότητα συστήµατο̋ Εικόνα 10.15. Συσχέτιση πυκνότητα̋ λίθινων εγκλεισµάτων σε κάθε ανασκαφική ενότητα (αριστερά) µε τιµέ̋ µαγνητική̋ επιδεκτικότητα̋ (δεξιά): Άποψη  Ν∆ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Προκειµένου να διερευνηθούν περαιτέρω τα χαρακτηριστικά των ανασκαφικών ενοτήτων, µπορεί να πραγµατοποιηθεί ελεύθερη αναζήτηση κάποιου όρου σε ένα η περισσότερα πεδία πληροφορία̋ χρησιµοποιώντα̋ το εργαλείο διερεύνηση̋ το οποίο επιστρέφει στο χρήστη λίστα µε τι̋ ενότητε̋ που περιλαµβάνουν το συγκεκριµένο όρο. Ο χρήστη̋ στη συνέχεια µπορεί να επιλέξει συγκεκριµένε̋ ενότητε̋, να τι̋ εντοπίσει στην οθόνη και να περιηγηθεί στα χαρακτηριστικά του̋ (Εικ. 10.16). Η διαδικασία µπορεί να επαναληφθεί προκειµένου να εξεταστούν συγκεκριµένα χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την ανάλυση. Εικόνα 10.16. Αναζήτηση του όρου “clay” στον πίνακα τιµών των ανασκαφικών ενοτήτων και επιστροφή λίστα̋ αποτελεσµάτων. Κάθε αποτέλεσµα µπορεί να εντοπιστεί στο χάρτη και να διερευνηθεί περαιτέρω: Άποψη  Ν∆ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). 265 Ακολουθώντα̋ παρόµοιε̋ διαδικασίε̋ είναι δυνατή η διερεύνηση ποικίλων παραµέτρων, όπω̋ η συνεκτικότητα ή η υγρασία του χώµατο̋ κάθε ανασκαφική̋ ενότητα̋. Ανάλογε̋ αναζητήσει̋ µπορούν να γίνουν και ω̋ προ̋ τη χωρική συγκέντρωση των µαζικών ευρηµάτων στο εσωτερικό τη̋ τάφρου προκειµένου να παρατηρηθούν περαιτέρω διαφοροποιήσει̋ (Εικ. 10.17). Εικόνα 10.17. Απεικόνιση πυκνότητα̋ οστρέων τύπου C. glaucum για κάθε ανασκαφική ενότητα: Άποψη  Β (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Ο συνδυασµό̋ των παρατηρήσεων από τι̋ επιµέρου̋ συγκρίσει̋ και η ταυτόχρονη αντιπαραβολή των αποτελεσµάτων µε τη φυσική στρωµατογραφία επιτρέπει την αναθεώρηση των αρχικών ανασκαφικών εκτιµήσεων και τον εκ νέου εντοπισµό των στρωµατογραφικών ορίων. Ο συνδυασµό̋ των προηγούµενων παρατηρήσεων ήδη έχει οδηγήσει σε διαπιστώσει̋ ξεκαθαρίζοντα̋ την ανασκαφική εικόνα τη̋ τάφρου µε βάση τα στοιχεία από την ταξινόµηση των ανασκαφικών ενοτήτων χρησιµοποιώντα̋ το χρώµα, την υφή και τα περιεχόµενα των επιχώσεων, καθώ̋ και τι̋ τιµέ̋ µαγνητική̋ επιδεκτικότητα̋ και άλλε̋ παρατηρήσει̋ από τα ηµερολόγια των ανασκαφέων. Πιο συγκεκριµένα, το ανασκαφικό στρώµα 617 µπορεί να διασπαστεί σε δύο στρωµατογραφικέ̋ οµάδε̋. Το ανώτερο τµήµα του σε συνδυασµό µε την ενότητα 21086 από το στρώµα 2115 ταυτίζεται µε τη στρωµατογραφική ενότητα 636.8 και το κατώτερο σε συνδυασµό µε το στρώµα 636 µε την ενότητα 636.14. Πιο χαµηλά, το ανώτερο µέρο̋ του στρώµατο̋ 619 µπορεί να αποδοθεί στην επίχωση 636.16, ενώ οι υποκείµενε̋ ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ σε συνδυασµό µε τα ανώτερα τµήµατα του 620 στην επίχωση 636.17. Οι υπόλοιπε̋ ενότητε̋ του 620 και το στρώµα 621 σχετίζονται µε το στρώµα 636.30. Όλα τα υπόλοιπα στρώµατα τη̋ τάφρου (2117,2122, 2123, 2124, 2125 και 622) και κυρίω̋ όσα ανασκάφηκαν στον τοµέα 21 σχετίζονται εµφανώ̋ µε τι̋ τρει̋ κατώτερε̋ επιχώσει̋ τη̋ τάφρου (636.22, 636.24, 636.25). Η περαιτέρω διάκριση του̋ καθίσταται µάλλον αδύνατη, λόγω του τρόπου ανασκαφή̋ που απέτυχε να ακολουθήσει τα πραγµατικά όρια των επιχώσεων στο 266 Λειτουργικότητα συστήµατο̋ σηµείο. Όπω̋ προκύπτει από την οπτική εξέταση, κάθε ανασκαφική ενότητα στην περιοχή περιλαµβάνει υλικό και από τι̋ τρει̋ στρωµατογραφικέ̋ ενότητε̋. Συνολικά, η προηγµένη οπτική επανεξέταση των ανασκαφικών παρατηρήσεων που σχετίζονται µε τη διερεύνηση τη̋ τάφρου και ο προσδιορισµό̋ των επιµέρου̋ χαρακτηριστικών των ανασκαφικών ενοτήτων µέσω του συστήµατο̋ επέκτεινε σηµαντικά την επισκόπηση τη̋ πρωτογενού̋ πληροφορία̋. Ταυτόχρονα συνέβαλε σε συµπεράσµατα που οδηγούν στη ριζική αναδιάρθρωση τη̋ στρωµατογραφική̋ οµαδοποίηση̋ των ανασκαφικών ενοτήτων έχοντα̋ άµεσε̋ επιπτώσει̋ στην ερµηνεία του τρόπου και του ρυθµού πλήρωση̋ τη̋ τάφρου (Εικ. 10.18). Εικόνα 10.18. Παραβολική απεικόνιση (exploded view) των επιχώσεων τη̋ φυσική̋ στρωµατογραφία̋ και σχετική οµαδοποίηση των ανασκαφικών ενοτήτων: Άποψη  ΝΑ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). 10.3. Αναζήτηση και επιλογή δεδοµένων Σε αυτό το πλαίσιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σαφή̋ διαφορά µεταξύ του ανατολικού και του δυτικού τµήµατο̋ τη̋ τάφρου. Τα στρώµατα 636.22, 636.24 και 636.25 αποτελούν το κατώτερο γέµισµα τη̋ τάφρου και φαίνεται να έχουν προέλθει από τα δυτικά. Τα στοιχεία τη̋ στρωµατογραφία̋ δείχνουν ότι τα στρώµατα αυτά επικαλύφθηκαν από τα στρώµατα 636.14, 636.16, 636.17 και 636.30, τα οποία και φαίνεται ότι προήλθαν από το ανατολικό τµήµα τη̋ τάφρου. Το γέµισµα τη̋ τάφρου καλύφθηκε εξ ολοκλήρου από το στρώµα 636.8, που σχετίζεται µε ξεχωριστό επεισόδιο δραστηριότητα̋ και σηµειώνει το τέλο̋ τη̋ χρήση̋ τη̋ τάφρου. Οι διαπιστώσει̋ αυτέ̋ έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη χρονολογική διάκριση των επιµέρου̋ επιχώσεων. Συσχετίζοντα̋ τη στρωµατογραφία µε τα ανασκαφικά σχέδια και τα ΑΕΧ εκατέρωθεν τη̋ τάφρου προκύπτει η διαπίστωση ότι τα κατώτερα στρώµατα τη̋ τάφρου περιλαµβάνουν επιχώσει̋ προερχόµενε̋ κατά πάσα πιθανότητα από µια 267 πρώιµη επιφάνεια χρήση̋ προ̋ τα δυτικά, η οποία µε βάση την εικόνα τη̋ κεραµική̋ αντιστοιχεί χρονικά µε το τέλο̋ τη̋ ΑΝ ή τι̋ πρώιµε̋ φάσει̋ τη̋ ΜΝ (Εικ. 10.19). Αντιθέτω̋, οι ανώτερε̋ επιχώσει̋ που προέρχονται από τα ανατολικά, ίσω̋ έχουν πιο όψιµο χαρακτήρα, καθώ̋ φαίνεται να σχετίζονται µε στρώµατα που είχαν σφραγίσει τι̋ κατασκευέ̋ τη̋ ΑΝ στον τοµέα 6. Υπό αυτή την έννοια προκύπτουν ερωτήµατα σχετικά µε τη χρονολόγηση τη̋ τάφρου, τα οποία µπορούν να διερευνηθούν στη συνέχεια χρησιµοποιώντα̋ πρόσθετε̋ δυνατότητε̋ του συστήµατο̋. Εικόνα 10.19. Απεικόνιση των σχεδίων και αντίστοιχων φωτοµωσἀκών εκατέρωθεν τη̋ τάφρου. Επιλεγµένα σύµβολα διακρίνουν τα επιµέρου̋ αντικείµενα που απεικονίζονται στα σχέδια: Άποψη  Β (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Το περιβάλλον του ArcScene, εκτό̋ από την ταξινόµηση και την οπτική εξέταση, επιτρέπει τη διενέργεια ερωτηµάτων που στοχεύουν στην επιλογή συγκεκριµένων ανασκαφικών αντικειµένων που πληρούν τι̋ συνθήκε̋ αναζήτηση̋. Οι συνθήκε̋ αυτέ̋ µπορεί να είναι θεµατικέ̋, χωρικέ̋ ή χρονικέ̋. Στο παράδειγµα που ακολουθεί η αναζήτηση των ανασκαφικών δεδοµένων αποσκοπεί στη διαπίστωση τυχόν χρονολογικών διαφοροποιήσεων. Η διερεύνηση των επιχώσεων τη̋ τάφρου έχει ιδιαίτερο χρονολογικό ενδιαφέρον, καθώ̋ από τη µία σχετίζεται µε τι̋ πρωιµότερε̋ επιχώσει̋ τη̋ θέση̋ και από την άλλη εµφανίζεται ω̋ ένα σύνολο δύσκολα προσδιορίσιµο από χρονολογική άποψη. ∆υστυχώ̋ µέχρι στιγµή̋ δεν υπάρχουν αποτελέσµατα απόλυτη̋ χρονολόγηση̋ από τι̋ επιχώσει̋ τη̋ τάφρου, ώστε να προσδιοριστεί ακριβέστερα το χρονολογικό εύρο̋ των επιχώσεων. Συνεπώ̋, βασικό στοιχείο χρονολογική̋ διερεύνηση̋ αποτελεί η τυπολογία τη̋ κεραµική̋. Σηµειώνεται, ωστόσο, πω̋ η νεολιθική κεραµική τη̋ ευρύτερη̋ περιοχή̋ τη̋ Πιερία̋ δεν έχει µελετηθεί εκτενώ̋, µε αποτέλεσµα σε πολλέ̋ περιπτώσει̋ και ιδιαίτερα στι̋ αρχαιότερε̋ φάσει̋ τη̋ θέση̋, να είναι αρκετά δύσκολο να αποδοθούν οι τυπολογικέ̋ διαφοροποιήσει̋ σε συγκεκριµένε̋ χρονολογικέ̋ φάσει̋ τη̋ Νεολιθική̋. 268 Λειτουργικότητα συστήµατο̋ Χρησιµοποιώντα̋ τι̋ προκαταρκτικέ̋ τυπολογικέ̋ παρατηρήσει̋ τη̋ κεραµική̋ είναι δυνατή η ταξινόµηση των ανασκαφικών ενοτήτων τη̋ τάφρου. Η ταξινόµηση µεταχειρίζεται πολλαπλά χαρακτηριστικά, καθώ̋ λαµβάνει χρονικέ̋ τιµέ̋ ω̋ προ̋ την υποπερίοδο (ΑΝ, ΜΝ, ΝΝ), αλλά και τι̋ επιµέρου̋ υποφάσει̋ (πρώιµη, µέση, όψιµη). Το αποτέλεσµα περιλαµβάνει ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ µε πρώιµη κεραµική τη̋ ΜΝ σε αρκετά και διαφορετικά σηµεία τη̋ τάφρου, υπονοώντα̋ ότι το σύνολο των επιχώσεων τη̋ τάφρου έχει µάλλον πρώιµο χαρακτήρα και κατ’ επέκταση ότι η πλήρωση τη̋ τάφρου πραγµατοποιήθηκε σε σχετικά σύντοµο χρονικό διάστηµα (Εικ. 10.20). Εικόνα 10.20. Χρονολογική ταξινόµηση των ανασκαφικών ενοτήτων χρησιµοποιώντα̋ πολλαπλέ̋ χρονικέ̋ τιµέ̋: Άποψη  Ν (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Ένα̋ τρόπο̋ για τη διερεύνηση διαφοροποίηση̋ είναι τα ευρήµατα των ανασκαφικών ενοτήτων. Μεταξύ αυτών, τα πόδια τράπεζα̋ αποτελούν ένα στοιχείο διαφοροποίηση̋ για τι̋ επιµέρου̋ φάσει̋ τη̋ Μέση̋ Νεολιθική̋, καθώ̋ από τυπολογική άποψη εντάσσονται σε πιο όψιµα παραδείγµατα τη̋ κεραµική̋ παράδοση̋ τη̋ περιόδου. Χρησιµοποιώντα̋ του̋ προκαθορισµένου̋ συσχετισµού̋ είναι δυνατή η πραγµατοποίηση θεµατικού ερωτήµατο̋ στον πίνακα των ανασκαφικών ευρηµάτων και στη συνέχεια, µέσω τη̋ διαδοχική̋ µετάβαση̋ από πίνακα σε πίνακα, η σήµανση στην οθόνη των ανασκαφικών ενοτήτων στι̋ οποίε̋ έχουν βρεθεί πόδια τράπεζα̋ (Εικ. 10.21). Αντίστοιχο ερώτηµα χρησιµοποιώντα̋ τον ίδιο θεµατικό προσδιορισµό µπορεί να πραγµατοποιηθεί στην κλάση των ανασκαφικών ευρηµάτων προκειµένου να επιλεχθούν τα σηµεία εύρεση̋ ποδιών τράπεζα̋ (Εικ. 10.22). Όπω̋ επιβεβαιώνεται από τι̋ προηγούµενε̋ εικόνε̋, το σύνολο των ποδιών τράπεζα̋ εντοπίζονται στα ανώτερα στρώµατα τη̋ τάφρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένα δεν εντοπίζεται στα κατώτερα στρώµατα, πράγµα που υποδεικνύει ότι ίσω̋ και να υφίσταται χρονολογική διαφοροποίηση µεταξύ των επιχώσεων τη̋ 269 τάφρου. Πιο συγκεκριµένα διαφαίνεται ότι το δυτικό τµήµα αντιστοιχεί σε πρωιµότερη χρονολογική φάση τη̋ ΜΝ, ενώ το ανατολικό σε κάπω̋ πιο προχωρηµένο. Εικόνα 10.21. Επιλογή ανασκαφικών ενοτήτων στι̋ οποίε̋ βρέθηκαν πόδια τράπεζα̋: Άποψη  Ν∆ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Εικόνα 10.22. Επιλογή των ποδιών τράπεζα̋ που βρέθηκαν εντό̋ τη̋ τάφρου: Άποψη  Β (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Η περαιτέρω διερεύνηση τη̋ διαπίστωση̋ αυτή̋ διευκολύνεται µέσω τη̋ διατύπωση̋ χωρικού ερωτήµατο̋ που επιλέγει όλα τα ευρήµατα κεραµική̋ σε ακτίνα έω̋ και 2 µ. από τα πόδια τράπεζα̋. Τα χαρακτηριστικά των επιλεγµένων αντικειµένων µπορούν να αναγνωστούν από τον πίνακα των ευρηµάτων και να απεικονιστούν οι φωτογραφίε̋ του̋ (Εικ. 10.23). Η εξέτασή του̋ παραπέµπει σε 270 Λειτουργικότητα συστήµατο̋ τεχνοτροπία ΜΝ υποδηλώνοντα̋ ανάλογη χρονολόγηση και για τα στρώµατα εντό̋ των οποίων εντοπίστηκαν. Εικόνα 10.23. Επιλογή ευρηµάτων κεραµική̋ σε απόσταση 2µ. από τα πόδια τράπεζα̋ που βρέθηκαν εντό̋ τη̋ τάφρου: Άποψη  Β (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Συνολικά, ο προσδιορισµό̋ χωρικών διατάξεων που σχετίζονται µε τη στρωµατογραφική ερµηνεία επεκτείνει τι̋ δυνατότητε̋ διερεύνηση̋ των ανασκαφικών δεδοµένων και επιτρέπει τη διαµόρφωση µια̋ ερµηνεία̋ που υποστηρίζεται από πολλαπλέ̋ πηγέ̋ παρατήρηση̋. Στο συγκεκριµένο παράδειγµα, ο εντοπισµό̋ διαφοροποίηση̋ ω̋ προ̋ την κατανοµή ευρηµάτων µε ευδιάκριτα τυπολογικά χαρακτηριστικά ενισχύει την προτεινόµενη στρωµατογραφική διάκριση των επιµέρου̋ επιχώσεων τη̋ τάφρου και από χρονολογική άποψη. 10.4. Στρωµατογραφική οµαδοποίηση Ακολουθώντα̋ τι̋ προηγούµενε̋ διαπιστώσει̋, είναι δυνατή η αναπροσαρµογή τη̋ αρχική̋ ερµηνεία̋ και η οµαδοποίηση των ανασκαφικών ενοτήτων σε ενιαία στρώµατα µε τεκµηριωµένη στρωµατογραφική οµοιογένεια. Χρησιµοποιώντα̋ το εργαλείο στρωµατογραφική̋ ανάλυση̋ επιλέγονται οι ενότητε̋ που αντιστοιχούν σε κάθε επίχωση τη̋ στρωµατογραφία̋. Με αυτόµατο τρόπο συνοψίζονται οι ποσοτικέ̋ πληροφορίε̋ των επιµέρου̋ ενοτήτων. Παράλληλα, το ποσοστό παρουσία̋ διαφορετικών χαρακτηριστικών εµφανίζεται ω̋ διάγραµµα και επιλέγεται από το χρήστη µία τιµή, η οποία στο εξή̋ χαρακτηρίζει το σύνολο του στρώµατο̋. Η συµπλήρωση των ιδιοτήτων του στρώµατο̋ ολοκληρώνεται µε την εισαγωγή παρατηρήσεων που τεκµηριώνουν την ερµηνεία (Εικ. 10.24). 271 Εικόνα 10.24. ∆ηµιουργία ενό̋ νέου στρώµατο̋ και ένταξη επιλεγµένων ανασκαφικών ενοτήτων σε αυτό: Άποψη  Ν∆ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Επαναλαµβάνοντα̋ τη διαδικασία για κάθε στρωµατογραφική διάκριση δηµιουργούνται έξι στρώµατα που αντιστοιχούν σε διακριτέ̋ επιχώσει̋ τη̋ στρωµατογραφία̋ (Εικ. 10.25). Εικόνα 10.25. Τελική οµαδοποίηση των ανασκαφικών ενοτήτων σε αρχαιολογικά στρώµατα: Άποψη  Ν (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Από αυτά, τα πρώτα πέντε ταυτίζονται µε αυτοτελεί̋ επιχώσει̋, ενώ το τελευταίο σχετίζεται µε τρει̋ τουλάχιστο στρωµατογραφικέ̋ ενότητε̋. Ωστόσο, ακόµη και ω̋ σύνολο στρωµάτων, αντικατοπτρίζει την πρώτη φάση γεµίσµατο̋ τη̋ τάφρου που προέρχεται από τι̋ επιχώσει̋ προ̋ τα δυτικά (636.22). Αντιστοίχω̋, τα ανώτερα στρώµατα φαίνεται να σχετίζονται µε επεισόδια πλήρωση̋ τη̋ τάφρου 272 Λειτουργικότητα συστήµατο̋ που προέρχονται από την ανατολική πλευρά (636.14, 636.16, 636.17, 636.30). Το γέµισµα τη̋ τάφρου σφραγίζεται από το στρώµα 636.8 που καλύπτει όλη την περιοχή και προφανώ̋ περιλαµβάνει αρκετέ̋ ακόµη ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ από διαφορετικά ανασκαφικά στρώµατα που δεν χρησιµοποιήθηκαν στο συγκεκριµένο παράδειγµα, αλλά µπορούν να ενσωµατωθούν σε αυτό σε επόµενο στάδιο. Επιπροσθέτω̋, το σύστηµα επιτρέπει την παρακολούθηση τη̋ διαδοχή̋ των στρωµάτων εντό̋ τη̋ τάφρου σύµφωνα µε την οµαδοποίηση που πραγµατοποιήθηκε. Χρησιµοποιώντα̋ το εργαλείο δηµιουργία̋ κατακόρυφων τοµών µπορούν να πραγµατοποιηθούν προβολέ̋ των ανασκαφικών ενοτήτων στο εσωτερικό τη̋ τάφρου. Η απεικόνιση του αποτελέσµατο̋ µε αντίστοιχο συµβολισµό µε τι̋ στρωµατογραφικέ̋ ενότητε̋ τη̋ παρειά̋ διευκολύνει την κατανόηση τη̋ πορεία̋ των στρωµάτων στο εσωτερικό τη̋ τάφρου (Εικ. 10.26). Εικόνα 10.26. Τοµέ̋ ανασκαφικών ενοτήτων (πασοδιαγράµµατα) που αποδίδουν την πορεία των στρωµάτων στο εσωτερικό τη̋ τάφρου: Άποψη  Β∆ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Με εξαίρεση το ανώτερο στρώµα (636.8), που σφραγίζει την τάφρο, όλα τα υπόλοιπα σχετίζονται µε το γέµισµα τη̋ τάφρου. Η οµαδοποίησή του̋ µπορεί να γίνει σε δύο ευρύτερε̋ στρωµατογραφικέ̋ οµάδε̋ που αντιπροσωπεύουν διακριτά από χρονολογική άποψη - επεισόδια χρήση̋ τη̋ τάφρου ω̋ περιοχή απόθεση̋ ή απόρριψη̋. Χρησιµοποιώντα̋ το εργαλείο δηµιουργία̋ στρωµατογραφικών οµάδων τα οµαδοποιηµένα στρώµατα µπορούν να συναθροιστούν εκ νέου και να συνοδευτούν από τη σύνοψη των ποιοτικών και των ποσοτικών του̋ χαρακτηριστικών. Πιο συγκεκριµένα οι οµάδε̋ 636.14, 636.16, 636.17, 636.30 εντάσσονται στο ευρύτερο σύνολο StrΤ6D1, που συγκροτεί το ανώτερο γέµισµα τη̋ τάφρου και η οµάδα 636.22 αντιστοιχείται µε το σύνολο StrT6D2, που αποτελεί το κατώτερο τµήµα τη̋ τάφρου. 273 Στη συνέχεια το αποτέλεσµα τη̋ συνάθροιση̋ µπορεί να απεικονιστεί και να διερευνηθεί µε το εργαλείο ταυτοποίηση̋. Συγκεκριµένα, η επιλογή µια̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋ στην οθόνη επιτρέπει την πρόσβαση στην πληροφορία τη̋ ευρύτερη̋ διασκαµµατική̋ στρωµατογραφική̋ οµάδα̋ στην οποία πλέον ανήκει (π.χ. στρωµατογραφικέ̋ σχέσει̋, σχόλια). Παράλληλα, είναι δυνατή η απεικόνιση των ανασκαφικών ενοτήτων µε βάση τα χαρακτηριστικά των στρωµατογραφικών οµάδων, όπω̋ π.χ. η πυκνότητα οστρέων σε καθεµία από αυτέ̋ (Εικ. 10.27). Εικόνα 10.27. Απεικόνιση χαρακτηριστικών ευρύτερων στρωµατογραφικών οµάδων και ταυτοποίηση επιµέρου̋ ενοτήτων: Άποψη  Ν (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). 10.5. 10.5. Μεταφορά δεδοµένων Έχοντα̋ ολοκληρώσει τη στρωµατογραφική οµαδοποίηση είναι δυνατή η διάθεση των δεδοµένων προ̋ επεξεργασία από του̋ ειδικού̋ µελετητέ̋. Η διαδοχική σύνδεση του πίνακα των ευρηµάτων µε του̋ αντίστοιχου̋ των ανασκαφικών ενοτήτων, των στρωµατογραφικών οµάδων και των ευρύτερων οµαδοποιήσεων επιτρέπει τη διατύπωση ερωτήµατο̋ που επιλέγει τα ευρήµατα εντό̋ του στρώµατο̋ StrΤ6D1, εκείνων δηλαδή που εντοπίστηκαν εντό̋ του ανώτερου τµήµατο̋ τη̋ τάφρου. Τα επιλεγµένα αντικείµενα µπορούν στη συνέχεια να εξαχθούν ω̋ απλό̋ πίνακα̋, ώστε να χρησιµοποιηθούν σε άλλα προγράµµατα, π.χ. Excell ή SPSS (Εικ. 10.28)162. Με αντίστοιχο τρόπο τα δεδοµένα από κάποια ειδικευµένη ανάλυση, όπω̋ π.χ. η ανθρακολογική µελέτη, µπορούν να εισαχθούν στο σύστηµα και να απεικονιστούν. Η καταγραφή των απανθρακωµένων καταλοίπων που βρέθηκαν στα δείγµατα τη̋ θέση̋ σε κάποιο πρόγραµµα, π.χ. ένα λογιστικό φύλλο τύπου Excell, µπορεί να 162 Το πρόγραµµα προσφέρει επιπλέον τη δυνατότητα εξαγωγή̋ του συνόλου των εικονιζόµενων αντικειµένων ω̋ τρισδιάστατα γραφικά στη µορφή VRML µε σκοπό την ενσωµάτωση του̋ σε περιβάλλοντα εικονική̋ πραγµατικότητα̋. 274 Λειτουργικότητα συστήµατο̋ εισαχθεί ω̋ ανεξάρτητο̋ πίνακα̋ στο σύστηµα (Add table), να συνδεθεί (Join) µε βάση την ταυτότητα κάθε δείγµατο̋ µε τον πίνακα των δειγµάτων (Sample) και να απεικονιστεί στο χώρο (Εικ. 10.29). Εφόσον είχε ολοκληρωθεί η ανθρακολογική µελέτη στη συνέχεια θα ήταν δυνατή η απεικόνιση και η χωρική διερεύνηση τη̋ κατανοµή̋ όχι µόνο των σηµείων παρουσία̋ απανθρακωµένων καταλοίπων, αλλά και των διαφορετικών διατροφικών ειδών που αντικατοπτρίζονται σε αυτού̋. Εικόνα 10.28. Επιλογή και εξαγωγή ευρηµάτων του στρώµατο̋ StrT6D1: Άποψη  ΝΑ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Εικόνα 10.29. Εισαγωγή πίνακα µε πληροφορία παρουσία̋ καταλοίπων άνθρακα και σύνδεση µε την κλάση των δειγµάτων προ̋ απεικόνιση: Άποψη  Β (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). 275 10.6. ∆ηµιουργία αναφορών Η δηµιουργία αναφορών σχετίζεται µε τη συγκρότηση ενό̋ αναγνώσιµου περιβάλλοντο̋ για την επικοινωνία του αποτελέσµατο̋ τη̋ ανάλυση̋. Το πρόγραµµα προσφέρει ανεπτυγµένε̋ δυνατότητε̋ συµβολισµού επιτρέποντα̋ τη µεταφορά σύνθετη̋ πληροφορία̋ στον αναγνώστη. Χρησιµοποιώντα̋ πληροφορία από τη βάση δεδοµένων οι ανασκαφικέ̋ ενότητε̋ µπορούν να διαφοροποιηθούν µε άξονα την πυκνότητα οστρέων ανά στρωµατογραφική οµάδα, οι στρωµατογραφικέ̋ ενότητε̋ ανάλογα µε τη σειρά απόθεση̋ κάθε επιµέρου̋ επίχωση̋ τη̋ τάφρου, τα ΑΕΧ ανάλογα µε τον τύπο κατασκευή̋, τα σχέδια µε βάση τα αντικείµενα που οριοθετούνται και τα ευρήµατα µε βάση το υλικό (Εικ. 10.30). Εικόνα 10.30. Οπτική ταξινόµηση µε βάση θεµατικά χαρακτηριστικά: Άποψη  Β (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Στην πρώτη περίπτωση επιλέγεται συνδυασµό̋ υφή̋ και χρωµατική̋ διαβάθµιση̋ ω̋ διακριτικό πυκνότητα̋, στη δεύτερη και την τρίτη χρωµατική διαβάθµιση, στην τέταρτη συνδυασµό̋ γραµµικών και χρωµατικών διαβαθµίσεων και στην πέµπτη ρεαλιστικά τρισδιάστατα σύµβολα163. Η απεικόνιση αυξάνει σε ρεαλιστικότητα µε την προσθήκη των φωτοµωσἀκών των σχεδίων και τη̋ παρειά̋ του σκάµµατο̋. Σηµειώνεται ότι τα σχέδια εικονίζονται µε διαφάνεια 40% προκειµένου να είναι αντιληπτή η χρωµατική διαβάθµιση των υποκείµενων ΑΕΧ. 163 Τα τρισδιάστατα σύµβολα που χρησιµοποιούνται στο παράδειγµα είναι διαθέσιµα σε βιβλιοθήκε̋ συµβόλων στο διαδίκτυο. Πρότυποι συµβολισµοί που αναφέρονται µε µεγαλύτερη ακρίβεια στο αρχαιολογικό υπόβαθρο των δεδοµένων µπορούν να δηµιουργηθούν σε προγράµµατα τρισδιάστατη̋ σχεδίαση̋ (π.χ. SketchUp) και να ενσωµατωθούν σε αντίστοιχε̋ βιβλιοθήκε̋ συµβόλων ΣΓΠ. 276 Λειτουργικότητα συστήµατο̋ Περαιτέρω δυνατότητε̋ διάκριση̋ των αρχαιολογικών αντικειµένων παρέχονται µέσω τη̋ επίδειξη̋ τρισδιάστατων ετικετών. Το εργαλείο που επιτρέπει τη δυνατότητα αυτή αποτελεί µια επέκταση του ArcScene (3D Label tool) και διατίθεται στο διαδίκτυο. Επιπλέον, παρέχει επιλογέ̋ διαχείριση̋ των παραµέτρων τρισδιάστατη̋ σήµανση̋, όπω̋ το είδο̋, το χρώµα και το µέγεθο̋ τη̋ γραµµατοσειρά̋ (Εικ. 10.31). Εικόνα 10.31. Σήµανση του αριθµού ευρήµατο̋ των ποδιών τράπεζα̋ µε τρισδιάστατε̋ ετικέτε̋: Άποψη  Β∆ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). Επισηµαίνεται ωστόσο, ότι η εκτεταµένη χρήση σύνθετων τρισδιάστατων συµβολισµών (π.χ. φωτογραφικέ̋ υφέ̋ και ρεαλιστικά τρισδιάστατα αντικείµενα) και παραµέτρων οπτικοποίηση̋ (π.χ. βαθµό̋ διαφάνεια̋) τείνει να δηµιουργεί πολύπλοκε̋ απεικονίσει̋ δυσκολεύοντα̋ την αναγνωσιµότητα των δεδοµένων. Επιπλέον, οι σύνθετοι συµβολισµοί επιβαρύνουν τη µνήµη του υπολογιστή καθυστερώντα̋ την πλοήγηση στο περιβάλλον απεικόνιση̋. Συνεπώ̋, παρά τι̋ προσφερόµενε̋ δυνατότητε̋ η χρήση σύνθετων συµβολισµών συνιστάται να λειτουργεί συµπληρωµατικά και να χρησιµοποιείται κυρίω̋ σε τελικά στάδια τη̋ ανάλυση̋ για την παρουσίαση των αποτελεσµάτων. Όταν ολοκληρωθεί ο συµβολισµό̋ των αντικειµένων ο χρήστη̋ µπορεί εκτυπώσει το γραφικό αποτέλεσµα ή να εξάγει και να αποθηκεύσει την επιλεγµένη άποψη των δεδοµένων ω̋ εικόνα (Εικ. 10.32). Η εικόνα αυτή µπορεί να συνοδευτεί από την εξαγωγή σχετικών δεδοµένων σε µορφή πίνακα και να συσταθεί µια πλήρη̋ αναφορά τη̋ ανάλυση̋ σε οποιοδήποτε πρόγραµµα επεξεργασία̋ κειµένου ή σελιδοποίηση̋ (π.χ. MS Word). 277 Εικόνα 10.32. Εξαγωγή απεικόνιση̋ στη µορφή φωτογραφία̋: Άποψη  Β∆ (© Αρχείο Ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων). 10.7. Σύνοψη Το παράδειγµα που περιγράφηκε επιδεικνύει τη δύναµη του συστήµατο̋ ω̋ προ̋ τη συσχέτιση, τη διερεύνηση, την επιλογή και την ενηµέρωση τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋. Τα εργαλεία του συστήµατο̋ και η δοµή τη̋ βάση̋ δεδοµένων κατέστησαν δυνατή τη διερεύνηση ενό̋ πολύπλοκου συνόλου δεδοµένων µε διαδραστικό τρόπο σε ένα ρεαλιστικό περιβάλλον που προσοµοιάζει το χώρο τη̋ ανσκαφή̋. Λόγω τη̋ τρισδιάστατη̋ απεικόνιση̋ και τη̋ προσβασιµότητα̋ τη̋ πληροφορία̋, η προηγούµενη µελέτη οδηγήθηκε σε σηµαντικέ̋ διαπιστώσει̋, πολλέ̋ από τι̋ οποίε̋ θα ήταν πολύ δύσκολο να πραγµατοποιηθούν χωρί̋ τη χρήση του. Κατά τη διάρκεια τη̋ µελέτη̋ ακολουθήθηκε µια συγκεκριµένη πορεία µε επαγωγικό χαρακτήρα που συνέβαλε στη σταδιακή διαµόρφωση µια̋ ερµηνεία̋ και στον προσδιορισµό χωρικών διαφοροποιήσεων που σχετίζονται µε τι̋ αποθετικέ̋ διαδικασίε̋ και κατ’ επέκταση µε τη χρήση του πρὀστορικού χώρου. Ωστόσο, επισηµαίνεται ότι η διαδικασία µελέτη̋ διαµορφώθηκε από τα ίδια τα δεδοµένα τη̋ έρευνα̋. Υπό αυτή την έννοια, καθοριστικό πλεονέκτηµα του συστήµατο̋ αποτελεί η προσαρµοστικότητα των εργαλείων ανάλογα µε το πρόβληµα που εξετάζεται, η οποία δεν περιορίζει το χρήστη σε καθορισµένε̋ διαδικασίε̋ διερεύνηση̋, αλλά επιτρέπει την ευελιξία και την αλληλεπιδραστική εξέταση των δεδοµένων. Ω̋ προ̋ την αναλυτική σηµασία των αποτελεσµάτων τη̋ ανάλυση̋, η ερµηνεία που πραγµατοποιήθηκε µπορεί να διαφωτίσει σχετικά µε τι̋ διαδικασίε̋ διαµόρφωση̋ των αρχαιότερων φάσεων τη̋ πρὀστορική̋ θέση̋ στα Παλιάµπελα Κολινδρού. Εξαιρετικό ενδιαφέρον προ̋ αυτή την κατεύθυνση παρουσιάζει η προοπτική τη̋ συσχέτιση̋ τη̋ συγκεκριµένη̋ προκαταρκτική̋ µελέτη̋ µε τα αποτελέσµατα από τη διερεύνηση των υπολοίπων ανασκαφικών καταλοίπων εκατέρωθεν τη̋ τάφρου χρησιµοποιώντα̋ τι̋ δυνατότητε̋ του συστήµατο̋. 278 “Για την επιστηµονική ακρίβεια Σ' εκείνη την Αυτοκρατορία η Τέχνη τη̋ Χαρτογραφία̋ είχε φτάσει σε τέτοιο βαθµό Τελειότητα̋ που ο Χάρτη̋ µια̋ και µόνο Επαρχία̋ έπιανε µια Πόλη ολόκληρη και ο Χάρτη̋ τη̋ Αυτοκρατορία̋ µια ολόκληρη Επαρχία. Με τον Καιρό οι Εκτεταµένοι αυτοί Χάρτε̋ θεωρήθηκαν ανεπαρκεί̋ κι έτσι, το κολέγιο των Χαρτογράφων σχεδίασε έναν Χάρτη τη̋ Αυτοκρατορία̋ στην ίδια κλίµακα µε την Αυτοκρατορία και που αντιστοιχούσε µ' αυτήν σηµείο προ̋ σηµείο. Με λιγότερο Πάθο̋ για την Μελέτη τη̋ Χαρτογραφία̋, οι επόµενε̋ Γενεέ̋ θεώρησαν ότι Χάρτη̋ τέτοιου Μεγέθου̋ ήταν άχρηστο̋ και µε Ασέβεια, τον άφησαν έρµαιο του ήλιου και τη̋ Βροχή̋. Στι̋ ερήµου̋ τη̋ ∆ύσεω̋ σώζονται ακόµα κουρελιασµένα Λείψανα του Χάρτη, καταφύγιο που και που κανενό̋ Θηρίου ή κανενό̋ ζητιάνου. Σε ολόκληρη τη Χώρα δεν έχει µείνει άλλο κατάλοιπο του κλάδου τη̋ Γεωγραφία̋.” Χόρχε Λούι̋ Μπόρχε̋, Παγκόσµια Ιστορία τη̋ Ατιµία̋, 1982 Ύψιλον/Βιβλία (µτφρ. ∆ηµήτρη̋ Καλοκύρη̋) “We need knowledge and not information Cause knowledge may lead us to the truth While information just get us more confused” One Drop ‘Knowledge’ 11. Συµπεράσµατα και προοπτικέ̋ Η συγκεκριµένη τεκµηρίωση̋ µελέτη αποσκοπώντα̋ ασχολήθηκε στη µε το δηµιουργία ζήτηµα ενό̋ τη̋ ανασκαφική̋ λειτουργικού ψηφιακού πληροφοριακού συστήµατο̋ µε συνολική εφαρµογή στην αρχαιολογική ερευνητική διαδικασία. Ιδιαίτερη προσπάθεια καταβλήθηκε, ώστε η λογική ανάπτυξη̋ του συστήµατο̋ να στοχεύσει όχι µόνο στη διαχείριση του ανασκαφικού αρχείου, αλλά κυρίω̋ στην εξυπηρέτηση των ερµηνευτικών τρόπων προσέγγιση̋ τη̋ πληροφορία̋ που περιέχει. Με αφετηρία τη θεωρητική συζήτηση για το ρόλο τη̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋ ω̋ προ̋ τον τρόπο συγκρότηση̋ τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋, εντοπίστηκαν τα βασικά ζητούµενα που θέτει η σύγχρονη έρευνα ω̋ προ̋ την επιθυµητή λειτουργικότητα τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ στην ανασκαφική διαδικασία. Τα κυριότερα σηµεία συνοψίζονται στην επέκταση των διαχειριστικών λειτουργιών µέσω τη̋ παροχή̋ δυνατοτήτων για τη λεπτοµερή καταγραφή, τη δυναµική διαχείριση, την οπτική διερεύνηση και την αναλυτική επεξεργασία των αρχαιολογικών δεδοµένων, καθώ̋ και για τη σύνθεση και την επικοινωνία νέα̋ πληροφορία̋. Η προσέγγιση των συγκεκριµένων θεωρητικών απαιτήσεων σχετίζεται σε µεγάλο βαθµό µε την εκµετάλλευση των παραστατικών και διαχειριστικών δυνατοτήτων τη̋ τεχνολογία̋ των ΣΓΠ. Στο πλαίσιο αυτό, η εξασφάλιση τη̋ απαιτούµενη̋ λειτουργικότητα̋ αποτέλεσε ένα σύνθετο ζητούµενο που διερευνήθηκε µε άξονα τι̋ επιµέρου̋ διαστάσει̋ τη̋ αρχαιολογική̋ πληροφορία̋, δηλαδή τη θεµατική, τη χωρική και τη χρονική. Η εξέταση τη̋ θεµατική̋ διάσταση̋ πραγµατοποιήθηκε µέσα από τη συνολική ανάλυση τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ στο παράδειγµα εφαρµογή̋, την ανασκαφή Παλιαµπέλων Κολινδρού. Η διάσπαση του µικρόκοσµου τη̋ ανασκαφή̋ σε µονάδε̋ παρατήρηση̋, επιµέρου̋ χαρακτηριστικά και αµοιβαίου̋ συσχετισµού̋ επέτρεψε τη δηµιουργία του βασικού κορµού του µοντέλου δεδοµένων τη̋ εφαρµογή̋. Στη συνέχεια, η µελέτη των ταξινοµικών και τµηµονοµικών σχέσεων µεταξύ των αρχαιολογικών δεδοµένων οδήγησε στη δηµιουργία ενό̋ ιεραρχικού µηχανισµού οµαδοποίηση̋ τη̋ πληροφορία̋, που εξυπηρετεί τη στρωµατογραφική ανάλυση και οργανώνει την ερµηνευτική διαδικασία σε διαδοχικά στάδια. Ταυτόχρονα, η σηµασιολογική αντιστοίχηση των στοιχείων του µοντέλου µε του̋ όρου̋ του προτύπου CIDOC-CRM συνέβαλε στην αναγωγή του µοντέλου σε µια πιο αφαιρετική περιγραφή τη̋ ανασκαφική̋ διαδικασία̋ και στην επαλήθευση τη̋ λογική̋ συνέπεια̋ του εννοιολογικού συλλογισµού. Αναφορικά µε τη χωρική διάσταση, δόθηκε έµφαση στην κατανόηση των διαφορετικών χωρικών προτύπων απεικόνιση̋ ω̋ προ̋ τη σχέση του̋ µε το αντιληπτικό υπόβαθρο που υποστηρίζουν. Η διάσπαση του ανασκαφικού χώρου σε αυτοτελεί̋ µονάδε̋ παρατήρηση̋ κατά την καταγραφή στο πεδίο συντέλεσε στην υιοθέτηση του διακριτού µοντέλου αναπαράσταση̋. Η έρευνα στη συνέχεια επικεντρώθηκε στη µελέτη των δυνατοτήτων τρισδιάστατη̋ χωρική̋ απεικόνιση̋, προκειµένου να επιτευχθεί η ρεαλιστικότερη οπτικοποίηση του ανασκαφικού χώρου και να γίνει δυνατή η επιθυµητή διερεύνηση τη̋ χωρική̋ διαφοροποίηση̋ στι̋ τρει̋ διαστάσει̋. Η οργάνωση των χωρικών δεδοµένων ολοκληρώθηκε µε τον προσδιορισµό των ανασκαφικών αντικειµένων που χρήζουν απεικόνιση̋ και την επιλογή του κατάλληλου γεωµετρικού τύπου σε κάθε περίπτωση. Τέλο̋, οι χρονικέ̋ παράµετροι εξετάστηκαν ω̋ προ̋ τον τρόπο µε τον οποίο γίνονται αντιληπτέ̋ και χρησιµοποιούνται για τη χρονολογική οργάνωση και τη µελέτη του αρχαιολογικού υλικού. Η διαπίστωση τη̋ πολυχρονικότητα̋ των αρχαιολογικών δεδοµένων προέκρινε τη διάκριση πολλαπλών χρονικών µεταβλητών που αναφέρονται σε διαφορετικέ̋ πτυχέ̋ τη̋ βιογραφία̋ ενό̋ αρχαιολογικού αντικειµένου. Η ενσωµάτωση των µεταβλητών αυτών ω̋ χρονοσήµατα επιτρέπει τη χρονική διερεύνηση των δεδοµένων σε πολλαπλά χρονικά πλαίσια αναφορά̋ επεκτείνοντα̋ ταυτόχρονα τι̋ δυνατότητε̋ χρονολογική̋ συσχέτιση̋. Ο συνδυασµό̋ των διαπιστώσεων ω̋ προ̋ τι̋ επιµέρου̋ πτυχέ̋ τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋ επέτρεψε τη δηµιουργία ενό̋ γενικευµένου, επεκτάσιµου και εκφραστικού ανασκαφικού µοντέλου δεδοµένων. Η υλοποίηση του µοντέλου µε τη χρήση αντικειµενοστρεφών µεθοδολογιών ανάπτυξη̋, στο πλαίσιο ενό̋ συστήµατο̋ γεωγραφικών πληροφοριών, επικυρώνει το θεωρητικό υπόβαθρο και τι̋ πρακτικέ̋ παραµέτρου̋ στο πεδίο τη̋ αρχαιολογική̋ έρευνα̋ και στηρίζει τη λειτουργικότητα τη̋ εφαρµογή̋ από τη σκοπιά τη̋ πληροφορική̋ και τη̋ χαρτογραφική̋ οπτικοποίηση̋. 280 Συµπεράσµατα Στην πλήρη εκµετάλλευση των δυνατοτήτων του µοντέλου βασικό παράγοντα παίζει το χαρτογραφικό περιβάλλον αναπαράσταση̋ τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋, καθώ̋ επιτρέπει την οπτική αντιπαραβολή των δεδοµένων τη̋ έρευνα̋ µε άξονα όλε̋ τι̋ προηγούµενε̋ παραµέτρου̋. Πιο συγκεκριµένα, η απεικόνιση διακριτών αντικειµένων στι̋ τρει̋ διαστάσει̋ και η χρήση οπτικών µεταβλητών για τη διάκριση του̋ µε βάση θεµατικού̋, χρονικού̋ και χωρικού̋ περιορισµού̋ επιτρέπει τη δυναµική διερεύνηση των ανασκαφικών δεδοµένων. Χρησιµοποιώντα̋ τη χωρική αναπαράσταση ω̋ µέσο αλληλεπίδραση̋ του αρχαιολόγου µε την ανασκαφική πληροφορία είναι δυνατή η αντίληψη χωρικών σχηµατισµών µε αρχαιολογικό ενδιαφέρον που µπορούν να διευκρινίσουν πολύπλοκου̋ θεµατικού̋ και χρονολογικού̋ συσχετισµού̋ µεταξύ των δεδοµένων. Η δυνατότητα για την παράλληλη εφαρµογή στατιστικών αναλύσεων ή άλλων τεχνικών εξόρυξη̋ δεδοµένων διευκολύνει και συστηµατοποιεί την εξαγωγή σύνθετη̋ πληροφορία̋ µέσα από τα δεδοµένα του συστήµατο̋. Ω̋ αποτέλεσµα, το ανασκαφικό αρχείο καθίσταται προσβάσιµο και ανοιχτό σε συνεχή διαπραγµάτευση επιτρέποντα̋ την τόσο θεµιτή επαναληψιµότητα τη̋ έρευνα̋. Σε αντίθεση λοιπόν µε το παράθεµα του Μπόρχε̋ στην αρχή του κεφαλαίου, όπου η ένα προ̋ ένα αναπαράσταση του πεδίου αναφορά̋ µπορεί να αποβεί άκαρπη λόγω τη̋ δυσχρηστία̋ του αναλογικού µέσου, το ψηφιακό περιβάλλον µπορεί να αποδειχθεί πολύ αποτελεσµατική πλατφόρµα αναπαράσταση̋ και µάλιστα µε τρόπο διαρκώ̋ εξελισσόµενο, οδηγώντα̋ σε πιο διευρυµένε̋ αντιλήψει̋ του αρχαιολογικού χώρου. Ενδεχοµένω̋, µια κριτική στη συγκεκριµένη προσέγγιση σχετίζεται µε την πεποίθηση ότι η χρήση τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ αποµακρύνει από την ερµηνεία τη̋ πραγµατικότητα̋ και οδηγεί στην ερµηνεία του ψηφιακού τη̋ αντίγραφου υποκαθιστώντα̋ ή έστω αλλοιώνοντα̋ την ερµηνευτική σηµασία τη̋ στιγµή̋ τη̋ ανασκαφή̋. Χωρί̋ αµφιβολία, η ανασκαφή στο πεδίο, όπω̋ κάθε ερευνητική διαδικασία, συντελεί στη σύσταση του πρωτογενού̋ υλικού παρατήρηση̋. Ω̋ καταγεγραµµένη πληροφορία όµω̋, κάθε παρατήρηση µπορεί και πρέπει να χρησιµοποιηθεί προκειµένου να ενηµερώσει ή και να αναπροσαρµόσει σχετικέ̋ ερµηνείε̋ τόσο κατά τη διάρκεια τη̋ ανασκαφική̋ µελέτη̋ όσο και µετά το πέρα̋ αυτή̋. Υπό αυτή την έννοια, το ανασκαφικό αρχείο ω̋ αποτέλεσµα τη̋ ανασκαφική̋ πράξη̋ διατηρεί την αυτονοµία του συνιστώντα̋ το υπόβαθρο και ταυτόχρονα το εργαλείο για κάθε µεταγενέστερη ερµηνευτική προσπάθεια. Σε αυτό το πλαίσιο, η χρήση τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ δεν χρειάζεται να αποτελεί ένα πρόσθετο “µαύρο κουτί” που αυξάνει την απόσταση από την πραγµατικότητα. Εφόσον η τεχνολογία δεν τροποποιεί την αρχαιολογική θεωρία και την ανασκαφική µεθοδολογία, αλλά συµβαδίζει µε αυτέ̋, τότε µπορεί να αποτελέσει πραγµατικά ένα µέσο που τι̋ επεκτείνει. Όπω̋ επισηµαίνει και ο Shanks (2007a:281), “είναι καλύτερο να σκεφτούµε ένα µέσο ω̋ µία διαδικασία διαχείριση̋ και µετάφραση̋, διαµεσολάβηση̋ και αλληλεπίδραση̋”. Υπό αυτή την έννοια, η ψηφιακή τεχνολογία δε σπάει την αλληλουχία τη̋ αρχαιολογική̋ συλλογιστική̋. 281 Αντιθέτω̋, µπορεί να την ενισχύσει, εφόσον χρησιµοποιηθεί µε ορθό τρόπο. Και ο ορθό̋ τρόπο̋ σχετίζεται άµεσα µε τι̋ δυνατότητε̋ παραποµπή̋ µεταξύ των επιµέρου̋ ερµηνευτικών σταδίων και µεταξύ του τελικού ερµηνευτικού πρὀόντο̋ και τη̋ ίδια̋ τη̋ πραγµατικότητα̋. Το συγκεκριµένο ζήτηµα αντιµετωπίστηκε δίνοντα̋ έµφαση στην αποτύπωση του συνόλου τη̋ ερµηνευτική̋ διαδικασία̋ στο εσωτερικό τη̋ βάση̋. Η διάκριση µεταξύ πρωτογενών και δευτερογενών ερµηνειών επιτρέπει τη διαρκή αναθεώρηση των τελευταίων σε κάθε περίπτωση που προκύπτουν νέα δεδοµένα, στοιχειοθετώντα̋ τη σχέση µέρου̋-συνόλου µε αποτελεσµατικό, ευέλικτο και τροποποιήσιµο τρόπο. Την ίδια στιγµή το αναλογικό αρχείο δεν αντικαθίσταται, αλλά µπορεί να συµπληρώσει το ψηφιακό µέσω τη̋ παράλληλη̋ συµβουλευτική̋ του χρήση̋. Ανεξάρτητα από τι̋ γενικότερε̋ θεωρητικέ̋ και µεθοδολογικέ̋ επιπτώσει̋ τη̋ προσέγγιση̋, υπήρξαν και αρκετέ̋ πρακτικέ̋ συνέπειε̋ ω̋ προ̋ τον τρόπο διεξαγωγή̋ τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ στο παράδειγµα εφαρµογή̋, την ανασκαφή Παλιαµπέλων Κολινδρού. παρατήρηση̋, τα Πιο συγκεκριµένα, χαρακτηριστικά του̋ και τυποποιήθηκαν οι µεταξύ οι του̋ µονάδε̋ σχέσει̋ και συστηµατοποιήθηκαν οι διαδικασίε̋ καταγραφή̋ χωρί̋ να απωλέσουν την ελαστικότητά του̋. Παράλληλα, η χωρική και σχεδιαστική τεκµηρίωση συνδέθηκε µε µεθοδολογίε̋ ψηφιοποίηση̋ που αποσκοπούν στην ουσιαστική εκµετάλλευση των χωρικών ιδιοτήτων των καταγεγραµµένων αντικειµένων και όχι απλώ̋ στην ευκολότερη καταγραφή του̋ στο πεδίο. Ω̋ αποτέλεσµα, η καταγραφή στο πεδίο έγινε πιο γρήγορη και πιο αποτελεσµατική, καθώ̋ τα δεδοµένα τη̋ έρευνα̋ µπορούν να χρησιµοποιηθούν άµεσα προκειµένου να ενηµερώσουν τον ανασκαφέα για την αρχαιολογική εικόνα του χώρου που ανασκάπτει, να αποσαφηνίσουν περίπλοκου̋ στρωµατογραφικού̋ σχηµατισµού̋ και, σε τελική ανάλυση, να επιτρέψουν την αποφυγή ανασκαφικών λαθών. Προχωρώντα̋ στο επίπεδο τη̋ αρχαιολογική̋ µελέτη̋, οι επιπτώσει̋ γίνονται ακόµη πιο ουσιαστικέ̋. Καταρχά̋, ο συνδυασµό̋ του συνόλου των επιµέρου̋ στοιχείων τη̋ ανασκαφική̋ έρευνα̋ σε ένα ενιαίο σύστηµα συντελεί στην καλύτερη διαχείριση, αλλά και την ευκολότερη πρόσβαση και αντιπαραβολή τη̋ πληροφορία̋. Ειδικότερα, η απεικόνιση του αποτελέσµατο̋ θεµατικών, χωρικών και χρονικών ερωτηµάτων πετυχαίνει τη συσχέτιση των ευρηµάτων και των συναφών ανασκαφικών πλαισίων, επιτρέποντα̋ την επανένωση δεδοµένων που έχουν καταγραφεί ξεχωριστά. Η συµπλήρωση των δυνατοτήτων διερεύνηση̋ τη̋ πληροφορία̋ µε τεχνικέ̋ χαρτογραφικού συµβολισµού που ενισχύουν οπτικά την παρουσίαση των ερµηνευτικών αποτελεσµάτων επεκτείνει τη χρήση του πληροφοριακού συστήµατο̋ σε όλα τα στάδια τη̋ έρευνα̋. Εκτό̋ όµω̋ από την παρεχόµενη λειτουργικότητα, η συνεχή̋ πρόοδο̋ τη̋ έρευνα̋ τα τελευταία χρόνια στα εµπλεκόµενα γνωστικά πεδία, καθιστά ήδη ορατέ̋ αρκετέ̋ προοπτικέ̋ για περαιτέρω βελτιώσει̋ και χρηστικέ̋ εφαρµογέ̋ του πληροφοριακού συστήµατο̋. Μεταξύ αυτών, ένα πρώτο σηµείο σχετίζεται µε τη 282 Συµπεράσµατα λεπτοµέρεια τη̋ ψηφιακή̋ αναπαράσταση̋. Χωρί̋ αµφιβολία νέε̋ τεχνικέ̋ καταγραφή̋ (π.χ. η χρήση επίγειου σαρωτή) µπορούν να βελτιώσουν τη γραφική απόδοση των ανασκαφικών αντικειµένων αυξάνοντα̋ τη ρεαλιστικότητα τη̋ απεικόνιση̋ και περιορίζοντα̋ ακόµη περισσότερο το στοιχείο τη̋ σχηµατοποίηση̋ (Stylianidis & Patias 2006). Αξιόλογε̋ βελτιώσει̋ στο περιβάλλον διερεύνηση̋ µπορεί να επιφέρει και η έρευνα στην τρισδιάστατη χαρτογραφική απεικόνιση, όπου αγγίζονται πλέον ζητήµατα τρισδιάστατη̋ λειτουργικότητα̋ (Abdul-Rahman & Pilouk 2008). Η ανάπτυξη τρισδιάστατη̋ τοπολογία̋ αποτελεί την κυριότερη εξέλιξη στο συγκεκριµένο ερευνητικό πεδίο, η µελλοντική υλοποίηση τη̋ οποία̋ µπορεί να διευρύνει σηµαντικά τα χωρικά ερωτήµατα µεταξύ των ανασκαφικών αρχαιολογικών αντικειµένων (Cattani 2004, Cattani et al. 2004b). Αρκετέ̋ προοπτικέ̋ ανοίγονται επίση̋ ω̋ προ̋ την επεκτασιµότητα και την προσαρµοστικότητα του µοντέλου δεδοµένων. Σε επίπεδο υλοποίηση̋ το ζήτηµα αναφέρεται στη χρήση του µοντέλου δεδοµένων προκειµένου να ικανοποιηθούν διαφορετικέ̋ αρχιτεκτονικέ̋ προσεγγίσει̋ (π.χ. δικτυακά συστήµατα). Σε επίπεδο λειτουργιών σχετίζεται µε τη δοκιµή του συστήµατο̋ σε νέα ανασκαφικά προγράµµατα µε σκοπό να αξιολογηθεί η απόδοσή του στο πλαίσιο διαφορετικών αρχαιολογικών ερωτηµάτων και πρακτικών διερεύνηση̋. Και στι̋ δύο περιπτώσει̋, η αρχιτεκτονική των τριών επιπέδων, η σηµασιολογική προτυποποίηση των σχεδιαστικών µοντέλων και η χρήση τη̋ τεχνολογία̋ XML ω̋ µέσο µεταφορά̋ του σχήµατο̋ δεδοµένων τη̋ εφαρµογή̋ επιτρέπουν τη µερική τροποποίηση ή ακόµη και τον ανασχεδιασµό του µοντέλου δεδοµένων, χωρί̋ απώλειε̋ ω̋ προ̋ την εκφραστικότητα και τη λειτουργικότητα που περιλαµβάνει. Συνεπώ̋, η προσαρµογή του µοντέλου δεδοµένων και τη̋ γενικότερη̋ µεθοδολογία̋ καταγραφή̋ και σε άλλου̋ οργανισµού̋ ή ανασκαφικά προγράµµατα αποτελεί µια ενδιαφέρουσα και πολλά υποσχόµενη προοπτική ω̋ προ̋ την ευρύτερη συστηµατοποίηση τη̋ ανασκαφική̋ τεκµηρίωση̋. Ένα ακόµη πεδίο µελλοντική̋ διερεύνηση̋ σχετίζεται µε την πιθανή χρήση του συστήµατο̋ ω̋ πλατφόρµα για τη δηµοσίευση του συνολικού ανασκαφικού αρχείου στο διαδίκτυο. Οι υφιστάµενε̋ πλατφόρµε̋ λογισµικού που υποστηρίζουν διαδικτυακέ̋ εφαρµογέ̋ ΣΓΠ έχουν ήδη χρησιµοποιηθεί σε σχετικά αρχαιολογικά παραδείγµατα (D'Andrea et al. 2001, Sebillo et al. 2003) καθιστώντα̋ εφικτή µια απόπειρα προ̋ αυτή την κατεύθυνση. Η ενσωµάτωση των σηµασιολογικών συµβάσεων και των γεωγραφικών µεταδεδοµένων συµβάλλει στην καλύτερη οργάνωση τη̋ ανασκαφική̋ πληροφορία̋ διευκολύνοντα̋ την αναζήτησή τη̋ µέσω διαδικτύου (βλ. και Egenhofer 2002). Συνάµα, είναι ένα ουσιαστικό βήµα προ̋ την κατεύθυνση τη̋ ευρύτερη̋ διάδοση̋ του αρχαιολογικού έργου στο πλαίσιο των νέων συνθηκών τη̋ “Κοινωνία̋ τη̋ Πληροφορία̋”. Τέλο̋, µια ενδιαφέρουσα προοπτική αναφέρεται στη χρήση ελεύθερου λογισµικού ή λογισµικού ανοιχτού κώδικα (open source) για την υλοποίηση του συστήµατο̋ (Ducke 2008). Το συγκεκριµένο είδο̋ λογισµικού αναπτύσσεται από 283 κοινότητε̋ χρηστών και δεν υπόκειται σε εµπορικέ̋ άδειε̋ χρήση̋. Αν και σήµερα δεν παρέχει τι̋ απαιτούµενε̋ δυνατότητε̋, κυρίω̋ ω̋ προ̋ την τρισδιάστατη λειτουργικότητα των ΣΓΠ, η εµπειρία που αποκτήθηκε στο πλαίσιο τη̋ µελέτη̋ µπορεί να χρησιµοποιηθεί προ̋ την κατεύθυνση τη̋ στοχευµένη̋ ανάπτυξη̋ τη̋ συγκεκριµένη̋ τεχνολογία̋. Συνολικά, οι προοπτικέ̋ που ανοίγονται ενισχύουν την πεποίθηση πω̋ η ψηφιακή τεχνολογία θα συνεχίσει να βελτιώνεται προσφέροντα̋ νέα εργαλεία και νέε̋ χρηστικέ̋ δυνατότητε̋. ∆εν υφίσταται όριο στην τεχνολογική εξέλιξη και κάθε απόπειρα πρόβλεψη̋ είναι συνήθω̋ άστοχη. Το ίδιο ισχύει και για τα αρχαιολογικά ερωτήµατα που γίνονται όλο και πιο περίπλοκα καθιστώντα̋ την ψηφιακή τεχνολογία υποχρεωτικό αρωγό τη̋ σύγχρονη̋ έρευνα̋ για το παρελθόν. Όπω̋ ανέφερε κάποτε ο συγγραφέα̋ επιστηµονική̋ φαντασία̋ Isaac Asimov, “Πλησιάζουµε το στάδιο όπου τα προβλήµατα που πρέπει να λύσουµε θα καταλήξουν άλυτα χωρί̋ του̋ ηλεκτρονικού̋ υπολογιστέ̋. ∆ε φοβάµαι του̋ υπολογιστέ̋. Φοβάµαι την έλλειψή του̋.”. Παρά την αυξανόµενη ανάγκη για την εκµετάλλευση των δυνατοτήτων τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ στην αρχαιολογική έρευνα, δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονό̋ ότι πίσω από κάθε υπολογιστή κρύβεται ο άνθρωπο̋ και πίσω από κάθε αναπαράσταση κρύβεται η πραγµατικότητα. Οι αρχαιολόγοι ω̋ µελετητέ̋ τη̋ τεχνολογία̋ πρέπει να δώσουν την απαραίτητη έµφαση στον τρόπο µε τον οποίο και οι ίδιοι µεταχειρίζονται την τεχνολογία στην ερευνητική εργασία προκειµένου να κατανοήσουν τι̋ δυνατότητε̋, αλλά και τι̋ παγίδε̋ που κρύβει. Γνώµονα σε κάθε προσπάθεια ενσωµάτωση̋ τη̋ ψηφιακή̋ τεχνολογία̋ στην ανασκαφική τεκµηρίωση αποτελεί τόσο το γνωστικό αποτέλεσµα στο οποίο αποσκοπεί η ανασκαφική διαδικασία, όσο και η συνολική µεθοδολογία που διέπει τη µετάβαση σε αυτό. Η καταγραφή και η διατήρηση τη̋ πληροφορία̋ δε συνιστά αυτοσκοπό τη̋ ανασκαφική̋ εργασία̋. Αντιθέτω̋, ο βαθµό̋ επιτυχία̋ ενό̋ αρχαιολογικού προγράµµατο̋ εξαρτάται από του̋ τρόπου̋ που µεταχειρίζεται προκειµένου να µετουσιώσει την πληροφορία σε ουσιαστική γνώση, και εποµένω̋, όπω̋ σηµειώνει ο Χουρµουζιάδη̋ (1999:193) σε “κοινωνικό αγαθό”. Υπό αυτή την έννοια η αποτελεσµατικότητα τη̋ εισαγωγή̋ των νέων τεχνολογιών στην ανασκαφική έρευνα σχετίζεται µε τη συµβολή του̋ στην αναθεώρηση και τη βελτίωση του τρόπου δηµιουργία̋ γνώση̋ για το παρελθόν. Το ψηφιακό πληροφοριακό σύστηµα των Παλιαµπέλων Κολινδρού ήδη δοκιµάζεται στην πράξη και η χρήση του αναµφίβολα θα επισηµάνει τι̋ αναπόφευκτε̋ σχεδιαστικέ̋ αστοχίε̋, καθώ̋ και τι̋ πιθανέ̋ βελτιώσει̋. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη µελλοντική του πορεία, η οποία και τελικώ̋ θα καταδείξει την αποτελεσµατικότητά του, υφίσταται η προσδοκία ότι η συνολική µελέτη αποτέλεσε µια µικρή συµβολή για τη όσο το δυνατό πιο εκτενή κατανόηση των παραµέτρων που ρυθµίζουν κάθε προσπάθεια για καινοτοµία̋ στην αρχαιολογική πράξη. 284 τη δηµιουργική ένταξη τη̋ τεχνολογική̋ Βιβλιογραφία Abdul-Rahman A. & Pilouk M. (2008) Spatial Data Modelling for 3D GIS. Berlin: SpringerVerlag. Acevedo D., Vote E., Laidlaw D. H. & Joukowsky M. S. (2001) Archaeological Data Visualization in VR: Analysis of Lamp Finds at the Great Temple of Petra, a Case Study. Proceedings of the Conference on Visualization 2001. 493-496. San Diego. http://graphics.cs.brown.edu/research/sciviz/archaeology/archave/viz2001.pdf Adams M. (1992) Stratigraphy after Harris: Some Questions. Στο Steane K. (Ed.), Interpretation of Stratigraphy: A Review of the Art. Proceedings of the 1st Stratigraphy Conference, Lincoln. 13-16. Lincoln: City of Lincoln Archaeology Unit. Adams M. & Brooke R. (1995) Unmanaging the Past: Truth, Data and the Human Being. Norwegian Archaeological Review, 28, 91-104. Adams W. Y. (1988) Archaeological Classification: Theory versus Practice. Antiquity, 62, 4056. Adams W. Y. & Adams E. (1991) Archaeological Typology and Practical Reality. Cambridge: Cambridge University Press. Αγγελοπούλου Θ. (2005) Πρόταση Τεκµηρίωση̋ Περιεχόµενου Αρχειακού Υλικού. Κέντρο Πολιτισµική̋ Πληροφορική̋, Ινστιτούτο Πληροφορική̋ ΙΤΕ. Agresti A., Maggiolo-Schettini A., Saccoccio R., Pierobon M. & Pierobon-Benoit R. (1996) Handling Excavation Maps in SYSAND. Στο Kamermans H. & Fennema K. (Eds.), Interfacing the Past. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology 1995 (CAA 95). 31-36. Leiden: University of Leiden. Allen J. F. (1983) Maintaining Knowledge about Temporal Intervals. Communications of the ACM, 26, 832-843. - (1984) A General Model of Action and Time. Artificial Intelligence, 23. Altekamp S. (2004) The Resistance of Classical Archaeology against Stratigraphic Excavation. Στο Carver G. (Ed.), Digging in the Dirt: Excavation in a New Millennium. 141-149. Oxford: John and Erica Hedges Ltd. Andresen J. & Madsen T. (1996) IDEA - the Integrated Database for Excavation Analysis. Στο Kamermans H. & Fennema K. (Eds.), Interfacing the Past. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology 1995 (CAA 95). 3-14. Leiden: University of Leiden. Andrews G., Barrett J. C. & Lewis J. S. C. (2000) Interpretation Not Record: The Practice of Archaeology. Antiquity, 74, 525-530 Apel M. (2004) A 3D Geoscience Information System Framework. Freiberg: Freiberg University. Arroyo-Bishop D. (1991) El Sistema Archéodata: Hacia La Creación De Un Sistema De Información Arqueológica. Complutum, 1, 167-174 Arroyo-Bishop D. & Lantada Zarzosa M. T. (1991) La Informatización De Grandes Excavaciones y Proyectos Arqueológicos. Complutum, 1, 175-188. - (1995) To Be or Not to Be: Will an Object-Space-Time GIS/AIS Become a Scientific Reality or End up an Archaeological Entity? Στο Lock G. R. & Stancic Z. (Eds.), Archaeology and Geographic Information Systems: A European Perspective. 43-53. London: Taylor & Francis. Avern G. J. (2001) A New Technique for Recording Archaeological Excavations: Research Progress Report. Στο Stancic Z. & Veljanovski T. (Eds.), Computing Archaeology for Understanding the Past. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2000). 3-8. Oxford: Archaeopress. Μπαντέλα̋ Α. Γ., Σαββα˙δη̋ Π. ∆., Υφαντή̋ Ι. Μ. & ∆ούκα̋ Ι. ∆. (1996) Γεωδαισία: Αποτυπώσει̋ - Χαράξει̋ Τεχνικών Έργων. Θεσσαλονίκη: Αφοι Κυριακίδη. Bailey G. N. (1983) Concepts of Time in Quaternary Prehistory. Annual review of Anthropology 12, 165-192. Banning E. B. (2002) The Archaeologist’s Laboratory. The Analysis of Archaeological Data. New York: Springer. Barceló J. A. (2000) Visualizing What Might Be. An Introduction to Virtual Reality in Archaeology. Στο Barceló J. A., Forte M. & Sanders D. H. (Eds.), Virtual Reality in Archaeology. 9-36. Oxford: Archaeopress. Barceló J. A., De Castro O., Travet D. & Vicente O. (2003) A 3D Model of an Archaeological Excavation. Στο Doerr M. & Sarris A. (Eds.), The Digital Heritage of Archaeology. Proceedings of the 30th CAA Conference, Heraklion, Crete, April 2002 (CAA 2002). 85-87. Athens: Hellenic Ministry of Culture, Archive of Monuments and Publications. Barceló J. A. & Pallares M. (1996) A Critique of GIS in Archaeology. From Visual Seduction to Spatial Analysis. Archaeologia e Calcolatori, 6, 313-326. Barcelό J. A. & Vicente O. (2004) Some Problems in Archaeological Excavation 3D Modelling. Στο Ausserer K. F., Börner W., Goriany M. & Karlhuber-Vöckl L. (Eds.), [Enter the Past]. The E-Way into the Four Dimensions of Cultural Heritage. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2003). 400-404. Oxford: Archaeopress. Barham A. & MacPhail R. (Eds.) (1995) Archaeological Sediments and Soils: Analysis, Interpretation & Management. London: University College London Barker P. (1977) Techniques of Archaeological Excavation. London: Batchford. Bateman J. (2000) Immediate Realities: An Anthropology of Computer Visualisation in Archaeology. Internet Archaeology, 8. Bates M. (1995) Models of Natural Language Understanding. Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America, 92, 9977-9982. Beex W. (1994) From Excavation Drawing to Archaeological Playground: CAD Applications for Excavations. Στο Wilcock J. & Lockyear K. (Eds.), Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology 1993 (CAA 93). 101–108. Oxford: Tempus Reparatum. Berners-Lee T., Hendler J. & Lassila O. (2001) The Semantic Web. Scientific American, May 2001, 29-37. Bertin J. (1967) Sémiologie Graphique. Paris: Editions Gauthier-Villars. Beser de Deus L. A. & Ferreira da Silva L. F. C. (2005) Conceptual Basis for Time Usage in GIS. XXII International Cartographic Conference (ICC2005). A Coruña, Spain. Bezzi A., Bezzi L., Francisci D. & Gietl R. (2006) L’utilizzo Di Voxel in Campo Archeologico. Geomatic workbooks, 6. www.arc-team.com/Upload/Geom_Workbooks6_voxel_archeologia_it.pdf Binford L. (1962) Archaeology as Anthropology. American Antiquity, 28, 217-225. - (1989) Debating Archaeology. San Diego: Academic Press. Binford L. R. (1977) General Introduction. Στο Binford L. R. (Ed.), For Theory Building in Archaeology. 1-13. New York: Academic Press. Binford S. L. & Binford L. (1968) New Perspectives in Archaeology. Chicago: Aldine Press. Biswell S., Cropper L., Evans J., Gaffney V. & Leach P. (1995) GIS and Excavation: A Cautionary Tale from Shepton Mallett, Somerset, England. Στο Lock G. & Stancic Z. (Eds.), Archaeology and Geographical Information Systems: A European Perspective. 269285. London: Taylor & Francis. Blaha M. & Premerlani W. (1998) Object-Oriented Modelling and Design for Database Applications. Upper Saddle River: Prentice-Hall. Bloch M. (1977) The Past and the Present in the Present. Man (N.S.), 12, 278-292. 288 Βιβλιογραφία Boast R. (2002) Computing Futures. Visions of the Past. Στο Cunliffe B., Davies W. & Renfrew C. (Eds.), Archaeology. The Widening Debate. 567-592. London: British Academy. Booch G., Jacobson I. & Rumbaugh J. (1995) Unified Modeling Language for Object-Oriented Development Documentation Set Version 0.91 Addendum. Santa Clara, CA: Rational Software Corporation. Braudel F. (1980) On History. London: Weidenfeld & Nicolson. Brittain M. & Clack T. (2007) Introduction: Archaeology and the Media. Στο Clack T. & Brittain M. (Eds.), Media and Archaeology. 11-65. Walnut Creek, CΑ: Left Coast Press. Brodsky S. (1999) XMI Opens Application Interchange. IBM. http://www-01.ibm.com/software/awdtools/standards/xmiwhite0399.pdf Burgess C., Gilmour S. & Henderson J. C. (1996) Recording Archaeological Sites Using GIS. Archaeological Computing Newsletter, 46, 2-9. Burke R. (2003) Getting to Know ArcObjects. Programming ArcGIS with VBA. Redlands: ESRI Press. Carandini Α. (1996) Storie Della Terra. Manuale Di Scavo Archeologico. Torino, Italy: Einaudi. Carver G. (1990) Digging for Data: Principles and Procedures for Evaluation, Excavation and Post-Excavation in Towns. Στο Hensel W., Tabaczynski S. & Urbanczyk P. (Eds.), Theory and Practice of Archaeological Research. 255-302. Varsovia: Dabrowsi Publishing. - (2000) Report on the Roundtable Discussion "Digging in the Dirt", 6th Eaa Annual Meeting, Lisbon 10-17/9/2000. http://www.acsu.buffalo.edu/~gjcarver/arkyrund.htm - (Ed.) (2004) Digging in the Dirt: Excavation in a New Millennium. Oxford: John and Erica Hedges Ltd. Castillo A. D. & Burgos C. M. (2001) Sidgeipa (Distributed System for Integral Management of Archaeological Parks). Archäologie und Computer: Workshop 6 - November 2001, Vienna. Castleford J. (1992) Archaeology, GIS and the Time Dimension: An Overview. Στο Lock G. & Moffett J. (Eds.), Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology 1991 (CAA 91). 95-106. Oxford: Tempus Reparatum. Cattani M. (2004) Topologia: Identificazione, Significato e Valenza nella Ricerca Archeologica. Archeologia e Calcolatori, 15, 317-340. Cattani M., Fiorini A. & Rondelli B. (2004a) Computer Applications for a Reconstruction of Archaeological Stratigraphy as a Predictive Model in Urban and Territorial Contexts. Στο Ausserer K. F., Börner W., Goriany M. & Karlhuber-Vöckl L. (Eds.), [Enter the Past]. The E-Way into the Four Dimensions of Cultural Heritage. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2003). 299-303. Oxford: Archaeopress. Cattani Μ., Fiorini Α., Viggiani Ν., Parenti R., De Luca L., Augenti A., Cattani M., Salonia P., Fiorini A., Laurenza S., Putzolu C., Rondelli B., Del Grande C. & Vecchietti E. (2004b) Nuove Frontiere Dell' Archeologia: Il Trattamento del Dato Tridimensionale. Ravenna: Dipartimento di Archeologia dell’Università di Bologna. http://www3.unibo.it/Archeologia/homepage/dispenseNF.htm Cessford C. (2001) The Çatalhöyük Backswamp Experience. The Archaeological Field Unit Online. Chadwick A. (1998) Archaeology at the Edge of Chaos: Further Towards Reflexive Excavation Methodologies. Assemblage, 2. - (2003) Post-Processualism, Professionalization and Archaeological Methodologies. Towards Reflective and Radical Practice. Archaeological Dialogues, 10, 97-117. Chen P. (1976) The Entity-Relationship Model: Toward a Unified View of Data. ACM Transactions on Database Systems, 1, 9-36. 289 Χουρµουζιάδη̋ Γ. (1995) Περί του Αρχαιολογικού Μνηµείου Γενικά: Μερικέ̋ Εισαγωγικέ̋ Παρατηρήσει̋ σχετικά µε την Προσέγγιση του Αρχαιολογικού Μνηµείου. Αναλογίε̋. 249-260. Θεσσαλονίκη: Βάνια̋. Χουρµουζιάδη̋ Γ. (1999) Λόγια από χώµα, Θεσσαλονίκη: Νησίδε̋ Clarke A., Fulford M. & Rains M. (2003) Nothing to Hide - Online Database Publication and the Silchester Town Life Project. Στο Doerr M. & Sarris A. (Eds.), The Digital Heritage of Archaeology. Proceedings of the 30th CAA Conference, Heraklion, Crete, April 2002 (CAA 2003). 401-404. Athens: Hellenic Ministry of Culture, Archive of Monuments and Publications. Clarke D. (Ed.) (1972) Models in Archaeology. London: Methuen - (1973) Archaeology: The Loss of Innocence. Antiquity, 47, 6-18. Cockburn A. (2000) Writing Effective Use Cases. Upper Saddle River: Addison-Wesley Publishing Company. Conolly J. & Lake M. (2006) Geographical Information Systems in Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. Cosmas J., Itegaki T., Green D., Grabczewski E., Weimer F., van Gool L., Zalesny A., Vanrintel D., Grabner M., Karner K., Leberl F., Schindler K., Gervautz M., Hynst S., Waelkens M., Pollefeys M., DeGeest R., Sablatnig R. & Kampel M. (2001) 3D Murale: A Multimedia System for Archaeology. Στο Arnold D. B., Chalmers A. & Fellner D. W. (Eds.), Proceedings of the 2001 conference on Virtual Reality, Archeology, and Cultural Heritage. 297 - 306. Glyfada, Greece. Couclelis H. (1992) People Manipulate Objects (but Cultivate Fields): Beyond the Raster-Vector Debate in GIS. Στο Frank A. U., Campari I. & Formentini U. (Eds.), Theories and Methods of Spatio-Temporal Reasoning in Geographic Space. 65-77. Berlin: SpringerVerlag. Cowen D. J. (1988) GIS versus CAD versus DBMS: What Are the Differences? Photogrammetric Engineering & Remote Sensing, 1551-1555. Crescioli M., D'Andrea A. & Niccolucci F. (2002) XML Encoding of Archaeological Unstructured Data. Στο Burenhult G. (Ed.), Archaeological Informatics: Pushing the Envelope. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2001). 267275. Oxford: Archaeopress. Crescioli M., D'Andréa A. & Niccolucci F. (2000) A GIS-Based Analysis of the Etruscan Cemetery of Pontecagnano Using Fuzzy Logic. Στο Lock G. (Ed.), Beyond the Map: Archaeology and Spatial Technologies. 157-179. Amsterdam: IOS Press. Crescioli M. & Niccolucci F. (1999) P.E.T.R.A.-Data: An Integrated Environment for Archaeological Data Processing. Στο Barceló J. A., Briz I. & Vila A. (Eds.), New Techniques for Old Times. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 98). 133-136. Oxford: Archaeopress. Cripps P., Earl G. & Wheatley D. (2006) A Dwelling Place in Bits. Journal of Iberian Archaeology, 8, 25-39. http://eprints.soton.ac.uk/41941/01/Dwelling.pdf Cripps P., Greenhalgh A., Fellows D., May K. & Robinson D. (2004) Ontological Modelling of the Work of the Centre for Archaeology. http://cidoc.ics.forth.gr/docs/Ontological_Modelling_Project_Report_%20Sep2004.pdf Crofts N., Doerr M., Gill T., Stead S. & Stiff M. (2008) Definition of the CIDOC Conceptual Reference Model. Version 4.3. http://cidoc.ics.forth.gr/docs/cidoc_crm_version_4.3_Nov08.pdf 290 Βιβλιογραφία ∆ακορώνια Φ., Κουνούκλα̋ Π. & Μπελέτση̋ ∆. (2006) Ο «Αία̋» στον Κύνο: Πρόγραµµα ∆ιαχείριση̋ Αρχαιολογικών Ευρηµάτων Μεγάλων Ανασκαφικών Συνόλων. Από του̋ Πρὀστορικού̋ στου̋ Νεώτερου̋ Χρόνου̋ Θεσσαλία̋ και Στερεά̋ Ελλάδα̋ 2003-2005. Bόλο̋. - 2o Αρχαιολογίκό έργο D'Andrea A., Niccolucci F. & Crescioli M. (2001) Web Access to an Archaeological GIS. Στο Stancic Z. & Veljanovski T. (Eds.), Computing Archaeology for Understanding the Past. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2000). 317322. Oxford: Archaeopress. Da Rocha L. V., Edelweiss N. & Iochpe C. (2001) Spatiotemporal Databases: Geoframe-T: A Temporal Conceptual Framework for Data Modeling. Proceedings of the 9th ACM International Symposium on Advances in Geographic Information Systems. 124-129. Daly P. & Lock G. (1999) Timing Is Everything: Commentary on Managing Temporal Variables in Geographic Information Systems. Στο Barceló J. A., Briz I. & Vila A. (Eds.), New Techniques for Old Times. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 98). 287-293. Oxford: Archaeopress. Day W., Cosmas J., Ryan N., Vereenooghe T., Van Gool L., Waelkens M. & Talloen P. (υπό εκτύπωση) Linking 2D Harris Matrix with 3D Stratigraphic Visualisations: An Integrated Approach to Archaeological Visualisations. 33rd Conference on Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2005). Tomar. Dekoli M. & Hadzilakos T. (1999) A GIS and Hypertext-Based System for Excavation Documentation. Στο Dingwall L., Exon S., Gaffney V., Laflin S. & Van Leusen M. (Eds.), Archaeology in the Age of the Internet. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 97). Oxford: Archaeopress. http://dke.cti.gr/pubs/confs/caa97.pdf Dennis A., Haley Wixom B. & Tegarden D. (2002) Systems Analysis and Design: An Object- Oriented Approach with UML. New York: Wiley. ∆ερµάνη̋ Α. (2005) Συντεταγµένε̋ Και Συστήµατα Αναφορά̋. Θεσσαλονίκη: Ζήτη. DiBiase D., MacEachren A., Krygier J. B. & Reeves C. (1992) Animation and the Role of Map Design in Scientific Visualization. Cartography and Geographic Information Science, 19, 201-214. Doerr M. (2001) A Comparison of the OpenGISΤΜ Abstract Specification with the CIDOC-CRM 3.2: Draft. http://cidoc.ics.forth.gr/docs/opengis_map.doc - (2003) The CIDOC-CRM: an Ontological Approach to Semantic Interoperability of Metadata. AI Magazine, 24. http://www.forth.gr/ics/isl/publications/paperlink/Doerr_V2.pdf Doerr M. & Iorizzo D. (2008) The Dream of Global Knowledge Network. Journal on Computing and Cultural Heritage, 1, 1-23. Doerr M. & Kritsotaki A. (2006) Documenting Events in Metadata. Στο Niccolucci F., Ioannides M., Mania K. & Arnold D. (Eds.), The E-Volution of Information Communication Technology in Cultural Heritage. Where Hi-Tech Touches the Past: Risks and Challenges for the 21st Century. Short Papers from the Joint Event Cipa/Vast/Eg/Euromed 2006. 56-61. Budapest: Archaeolingua. Doerr M., Plexousakis D., Kopaka K. & Bekiari C. (2004a) Supporting Chronological Reasoning in Archaeology. International Conference on Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2004). Prato, Italy. http://www.ics.forth.gr/isl/publications/paperlink/caa2004_supporting_chronological _reasoning.pdf 291 Doerr M., Schaller K. & Theodoridou S. (2004b) Integration of Complementary Archaeological Resources. International Conference on Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2004). Prato, Italy. cidoc.ics.forth.gr/docs/Lupa_caa2004.ppt Doneus M. & Neubauer W. (2005) Laser Scanners for 3D Documentation of Stratigraphic Excavations. Στο Baltsavias M., Gruen A., Van Gool L. & Pateraki M. (Eds.), Recording, Modeling and Visualization of Cultural Heritage. 193-203. London: Taylor & Francis. Dorrell P. (1989) Photography in Archaeology and in Conservation. Cambridge: Cambridge University Press. Ducke B. (2008) Time to Get It Right: Open Source Software for Archaeology. Digital Heritage in the New Knowledge Environment: Shared spaces and open paths to cultural content. Athens. Dykes J., MacEachren A. M. & Kraak M.-J. (Eds.) (2005) Exploring Geovisualization. Amsterdam: Elsevier. Egenhofer M. (2002) Toward the Semantic Geospatial Web. Proceedings of the 10th ACM Iinternational Symposium on Advances in Geographic Information Systems. 1-4. McLean-Virginia-USA. Egenhofer M. & Frank A. (1992) Object-Oriented Modeling for GIS. URISA Journal, 4, 3-19. Eiteljorg H. I. & Limp W. F. (2007) Archaeological Computing. Bryn Mawr, PA: Center for the Study of Architecture. Ellul C. & Haklay M. (2006) Requirements for Topology in 3D GIS. Transactions in GIS, 10, 157-175. Elmasri R. & Navathe S. B. (1996) Θεµελιώδει̋ Αρχέ̋ Συστηµάτων Βάσεων ∆εδοµένων, Τόµο̋ I. Αθήνα: ∆ίαυλο̋. ΕΛΟΤ/ΤΕ48/ΟΕ1 (2008) Τεχνολογία Πληροφοριών – Λεξιλόγιο – Μέρο̋ 1: Θεµελιώδει̋ Όροι (Ελληνική Έκδοση Του ∆ιεθνού̋ Προτύπου Iso 23821:1993). Αθήνα: Ελληνικό̋ Οργανισµό̋ Τυποποίηση̋. EPOCH (2005) D3.1.1: Overview of Culture Heritage Related IT Research, Related to StakeHolder Needs and the Position of Europe Therein. University of Leuven. http://public-repository.epoch-net.org/deliverables/D3.1.1-Οverview%20of%20CH% 20related%20IST.pdf ESRI Inc. (1998) Shapefile Technical Description: An ESRI White Paper. Redlands: Environmental Systems Research Institute, Inc. http://www.esri.com/library/whitepapers/pdfs/shapefile.pdf - (2005) What Is ArcGIS 9.1? Redlands: Environmental Systems Research Institute, Inc. - (2006) ArcGIS 9.1 Object Models. Redlands: Environmental Systems Research Institute, Inc. http://edn.esri.com/index.cfm?fa=downloads.detail&downloadid=48 Fabian J. (1983) Time and the Other: How Anthropology Makes Its Object. New York: Columbia University Press. Farid S. (2000) The Excavation Process at Çatalhöyük. Στο Hodder I. (Ed.), Towards Reflexive Methods in Archaeology: The Example at Çatalhöyük. 19-35. Oxford: Oxbow Books. Felicetti A. (2006) MAD: Managing Archaeological Data. Στο Ioannides M., Arnold D., Niccolucci F. & Mania K. (Eds.), The 7th International Symposium on Virtual Reality, Archaeology and Cultural Heritage (VAST 2006). 124-131. Budapest: Archaeolingua. Fladmark K. R. (1978) A Guide to Basic Archaeological Field Procedures. Burnaby, B.C. Canada: Department of Archaeology, Simon Fraser University. Ford J. A. (1954) Comments on A.C. Spaulding: 'Statistical Techniques for the Discovery of Artifact Types'. American Antiquity, 19, 390-391. 292 Βιβλιογραφία Frank A. (1998) Different Types οf "Times" In GIS. Στο Egenhofer M. & Golledge R. G. (Eds.), Spatial and Temporal Reasoning in Geographic Information Systems. 40-62. Oxford: Oxford University Press. - (2003) Ontology for Spatio-Temporal Databases. Στο Sellis T., Koubarakis M., Frank A., Grumbach S., Gueting R. H., Jensen C., Lorentzos N., Manolopoulos Y., Nardelli E., Pernici B., Schek H. J., Scholl M., Theodoulidis B. & Tryfona N. (Eds.), Spatiotemporal Databases: The Chorochronos Approach. 7-63. Berlin: Springer Verlag. Frédéric L. (1976) Manuel Pratique D’ Archéologie. Paris: R. Laffont. Freksa C. (1992) Temporal Reasoning Based on Semi-Intervals. Artificial Intelligence, 54, 199227. Fronza V., Nardini A., Salzotti F. & Valenti M. (2001) A GIS Solution for Excavations: Experience of the Siena University LIAAM. Στο Stancic Z. & Veljanovski T. (Eds.), Computing Archaeology for Understanding the Past. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2000). 173-177. Oxford: Archaeopress. Fronza V., Nardini A. & Valenti M. (2003) An Integrated Information System for Archaeological Data Management: Latest Developments. Στο Doerr M. & Sarris A. (Eds.), The Digital Heritage of Archaeology. Proceedings of the 30th CAA Conference, Heraklion, Crete, April 2002 (CAA 2002). 147-153. Athens: Hellenic Ministry of Culture, Archive of Monuments and Publications. Gadamer H.-G. (1975) Truth and Method. New York: Sheer and Ward. - (1977) Philosophical Hermeneutics. Berkeley: University of California Press. Gatalsky P., Andrienko N. & Andrienko G. (2004) Interactive Analysis of Event Data Using the Cube. Proceedings of International Visualisation (IV’04). 145-152. London. Space-Time Conference on Information http://ieeexplore.ieee.org/stamp/stamp.jsp?arnumber=01320137 Gell A. (1992) The Anthropology of Time. Cultural Construction of Temporal Maps and Images. Oxford: Berg. Gersbach E. (1998) Ausgrabung Heute: Methoden Und Techniken Der Feldgrabung. Stuttgart: Theiss. Gibson J. J. (1986) The Ecological Approach to Visual Perception. Hillsdale, New Jersey: Lawrence Erlbaum Associates. Gidlow J. (2000) Archaeological Computing and Disciplinary Theory. Στο Lock G. & Brown K. (Eds.), On the Theory and Practice of Archaeological Computing. 23-30. Oxford: Oxford University Committee for Archaeology. González Pérez C. A. (1997) SIA+: Manual Del Usuario. CAPA: cadernos de arqueoloxía e patrimonio, 3, 1-10. - (2002) Sistemas De Información Para Arqueología: Teoría, Metodoloxía Y Technoloxías. Oxford: Archaeopress. - (2004) Deconstructing the Product into Theory. Στο Fennema K. & Kamermans H. (Eds.), Making the Connection to the Past. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 99). 39-42. Leiden: University of Leiden. Goodchild M. F. (1996) Geographic Information Systems and Spatial Analysis in the Social Sciences. Στο Aldenderfer M. S. & Maschner H. D. G. (Eds.), Anthropology, Space, and Geographic Information Systems. 241-250. Oxford: Oxford University Press. Grabczewski E., Cosmas J., Van Santen P., Green D., Itagaki T. & Weimer F. (2001) 3D Murale: Multimedia Database System Architecture. Στο Arnold D., Chalmers A. & Fellner D. W. (Eds.), Proceedings of the 2001 Conference on Virtual Reality, Archeology, and Cultural Heritage. 315-321. Glyfada, Greece. Γραµµένο̋ ∆. Β. (1991) Νεολιθικέ̋ Έρευνε̋ στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία. Αθήνα: Αρχαιολογική Εταιρεία. 293 Green D. (2001) A Real Time 3D Stratigraphic Visual Simulation System for Archaeological Analysis and Hypothesis Testing. Στο Arnold D. B., Chalmers A. & Fellner D. W. (Eds.), Proceedings of the 2001 conference on Virtual Reality, Archeology, and Cultural Heritage. 271-278. Glyfada, Greece. - (2003) Visualizing Legacy Stratigraphic Data from Archaeological Handbooks. Στο Doerr M. & Sarris A. (Eds.), The Digital Heritage of Archaeology. Proceedings of the 30th CAA Conference, Heraklion, Crete, April 2002 (CAA 2002). 91-96. Athens: Hellenic Ministry of Culture, Archive of Monuments and Publications. Gruel K., Buchsenschutz O., Alliot J.-F. & Murgalé H. (1993) Arkeoplan: A New Tool for the Archaeologist. Στο Andresen J., Madsen T. & Scollar I. (Eds.), Computing the Past: Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology 1993 (CAA 93). 8184. Aarhus, Denmark: Aarhus University Press. Guarino N. (1998) Formal Ontology and Information Systems. Στο Guarino N. (Ed.), Formal Ontology in Information Systems. Proceedings of Fois’98, Trento, Italy, 6-8 June 1998. 3-15. Amsterdam: IOS Press. Guarino N. & Giaretta P. (1995) Ontologies and Knowledge Bases: Towards a Terminological Clarification. Στο Mars N. (Ed.), Towards Very Large Knowledge Bases, 25-32. Amsterdam: IOS Press. Gyftodimos G., Rigopoulos D. & Spiliopoulou M. (1996) Exploring Archaeological Information through an Open Hypermedia System. Στο Kamermans H. & Fennema K. (Eds.), Interfacing the Past: Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology 1995 (CAA 95). 497-503. Leiden: University of Leiden. Χατζή-Βαλλιάνου ∆. (1989) Συντήρηση Μνηµείων – Τεχνικέ̋ Ανασκαφών. Βώροι: Υπουργείο Πολιτισµού, Ευρωπἀκό Κοινωνικό Ταµείο, Μουσείο Κρητική̋ Εθνολογία̋. Hadzilakos T. & Stoumbou P. M. (1996) Conceptual Data Modelling for Prehistoric Excavation Documentation. Στο Kamermans H. & Fennema K. (Eds.), Interfacing the Past: Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology 1995 (CAA 95). 2130. Leiden: University of Leiden. Χατζηλάκκο̋ Θ. & ∆εκόλη Μ. (2002) Η Αξιοποίηση τη̋ Υπολογιστική̋ Τεχνολογία̋ στην Ανασκαφική Τεκµηρίωση: ∆ισπηλιό 1998-2000. Η Πρὀστορική Έρευνα στην Ελλάδα και οι Προοπτικέ̋ τη̋. Θεωρητικοί και Μεθοδολογικοί Προβληµατισµοί. Πρακτικά ∆ιεθνού̋ Συµποσίου στη Μνήµη του ∆. Ρ. Θεοχάρη: Θεσσαλονίκη Καστοριά, 26 - 28 Νοεµβρίου 1998. 421-430. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Hägerstrand T. (1967) Innovation Diffusion as a Spatial Process. Chicago: University of Chicago Press. - (1978) Survival and Arena: On the Life-History of Individuals in Relation to Their Geographical Environment. Στο Carlstein T., Parkes D. & Thrift M. (Eds.), Human Activity and Time Geography. 122–145. London: Arnold. Χάλαρη̋ Γ. Ν. (2004) Τα Μεταδεδοµένα και ο Ρόλο̋ του̋ στην Εθνική Υποδοµή Γεωγραφικών Πληροφοριών (Ε.Υ.Γε.Π). 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο τη̋ Ελληνική̋ Εταιρεία̋ Γεωγραφικών Συστηµάτων Πληροφοριών. Αθήνα. http://www.hellasgi.gr/papers3/Xalaris_2004.pdf Halstead P. (1999) Neighbours from Hell? The Household in Neolithic Greeece. In Halstead P. (Ed.), Neolithic Society. 77-95. Sheffield: Sheffield University Press. Halstead P. & Kotsakis K. (2001) Paliambela Kolindros. Στο Blackman D. (Ed.), Archaeology in Greece 2000-2001, 47, 93-94. - (2002) Paliambela Kolindros. Στο Blackman D. (Ed.), Archaeology in Greece 2001-2002, 48, 80. - (2003) Paliambela Kolindros. Στο Whitley J. (Ed.), Archaeology in Greece 2002-2003, 49, 66. 294 Βιβλιογραφία - (2005) Paliambela Kolindros. Στο Whitley J. (Ed.), Archaeology in Greece 2004-2005, 51, 78. - (2006) Paliambela Kolindros. Στο Whitley J., Germanidou S., Urem-Kotsou D., Dimoula A., Nikolakopoulou I., Karnava A. & Evely D. (Eds.), Archaeology in Greece 2005-2006, 52, 90 - (2007) Paliambela Kolindros. Στο Whitley J., Germanidou S., Urem-Kotsou D., Dimoula A., Nikolakopoulou I., Karnava A. & Evely D. (Eds.), Archaeology in Greece 2006-2007, 53, 65-67. Hamilton S. (1999) Lost in Translation? A Comment on the Excavation Report. Papers from the Institute of Archaeology, 10, 1-8. Harris E. C. (1979) Principles of Archaeological Stratigraphy. London & New York: Academic Press. Harris T. M. & Lock G. (1995) Towards an Evaluation of GIS in European Archaeology: The Past, Present and Future of Theory and Applications. Στο Lock G. & Stancic Z. (Eds.), Archaeology and Geographical Information Systems: A European Perspective. 349365. London: Taylor and Francis. - (1996) Multi-Dimensional GIS: Exploratory Approaches to Spatial and Temporal Relationships within Archaeological Stratigraphy. Στο Kamermans H. & Fennema K. (Eds.), Interfacing the Past: Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology 1995 (CAA 95). 307-316. Leiden: University of Leiden. Harrower M. (2004) A Look at the History and Future of Animated Maps. Cartographica, 39, 33-42. Harvey P. D. A. (1980) The History of Topographical Maps: Symbols, Pictures and Surveys. London: Thames and Hudson. Hassan F. (1997) Beyond the Surface: Comments on Hodder's 'Reflexive' Excavation Methodology. Antiquity, 71, 1020-1025. Hawker J. M. (2001) Manual of Archaeological Field Recording. Hertford: RESCUE - the British Archaeological Trust. Heidegger M. (1962) Being and Time. Oxford: Blackwell. Hempel C. (1965) Aspects of Scientific Explanation. New York: Free Press. Hermon S. & Niccolucci F. (2003) A Fuzzy Logic Approach to Typology in Archaeological Research. Στο Doerr M. & Sarris A. (Eds.), The Digital Heritage of Archaeology. Proceedings of the 30th CAA Conference, Heraklion, Crete, April 2002 (CAA 2002). 307-310. Athens: Hellenic Ministry of Culture, Archive of Monuments and Publications. Hermon S., Niccolucci F., Alhaique F., Iovino M.-R. & Leonini V. (2004) Archaeological Typologies - an Archaeological Fuzzy Reality. Στο Ausserer K. F., Börner W., Goriany M. & Karlhuber-Vöckl L. (Eds.), [Enter the Past]. The E-Way into the Four Dimensions of Cultural Heritage. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2003). 30-34. Oxford: Archaeopress. Herzog I. (1993) Computer Aided Harris Matrix Generation. Στο Harris E. C., Brown M. R. & Brown G. J. (Eds.), Practices of Archaeological Stratigraphy. 201-217. London: Academic Press. - (1994) Combining Stratigraphic Information and Finds. Στο Wilcock J. & Lockyear K. (Eds.), Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology 1993 (CAA 93). 109– 114. Oxford: Tempus Reparatum. - (2004) Group and Conquer - a Method for Displaying Large Stratigraphic Data Sets. Στο Ausserer K. F., Börner W., Goriany M. & Karlhuber-Vöckl L. (Eds.), [Enter the Past]. The E-Way into the Four Dimensions of Cultural Heritage. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2003). 423-426. Oxford: Archaeopress. 295 - (2006) No News from Stratigraphic Computing? Στο Ausserer K. F. (Ed.), International Congress “Cultural Heritage And New Technologies” - Workshop 10 "Archäologie und Computer". CD-ROM. Phoibos Verlag. www.stratify.org/Whatis/Stratify_3.pdf Hodder I. (1982) Symbols in Action. Cambridge: Cambridge University Press. - (1986) Reading the Past: Current Approaches to Interpretation in Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. - (Ed.) (1987) The Archaeology of Contextual Meanings. Cambridge: Cambridge University Press. - (1989) Writing Archaeology: Site Reports in Context. Antiquity, 63, 268-274. - (1991) Interpretive Archaeology and Its Role. American Antiquity, 56, 7-18. - (1992) Theory and Practice in Archaeology. London & New York: Routledge. - (1997) Always Momentary, Fluid and Flexible': Towards a Reflexive Excavation Methodology. Antiquity, 71, 691-700. - (1999) The Archaeological Process: An Introduction. Oxford: Blackwell. - (2000) Developing a Reflexive Method in Archaeology. Στο Hodder I. (Ed.), Towards Reflexive Methods in Archaeology: The Example at Çatalhöyük. 1-14. Oxford: Oxbow Books. - (Ed.) (2001) Archaeological Theory Today. Cambridge: Polity Press. Hodder I., Kotsakis K. & Farid S. (1996) Individual Entries at the 1996 Çatalhöyük Excavation Diary. http://www.catalhoyuk.com/database/catal/default.asp Hodder I. & Orton C. (1976) Spatial Analysis in Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. Holtorf C. (2002) Notes on the Life History of a Pot Sherd. Journal of Material Culture, 7, 4971. Huggett J. (2000) Computers and Archaeological Culture Change. Στο Lock G. & Brown K. (Eds.), On the Theory and Practice of Archaeological Computing. 5-22. Oxford: Oxford University Committee for Archaeology. Huisman O. & Forer P. (1998) Computational Agents and Urban Life Spaces: A Preliminary Realization of the Time-Geography of Student Lifestyles. Στο Abrahart R. J. (Ed.), Proceedings of the 3rd International Conference on GeoComputation (CD-ROM). University of Bristol, United Kingdom. http://www.geocomputation.org/1998/68/gc_68a.htm Jacobs P. F. (2001) Ancient World, Digital World: Excavation at Halif. Ariadne, 27. http://www.ariadne.ac.uk/issue27/jacobs/ Johnson I. (1996) The Essential IDEA: An Introduction to the Integrated Database for Excavation Analysis (End User Manual). Sydney, Australia: Archaeological Computing Laboratory University of Sydney. - (1999) Mapping the Fourth Dimension: The Timemap Project. Στο Dingwall L., Exon S., Gaffney V., Laflin S. & Van Leusen M. (Eds.), Archaeology in the Age of the Internet. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 97). Oxford: Archaeopress. http://www.timemap.net/tm/documents/publications/1997_johnson_TimeMap_Projec t.pdf - (2002) Contextualising Archaeological Information through Interactive Maps. Internet Archaeology, 12. 296 Βιβλιογραφία - (2004) Mapping Artefact Distributions through Time Using Aoristic Analysis. Στο Ausserer K. F., Börner W., Goriany M. & Karlhuber-Vöckl L. (Eds.), [Enter the Past]. The E-Way into the Four Dimensions of Cultural Heritage. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2003). 448-452. Oxford: Archaeopress. Jones A. (2002) Archaeological Theory and Scientific Practice. Cambridge: Cambridge University Press. Jones S., MacSween A., Jeffrey S., Morris R. & Heyworth M. (2001) From the Ground Up. The Publication of Archaeological Projects: A User Needs Survey. Council for British Archaeology. http://www.britarch.ac.uk/publications/puns/ Joukowsky M. (1980) A Complete Manual of Field Archaeology. Englewood cliffs: Prentice-Hall. Kähler Holst M. (2001) Formalizing Fact and Fiction in Four Dimensions: A Relational Description of Temporal Structures in Settlements. Στο Stancic Z. & Veljanovski T. (Eds.), Computing Archaeology for Understanding the Past. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2000). 159-164. Oxford: Archaeopress. - (2004) Complicated Relations and Blind Dating: Formal Analysis of Relative Chronological Structures. Στο Buck C. E. & Millard A. R. (Eds.), Tools for Constructing Chronologies: Crossing Disciplinary Boundaries. 129-148. New York: Springer. Κάβουρα̋ Μ. (2002) Γεωγραφικέ̋ Οντολογίε̋ και ∆ιαλειτουργικότητα. Αειχώρο̋, 92-114. Κάλλα̋ Γ. (2000) Η Πληροφορική Τεχνολογία στην Κοινωνική Έρευνα: Το Πρόβληµα των ∆εδοµένων. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών/ Νεφέλη. Καλοµοιράκη̋ ∆. & Πάντου Μ. (2003) Σύστηµα Εθνικού Αρχείου Μνηµείων "Πολεµών". Αθήνα: ∆ιεύθυνση Αρχείου Μνηµείων και ∆ηµοσιευµάτων/ Υπουργείο Πολιτισµού http://www.ics.forth.gr/CULTUREstandards/text/YPPO_DAMD_2.pdf Ε. (2002) Υποδοµή Χωρικών ∆εδοµένων και Γεωγραφικά Πληροφοριών για τη Σύγχρονη Ελλάδα. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητή̋. Καρνάβου Συστήµατα Kansa E. C. (2005) A Community Approach to Data Integration: Authorship and Building Meaningful Links across Diverse Archaeological Data Sets. Geosphere, 1, 97–109. - (2007) Open Data on the World Wide Web: Opencontext.Org and Data Integration as a Community Process. Global Access to Science: 28th IATUL Conference. Royal Institute of Technology, Stockholm, Sweden. www.iatul.org/doclibrary/public/Conf_Proceedings/2007/Kansa_E_full.pdf Karlsson H. (2001) Time for an Archaeological “Time-out”? Στο Karlsson H. (Ed.), It’s About Time: The Concept of Time in Archaeology. 45-59. Göteborg: Bricoleur Press. Kim K.-H., Lee K. & Lee J.-H. (1998) 3D Geographical Analysis within Java/VRML-Based GIS: "Lantern" Operation. Στο Abrahart R. J. (Ed.), "GeoComputation CD-ROM". Proceedings of the 3rd International Conference on GeoComputation. University of Bristol, United Kingdom. http://www.geocomputation.org/1998/31/gc_31.htm Kintigh K. (2007) Tools for Quantitative Archaeology. http://tfqa.com Κωνσταντόπουλο̋ Π., Μπεκιάρη Χ., Doerr M., Χαράµη Λ., Παπαδάκη Μ., Οικονόµου Μ. & Ταµπακάκη Ε. (2005) Ορισµό̋ του Εννοιολογικού Μοντέλου Αναφορά̋ CIDOC-CRM: Έκδοση 4.1. Κέντρο. Ηράκλειο: Πολιτισµική̋ Πληροφορική̋, Ινστιτούτο Πληροφορική̋ ΙΤΕ. http://www.ics.forth.gr/CULTUREstandards/paradotea/paradotea_final/K2_kanonistik oPlaisio.pdf Κοντέο̋ Θ. (1971) Πληροφορέω-ω. Μέγα Λεξικόν Ρηµάτων - Οµαλών και Ανώµαλων τη̋ Αρχαία̋ Ελληνική̋ Πεζογραφία̋. 441. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Οργανισµό̋ Θ. Κοντέου. 297 Kotsakis K. (1989) Runsect: A Computer Program for the Analysis of Excavation Data. Journal of Field Archaeology 16, 369-375. - (1990) Archaeology in Greece. Institute of field Archaeologists Conference on Archaeology in Europe, Birmingham. - (1991) The Powerful Past: Theoretical Trends in Greek Archaeology. Στο Hodder I. (Ed.), Archaeological Theory in Europe. 65-90. London: Routledge. Kotsakis K., Agatzioti S., Valasiadis N. & Veropoulidou R. (2003) A Wireless E-Guide for Archaeological Sites (Poster Presentation). The Digital Heritage of Archaeology. 29th Conference of Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2002). Heraklion, Crete. Kotsakis K., Andreou S., Vargas A. & Papoudas D. (1995) Reconstructing a Bronze Age Site with CAD. Στο Huggett J. & Ryan N. (Eds.), Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology 1994 (CAA 94). 181-187. Oxford: Tempus Reparatum. Κωτσάκη̋ Κ. (1983) Κεραµεική Τεχνολογία και Κεραµεική ∆ιαφοροποίηση: Προβλήµατα τη̋ Γραπτή̋ Κεραµεική̋ τη̋ Μέση̋ Νεολιθική̋ Εποχή̋ του Σέσκλου. Φιλοσοφική Σχολή. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ. - (1987) Αποκατάσταση Κατόψεων Πασσαλόπηκτων Οικηµάτων µε τη Βοήθεια Ηλεκτρονικού Υπολογιστή στην Ανασκαφή Μανδάλου, ∆. Μακεδονία̋. Ειλαπίνη, Τόµο̋ Τιµητικό̋ Για Τον Καθηγητή Νικόλαο Πλάτωνα. 117-124. Ηράκλειο: Βικελαία δηµοτική βιβλιοθήκη Ηρακλείου. - (1993) Αρχαιολογική Ερευνα και Πληροφορική. ∆ιάλεξη στο Α` Συνεδρίου Ανθρωπολογία̋. Κοµοτηνή. - (1999) Αντικείµενα Και Αφηγήσει̋. Η Έννοια τη̋ Ερµηνεία̋ στη Σύγχρονη Αρχαιολογία. Επτάκυκλο̋, 11-22. - (2000) Ανασκαφή. Εγκυκλοπαίδεια τη̋ Τέχνη̋. 39-41. - (2001) Από το Έκθεµα στο Νόηµα: Η Ερµηνεία στη Σύγχρονη Θεωρία τη̋ Αρχαιολογία̋. Στο Σκαλτσά Μ. (Ed.), Η Μουσειολογία στον 21ο Αιώνα: Θεωρία και Πράξη. (Πρακτικά Οµώνυµου ∆ιεθνού̋ Συµποσίου, Θεσσαλονίκη, 21-21 Νοεµβρίου 1997). 196-200. Θεσσαλονίκη: University Studio Press/ Εντευκτήριο. - (2002) Εισαγωγή του Επιµελητή. Στο Ian H. (Ed.), ∆ιαβάζοντα̋ το Παρελθόν. Τρέχουσε̋ Ερµηνευτικέ̋ Προσεγγίσει̋ Στην Αρχαιολογία. 15-24. Αθήνα: Εκδόσει̋ του Εικοστού Πρώτου. Κωτσάκη̋ Κ. & Halstead P. (2002) Ανασκαφή στα Νεολιθικά Παλιάµπελα Κολινδρού. To Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 16. 407-415. Koussoulakou A. & Kraak M. J. (1992) Spatio-Temporal Maps and Cartographic Communication. The Cartographic Journal, 29, 101-108. Koussoulakou A. & Stylianidis E. (1999) The Use of GIS for the Visual Exploration of Archaeological Spatiotemporal Data. Cartography and GIS, 26, 152-160. Koussoulakou A. & Stylianidis E. (2001) Documentation and Visual Exploration of Archaeological Data in Space and Time. Proceedings of 3rd International Conference on Ancient Helike and Aigialeia. Nikolaika of Diakopto, Greece. Kraak M. J. & Koussoulakou A. (2005) A Visualization Environment for the Space-Time Cube. Στο Fisher P. (Ed.), Developments in Spatial Data Handling: Proceedings of the 11th Inernational Symposium on Spatial Data Handling, Held in Leicester, UK (August 2004). 189-200. Leicester: Springer. Κριτσωτάκη Α. (2005) Μοντέλο Ορισµού Περιόδων. (αδηµοσίευτη µεταπτυχιακή εργασία). Τµήµα Επιστήµη̋ Υπολογιστών και Τµήµα Αρχαιολογία̋. Ηράκλειο: Πανεπιστήµιο Κρήτη̋. Kvamme K. L. (1999) Recent Directions and Developments in Geographical Information Systems. Journal of Archaeological Research, 7, 153-201. 298 Βιβλιογραφία Lampeter Archaeology Workshop (1997) Relativism, Objectivity and the Politics of the Past. Archaeological Dialogues, 4, 164-184. Langran G. (1989) A Review of Temporal Database Research and Its Use in GIS Applications. International Journal of Geographical Information Systems, 3, 215-232. - (1992) Time in Geographic Information Systems. London: Taylor & Francis. Langran G. & Chrisman N. R. (1988) A Framework for Temporal Geographic Information. Cartographica, 1-14. Latour B. (1987) Science in Action: How to Follow Scientists and Engineers through Society. Milton Keynes: Open University Press. - (1993) We Have Never Been Modern. Cambridge: Harvard University Press. - (1999) Pandora's Hope: Essays on the Reality of Science Studies. Cambridge, Mass.: Harvard University Press. Lieberwirth U. (2007) Voxel-Based 3D GIS - Modelling and Analysing Archaeological Stratigraphy. Στο Frischer B. & Dakouri-Hild A. (Eds.), Beyond Illustration - 2D and 3D Digital Technologies as Tools for Discovery in Archaeology. 83-92. Oxford: Archaeopress Λιβιεράτο̋ Ε. & Φωτίου Α. (1986) Ελλειψοειδή̋ Γεωδαισία και Γεωδαιτικά ∆ίκτυα. Θεσσαλονίκη: Ζήτη. Lock G. (1995) Archaeological Computing, Archaeological Theory, and Moves toward Contextualism. Στο Huggett J. & Ryan N. (Eds.), Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology 1994 (CAA 94). 13-18. Oxford: Tempus Reparatum. - (2003) Using Computers in Archaeology: Towards Virtual Pasts. London & New York: Routledge. Lock G. & Harris T. M. (1992) Visualizing Spatial: The Importance of Geographic Information Systems. In Reilly P. & Rahtz S. P. Q. (Eds.), Archaeology and the Information Age. 8196. London: Routledge. - (1997) Analysing Change through Time within a Cultural Landscape: Conceptual and Functional Limitations of a GIS Approach. Στο Sinclair, P. & Wandibba, S. (Eds.), Urban origins in eastern Africa. Uppsala. http://www.arkeologi.uu.se/afr/projects/BOOK/lock.pdf Losier L.-M., Pouliot J. & Fortin M. (2007) 3D Geometrical Modeling of Excavation Units at the Archaeological Site of Tell Acharneh (Syria). Journal of Archaeological Science, 34, 272-288. Lucas G. (1997) Forgetting the Past. Anthropology Today, 13, 8-14. - (2001a) Critical Approaches to Fieldwork: Contemporary and Historical Archaeological Practice. London: Routledge. - (2001b) Destruction and the Rhetoric of Excavation. Norwegian Archaeological Review, 30, 35-46. - (2005) The Archaeology of Time. Abingdon: Routledge. MacEachren A. (1995) How Maps Work: Representation, Visualization, and Design. New York: Guildford Press. Macháček J. & Kučera M. (2004) GIS and the Excavation of the Early Medieval Centre in Pohansko, Czech Republic. Στο Ausserer K. F., Börner W., Goriany M. & KarlhuberVöckl L. (Eds.), [Enter the Past]. The E-Way into the Four Dimensions of Cultural Heritage. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2003). 246-249. Oxford: Archaeopress. Madsen T. (1999) Coping with Complexity. Towards a Formalised Methodology of Contextual Archaeology. Archaeologia e Calcolatori, 10, 125-144. 299 - (2003) Archaeoinfo: An Object-Oriented Information System for Archaeological Excavations. [Enter the Past]. The E-way into the four Dimensions of Cultural Heritage. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2003). Wien. http://www.archaeoinfo.dk/ArchaeoInfo/CAA2003.pdf Μανωλόπουλο̋ Γ. & Παπαδόπουλο̋ Α. Ν. (2006) Συστήµατα Βάσεων ∆εδοµένων: Θεωρία και Πρακτική Εφαρµογή. Αθήνα: Εκδόσει̋ Νέων Τεχνολογιών. Manovich L. (2001) The Language of New Media. Cambridge, Mass.: MIT press. Marble D. F. (1990) The Potential Methodological Impact of Geographic Information Systems on the Social Sciences. Στο Allen K. M. S., Green S. W. & Zubrow E. B. W. (Eds.), Interpreting Space: GIS and Archaeology. 9-21. London: Taylor and Francis. McGlade J. (1999) The Times of History: Archaeology, Narrative and Non-Linear Causality. Στο Murray T. (Ed.), Time and Archaeology. 139-162. London: Routledge McKibben J. & Pacatte L. (2003) Business Process Analysis/Modeling for Defining GIS Application and Uses. 2003 ESRI User Conference. http://gis.esri.com/library/userconf/proc03/p0537.pdf McLuhan M. (1964) Understanding Media: The Extensions of Man. Cambridge, Mass.: MIT press. Mennis J., Peuquet D. J. & Qian L. (2000) A Conceptual Framework for Incorporating Cognitive Principles into Geographical Database Representation. International Journal of Geographical Information Science, 14, 501-520. Merlo S. (2004) The "Contemporary Mind". 3D GIS as a Challenge in Excavation Practice. Στο Ausserer K. F., Börner W., Goriany M. & Karlhuber-Vöckl L. (Eds.), [Enter the Past]. The E-Way into the Four Dimensions of Cultural Heritage. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2003). 276-280. Oxford: Archaeopress. Molyneaux B. (1997) Introduction. The Cultural Life of Images. Στο Molyneaux B. (Ed.), The Cultural Life of Images. Visual Representation in Archaeology. 1-9. London: Routledge. Monmonier M. (1990) How to Lie with Maps. Chicago: University of Chicago Press. Munn N. D. (1992) The Cultural Anthropology of Time: A Critical Essay. Annual Review of Anthropology, 21, 931-923. Mutzel P., Reitgruber B. & Schuhmacher B. (2001) ArchEd: An Interactive Tool for Visualizing Harris Matrices. Στο Borner W. (Ed.), Archaologie und Computer, Workshop 6. Forschungsgesellschaft Wiener Stadtarchaologie. Wien. Nanoglou S. (2008) Building Biographies and Households. Aspects of Community Life in Neolithic Northern Greece. Journal of Social Archaeology, 8, 139-160. Nebert D. D. (Ed.) (2004) Developing Spatial Data Infrastructures: The SDI Cookbook. http://www.gsdi.org/docs2004/Cookbook/cookbookV2.0.pdf Neubauer W. (2004) GIS in Archaeology - the Interface between Prospection and Excavation. Archaeological Prospection, 11, 159-166. Niccolucci F., D'Andrea A. & Crescioli M. (2001) Archaeological Applications of Fuzzy Databases. Στο Stancic Z. & Veljanovski T. (Eds.), Computing Archaeology for Understanding the Past. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2000). 107-116. Oxford: Archaeopress. Nigro J. D., Ungar P. S., De Ruiter D. J. & Berger L. R. (2003) Developing a Geographic Information System (GIS) for Mapping and Analysing Fossil Deposits at Swartkrans, Gauteng Province, South Africa. Journal of Archaeological Science, 30, 317-324. Olivier L. (2004) The Past of the Present. Archaeological Memory and Time. Archaeological Dialogues, 10, 204-213. Olsen B. (2003) Material Culture after Text: Re-Membering Things. Norwegian Archaeological Review, 36, 87-104. 300 Βιβλιογραφία Open GIS Consortium (1999) Document 99-049: OpenGIS Simple Features Specification for SQL, Revision 1.1 http://portal.opengeospatial.org/files/?artifact_id=1094 Pantos P. & Bekiari C. (1995) Polemon: A Project to Computerize the Monument Records at the Greek Ministry of Culture. Proc. of the Conference on Archaelogical Heritage: Inventory and Documentations Standards in Europe. Oxford. http://www.ics.forth.gr/isl/publications/paperlink/Polemon.pdf Papaconstantinou D. (2006) Archaeological Context as a Unifying Process. Αn Introduction. Στο Papaconstantinou D. (Ed.), Deconstructing Context: A Critical Approach to Archaeological Practice. 1-21. Oxford: Oxbow Books. Pappa M. & Besios M. (1999) The Neolithic Settlement at Makriyalos, Northern Greece: Preliminary Report on the 1993-1995 Excavations. Journal of Field Archaeology, 26, 177-195. Parent C., Spaccapietra S. & Zimányi E. (1999) Spatio-Temporal Conceptual Models: Data Structures + Space + Time. Proceedings of the 7th ACM international symposium on Advances in Geographic Information Systems (ACM GIS ’99 11/99). Kansas City, MO USA. http://lbdwww.epfl.ch/e/publications_new/articles.pdf/ACM-GIS-99.pdf Patias P., Stylianidis E., Tsoukas V. & Gemenetzis D. (1999) Rapid Photogrammetric Survey and GIS Documentation of Pre-Historic Excavation Sites. CIPA International Symposium - WG 5. Recife/Olinda, Brazil. http://cipa.icomos.org/fileadmin/papers/olinda/99c503.pdf Perencsik A., Idolyantes E., Booth B. & Andrade J. (2004a) ArcGIS® 9: Designing Geodatabases with Visio®. Redlands: Environmental Systems Research Institute, Inc. - (2004b) Arcgis® 9: Introduction to Case Tools. Redlands: Environmental Systems Research Institute, Inc. Pessina M. (2001) Data Integration and Intra Site Spatial Analysis of the Castellaro Del Vho. Στο Stancic Z. & Veljanovski T. (Eds.), Computing Archaeology for Understanding the Past. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2000). 179184. Oxford: Archaeopress. Petrie W. M. F. (1904) Methods and Aims in Archaeology. London: Macmillan. Peuquet D. J. (1994) It's About Time: A Conceptual Framework for the Representation of Temporal Dynamics in Geographic Information Systems. Annals of the Association of American Geographers, 84, 441-461. - (2001) Making Space for Time: Issues in Space-Time Data Representation. GeoInformatica, 5, 11-32. - (2002) Representations of Space and Time. London & New York: Guildford Press. Peuquet D. J. & Duan N. (1995) An Event-Based Spatiotemporal Data Model (ESTDM) for Temporal Analysis of Geographical Data. International Journal of Geographical Information Systems, 9, 7-24. Pfoser D., Hadzilakos T., Faradouris N. & Kyrimis K. (2007) Spatial Data Management Aspects in Archaeological Excavation Documentation. Στο Fabrikant S. I. & Wachowicz M. (Eds.), The European Information Society: Leading the Way with Geo-Information. 287-302. Berlin: Springer. Pitt-Rivers A. H. L. F. (1887) Excavations in Cranborne Chase. Popper K. R. (1963) Conjectures and Refutations. London: Routledge. Powlesland D. (1991) From the Trench to the Bookshelf: Computer Use at the Heslerton Parish Project. Στο Ross S., Moffett J. & Henderson J. (Eds.), Computing for Archaeologists. 155-169. Oxford: Oxford University Committee for Archaeology. 301 Powlesland D., Clemence H. & Lyall J. (1998) West Heslerton: Web-CD. The Application of Html and Web Tools for Creating a Distibuted Excavation Archive in the Form of a Web-CD. Internet Archaeology, 5. Praetzellis A. (1993) The Limits of Arbitrary Excavation. Στο Harris E. C., Brown M. R. I. & Brown G. J. (Eds.), Practices of Archaeological Stratigraphy. 68-86. London, San Diego: Academic Press. PRÒLEG DPC S.L. (1998/2003) Proleg Stratigraf 3.5 Help Manual. http://www.proleg.com/ Rains M. (1995) Towards a Computerised Desktop: The Integrated Archaeological Database System. Στο Huggett J. & Ryan N. (Eds.), Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology 1994. 207-210. Oxford: Tempus Reparatum. - (2000) ArchEd and Stratigraph - Excavation Recording and Analysis Software: A Review. Internet Archaeology, 8. Rajala U. (2004) Sense and Sensibility – Reflections on the Epistemology and Ontology of GIS Studies. Internet Archaeology, 16. Ramenofsky A. F. (1997) The Illusion of Time. Στο Ramenofsky A. F. & Steffen A. (Eds.), Unit Issues in Archaeology: Measuring Time, Space, and Material. 74-84. University of Utah Press. Ramenofsky A. F. & Steffen A. (1997) Units as Tools of Measurement. In Ramenofsky A. F. & Steffen A. (Eds.), Unit Issues in Archaeology: Measuring Time, Space, and Material. 317. University of Utah Press. Raper J. (2000) Multidimensional GIS: Extending GIS in Space and Time. London: Taylor & Francis. Reali E. & Zoppi T. (2001) Computerised Techniques for Field Data Acquisition. Στο Stancic Z. & Veljanovski T. (Eds.), Computing Archaeology for Understanding the Past. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2000). 13-17. Oxford: Archaeopress. Reilly P. & Rahtz S. P. Q. (1992) Introduction: Archaeology and the Information Age. Στο Reilly P. & Rahtz S. P. Q. (Eds.), Archaeology and the Information Age. 1-27. London & New York: Routledge. Renfrew C. (1986) Development of the Project. Στο Renfrew C., Gimbutas M. & Elster E. (Eds.), Excavations at Sitagroi. 15-24. Los Angeles: University of California. - (1989) Comments on 'Archaeology into the 1990's'. Norwegian Archaeological Review, 22, 33-41. Renfrew C. & Bahn G. (2001) Αρχαιολογία: Θεωρίε̋, Μεθοδολογία Και Πρακτικέ̋ Εφαρµογέ̋. Αθήνα: Καρδαµίτσα. Richards J. D. (1998) Recent Trends in Computer Applications in Archaeology. Journal of Archaeological Research, 6, 331-382. Richards J. D. & Ryan N. S. (1985) Data Processing in Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. Ricoeur P. (1981) Hermeneutics and the Human Sciences. Cambridge: Cambridge University Press. Roskams S. (2001) Excavation. Cambridge: Cambridge University Press. Ryan N. (1998) Fieldnote Desktop: An Experimental Spatio-Temporal Information System. 4th International Colloquium on Computing and Archaeology. Bilbao. http://www.cs.kent.ac.uk/projects/mobicomp/Fieldwork/Papers/Bilbao/FieldNoteDes ktop.html Salmon M. H. (1982) Philosophy and Archaeology. New York: Academic Press. 302 Βιβλιογραφία Schaich M. (2000) Computer Supported Excavation Documentation. http://www.arctron.com/Publications/Computer_Supported_Excavation_Documentatio n/index.php Schans, van der, R. (1978) In Vakjes Stoppen - Over het Waarnemen en Analysere van der Werkelijkheid. (Ταξινοµώντα̋ στι̋ θυρίδε̋- σχετικά µε την µέτρηση και ανάλυση τη̋ πραγµατικότητα̋), Technische Hogeschool Delft: Afdeling der Geodesie. Schiffer M. B. (1987) Formation Processes of the Archaeological Record. Albuquerque NM: University of New Mexico Press. Schloen J. D. (2001) Archaeological Data Models and Web Publication Using XML. Computers and the Humanities, 35, 123–152. Schreiber F. A. (1994) Time a Real Time? An Overview of Time Ontology in Informatics. Στο Halang W. A. & Stoyenko A. D. (Eds.), Real Time Computing. 283-307. Berlin: Springer-Verlag. Scollar I. (1994) The BONN Archaeological Software Package for Windows 5.0. Remagen: The Unkelbach Valley Software Works. http://www.uni-koeln.de/~al001/basp.html - (1999) 25 Years of Computer Applications in Archaeology. Στο Dingwall L., Exon S., Gaffney V., Laflin S. & Van Leusen M. (Eds.), Archaeology in the Age of the Internet. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 97). 5-9. Oxford: Archaeopress. Sebillo M., Tortora G., Tucci M. & Vitiello G. (2003) A Web GIS for Promoting Archaeological Assets. Cultural institutions and digital technology - International Cultural Heritage Informatics Meeting '03. École du Louvre www.archimuse.com/publishing/ichim03/068C.pdf Sellis T. (1999) Research Issues in Spatio-Temporal Database Systems. Στο Goos G., Hartmanis J. & Van Leeuwen J. (Eds.), Proceedings of Advances in Spatial Databases: 6th International Symposium, SSD '99. 5-11. Hong Kong, China: Springer. Sellis T., Koubarakis M., Frank A., Grumbach S., Gueting R. H., Jensen C., Lorentzos N., Manolopoulos Y., Nardelli E., Pernici B., Schek H. J., Scholl M., Theodoulidis B. & Tryfona N. (Eds.) (2003) Spatiotemporal Databases: The Chorochronos Approach. Berlin: Springer Verlag. Σελλή̋ Τ. & Στεφανάκη̋ Ε. (2003) Χωρικέ̋ Βάσει̋ ∆εδοµένων. Σηµειώσει̋ του ∆ιατµηµατικού Μεταπτυχιακού Προγράµµατο̋ Σπουδών στη «Γεωπληροφορική». Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. http://www.dbnet.ece.ntua.gr/~stefanak/geocomp/lectures.html Sevin V. (1995) Arkeolojik Kazi Sistemi El Kitabi. Istanbul: Arkeoloji ve Sanat Yayýnlari. Shanks M. (1997) Photography and Archaeology. Στο Molyneaux B. (Ed.), The Cultural Life of Images. Visual Representation in Archaeology. 73-107. London: Routledge. - (2005) The Science Question in Archaeology. Annual Meeting of the Society for Social Studies of Science. Pasadena, California. http://metamedia.stanford.edu/projects/MichaelShanks/920 - (2007a) Digital Media, Agile Design and the Politics of Archaeological Authorship. στο Clack T. & Brittain M. (Eds.), Media and Archaeology. 273-289. Walnut Creek, Calif.: Left Coast Press. - (2007b) Symmetrical Archaeology. World Archaeology, 39, 589 - 596. - (2008) Post Processual Archaeology and After. Στο Chippindale C. & Maschner H. D. G. (Eds.), Handbook of Archaeological Methods and Theories. Altamira. http://traumwerk.stanford.edu/~mshanks/writing/Postproc.pdf Shanks M. & McGuire R. (1996) The Craft of Archaeology. American Antiquity, 61, 75-88. Shanks M. & Tilley C. (1987) Social Theory and Archaeology. Cambridge: Blackwell Polity. 303 - (1989) Questions Rather Than Answers: Reply to Comments on 'Archaeology into the 1990's'. Norwegian Archaeological Review, 22, 42-54. - (1992) Reconstructing Archaeology: Theory and Practice. London & New York: Routledge. Smith B. & Mark D. M. (2001) Geographical Categories: An Ontological Investigation. International Journal of Geographical Information Science, 15, 591-612. Snodgrass R. (Ed.) (1995) The TSQL2 Temporal Query Language. Kluwer Academic Publishers. Spaulding A. C. (1953) Statistical Techniques for the Discovery of Artifact Types. American Antiquity, 18, 305-313. Στεφανάκη̋ Ε. (2003) Βάσει̋ Γεωγραφικών ∆εδοµένων και Συστήµατα Γεωγραφικών Πληροφοριών. Αθήνα: Παπασωτηρίου. Stevanovic M. (2000) Visualizing and Vocalizing Archaeological Archival Record: Narrative vs. Image. Στο Hodder I. (Ed.), Towards Reflexive Method in Archaeology: The Example at Çatalhöyük. 235-238. Cambridge: Oxbow books. Stine R. S. & Decker T. D. (1990) Archaeology, Data Integration and GIS. Στο Allen K. M. S., Green S. W. & Zubrow E. B. W. (Eds.), Interpreting Space: GIS and Archaeology. 134140. London: Taylor and Francis. Stoter J. & Zlatanova S. (2003) 3D GIS, Where Are We Standing. IPRS Joint Workshop on Spatial, Temporal and Multi-Dimensional Data Modelling and Analysis. http://www.gdmc.nl/publications/2003/3D_GIS.pdf Stylianidis E. & Patias P. (2006) Quick and Accurate Digital Recording of Archaeological Findings Using Photogrammetry and Laser Scanning. Στο Ioannides M., Arnold D., Niccolucci F. & Mania K. (Eds.), The 7th International Symposium on Virtual Reality, Archaeology and Cultural Heritage (VAST 2006). 307-310. Budapest: Archaeolingua. Sugimoto G. (2006) Beauty or Beast? – A Review of CIDOC-CRM Applications and Thesauri in Archaeology. Στο Ioannides M., Arnold D., Niccolucci F. & Mania K. (Eds.), The E- Volution of Information Communication Technology in Cultural Heritage. Where HiTech Touches the Past: Risks and Challenges for the 21st Century. Short Papers from the Joint Event Cipa/Vast/Eg/Euromed 2006. 203-208. Budapest: Archaeolingua. Tansel A. U., Clifford J., Gadia S., Jajodia S., Seger A. & Snodgrass R. (Eds.) (1993) Temporal Databases: Theory, Design and Application. Database Systems and Applications. Redwood City, CA, USA: Benjamin/Cummings Publishing Co. Tasic N. N. & Jevremovic V. (2004) Arckeopackpro! A Software System for Digital Data Management for Archaeologists. Στο Ausserer K. F., Börner W., Goriany M. & Karlhuber-Vöckl L. (Eds.), [Enter the Past]. The E-Way into the Four Dimensions of Cultural Heritage. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2003). 125-129. Oxford: Archaeopress. Tatnall A. (2003) Actor-Network Theory as a Socio-Technical Approach to Information Systems Research. Στο Clarke S., Coakes E., Hunter G. M. & Wenn A. (Eds.), Socio- Technical and Human Cognition Elements of Information Systems. 266 - 283. Hershey, PA, USA: IGI Publishing. Taylor W. (1948) A Study of Archaeology. Memoir Series of the American Anthropological Association, 69. Thorén H. & Lund K. (2002) Intrasis: The Intra Site Information System. A Presentation of a Dynamic GIS-Based Information System Aimed to Structure and Store Archaeological Data and Documentation. The Digital Heritage of Archaeology. 30th Conference on Computer Applications in Archaeology 20002 (CAA 2002). Heraklion, Crete. Τοµαή Ε. & Κάβουρα̋ Μ. (2002) Aνάπτυξη Γεωγραφικών Οντολογιών. 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο τη̋ Ελληνική̋ Εταιρεία̋ Γεωγραφικών Συστηµάτων Πληροφοριών. 28/21/3/2002. Αθήνα. http://www.iacm.forth.gr/regional/papers/Tomai_Kavouras_hellasgi2002.pdf 304 Βιβλιογραφία Tomlin C. D. (1990) Geographic Information Systems and Cartographic Modeling. New Jersey: Prentice-Hall. Trigger B. G. (2005) Μια Ιστορία Τη̋ Αρχαιολογική̋ Σκέψη̋. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Tringham R. & Stevanovic M. (2000) Different Excavation Styles Create Different Windows into Çatalhöyük. Στο Hodder I. (Ed.), Towards Reflexive Methods in Archaeology: The Example at Çatalhöyük. 111-118. Oxford: Oxbow Books. Tryfona N. & Jensen C. (2000) Using Abstractions for Spatio-Temporal Conceptual Modeling. Proceedings of the 2000 ACM symposium on Applied computing. Como, Italy. Tsiafakis D., Tsirliganis N., Pavlidis G., Evangelidis V. & Chamzas C. (2004) KarabournakiRecording the Past: The Digitization of an Archaeological Site. Στο Cappellini V. & Hemsley J. (Eds.), EVA 2004: Conference of Electronic Imaging and the Visual Arts, Florence, 2004. http://sepdek.net/research/papers/conference_2004_Karabournaki_EVA.pdf Τσιαφάκη ∆. (2005) Καραµπουρνάκι 2003: Εφαρµογέ̋ τη̋ Σύγχρονη̋ Τεχνολογία̋ στι̋ Ανασκαφικέ̋ Έρευνε̋ του Αρχαίου Οικισµού. To Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 17. 205-212. Θεσσαλονίκη. Tsichritzis D. & Klug A. (Eds.) (1978) The ANSI/X3/SPARC DBMS Framework. AFIPS Press. Τσιπίδη̋ Σ. (2009) Γεω-Οπτικοποίηση Χωροχρονικών Αρχαιολογικών ∆εδοµένων (αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή). Τµήµα Αγρονόµων Τοπογράφων Μηχανικών. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ. Τσούλη̋ ∆. (2005) Εισαγωγή στην Τοπογραφία. Θεσσαλονίκη: Ζήτη. Tukey J. W. (1977) Exploratory Data Analysis. Philippines: Addison-Wesley. Βαλασιάδη̋ Ν. (1999) Το Πρόγραµµα Runsect 2 (αδηµοσίευτη µεταπτυχιακή εργασία). Τµήµα Ιστορία̋ και Αρχαιολογία̋. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ. Virkler H. A. (1996) Hermeneutics. Grand Rapids, MI: Baker Books. Βλάχο̋ ∆. (2000) Εφαρµογέ̋ GIS στην Αρχαιολογική Επιφανειακή Έρευνα: Το Παράδειγµα των Παλιαµπέλων Κολινδρού (αδηµοσίευτη µεταπτυχιακή εργασία). Τµήµα Ιστορία̋ και Αρχαιολογία̋. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ. Vote E., Acevedo D., Laidlaw D. H. & Joukowsky M. (2002) Discovering Petra: Archaeological Analysis in VR. Computer Graphics in Art History and Archaeology, 38-50. Βουζαξάκη̋ Κ. (2002) Εναλλακτικοί Τρόποι Παρουσίαση̋ τη̋ Αρχαιολογική̋ Πληροφορία̋. Η Πρὀστορική Έρευνα στην Ελλάδα και οι Προοπτικέ̋ τη̋. Θεωρητικοί και Μεθοδολογικοί Προβληµατισµοί. Πρακτικά ∆ιεθνού̋ Συµποσίου στη Μνήµη του ∆. Ρ. Θεοχάρη: Θεσσαλονίκη - Καστοριά, 26 - 28 Νοεµβρίου 1998 53-57. Θεσσαλονίκη. Webmoor T. (2005) Mediational Techniques and Conceptual Frameworks in Archaeology: A Model in ‘Mapwork’ at Teotihuacán, Mexico. Journal of Social Archaeology, 5, 52–84. - (2007a) Reconfiguring the Archaeological Sensibility: Mediation at Teotihuacan, Mexico. 2 Vols. (διδακτορική διατριβή). Department of Anthropology and the Archaeology Center. Stanford: Stanford University. http://humanitieslab.stanford.edu/teotihuacan/Home - (2007b) What About 'One More Turn after the Social' in Archaeological Reasoning? Taking Things Seriously. World Archaeology, 39, 563 - 578. Westcott K. L. & Brandon R. J. (Eds.) (2000) Practical Applications of GIS for Archaeologist: A Predictive Modeling Kit. New York: Taylor & Francis. Westman A. (1994) Site Manual. London: MoLAS. Wheatley D. & Gillings M. (2002) Spatial Technology and Archaeology. The Archaeological Applications of GIS. London & New York: Taylor and Francis. Wheeler M. (1954) Archaeology from the Earth. Harmondsworth, Middlesex: Penguin Books. 305 Wilcock J. D. (1975) Archaeological Context Sorting by Computer. Στο Computer Applications in Archaeology 1975 (CAA 75). 93–97. Witmore C. L. (2004) On Multiple Fields. Between the Material World and Media: Two Cases from the Peloponnesus, Greece. Archaeological Dialogues, 11, 133–164. - (2005) Multiple Fields Approaches in the Mediterranean: Revisiting the Argolid Exploration Project. (διδακτορική διατριβή). Department of Anthropology and the Archaeology Center. Stanford: Stanford University. http://traumwerk.stanford.edu:3455/multiplefields/Home - (2007) Symmetrical Archaeology: Excerpts of a Manifesto. World Archaeology, 39, 546562. Worboys M. F. (1992) A Model for Spatio-Temporal Information. Proceedings of the 5th International Symposium on Spatial Data Handling. 602-611. Wylie A. (1994) Evidential Constraints: Pragmatic Objectivism in Archaeology. Στο Martin M. & L. M. (Eds.), Readings in the Philosophy Social Science. 747-765. Cambridge, Mass.: MIT press. Yarrow T. (2003) Artefactual Persons: The Relational Capacities of Persons and Things in the Practice of Excavation. Norwegian Archaeological Review, 36, 65-73. Yuan M. (1996) Temporal GIS and Spatio-Temporal Modeling. Proceedings of the 3rd International Conference/Workshop on Integrating GIS and Environmental Modeling (CD-ROM). Santa Fe, NM: Santa Barbara, CA: National Center for Geographic Information and Analysis. http://www.ncgia.ucsb.edu/conf/SANTA_FE_CD-ROM/sf_papers/yuan_may/may.html Zeiler M. (1999) Modeling Our World: The ESRI Guide to Geodatabase. Redlands: ESRI Press. Zhang C., Cao C., Gu F. & Si J. (2002) A Domain-Specific Formal Ontology for Archaeological Knowledge Sharing and Reusing. Στο Karagiannis D. & Reimer U. (Eds.), Practical Aspects of Knowledge Management. Proceedings of the 4th International Conference, Pakm 2002. 213-225. Berlin: Springer. Zhukovsky M. (2002) Handling Digital 3-D Record of Archaeological Excavation Data. In Burenhult G. (Ed.), Archaeological Informatics: Pushing the Envelope. Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA 2001). 431-438. Oxford: Archaeopress. Zlatanova S., Rahman A. A. & Pilouk M. (2002) Trends in 3D GIS Development. Journal of Geospatial Engineering, 4. http://www.gdmc.nl/zlatanova/thesis/html/refer/ps/SZ_AR_MP_JGE02.pdf Zorn J. (1996) Flowcharting the Harris Matrix. CSA Newsletter, VIII. Zubrow E. B. W. (1990) Contemplating Space: A Commentary on Theory. Στο Allen K. M. S., Green S. W. & Zubrow E. B. W. (Eds.), Interpreting Space: GIS and Archaeology. 67-72. London: Taylor and Francis. 306 Βιβλιογραφία Κατάλογο̋ διαδικτυακών διευθύνσεων [URL1] Information Science, Merriam-Webster Online Dictionary http://www.meriam-webster.com/dictionary/information science Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 12.12.08 [URL2] Πληροφορική, ∆ιαδικτυακή έκδοση του Λεξικού τη̋ Κοινή̋ Ελληνική̋ http://www.greeklanguage.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 12.12.08 [URL3] http://www.rediscov.com/archaeology.htm Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 05.12.08 [URL4] http://www.ads.tuwien.ac.at/arched Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 10.12.08 [URL5] http://www.cs.kent.ac.uk/people/staff/nsr/arch/jnet Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 10.12.08 [URL6] http://www.stratify.org Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 10.12.07 [URL7] http://www.unifi.it/project/petra/computer Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 12.10.08 [URL8] http://www.catalhoyuk.com/database Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 12.11.08 [URL9] http://www.arctron.com/Publications/Computer_Supported_Excavation_Documen tation Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 15.10.08 [URL10] http://www.uv.es/~amapa/angles/viena.htm Ηµεροµηνία προσβαση̋ 25.11.08 [URL11] http://www.suat.demon.co.uk/iadb/iadb.htm Ηµεροµηνία προσβαση̋ 11.05.08 [URL12] http://www.online-archaeology.com/DigitalVinca.htm Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 02.10.06 [URL13] http://dea.brunel.ac.uk/project/murale/strat.htm Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 02.12.08 [URL14] http://www.intrasis.com/analysis.htm Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 12.11.08 [URL15] http://web.auth.gr/temper Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 15.12.08 [URL16] http://www.bsi-global.com/en/Standards-and-Publications/Aboutstandards/Glossary/ Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 12.10.08 [URL17] http://grass.itc.it/grass62/manuals/html62_user/r3.mapcalc.html Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 12.11.08 [URL18] http://groups.csail.mit.edu/graphics/classes/6.837/F98/talecture/ Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 12.11.08 [URL19] http://ecaimaps.berkeley.edu/download/animations/baghdad.mov Ηµεροµηνία πρόσβαση̋ 12.06.08 307 Παράρτηµα A’ Προσχέδια εννοιολογική̋ µοντελοποίηση̋ Εικόνα Α.1. Προσχέδιο οργάνωση̋ τη̋ δοµή̋ του µοντέλου δεδοµένων κατά τη διάρκεια συνεργασία̋ µε τον Καθ. Andrea D’ Andrea. 310 Παράρτηµα α’ Εικόνα A.2. Προσχέδιο οργάνωση̋ τη̋ συσχέτιση̋ των βασικών χωρικών ανασκαφικών µονάδων και των µεταξύ του̋ συσχετισµών κατά τη διάρκεια συνέντευξη̋ µε το διευθυντή του προγράµµατο̋ Παλιαµπέλων Καθ. Κώστα Κωτσάκη. 311 Εικόνα A.3. Μία από τι̋ πρώτε̋ προσπάθειε̋ οργάνωση̋ του εννοιολογικού µοντέλου χρησιµοποιώντα̋ το διάγραµµα κλάσεων. Εκτό̋ από τι̋ διαφορέ̋ µε το τελικό µοντέλο, είναι διακριτή η λανθασµένη χρήση των εννοιών που παρέχονται από τη UML. 312 Παράρτηµα B’ Σηµασιολογική προτυποποίηση προτυποποίηση των δεδοµένων του εννοιολογικού µοντέλου µε τη χρήση του CIDOCCIDOC-CRM Ο ορισµό̋ των δεδοµένων του εννοιολογικού µοντέλου µε τι̋ έννοιε̋ του προτύπου CIDOC-CRM περιγράφεται αναλυτικά στη συνέχεια. Μέσα στι̋ ετικέτε̋ µε κόκκινα γράµµατα δίνονται παραδείγµατα πραγµατικών δεδοµένων. Με γκρι γράµµατα σηµειώνονται συνοδευτικοί συσχετισµοί, ενώ µε γαλάζια γράµµατα σηµειώνονται οι κλάσει̋ συµβάντων. 1. Κλάση Ανασκαφικού Τοµέα Ανασκαφικό̋ Τοµέα̋ = Ε53 Place Ταυτότητα τοµέα: τοµέα: P87 is identified byi  E44 Place Appellation <T6> Έκταση: Έκταση: P43 has dimensionii  E54 Dimension (P91 has unit  E58 Measurement Unit)  P90 has value  E60 Number <25 m2> Ανακεφαλαίωση: P70 is documented by  E31 Document <Κατά τη χρονιά 2003 η ανασκαφή του τοµέα 6…>, <Κατά τη χρονιά 2004 στον τοµέα 6…> . .. Συσχετισµοί - Ανασκαφικό̋ Τοµέα̋ <T6> = Ε53 Place  P89 contains  E53 Place (Ανασκαφική Ανασκαφική ενότητα <6211>/ Στρωµατογραφική τοµή <T6.W> / Στρωµατογραφική Ενότητα <L602>) - Ανασκαφικό̋ Τοµέα̋ <T6> = Ε53 Place  P53 is former or current location of  E26 Physical Feature (AEX AEX <F612>) /E19 Physical Object (Εύρηµα Εύρηµα <SF456>/∆είγµα ∆είγµα <FS958>) Ανασκαφικό̋ - Ανασκαφικό̋ Τοµέα̋ <T6> = E53 Place  P122 borders with  E53 Place (Ανασκαφικό̋ Τοµέα̋ <T21>) Ανασκαφική̋ 2. Κλάση Ανασκαφική ̋ Ενότητα̋ & Επίχωση̋ = ∪ Ε53 Place, E19 Physical Object iii Ανασκαφική Ενότητα = Ε53 Place Ταυτότητα ενότητα̋: ενότητα̋: P87 is identified by  Ε44 Place Appellation <6211> Σχόλιo Σχόλιo: P3 has noteiv  E62 String <Ορίσαµε την #6211 για να καθαριστεί το Ν τµήµα τη̋ τοµή̋ από το επιφανειακό στρώµα. Αφαιρέθηκε µια στρώση πάχου̋ 1-4 εκ. και αποκαλύφθηκε µια επιφάνεια, όµοια µε τη̋ #6210.> Ανασκαφική εργασία: (E7 Activity)  P32 used general technique  E55 Type (P33 used specific technique  E29 design of procedure) <τεχνητό επίπεδο> Ανασκαφική τεχνική: τεχνική: (E7 Activity)  P16 used specific object  E19 Physical Object (P33 used specific technique  E29 design of procedure) <µυστρί> Χρήση ξεροκόσκινου: ξεροκόσκινου: (E7 Activity)  P16 used specific object  E19 Physical Object  P3 has note  E62 String (P33 used specific technique  E29 design of procedure) <ναι> Ερµηνεία χώρου: χώρου: P2 has typev  E55 Type <ανοιχτό̋ χώρο̋> Εκτίµηση ερµηνεία̋ χώρου: P2 has type  E55 Type <υψηλή> . .. 314 Παράρτηµα β’ Επίχωση = E19 Physical Object Ταυτότητα επίχωση̋: επίχωση̋: P1 is identified by  E42 Identifier <6211> Ερµηνεία επίχωση̋: επίχωση̋: P2 has type  E55 Type <επίχωση> Εκτίµηση ερµηνεία̋ επίχωση̋: P2 has type  E55 Type <υψηλή> ∆ιάστρωση: P2 has type  E55 Type <συµπαγή̋> Υγρασία: Υγρασία: P2 has type  E55 Type <ξηρό> Χρώµα Munsell: P2 has type  E55 Type <10 YR 5/2> Συνεκτικότητα: P2 has type  E55 Type <µέτρια σφιχτό> Τύπο̋ ορίου πυθµένα: P2 has type  E55 Type <ανθρωπογενή̋> Μετάβαση ορίου πυθµένα: P2 has type  E55 Type <οξεία> Ορατότητα ορίου πυθµένα: P2 has type  E55 Type <σαφή̋> Υφή: Υφή: P2 has type  E55 Type <sandy clay loam> Όγκο̋ χώµατο̋: χώµατο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit  E58 Measurement Unit)  P90 has value  E60 Number <96 l.> Περιεχόµενα επίχωση̋: P45 consists of  E57 material <κεραµική>, <ακατέργαστοι λίθοι>,<…> Περιεκτικότητα: (E57 material)  P2 has type  E55 Type <αραιή> <…> . .. Συσχετισµοί - Ανασκαφική ενότητα <6211> = E53 Place  P122 borders with  E53 Place (Ανασκαφική Ανασκαφική ενότητα <6210>) 3. Κλάση ∆είγµατο̋ ∆είγµα = E19 Physical Object Ταυτότητα δείγµατο̋: δείγµατο̋: P1 is identified by  E42 Identifier <FS958> Τύπο̋ δείγµατο̋: P2 has type  E55 Type <δείγµα επίπλευση̋> Τοποθεσία συλλογή̋: συλλογή̋: P53 has former or current location  E53 Place  P87 is identified by  E44 Place Appellation <βόρειο τµήµα τοµή̋> Ποσότητα δείγµατο̋: δείγµατο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit  E58 Measurement Unit)  P90 has value  E60 Number <60 l.> Σχόλιο: P3 has note  E62 String <κρατήθηκε και δείγµα αρχείου> . .. Συσχετισµοί - ∆είγµα <FS958> = E19 Physical Object  P53 has former or current location/ P46 forms part of  ∪ Ε53 Place, E19 Physical Object (Ανασκαφική Ανασκαφική ενότητα <6211>). - ∆είγµα <FS958>= E19 Physical Object  Is Superclass of  E19 Physical Object (∆είγµα ∆είγµα Ειδικό/Επίπλευση̋ Ειδικό Επίπλευση̋/Αρχείου Επίπλευση̋ Αρχείου/Μαγν Αρχείου Μαγν. Μαγν. Επιδεκτικότητα̋ <FS958>) 315 ∆είγµα Ειδικό Ειδικό = E19 Physical Object Ταυτότητα δείγµατο̋: δείγµατο̋: P1 is identified by  E42 Identifier <SAS567> Σχόλιο: P3 has note  E62 String <τµήµα από καµµένα οστά> Τύπο̋ δείγµατο̋: P2 has type  E55 Type <ραδιοχρονολόγηση> . .. ∆είγµα Αρχείου = E19 Physical Object Ταυτότητα δείγµατο̋: δείγµατο̋: P1 is identified by  E42 Identifier <FS958> Σχόλιο: P3 has note  E62 String <δείγµα από υπολείµµατα κατασκευή̋> . .. ∆είγµα Επίπλευση̋ = E19 Physical Object Ταυτότητα δείγµατο̋: δείγµατο̋: P1 is identified by  E42 Identifier <FS958> Τύπο̋ δείγµατο̋: P2 has type  E55 Type <δείγµα επίπλευση̋> Αρχικό̋ όγκο̋ δείγµατο̋: δείγµατο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit - E58 Measurement Unit)  P90 has value  Ε60 Number <60 l.> Τελικό̋ όγκο̋ δείγµατο̋: δείγµατο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit - E58 Measurement Unit)  P90 has value  Ε60 Number <24 l.> Μέρο̋ διαλογή̋: διαλογή̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit - E58 Measurement Unit)  P90 has value  Ε60 Number <1/2> Τύπο̋ ξερού υπολοίπου: υπολοίπου: P2 has type  E55 Type <clay rich> Σχόλιο: Σχόλιο: P3 has note  E62 String <αδιάγνωστη επίχωση µε ίχνη άνθρακα> . Συσχετισµοί - ∆είγµα Επίπλευση̋ <FS958> = E19 Physical Object  P46 forms part of  E19 Physical Object (∆είγµα ∆είγµα <FS958>) ∆είγµα Υπολοίπου = E19 Physical Object Ταυτότητα δείγµατο̋ δείγµατο̋: ατο̋: P1 is identified by  E42 Identifier <FS958> Βάρο̋: Βάρο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit  E58 Measurement Unit)  P90 has value  E60 Number <0.840 klg> Μέρο̋ διαλογή̋: διαλογή̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit - E58 Measurement Unit)  P90 has value  Ε60 Number <1/4> Σχόλιο: Σχόλιο: P3 has note  E62 String <few seeds visible> . .. Συσχετισµοί - ∆είγµα Υπολοίπου <FS958> = E19 Physical Object  P46 forms part of  E19 Physical Object (∆είγµα ∆είγµα Επίπλευση̋ <FS958>) 316 Παράρτηµα β’ ∆είγµα Μαγνητική̋ Επιδεκτικότητα̋ Επιδεκτικότητα̋ = E19 Physical Object Ταυτότητα δείγµατο̋: δείγµατο̋: P1 is identified by  E42 Identifier <FS958> Όγκο̋ δείγµατο̋: δείγµατο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit - E58 Measurement Unit)  P90 has value  Ε60 Number <0.200 klg> Πυκνότητα δείγµατο̋: δείγµατο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit - E58 Measurement Unit)  P90 has value  Ε60 Number <12.1> Τιµή µέτρηση̋: µέτρηση̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit - E58 Measurement Unit)  P90 has value  Ε60 Number <29.1345> Σχόλιο: P3 has note  E62 String <να συσχετιστεί η µέτρηση µε εκείνη του γειτονικού δείγµατο̋ FS956> . .. Συσχετισµοί ∆είγµα Μαγν. Επιδεκτικότητα̋ <FS958> = E19 Physical Object  P46 forms part of  E19 Physical Object (∆είγµα ∆είγµα Υπολοίπου <FS958>) 4. Κλάση Ευρήµατο̋ Εύρηµα Εύρηµα = E19 Physical Object Ταυτότητα ευρήµατο̋: ευρήµατο̋: P1 is identified by  E42 Identifier <SF2834> Πηγή εύρεση̋: εύρεση̋: P3 has note  E62 String <ξεροκόσκινο> Τοποθεσία εύρεση̋: εύρεση̋: P53 has former or current location  E53 Place  P87 is identified by  E44 Place Appellation <βόρειο τµήµα τοµή̋> Περιγραφή: Περιγραφή: P3 has note  E62 String <εργαλείο από πυριτόλιθο> Υλικό: Υλικό: P45 consists of  E57 material <λίθο̋> Πρόσθετο υλικό: υλικό: P45 consists of  E57 material Συγκεκριµένο υλικό: υλικό: P45 consists of  E57 material <πυριτόλιθο̋> Κατηγορία Κατηγορία ευρήµατο̋: P2 has type  E55 Type <απολεπισµένο> Μορφολογικά χαρακτηριστικά: P3 has note  E62 String <τριγωνική διατοµή> ∆ιακόσµηση: ∆ιακόσµηση: P3 has note  E62 String ∆ιατήρηση: ∆ιατήρηση: P44 has condition  E3 Condition State  P2 has type  E55 Type <ακέραιο> ∆ευτερογενή̋ επεξεργασία: επεξεργασία: P44 has condition  E3 Condition State  P2 has type  E55 Type <ναι> ∆ευτερογενή̋ χρήση: χρήση: P44 has condition  E3 Condition State  P2 has type  E55 Type <όχι> Χρώµα: Χρώµα: P2 has type  E55 Type <10 YR 3/4> Φωτογραφική απεικόνιση (jpg): (jpg): P67 is referred to by  Ε38 Image  P65 is shown by  E84 Information Carrier <SF2834.jpg> . .. 317 Ανθρώπινο κατάλοιπο = E20 Biological Object Ταυτότητα ευρήµατο̋: ευρήµατο̋: P1 is identified by  E42 Identifier <SF2932> Προσανατολισµό̋ όψη̋ σκελετού: P2 has type  E55 Type <B∆> Θέση σκελετού: P2 has type  E55 Type <ύπτια> Τύπο̋ κτερισµάτων: P2 has type  E55 Type <κεραµική>,<κοσµήµατα>,<…> Φύλο σκελετού: σκελετού: P2 has type  E55 Type <άνδρα̋> Ηλικία σκελετού: σκελετού: P2 has type  E55 Type <ενήλικο̋> Ταφονοµία: <Οι ταφονοµικέ̋ παρατηρήσει̋ περιορίζονται……> Τύπο̋ ταφή̋: P2 has type  E55 Type <πρωτογενή̋> ∆ιατήρηση: ∆ιατήρηση: P44 has condition  E3 Condition State  P2 has type  E55 Type <σχεδόν ακέραιη> Προσανατολισµό̋ ταφή̋: P2 has type  E55 Type <ΒΑ-Ν∆> Σχόλιο: P3 has note  E62 String <Ο σκελετό̋ εµφανίζει αρκετά χαρακτηριστικά……..> . .. Συσχετισµοί - Εύρηµα <SF2932> = E19 Physical Object  P53 has former or current location/ P46 forms part of  ∪ Ε53 Place, E19 Physical Object (Ανασκαφική Ανασκαφική ενότητα <6211>) - Εύρηµα Εύρηµα <SF2932> = E19 Physical Object  Is Superclass of  E20 Biological Object  (Ανθρώπινο Ανθρώπινο κατάλοιπο <SF2932>) - Εύρηµα <SF2932> = E19 Physical Object  P46 is composed of  E19 Physical Object (Εύρηµα Εύρηµα <SF2917>, <SF2903>, <..>) 5. Πακέτο Κλάσεων Μαζικών ευρηµάτων Κεραµική = E19 Physical Object Ταυτότητα: Ταυτότητα: P1 is identified by  E42 Identifier <6211> Τοποθεσία εύρεση̋: εύρεση̋: P53 has former or current location  E53 Place  P87 is identified by  E44 Place Appellation <βόρειο τµήµα τοµή̋> Εκτίµηση φθορά̋: φθορά̋: P44 has condition  E3 Condition State  P2 has type  E55 Type <χαµηλή> Σχετικό µέγεθο̋ οστράκων: P2 has type  E55 Type <µικρά και µεσαία> Κυρίαρχο µέγεθο̋ οστράκων: P2 has type  E55 Type <µικρά> Αρ. τεµαχίων: τεµαχίων: P57 has number of parts  Ε60 Number <32> Συνολικό Συνολικό βάρο̋: βάρο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit  E58 Measurement Unit)  P90 has value  E60 Number <1.2 klg> Κατάσταση διατήρηση̋: διατήρηση̋: P44 has condition  E3 Condition State  P2 has type  E55 Type <φέρουν ίζηµα> Τεχνολογία κεραµική̋: P2 has type  E55 Type <Καστανό σε λευκό>, <…>, Φωτογραφική απεικόνιση (jpg): P67 is referred to by  Ε38 Image  P65 is shown by  E84 Information Carrier <P6211.jpg> Σχόλια: P3 has note  E62 String <Αν και η κεραµική είναι λίγη και δεν είναι ιδιαίτερα διαγνωστική φαίνεται ότι συνυπάρχουν ΝΝ και ΜΝ…> . .. 318 Παράρτηµα β’ ∆οµικό Υλικό = E19 Physical Object Ταυτότητα: Ταυτότητα: P1 is identified by  E42 Identifier <6211> Τοποθεσία εύρεση̋: εύρεση̋: P53 has former or current location  E53 Place  P87 is identified by  E44 Place Appellation <κέντρο ενότητα̋> Αρ. Αρ. τεµαχίων: τεµαχίων: P57 has number of parts  Ε60 Number <4> Συνολικό βάρο̋: βάρο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit  E58 Measurement Unit)  P90 has value  E60 Number <0.450 klg> Σχόλια: Σχόλια: P3 has note  E62 String <κοµµάτια ψηµένων πλιθιών> . .. Οστά = E20 Biological Object Ταυτότητα: Ταυτότητα: P1 is identified by  E42 Identifier <6211> Τοποθεσία εύρεση̋: εύρεση̋: P53 has former or current location  E53 Place  P87 is identified by  E44 Place Appellation <βόρειο τµήµα τοµή̋> Ίχνη καύση̋: καύση̋: P2 has type  E55 Type <αρκετά> Ίχνη επίστρωση̋: P2 has type  E55 Type <ελάχιστα> Ίχνη ριζών: P2 has type  E55 Type <αρκετά> Παρουσία ανθρ. οστών: P2 has type  E55 Type <καθόλου> Ελάχιστο̋ αρ. αρ. ατόµων: ατόµων: P57 has number of parts  Ε60 Number <3> Αρ. Αρ. τεµαχίων τεµαχίων: µαχίων: P57 has number of parts  Ε60 Number <34> Βάρο̋ οστών κρανίου: κρανίου: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit  E58 Measurement Unit)  P90 has value  E60 Number <0.010 kgr> Βάρο̋ οστών σώµατο̋: σώµατο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit  E58 Measurement Unit)  P90 has value  E60 Number <0.035 kgr> Βάρο̋ οστών άκρων: άκρων: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit  E58 Measurement Unit)  P90 has value  E60 Number <0.060 kgr> Συνολικό βάρο̋: βάρο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit  E58 Measurement Unit)  P90 has value  E60 Number <0.105 kgr> Σχόλια: P3 has note  E62 String <αναµείχθηκαν τα οστά κατά το πλύσιµο µε αυτά τη̋ ενότητα̋ 6210> . .. Όστρεα = E20 Biological Object Ταυτότητα: Ταυτότητα: P1 is identified by  E42 Identifier <6211> Τοποθεσία εύρεση̋: εύρεση̋: P53 has former or current location  E53 Place  P87 is identified by  E44 Place Appellation <δυτικό τµήµα ενότητα̋> Αρ. Αρ. τεµαχίων: τεµαχίων: P57 has number of parts  Ε60 Number <56> Βάρο̋: Βάρο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit  E58 Measurement Unit)  P90 has value  E60 Number <0.050 klg> Σχόλια: Σχόλια: P3 has note  E62 String <έφεραν ίζηµα> . .. 319 Σύνολο ατόµων (∆ιαγνωστική (∆ιαγνωστική Οµάδα) Οµάδα) = E19 Physical Object/E20 Biological Object Ταυτότητα: Ταυτότητα: P1 is identified by  E42 Identifier <6211> Τύπο̋ είδου̋: είδου̋: P2 has type  E55 Type <αγελάδα>, <c. glaucum>, <κ.λπ> Αρ. Αρ. τεµαχίων: τεµαχίων: P57 has number of parts  Ε60 Number <12>,<13>,<κ.λπ> Βάρο̋ είδου̋: είδου̋: P57 has number of parts  E19 Physical Object  P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit - E58 Measurement Unit)  P90 has value  Ε60 Number <0.020 klg>, <0.001 klg>, <κ.λπ.> Σχόλια: P3 has note  E62 String <υπερισχύουν µε διαφορά τα οστά αγελάδα̋> . .. Συσχετισµοί - Μαζικά ευρήµατα <6211> = E19 Physical Object  P53 has former or current location/ P46 forms part of  ∪ Ε53 Place, E19 Physical Object (Ανασκαφική Ανασκαφική ενότητα <6211>) - Μαζικά ευρήµατα <6211> = E19 Physical Object/E20 Biological Object  P46 is composed of  E19 Physical Object (E Eυρήµατα <SF2917>, <SF2903>, <..>) - Μαζικά ευρήµατα <6211> = E19 Physical Object/E20 Biological Object  P46 is composed of  E19 Physical Object/E20 Biological Object (Σύνολο Σύνολο ατόµων <6211>) 6. Κλάση ΑΕΧ AEX = E26 Physical Feature Ταυτότητα ΑΕΧ: ΑΕΧ: P1 is identified by  E42 Identifier <F612> Τοποθεσία Τοποθεσία: ποθεσία: P53 has former or current location  E53 Place  P87 is identified by  E44 Place Appellation <βορειοδυτική περιοχή τοµή̋> Τύπο̋ ΑΕΧ: P2 has type  E55 Type <λάκκο̋> Πλάτο̋: Πλάτο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit - E58 Measurement Unit)  P90 has value  Ε60 Number <1.2 m> Προσανατολ. Προσανατολ. πλάτου̋: πλάτου̋: P2 has type  E55 Type <B-N> Μήκο̋: Μήκο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit - E58 Measurement Unit)  P90 has value  Ε60 Number <1.3 m> Προσανατολ. Προσανατολ. µήκου̋: µήκου̋: P2 has type  E55 Type <A-∆> Βάθο̋: Βάθο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit - E58 Measurement Unit)  P90 has value  Ε60 Number <0.8 m> Περιγραφή ΑΕΧ: P3 has note  E62 String <Έχει κυκλική κάτοψη και κάθετα τοιχώµατα µέχρι βάθο̋ 70.5 cm. Το ∆ όριο του λάκκου εφάπτεται στη ∆ παρειά του σκάµµατο̋…> Σχόλιο: P3 has note  E62 String <Ο λάκκο̋ είναι κατά πάσα πιθανότητα βυζαντινό̋. Στην κεραµική του βρέθηκαν όστρακα τροχήλατα και εφυαλωµένα, µαζί µε νεολιθική κεραµική> Φωτογραφ. Φωτογραφ. απεικόνιση (jpg): P67 is referred to by  Ε38 Image  P65 is shown by  E84 Information Carrier <F612.jpg> . .. 320 Παράρτηµα β’ Συσχετισµοί - AEX <F612> = E26 Physical Feature  P53 has former or current location  E53 Place  P122 borders with  E53 Place  P53 is former or current location of  E26 Physical Feature (AEX AEX <F613>) - AEX <F612> = E26 Physical Feature  P67 is referred to by  E73 Information Object (Ανασκαφικό Ανασκαφικό Σχέδιο <DR607>) - AEX <F612> = E26 Physical Feature  P53 has former or current location  E53 Place  P121 overlaps with  E53 Place (Αν Ανασκαφική Ανασκαφική Ενότητα <6210>, <6211>, <…>) 7. Κλάση Ανασκαφικού Σχεδίου Ανασκαφικό Σχέδιο = Ε73 Information Object Ταυτότητα σχεδίου: σχεδίου: P148 is identified by  E75 Conceptual Object Appellation <DR607> Τοποθεσία: Τοποθεσία: P67 refers to  E53 Place  P87 is identified by  E44 Place Appellation <Β∆ περιοχή τοµή̋ 6> Περιγραφή θέµατο̋: θέµατο̋: P3 has note  E62 String <αποτύπωση λάκκου> Φωτορεαλιστική απεικόνιση: απεικόνιση: P67 is referred to by  Ε38 Image  P65 is shown by  E84 Information Carrier (P138.1 mode of representation  Ε55 Type) <ph607.lyr> . .. Συσχετισµοί - Ανασκαφικό Σχέδιο <DR607> = E73 Information Object  P67 refers to  E53 Place (Ανασκαφική Ανασκαφική ενότητα <6211>/ Στρωµατογραφική Τοµή <Τ6.W>) 8. Κλάση Ανασκαφική̋ Φωτογραφία̋ Ανασκαφική Φωτογραφία = E38 Image Ταυτότητα Ταυτότητα φωτογραφία̋: φωτογραφία̋: P148 is identified by  E75 Conceptual Object Appellation <312> Τύπο̋ φιλµ: φιλµ: P2 has type  E55 Type <Digital> Περιγραφή θέµατο̋: θέµατο̋: P3 has note  E62 String <άποψη λάκκου F612 από Ν∆> Προσανατολισµό̋: P2 has type  E55 Type <Ν∆-ΒΑ> Φωτογραφική Φωτογραφική απεικόνιση (jpg): P65 is shown by  E84 Information Carrier <312.jpg> . .. Συσχετισµοί - Ανασκαφική Φωτογραφία <312> = E38 Image  P67 refers to  ∪ Ε53 Place, E19 Physical Object (Ανασκαφική Ανασκαφική ενότητα) Στρωµατογραφική Τοµή <T6.W>) ενότητα <6211>/E53 Place (Στρωµατογραφική 321 9. Κλάση Στρωµατογραφική̋ Τοµή̋ Στρωµατογραφική Τοµή = Ε53 Place Ταυτότητα τοµή̋.: τοµή̋.: P87 is identified by  E44 Place Appellation <T6.W> Σχόλιο: P3 has note  E62 String <µέρο̋ τη̋ παρειά̋ κατέρευσε το χειµώνα του 2005> Προσανατολισµό̋: P2 has type  E55 Type <∆> . .. Συσχετισµοί - Στρωµατογραφική Τοµή <T6.W> = E53 Place  P89 falls within  E53 Place (Ανασκαφικό̋ Ανασκαφικό̋ Τοµέα̋ <T6>) - Στρωµατογραφική Τοµή <T6.W> = E53 Place  P67 is referred to by  E73 Information Object (Ανασκαφική Ανασκαφική Φωτογραφία <313> / Ανασκαφικό Σχέδιο <DR602>) Place,, E19 Physical Object vi 10. Κλάση Στρωµατογραφική̋ Ενότητα̋ & Επίχωση̋ = ∪ Ε53 Place Στρωµατογραφική Ενότητα = Ε53 Place Ταυτότητα στρωµ.: στρωµ.: P87 is identified by/P1 is identified by  E44 Place Appellation/E42 Identifier <L608.1> Σχόλιο: P3 has note  E62 String <επιφανειακό, διαταραγµένο, αδύνατο εξαιτία̋ τη̋ άροση̋. Τα οριά του προ̋ τα δυτικά είναι δισδιάκριτα, αλλά πιθανότατα κόβονται από το λάκκο F602.> . .. Επίχωση = E19 Physical Object Ταυτότητα επίχωση̋: επίχωση̋: P1 is identified by  E42 Identifier <L608.1> Ερµηνεία επίχωση̋: επίχωση̋: P2 has type  E55 Type <επίχωση> Εκτίµηση ερµηνεία̋ επίχωση̋: P2 has type  E55 Type <υψηλή> ∆ιάστρωση: P2 has type  E55 Type <συµπαγή̋> Υγρασία: Υγρασία: P2 has type  E55 Type <ξηρό> Χρώµα Munsell: P2 has type  E55 Type <10 YR 5/2> Συνεκτικότητα: P2 has type  E55 Type <µέτρια σφιχτό> Τύπο̋ ορίου πυθµένα: P2 has type  E55 Type <ανθρωπογενή̋> Μετάβαση ορίου πυθµένα: P2 has type  E55 Type <οξεία> Ορατότητα ορίου πυθµένα: P2 has type  E55 Type <ασαφή̋> Υφή: Υφή: P2 has type  E55 Type <sandy clay loam> Περιεχόµενα επίχωση̋: P45 consists of  E57 material <κεραµική>, <ακατέργαστοι λίθοι>,<…> Περιεκτικότητα: (E57 material)  P2 has type  E55 Type <αραιή> <…> . .. 322 Παράρτηµα β’ Συσχετισµοί - Στρωµατογραφική Ενότητα Ενότητα <L608.1> = E53 Place  P121 overlaps with  E53 Place (Ανασκαφική Ανασκαφική ενότητα <6211>, <6209>, <..>) - Στρωµατογραφική Ενότητα <L608.1> = E53 Place  P89 falls within  E53 Place (Στρωµατογραφική Στρωµατογραφική τοµή <T6.W>) - Στρωµατογραφική Ενότητα <L608.1> = E53 Place  P122 borders with  E53 Place (Στρωµατογραφική Στρωµατογραφική Ενότητα <L608.3>, <L608.2>, <…>) Place, E19 Physical Objectvii 11. Κλάση Στρώµατο̋ / Οµάδα̋ Στρωµάτων = ∪ Ε53 Place, Στρώµα/ Οµάδα στρωµάτων= Ε53 Place Ταυτότητα Οµάδα̋: Οµάδα̋: P87 is identified by/P1 is identified by  E44 Place Appellation/E42 Identifier <T6.3>/<A106> Σχόλιο: P3 has note  E62 String <Στρώµα µε "στρωµένη" κεραµική….> Βάρο̋ µαζικών ευρηµάτων α’: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit  E58 Measurement Unit)  P90 has value  E60 Number <4.2 klg> Βάρο̋ µαζικών ευρηµάτων β’: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit  E58 Measurement Unit)  P90 has value  E60 Number <1.8 klg> . .. Επίχωση = E19 Physical Object Ταυτότητα επίχωση̋: επίχωση̋: P1 is identified by  E42 Identifier <T6.3>/<A106> Ερµηνεία επίχωση̋: επίχωση̋: P2 has type  E55 Type <επίχωση> Εκτίµηση ερµηνεία̋ επίχωση̋: P2 has type  E55 Type <υψηλή> ∆ιάστρωση: P2 has type  E55 Type <συµπαγή̋> Υγρασία: Υγρασία: P2 has type  E55 Type <ξηρό> Χρώµα Munsell: P2 has type  E55 Type <10 YR 5/2> Συνεκτικότητα: Συνεκτικότητα: P2 has type  E55 Type <µέτρια σφιχτό> Τύπο̋ ορίου πυθµένα: P2 has type  E55 Type <ανθρωπογενή̋> Μετάβαση ορίου πυθµένα: P2 has type  E55 Type <οξεία> Ορατότητα ορίου πυθµένα: P2 has type  E55 Type <σαφή̋> Υφή: Υφή: P2 has type  E55 Type <sandy clay loam> Περιεχόµενα επίχωση̋: P45 consists of  E57 material <κεραµική>, <ακατέργαστοι λίθοι>,<…> Περιεκτικότητα: (E57 material)  P2 has type  E55 Type <αραιή> <…> . .. Συσχετισµοί - Οµάδα Στρωµάτων <T6.3> = ∪ Ε53 Place, E19 Physical Object  P53 is former or current location of/ P46 consists of  ∪ Ε53 Place, E19 Physical Object (Ανασκαφική Ανασκαφική Ενότητα <T6210>, <T6212>, <…>/ Στρωµατογραφική Ενότητα <L608.1>, <L608.2>, <…>) - Στρώµα <T6.3> = E53 Place  P122 borders with  E53 Place (Στρώµα Στρώµα <T6.4>, <T6.5>, <…>) 323 - Οµάδα Στρωµάτων <A106> = ∪ Ε53 Place, E19 Physical Object  P53 is former or current location of/ P46 consists of  ∪ Ε53 Place, E19 Physical Object (Στρώµα Στρώµα <T6.3>, <T6.4>, <…>) - Οµάδα Στρωµάτων <A106> = E53 Place  P122 borders with  E53 Place (Οµάδα Οµάδα Στρωµάτων <A107>, <A108>, <…>) 12. Κλάση Οµάδα̋ ΑΕΧ viii Οµάδα ΑΕΧ = E26 Physical Feature Ταυτότητα οµάδα̋: οµάδα̋: P1 is identified by  E42 Identifier <F63> Τοποθεσία: Τοποθεσία: P53 has former or current location  E53 Place  P87 is identified by  E44 Place Appellation <µεταξύ τοµών 6 και 21> Τύπο̋ ΑΕΧ: P2 has type  E55 Type <λάκκο̋> Πλάτο̋: Πλάτο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit - E58 Measurement Unit)  P90 has value  Ε60 Number <1.4 m> Προσανατολ. Προσανατολ. πλάτου̋: πλάτου̋: P2 has type  E55 Type <B-N> Μήκο̋: Μήκο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit - E58 Measurement Unit)  P90 has value  Ε60 Number <1.6 m> Προσανατολ. Προσανατολ. µήκου̋: µήκου̋: P2 has type  E55 Type <A-∆> Βάθο̋: Βάθο̋: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit - E58 Measurement Unit)  P90 has value  Ε60 Number <0.9 m> Περιγραφή ΑΕΧ: P3 has note  E62 String <σχεδόν κυκλικό̋ λάκκο̋ µε κάθετα τοιχώµατα…> Σχόλιο: P3 has note  E62 String <αποτελεί διαταραχή των κατώτερων στρωµάτων…> . .. Συσχετισµοί - Οµάδα ΑΕΧ <F63> = E26 Physical Feature  P46 is composed of  E26 Physical Feature (AEX AEX <F608>, <F609>, <…>) - Οµάδα AEX <F63> = E26 Physical Feature  P53 has former or current location  E53 Place  P122 borders with  E53 Place  P53 is former or current location of  E26 Physical Feature (Οµάδα Οµάδα AEX <F62>,<F64>, <…>) 13. Κλάση ∆ράστη ∆ράστη̋ = E39 Actor Ταυτότητα δράστη P131 is identified by  E82 Actor Appellation <Σ.Π.> Ρόλο̋ δράστη P14.1 in the role of  E55 Type <ανασκαφέα̋> Όνοµα δράστη P131 is identified by  E82 Actor Appellation <Σπύρο̋ Παπαδόπουλο̋> . .. Συσχετισµοί - ∆ράστη̋ <Σ.Π.> = E39 Actor  P14 performed  E7 Activity (π.χ. E13 Attribute Assignment  P140 assigned attribute to  Ε1 CRM Entity) 324 Παράρτηµα β’ 14. Πακέτο Χωρικών Κλάσεων Μόρφωµα = Ε73 Information Object Ταυτότητα Ταυτότητα µορφώµατο̋: µορφώµατο̋: P148 is identified by  E75 Conceptual Object Appellation (π.χ. <6211>) Γεωµετρικό σχήµα: σχήµα: P2 has type  E55 Type <Multipatch> Σύστηµα γεωγρ. γεωγρ. αναφορά̋: αναφορά̋: P87 is identified by  E44 Place Appellation <Hatt> . .. Χωρικέ̋ Συντ/ Συντ/νε̋ = E47 Spatial coordinates Ταυτότητα Αντικειµένου: Αντικειµένου: P1 is identified by  E42 Identifier (π.χ. <6211>) Αρ. Αρ. συντ/ συντ/γµένη̋: γµένη̋: P1 is identified by  E42 Identifier <1> Συντ/ Συντ/γµένη Χ: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit  E58 Measurement Unit)  P90 has value  E60 Number has note  number <3210.15> Συντ/ Συντ/γµένη Υ: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit  E58 Measurement Unit)  P90 has value  E60 Number has note  number <-2763.1> Συντ/ Συντ/γµένη Ζ: P43 has dimension  E54 Dimension (P91 has unit  E58 Measurement Unit)  P90 has value  E60 Number has note  number <60.85> . .. Συσχετισµοί - Μόρφωµα (π.χ. <6211>) = E73 Information Object  P67 refers to  Ε53 Place (Ανασκαφικό̋ Ανασκαφικό̋ Τοµέα̋ <T6>)/ ∪ Ε53 Place, E19 Physical Object (Ανασκαφική Ανασκαφική Ενότητα <6211>, Στρωµατογραφική Ενότητα <L608.1>)/ E19 Physical Object (Εύρηµα Εύρηµα, Εύρηµα <SF2958> ∆είγµα <FS958>)/ Ε73 Information Object (Ανασκαφικό Ανασκαφικό Σχέδιο <DR608>)/ Ε26 Physical Feature (ΑΕΧ ΑΕΧ <F612>) - Μόρφωµα (π.χ. <6211>) = E73 Information Object  P67 refers to  Ε53 Place  P87 is identified by  E47 Spatial coordinates (Χωρικέ̋ Χωρικέ̋ Συντ/ Συντ/νε̋ π.χ. <6211>) - Χωρικέ̋ Συντ/ Συντ/νε̋ (π.χ. <6211>) = E47 Spatial coordinates  P87 identify  E53 Place  P53 is former or current location of  E19 Physical Object (Ανασκαφική Ανασκαφική Ενότητα <6211>/ ∆είγµα ΑΕΧ <F612>) ∆είγµα <FS958>/ Εύρηµα <SF2958>)/ Ε26 Physical Feature (ΑΕΧ 15. Πακέτο Χρονικών Κλάσεων Ανασκαφική δραστηριότητα = Ε7 Activity Ταυτότητα: Ταυτότητα: P78 is identified by  E49 Time Appellation <6211> Ηµ/ Ηµ/νία καταγραφή̋: καταγραφή̋: P4 has timespan  E52 Timespan  P78 is identified by  E50 Date <12.08.06> Συσχετισµοί - Ανασκαφική δραστηριότητα <6211> = Ε7 Activity (π.χ. Ε13 Attribute Assignment)  P140 assigned attribute to  ∪ of Ε53 Place, E19 Physical Object (Αν Αν. Αν. Ενότητα <6211>, Στρωµ. Ενότητα <L608.1>, Στρωµ. Οµάδα Μαζ. Ευρήµατα <6211>, Οµάδα <Τ6.3>), E19 Physical Object (Μαζ. AEX <F612>, Οµάδα AEX Εύρηµα <SF2958>, ∆είγµα <FS946>), E26 Physical Feature (AEX <F63>), E73 Information Object (Αν. Αν. Σχέδιο <DR608>), Ε38 Image (Αν. Αν. Φωτογραφία <324>). 325 Συγκρότηση αρχαιολογικού αντικειµένου αντικειµένου = E63 Beginning of Existence Ταυτότητα: Ταυτότητα: P78 is identified by  E49 Time Appellation <L608.1> Χρ. Χρ. Περίοδο̋: Περίοδο̋:  P10 falls within  E4 Period <Νεολιθική> Χρ. Χρ. Υποπερίοδο̋: Υποπερίοδο̋: P10 falls within  E4 Period <Μέση Νεολιθική> Χρ. Χρ. Φάση: Φάση: P10 falls within  E4 Period <Πρώιµη Μέση Νεολιθική> Εκτίµηση ακρίβεια̋: ακρίβεια̋: Ε13 Attribute Assignment  P2 has type  E55 Type <µεσαία> Πηγή Χρονολόγηση̋: Χρονολόγηση̋: Ε13 Attribute Assignment  P15 was influenced by  E19 Physical Object  has type  E55 Type <κεραµική> Συσχετισµοί - Συγκρότηση Συγκρότηση αντικειµένου <L608.1> = E63 Beginning of Existence  P92 brought into existence  E19 Physical Object (Μαζ Μαζ. Μαζ. Ευρήµατα <6211>, Εύρηµα <SF2958>), ∪ of Ε53 Place, E19 Physical Object (Στρώµα Στρώµα <Τ6.3>, Οµάδα στρωµάτων <A107>), E26 Physical Feature (AEX AEX <F612>, Οµάδα AEX <F612>) ∆ηµιουργία αντικειµένου = E63 Beginning of Existence Ταυτότητα: Ταυτότητα: P78 is identified by  E49 Time Appellation <L608.1> Απόλυτη Χρονολόγηση: Χρονολόγηση: P10 falls within  Ε2 Temporal Entity  P4 has timespan  E52 Timespan  P82 at some time within  E61 Time Primitive <6350-6240> Εκτίµηση ακρίβεια̋: ακρίβεια̋: Ε13 Attribute Assignment  P2 has type  E55 Type <υψηλή> Πηγή Χρονολόγηση̋: Χρονολόγηση̋: Ε13 Attribute Assignment  P15 was influenced by  E19 Physical Object  has type  E55 Type <ραδιοχρονολόγηση> Συσχετισµοί - ∆ηµιουργία αντικειµένου <L608.1> = E63 Beginning of Existence  P92 brought into existence  E19 Physical Object (Εύρηµα Εύρηµα <SF2958>, ∆είγµα <SAS867>), E26 Physical Feature (AEX AEX <F612>, Οµάδα AEX <F63>) Οικιστική Απόθεση αντικειµένου = E63 Beginning of Existence Ταυτότητα: Ταυτότητα: P78 is identified by  E49 Time Appellation <L608.1> Οικιστική φάση: φάση: P10 falls within  E2 Temporal Entity  P4 has timespan  E52 Timespan  P78 is identified by  E49 Time Appellation <IV> Συσχετισµοί - E63 Beginning of Existence <L608.1>  P92 brought into existence  ∪ of Ε53 Place, E19 Physical Object (Στρώµα Στρώµα <L608.1>, Οµάδα Στρωµάτων <A107>), E26 Physical Feature (Οµάδα Οµάδα AEX <F63>) Στρωµατογραφική Υπόστασηix= Ε63 Beginning of Existence Ταυτότητα: Ταυτότητα: P78 is identified by  E49 Time Appellation <L608.1> Σχόλιο: P3 has note  E62 String <Φαίνεται ότι η επίχωση κάλυψε το προηγούµενο στρώµα καταστροφή̋ µε κωδικό L608.5> . .. Συσχετισµοί - ∪ of Ε53 Place, E19 Physical Object (Στρωµ Στρωµ. Στρωµ. Ενότητα <L608.1>, Στρώµα <Τ6.3>)/Ε26 Physical Feature (Οµάδα Οµάδα ΑEX <F612>)  P8 witnessed/P92 was brought into existence by  326 Παράρτηµα β’ E63 Beginning of Existence (P4 has timespan  E52 Timespan)  P114 is equal in time to/P115 finishes/P116 starts/P117 occurs during/P118 overlaps in time with/P119 meets in time with/P120 occurs before  E63 Beginning of Existence  P8 took place at/P92 brought into existence  ∪ of Ε53 Place, E19 Physical Object (Στρωµ Στρωµ. Στρωµ. Ενότητα <L608.3>, Στρώµα <Τ6.5>)/Ε26 Physical Feature (Οµάδα Οµάδα ΑEX <F614>)x i Η χρήση τη̋ ιδιότητα̋ P87 is identified by αποτελεί συντόµευση τη̋ απόδοση̋ κάποιου αναγνωριστικού που περιγράφεται µε αναλυτικότερο τρόπο ω̋ εξή̋: Ε1 CRM Entity  P140 was atributed by  E15 Identifier Assignment  P37 assigned  E42 Identifier. ii Η χρήση τη̋ ιδιότητα̋ P43 has dimension αποτελεί συντόµευση τη̋ απόδοση̋ κάποια̋ µέτρηση̋ που περιγράφεται µε αναλυτικότερο τρόπο ω̋ εξή̋: Ε1 CRM Entity  P39 was measured by  E16 Measurement  P40 observed dimension  E54 Dimension. iii Ουσιαστικά η έννοια τη ανασκαφική̋ ενότητα̋ (και κατά συνέπεια τη̋ στρωµατογραφική̋ ενότητα̋, τη̋ οµάδα̋ κ.λπ.) χρησιµοποιείται για τον ταυτόχρονο προσδιορισµό του χώρου (τοποθεσία) και του υλικού (επίχωση) που περιλαµβάνει. Υπό αυτή την έννοια κρίθηκε ότι ο εννοιολογικό̋ προσδιορισµό̋ τη̋ ανασκαφική̋ ενότητα̋ εξυπηρετείται καλύτερα ω̋ µια ένωση των εννοιών του χώρου (E53) και του φυσικού αντικειµένου (Ε19). Η µεταξύ του̋ σχέση προσδιορίζεται ω̋ εξή̋ Ε53 Place  P53 is former or current location of  E19 Physical Object. Η χρήση τη̋ ιδιότητα̋ P3 has note αποτελεί συντόµευση τη̋ απόδοση̋ κάποιου iv χαρακτηριστικού που περιγράφεται µε αναλυτικότερο τρόπο ω̋ εξή̋: Ε1 CRM Entity  P140 was attributed by  E13 Attribute Assignment  P141 assigned attribute  E62 String v Η χρήση τη̋ ιδιότητα̋ P2 has type αποτελεί συντόµευση τη̋ διαδικασία̋ απόδοση̋ κάποιου συγκεκριµένου τυπολογικού όρου που περιγράφεται µε αναλυτικότερο τρόπο ω̋ εξή̋: Ε1 CRM Entity  P41 was classified by  E17 Type Assignment  P42 assigned  E55 Type. vi Ο προσδιορισµό̋ τη̋ στρωµατογραφική̋ ενότητα̋ ω̋ χώρο̋ και υλικό αντικείµενο ∪ Ε53, E19 επιτρέπει την καταγραφή των ιδιοτήτων τη̋ επίχωση̋ στη συγκεκριµένη τοποθεσία τη̋ στρωµατογραφική̋ παρειά̋ του σκάµµατο̋. vii Η σύσταση του στιγµιοτύπου µια̋ δευτερογενού̋ αρχαιολογική̋ κλάση̋ (που ανήκει π.χ. σε ένα Στρώµα, η µια Οµάδα Στρωµάτων) αποτελεί µια διαδικασία οµαδοποίηση̋ στιγµιοτύπων από πρωτογενεί̋ κλάσει̋ (π.χ. Ανασκαφική Ενότητα), η οποία εξισώνεται µε µια διαδικασία απόδοση̋ τυπολογικών χαρακτηριστικών σε ένα σύνολο από αντικείµενα (βλ. Cripps et al 2004). Η διαδικασία αυτή διατυπώνεται ω̋ εξή̋: Στρώµα/ Στρώµα Οµάδα Στρωµάτων = ∪ Ε53 Place, E19 Physical Object  P41 was classified by  E17 Type assignment (P33 used specific technique  E29 design of procedure)  P41 classified  ∪ Ε53 Place, E19 Physical Object (Ανασκαφική Ανασκαφική Ενότητα). Ενότητα viii Η διαδικασία σύσταση̋ ενό̋ στιγµιοτύπου τη̋ κλάση̋ τη̋ Οµάδα̋ ΑΕΧ είναι αντίστοιχη µε αυτή τη̋ δηµιουργία̋ ενό̋ στιγµιοτύπου τη̋ κλάση̋ του Στρώµατο̋ (βλ. υποσηµείωση vii). Τα τακτικά χρονοσήµατα µοντελοποιούνται ω̋ χρονικέ̋ συνδετικέ̋ ιδιότητε̋ µεταξύ ix δύο γεγονότων, τα οποία αναφέρονται στη δηµιουργία και διάρκεια ζωή̋ ενό̋ αρχαιολογικού αντικειµένου. Οι στρωµατογραφικοί συσχετισµοί µέσω των συγκεκριµένων συνδέσεων επιτρέπουν x εκτό̋ από τη συσχέτιση αντικειµένων τη̋ ίδια̋ κλάση̋ και τη συσχέτιση αντικειµένων µεταξύ στρωµατογραφικών οµάδων και οµάδων ΑΕΧ. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατή η δηµιουργία µια̋ ενιαία̋ χρονολογική̋ αλληλουχία̋ που περιλαµβάνει τόσο τι̋ αρχαιολογικέ̋ επιχώσει̋ (context) όσο και τι̋ επιφάνειε̋ χρήση̋ (interfaces). 327 Παράρτηµα Γ’ Γ Παραδείγµατα περιπτώσεων χρήση̋ συστήµατο̋ 1. Καταχώρηση ∆εδοµένων Όνοµα Περίπτωση̋ Χρήση̋: Καταχώρηση ∆εδοµένων Κωδικό̋: 1 Επίπεδο Σηµασία̋: Υψηλό Κύριο̋ ∆ράστη̋: Καταχωρητή̋ Τύπο̋ Περίπτωση̋ Χρήση̋: Βασικό̋ Συµµετέχοντε̋ και ενδιαφέροντα: Καταχωρητή̋ - θέλει να εισάγει, να επεξεργαστεί, να διαγράψει θεµατικά δεδοµένα Περίληψη: Η περίπτωση περιγράφει τη διαδικασία καταχώρηση̋ και επεξεργασία̋ δεδοµένων µέσω διαµορφωµένων δελτίων εισαγωγή̋ Πυροδότηση: Ο χρήστη̋ µεταχειρίζεται το σύστηµα για να εισάγει πληροφορία Τύπο̋: Εξωτερική Σχέσει̋: Συσχέτιση: Καταχωρητή̋ Περίληψη: Επέκταση: Γενίκευση: Κανονική ροή διαδικασιών: 1 Χρήστη̋ Σύστηµα Ενεργοποιεί το σύστηµα Εµφανίζει αρχικό µενού µε λίστα επιλογών (εισαγωγή, επεξεργασία, εξέταση δεδοµένων) 2* Επιλέγει είδο̋ επεξεργασία̋ Εµφανίζει την κατάλληλη εξωτερική όψη των δεδοµένων παρέχοντα̋ κατάλληλα δικαιώµατα επεξεργασία̋ 3 Επανάληψη βηµάτων 2-4 για κάθε νέα επεξεργασία 330 Παράρτηµα γ’ Υποδιαδικασίε̋ Υποδιαδικασίε̋: διαδικασίε̋: 2-1: Νέα εισαγωγή δεδοµένων 1 Επιλέγει νέα εισαγωγή Εµφανίζει λίστα δελτίων εισαγωγή̋ 2 Επιλέγει συγκεκριµένο δελτίο Ανοίγει ένα κενό δελτίο 3* Συµπληρώνει τα στοιχεία που επιθυµεί ..... 4 Αποθηκεύει το δελτίο Ενηµερώνει τη βάση δεδοµένων 2-2: Επεξεργασία δεδοµένων 1 Επιλέγει επεξεργασία Εµφανίζει λίστα δελτίων εισαγωγή̋ Επιλέγει συγκεκριµένο δελτίο Ζητά αριθµό ταυτότητα̋ 2 3 καταχώρηση̋ Εισάγει τον αριθµό ταυτότητα̋ τη̋ Ανακαλεί την επιλεγµένη καταχώρηση καταχώρηση̋ προ̋ επεξεργασία 4* Επεξεργάζεται τα στοιχεία που επιθυµεί .... 5 Αποθηκεύει το δελτίο Ενηµερώνει τη βάση δεδοµένων 2-3: ∆ιαγραφή δεδοµένων 1 Επιλέγει διαγραφή Εµφανίζει λίστα δελτίων εισαγωγή̋ 2 Επιλέγει συγκεκριµένο δελτίο Ζητά αριθµό ταυτότητα̋ καταχώρηση̋ 3 Επιλέγει τον αριθµό ταυτότητα̋ τη̋ Εµφανίζεται ο αριθµό̋ ταυτότητα̋ καταχώρηση̋ προ̋ διαγραφή τη̋ καταχώρηση̋ στο παράθυρο 4 Επιλέγει διαγραφή Ζητά επιβεβαίωση διαγραφή̋ 5 Επιβεβαιώνει τη διαγραφή Ενηµερώνει τη βάση δεδοµένων διαλόγου Εναλλακτικέ̋/Εξαιρετικέ̋ διαδικασίε̋: 2-1-3, 2-2-4: Εισαγωγή µη συµβατών τιµών 1 Εισαγωγή µη συµβατή̋ τιµή̋ σε πεδίο ∆εν δέχεται την τιµή και επαναλαµβάνει µέχρι να εισαχθεί η σωστή τιµή 331 2. Απεικόνιση ∆εδοµένων Όνοµα Περίπτωση̋ Χρήση̋: Απεικόνιση ∆εδοµένων Κωδικό̋: 3 Επίπεδο Σηµασία̋: Υψηλό Κύριο̋ ∆ράστη̋: Μελετητή̋ Τύπο̋ Περίπτωση̋ Χρήση̋: Βασικό̋ Ερµηνευτή̋ Συµµετέχοντε̋ και ενδιαφέροντα: Μελετητή̋/Ερµηνευτή̋ - θέλει να εξετάσει οπτικά τα δεδοµένα Περίληψη: Η περίπτωση περιγράφει τη διαδικασία απεικόνιση̋ δεδοµένων στο σύστηµα Πυροδότηση: Ο χρήστη̋ µεταχειρίζεται το σύστηµα για να εξετάσει οπτικά την πληροφορία Τύπο̋: Εξωτερική Σχέσει̋: Συσχέτιση: Μελετητή̋/Ερµηνευτή̋ Περίληψη: Κατασκευή χωρικών αντικειµένων Επέκταση: Γενίκευση: Κανονική ροή διαδικασιών: 1 2 Χρήστη̋ Σύστηµα Ενεργοποιεί το περιβάλλον οπτική̋ Είσοδο̋ στο περιβάλλον οπτική̋ εξέταση̋ των δεδοµένων εξέταση̋ Επιλέγει τη χωρική κλάση που επιθυµεί Εισάγει την επιλεγµένη κλάση στην να απεικονίσει χρησιµοποιώντα̋ το οθόνη απεικόνιση̋ µενού εισαγωγή̋ δεδοµένων 3 Προσδιορίζει το χωρικό και χρονικό Περιορίζει αναζήτηση στα ορίζοντα τη̋ αναζήτησή̋ του στιγµιότυπα τη̋ κλάση̋ που πληρούν τη συνθήκη που τέθηκε 4 5* 6 7 8 Αλλάζει εστίαση, γωνία, επίκεντρο Προσαρµόζει την οθόνη απεικόνιση̋ θέαση̋ ανάλογα µε τι̋ επιλογέ̋ Επιλέγει να τροποποιήσει τον τρόπο Εµφανίζει µενού τροποποίηση̋ του απεικόνιση̋ µια̋ χωρική̋ κλάση̋ συµβολισµού τη̋ χωρική̋ κλάση̋ Επιλέγει να καταστήσει αόρατη κάποια Κάνει αόρατο το αποεπιλεγµένο κλάση αποεπιλέγοντα̋ την από τον στοιχείο διατηρώντα̋ την απεικόνιση πίνακα περιεχοµένων τη̋ οθόνη̋ των υπολοίπων Επιλέγει να αφαιρέσει κάποια κλάση Εξαφανίζει το αποεπιλεγµένο αποµακρύνοντα̋ την από τον πίνακα στοιχείο διατηρώντα̋ την απεικόνιση περιεχοµένων τη̋ οθόνη̋ των υπολοίπων Επανάληψη βηµάτων ή µέρο̋ βηµάτων σε συνδυασµό µε άλλε̋ περιπτώσει̋ χρήση̋ 332 Παράρτηµα γ’ Υποδιαδικασίε̋ Υποδιαδικασίε̋: διαδικασίε̋: 5-1: Τροποποίηση ενιαίου συµβολισµού 1 Επιλέγει είδο̋ συµβολισµού (π.χ. Απεικονίζει τα δεδοµένα µε βάση το µεγαλύτερο σύµβολο) νέο συµβολισµό 5-2: Οπτική ταξινόµηση πολλών αντικειµένων 5-2-1: Ταξινόµηση µε βάση θεµατικά χαρακτηριστικά 1 Επιλέγει ταξινόµηση µε βάση θεµατικά Εµφανίζει µενού καθορισµού χαρακτηριστικά ταξινόµηση̋ µε βάση κάποιο πεδίο θεµατική̋ διαφοροποίηση̋ 2 Επιλέγει πεδίο τιµών ∆ιαχωρίζει οπτικά τα δεδοµένα µε βάση τι̋ τιµέ̋ του πεδίου 3 Επιλέγει είδο̋ συµβολισµού (π.χ. ∆ιαχωρίζει οπτικά τα δεδοµένα µε χρωµατική διαβάθµιση) βάση το νέο συµβολισµό 5-2-2: Ταξινόµηση µε βάση χωρικά χαρακτηριστικά 1 Επιλέγει ταξινόµηση µε βάση χωρικά Εµφανίζει µενού καθορισµού χαρακτηριστικά ταξινόµηση̋ µε βάση την απόσταση από σηµείο 2 Εισάγει τιµή µήκου̋ για κάθε βήµα ∆ιαχωρίζει οπτικά τα δεδοµένα από διαβάθµιση̋ το πιο κοντινό στο πιο απόµακρο αντικείµενο µε βάση την επιλεγµένη τιµή 3 Επιλέγει είδο̋ συµβολισµού (π.χ. ∆ιαχωρίζει οπτικά τα δεδοµένα από χρωµατική διαβάθµιση) το πιο κοντινό στο πιο απόµακρο αντικείµενο µε βάση το νέο συµβολισµό 5-2-3: Ταξινόµηση µε βάση χρονικά χαρακτηριστικά 1 Επιλέγει ταξινόµηση µε βάση χρονικά Εµφανίζει µενού καθορισµού χαρακτηριστικά ταξινόµηση̋ µε βάση το είδο̋ τη̋ χρονολόγηση̋ 2 Επιλέγει πεδίο τιµών χρονολόγηση̋ ∆ιαχωρίζει οπτικά τα δεδοµένα από το αρχαιότερο στο νεότερο µε βάση τι̋ τιµέ̋ του πεδίου 3 Επιλέγει είδο̋ συµβολισµού (π.χ. ∆ιαχωρίζει οπτικά τα δεδοµένα από χρωµατική διαβάθµιση) το αρχαιότερο στο νεότερο µε βάση το νέο συµβολισµό 333 3. ∆ιερεύνηση και Επιλογή ∆εδοµένων Όνοµα Περίπτωση̋ Χρήση̋: ∆ιερεύνηση και Επιλογή ∆εδοµένων Κωδικό̋: 4 Επίπεδο Σηµασία̋: Υψηλό Κύριο̋ ∆ράστη̋: Μελετητή̋ Τύπο̋ Περίπτωση̋ Χρήση̋: Βασικό̋ Eρµηνευτή̋ Συµµετέχοντε̋ Συµµετέχοντε̋ και ενδιαφέροντα: Μελετητή̋/Ερµηνευτή̋ – θέλει να αναζητήσει πληροφορία και να διακρίνει τα εικονιζόµενα δεδοµένα Περίληψη: Η περίπτωση περιγράφει τη διαδικασία αναζήτηση̋ και επιλογή̋ δεδοµένων στο σύστηµα Πυροδότηση: Ο χρήστη̋ µεταχειρίζεται το σύστηµα για να αναζητήσει πληροφορία στα εικονιζόµενα στοιχεία Τύπο̋: Εξωτερική Σχέσει̋: Συσχέτιση: Περίληψη: Απεικόνιση ∆εδοµένων Επέκταση: Γενίκευση: Κανονική ροή διαδικασιών: 1* Χρήστη̋ Σύστηµα Επιλέγει ένα αντικείµενο στην οθόνη Εµφανίζει παράθυρο µε επιλεγµένο αντικείµενο εντό̋ λίστα̋ σχετιζόµενων αντικειµένων και επικεντρώνει στα χαρακτηριστικά επιλεγµένου αντικειµένου (κείµενο, πεδία, φωτογραφία) 2* 3 Αναζητεί αντικείµενα που πληρούν Ζητά να προσδιοριστεί το είδο̋ τη̋ κάποια συνθήκη συνθήκη̋ Νέα αναζήτηση µε βάση το σύνολο των Ζητά να προσδιοριστεί αν πρόκειται επιλεγµένων αντικειµένων για νέα επιλογή ή για προσθήκη/αφαίρεση στα ήδη επιλεγµένα αντικείµενα 4 Επιλέγει το είδο̋ τη̋ νέα̋ αναζήτηση̋ Εκτελεί ερώτηµα και επισηµαίνει όσα πληρούν συνθήκη αναζήτηση̋ 5 334 Επανάληψη 2-4 Παράρτηµα γ’ Υποδιαδικασίε̋ Υποδιαδικασίε̋: διαδικασίε̋: 1-1: Επιλογή ενό̋ αντικειµένου 1 Επιλέγει κάποιο σχετικό αντικείµενο από Εµφανίζει χαρακτηριστικά τη λίστα αντικειµένου (κείµενο, πεδία, φωτογραφία) στο πλαίσιο του ίδιου παράθυρου 2-2: Επιλογή πολλών αντικειµένων 2-2-1: Επιλογή µε βάση θεµατικά χαρακτηριστικά 1 Επιλέγει απλή ή σύνθετη θεµατική Εµφάνιση παράθυρου διατύπωση̋ αναζήτηση θεµατικού ερωτήµατο̋ (π.χ εύρεση αντικειµένων µε χρώµα 10 YR 5/2) 2 Προσδιορίζει συνθήκη αναζήτηση̋ Εκτελεί ερώτηµα και επισηµαίνει όσα αντικείµενα πληρούν τη συνθήκη αναζήτηση̋ 2-2-2: Επιλογή µε βάση χωρικά χαρακτηριστικά 1 Επιλέγει χωρικό κριτήριο αναζήτηση̋ Εµφανίζει παράθυρο διατύπωση̋ χωρικού ερωτήµατο̋ (π.χ. εύρεση αντικειµένων εντό̋ συγκεκριµένη̋ απόσταση̋ από σηµείο) 2 Προσδιορίζει χωρικέ̋ παραµέτρου̋ Εκτελεί ερώτηµα και επισηµαίνει όσα αναζήτηση̋ αντικείµενα πληρούν συνθήκη αναζήτηση̋ 2-2-3: Επιλογή µε βάση χρονικά χαρακτηριστικά 1 Επιλέγει χρονικό τύπο αναζήτηση̋ Εµφάνιση παράθυρου διατύπωση̋ χρονικού ερωτήµατο̋ (π.χ εύρεση αντικειµένων Μέση̋ Νεολιθική̋) 2 Προσδιορίζει τη χρονική στιγµή ή το Εκτελεί ερώτηµα και επισηµαίνει όσα διάστηµα αναζήτηση̋ αντικείµενα πληρούν τη συνθήκη αναζήτηση̋ Εναλλακτικέ̋/Εξαιρετικέ̋ διαδικασίε̋: 2-1: Αναποτελεσµατική αναζήτηση 1 Εκτελείται αναζήτηση αντικειµένων που Αναζήτηση εκτελείται χωρί̋ επιλογή δεν πληρούν κριτήρια αναζήτηση̋ αντικειµένων 2-2: Λανθασµένη διατύπωση αναζήτηση̋ 1 Εκτελείται αναζήτηση αντικειµένων που Αδυναµία εκτέλεση̋ συνθήκη̋ δεν έχουν κατάλληλη πληροφορία αναζήτηση̋ και εµφάνιση σχετικού µηνύµατο̋ 335 Παράρτηµα ∆’ ∆ Πίνακε̋ Γεωβάση̋ ArcGIS Πίνακα̋ Περιγραφή GDB_AttrRules Αποθηκεύει του̋ κανόνε̋ για τα πεδία ιδιοτήτων GDB_CodedDomains Αποθηκεύει τι̋ κωδικοποιηµένε̋ τιµέ̋ για κάθε πεδίο ιδιοτήτων GDB_DefaultValues Αποθηκεύει τι̋ εξ ορισµού τιµέ̋ για του̋ υποτύπου̋ των κλάσεων GDB_Domains Αποθηκεύει τα πεδία ιδιοτήτων GDB_FeatureClasses Αποθηκεύει τι̋ χωρικέ̋ κλάσει̋ GDB_FeatureDataset Αποθηκεύει τι̋ συλλογέ̋ χωρικών δεδοµένων GDB_FieldInfo Αποθηκεύει την ονοµασία των πεδίων και τι̋ εξ ορισµού τιµέ̋ για τι̋ ιδιότητε̋ που σχετίζονται µε χωρικέ̋ κλάσει̋ GDB_GeomColumns Αποθηκεύει τη χωρική έκταση κάθε χωρική̋ κλάση̋ GDB_ObjectClasses Αποθηκεύει τι̋ µη-χωρικέ̋ κλάσει̋ GDB_RangeDomains Αποθηκεύει τι̋ τιµέ̋ εύρου̋ για κάθε πεδίο ιδιοτήτων GDB_RelClasses Αποθηκεύει και περιγράφει τι̋ κλάσει̋ συσχετίσεων τη̋ γεωβάση̋ GDB_ReleaseInfo Αποθηκεύει την έκδοση τη̋ γεωβάση̋ GDB_RelRules Αποθηκεύει του̋ κανόνε̋ συσχέτιση̋ κλάσεων αντικειµένων GDB_SpatialRefs Αποθηκεύει το σύστηµα συντεταγµένων για κάθε χωρική κλάση GDB_StringDomains Αποθηκεύει το κείµενο που αντιστοιχεί σε µια τιµή πεδίου ιδιοτήτων GDB_Subtypes Αποθηκεύει του̋ έγκυρου̋ υποτύπου̋ των κλάσεων αντικειµένων GDB_UserMetadata Περιλαµβάνει τα µεταδεδοµένα για το σύνολο των κλάσεων τη̋ γεωβάση̋ GDB_ValidRules Αποθηκεύει του̋ κανόνε̋ επικύρωση̋ των σχέσεων τη̋ γεωβάση̋ Πίνακα̋ ∆.1. Συνοπτική παρουσίαση των λειτουργιών που εξυπηρετούν οι εσωτερικοί πίνακε̋ µια̋ γεωβάση̋ του ArcGIS. 348 Παράρτηµα E’ Μοντέλα δεδοµένων συστήµατο̋ Εικόνα Ε.1α. Συνολική άποψη του λογικού µοντέλου δεδοµένων τη̋ ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων Κολινδρού στο σχεδιαστικό πρότυπο του ArcGIS. Η σηµασιολογική προτυποποίηση των στοιχείων του µοντέλου βασίζεται στο πρότυπο CIDOC-CRM. Εικόνα Ε.1β. Ε.1β. Απεικόνιση των χωρικών κλάσεων του µοντέλου δεδοµένων στο σχεδιαστικό πρότυπο του ArcGIS. ∆ιακρίνονται τα επιµέρου̋ στοιχεία που έχουν αντιστοιχηθεί µε τι̋ έννοιε̋ του προτύπου CIDOC-CRM. Εικόνα E.2. ∆ιάγραµµα σχήµατο̋ γεωβάση̋ ανασκαφή̋ Παλιαµπέλων Κολινδρού στο πρότυπο του ArcGIS. Παράρτηµα ΣΤ’ ΣΤ Παραδείγµατα γεωγραφική̋ προτυποποίηση̋ 1. Μεταδεδοµένα για τη χωρική κλάση των ανασκαφικών ενοτήτων Excavation Drawings Data format: Personal GeoDatabase Feature Class Coordinate system: HATT Theme keywords: excavation unit, archaeological context Location: file://\\YOUR4105E587B6\C\paliambe\GDB\ArchaeGDB Abstract: A collection of 3D B-rep graphic representations (multipatch) of excavation units. An excavation unit is an arbitrary subdivision of a deposit that provides the basic unit of observation (an area with a defined spatial extent) during the intervention of the archaeologist with the deposits of an archaeological site. Metadata elements shown with blue text are defined in the International Organization for Standardization's (ISO) document 19115 Geographic Information - Metadata. Elements shown with green text are defined by ESRI and will be documented as extentions to the ISO 19115. Elements shown with a green asterisk (*) will be automatically updated by ArcCatalog. Metadata Information *Metadata language: English *Metadata character set: utf8 - 8 bit UCS Transfer Format *Last update: 20081109 Metadata contact: Individual's name: Markos Katsianis Organization's name: Aristotle University Thessaloniki - Paliambela Kolindors Archaeological Project Contact's position: Excavation GIS Data Management Contact's role: principal investigator Contact information: Phone: Voice: +302310997179 Fax: +302310997179 Address: Delivery point: Aristotle University Thessaloniki City: Thessaloniki Administrative area: Thessaloniki Postal code: 541 24 Country: Greece e-mail address: markosk@hist.auth.gr *Scope of the data described by the metadata: dataset *Scope name: dataset 348 Παράρτηµα στ’ *Name of the metadata standard used: ISO 19115 Geographic Information - Metadata *Version of the metadata standard: DIS_ESRI1.0 Resource Identification Information: Citation: Title: Excavation Units Alternate titles: Archaeological Context Reference date: Date: 20050505 Type of date: creation *Presentation format: digital map Party responsible for the resource: Individual's name: Markos Katsianis Organization's name: Aristotle University Thessaloniki - Paliambela Kolindros Archaeological Project Contact's position: Excavation GIS Data Management Contact's role: principal investigator Contact information: Phone: Voice: +302310997179 Fax: +302310997179 Address: Delivery point: Aristotle University Thessaloniki City: Thessaloniki Administrative area: Thessaloniki Postal code: 541 24 Country: Greece e-mail address: markosk@hist.auth.gr Party responsible for the resource: Individual's name: Kostas Kotsakis Organization's name: Aristotle University Thessaloniki Contact's position: Professor of Archaeology Contact's role: owner Contact information: Phone: Voice: +302310997245 Fax: +302310997179 Address: Delivery point: Aristotle University Thessaloniki City: Thessaloniki Administrative area: Thessaloniki Postal code: 541 24 Country: Greece e-mail address: kotsakis@hist.auth.gr Themes or categories of the resource: society, structure Theme keywords: Keywords: excavation unit, archaeological context 349 Place keywords: Keywords: Greece, Pieria, Kolindros, Paliambela Temporal keywords: Keywords: Prehistoric, Neolithic Discipline keywords: Keywords: Archaeology Abstract: A collection of 3D B-rep graphic representations (multipatch) of excavation units. An excavation unit is an arbitrary subdivision of a deposit that provides the basic unit of observation (an area with a defined spatial extent) during the intervention of the archaeologist with the deposit of an archaeological site. *Dataset language: English *Spatial representation type: vector *Processing environment: Microsoft Windows XP Version 5.1 (Build 2600) Service Pack 2; ESRI ArcCatalog 9.0.0.535 Resource's bounding rectangle: *Extent type: Full extent in decimal degrees *Extent contains the resource: Yes *West longitude: 22.49768 *East longitude: 22.498808 *North latitude: 40.509979 *South latitude: 40.509213 Other extent information: Geographic extent: Bounding rectangle: *Extent type: Full extent in the data's coordinate system *Extent contains the resource: Yes *West longitude: 3210.000002 *East longitude: 3305.545002 *North latitude: -26650.000003 *South latitude: -26735.000003 Temporal extent: Beginning date: 20000701 Ending date: 200809 Vertical extent: Minimum value: 0 Maximum value: 100 Units of measure, length: Units: Meters Conversion to metric: 1 Meter = 1 m Vertical datum: Value: Sea Level Spatial Representation - Vector: *Level of topology for this dataset: geometry only Geometric objects: *Name: ExcavationUnits *Object type: complexes *Object count: 2421 350 Παράρτηµα στ’ Reference System Information: Reference system identifier: *Value: HATT Data Quality Information: Scope of quality information: Level of the data: dataset Lineage: Lineage statement: Based on spatial coordinates collected during fieldwork that define the upper and lower extend of each excavation unit, a routine was compiled with ArcObjects that allows the rapid creation of a b-rep multipatch object. Distribution Information: Distributor: Contact information: Individual's name: Kostas Kotsakis Organization's name: Aristotle University Thessaloniki Contact's position: Professor of Archaeology Contact's role: resource provider Contact information: Phone: Voice: +302310997245 Fax: +302310997179 Address: Delivery point: Aristotle University Thessaloniki City: Thessaloniki Administrative area: Thessaloniki Postal code: 541 24 Country: Greece e-mail address: kotsakis@hist.auth.gr Available format: *Format name: Personal GeoDatabase Feature Class Format version: ESRI ArcGIS 9.0.0 Transfer options: Online source: *Online location (URL): file://\\YOUR4105E587B6\C\paliambe\GDB\ArchaeoGDB.mdb *Connection protocol: Local Area Network Description: Downloadable Data Medium of distribution: 351 Geoprocessing History: Process: *Process name: Create Feature Class *Date: 20070128 *Time: 102350 *Tool location: C:\Program Files\ArcGIS\ArcToolbox\Toolboxes\Data Management Tools.tbx\CreateFeatureclass *Command issued: CreateFeatureclass C:\paliambe\GDB\ArchaeoGDB.mdb\ExcavationData ExcavationUn # Units_Layer ENABLED ENABLED "PROJCS['HATT_f',GEOGCS['GCS_Bessel_1841',DATUM['D_Bessel_1841',SPHEROI D['Bessel_1841',6377397.155,299.1528128]],PRIMEM['Athens',23.7163375],UNIT ['Degree',0.0174532925199433]],PROJECTION['Azimuthal_Equidistant'],PARAMET ER['False_Easting',0.0],PARAMETER['False_Northing',0.0],PARAMETER['Central_Me ridian',22.4598025],PARAMETER['Latitude_Of_Origin',40.75],UNIT['Meter',1.0]];21 84.030678 -27766.241827 999999.999069;-1041.354324 999999.999069;1073.741825 999999.999069" # 0 0 0 C:\paliambe\GDB\ArchaeoGDB.mdb\ExcavationData\ExcavationUnits Process: *Process name: Append *Date: 20070128 *Time: 102352 *Tool location: C:\Program Files\ArcGIS\ArcToolbox\Toolboxes\Data Management Tools.tbx\Append *Command issued: Append Units_Layer C:\paliambe\GDB\ArchaeoGDB.mdb\ExcavationData\ExcavationUnits TEST C:\paliambe\GDB\ArchaeoGDB.mdb\ExcavationData\ExcavationUnits Binary Enclosures: Thumbnail: Enclosure type: Picture 352 Παράρτηµα στ’ 2. Μεταδεδοµένα για τη χωρική κλάση των ανασκαφικών σχεδίων Excavation Drawings Data format: Personal GeoDatabase Feature Class Coordinate system: HATT Theme keywords: archaeological drawing, plan Location: file://\\YOUR4105E587B6\C\paliambe\GDB\ArchaeoGDB.mdb Abstract: A collection of 3D dissolved multipart polyline representations of distinct material classes depicted in an archaeological plan drawing. An archaeological plan is a drawn record of features and/or artefacts in the horizontal plane. Metadata elements shown with blue text are defined in the International Organization for Standardization's (ISO) document 19115 Geographic Information - Metadata. Elements shown with green text are defined by ESRI and will be documented as extentions to the ISO 19115. Elements shown with a green asterisk (*) will be automatically updated by ArcCatalog. Metadata Information *Metadata language: English *Metadata character set: utf8 - 8 bit UCS Transfer Format *Last update: 20081109 Metadata contact: Individual's name: Markos Katsianis Organization's name: Aristotle University Thessaloniki - Paliambela Kolindros Archaeological Project Contact's position: Excavation GIS Data Management Contact's role: principal investigator Contact information: Phone: Voice: +302310997179 Fax: +302310997179 Address: Delivery point: Aristotle University Thessaloniki City: Thessaloniki Administrative area: Thessaloniki Postal code: 541 24 Country: Greece e-mail address: markosk@hist.auth.gr *Scope of the data described by the metadata: dataset *Scope name: dataset *Name of the metadata standard used: ISO 19115 Geographic Information - Metadata *Version of the metadata standard: DIS_ESRI1.0 353 Resource Identification Information: Citation: Title: Excavation Drawings Reference date: Date: 20051115 Type of date: creation *Presentation format: digital map Party responsible for the resource: Individual's name: Markos Katsianis Organization's name: Aristotle University Thessaloniki - Paliambela Kolindors Archaeological Project Contact's position: Excavation GIS Data Management Contact's role: principal investigator Contact information: Phone: Voice: +302310997179 Fax: +302310997179 Address: Delivery point: Aristotle University Thessaloniki City: Thessaloniki Administrative area: Thessaloniki Postal code: 541 24 Country: Greece e-mail address: markosk@hist.auth.gr Party responsible for the resource: Individual's name: Kostas Kotsakis Organization's name: Aristotle University Thessaloniki Contact's position: Professor of Archaeology Contact's role: owner Contact information: Phone: Voice: +302310997245 Fax: +302310997179 Address: Delivery point: Aristotle University Thessaloniki City: Thessaloniki Administrative area: Thessaloniki Postal code: 541 24 Country: Greece e-mail address: kotsakis@hist.auth.gr Themes or categories of the resource: society, structure Theme keywords: Keywords: archaeological drawing, plan Place keywords: Keywords: Greece, Pieria, Kolindros, Paliambela 354 Παράρτηµα στ’ Temporal keywords: Keywords: Prehistory, Neolithic Discipline keywords: Keywords: Archaeology Abstract: A collection of 3D dissolved multipart polyline representations of distinct material classes depicted in an archaeological plan drawing. An archaeological plan is a drawn record of features and/or artefacts in the horizontal plane. *Dataset language: English *Spatial representation type: vector *Processing environment: Microsoft Windows XP Version 5.1 (Build 2600) Service Pack 2; ESRI ArcCatalog 9.0.0.535 Resource's bounding rectangle: *Extent type: Full extent in decimal degrees *Extent contains the resource: Yes *West longitude: 22.497682 *East longitude: 22.49881 *North latitude: 40.509978 *South latitude: 40.509214 Other extent information: Geographic extent: Bounding rectangle: *Extent type: Full extent in the data's coordinate system *Extent contains the resource: Yes *West longitude: 3210.12001 *East longitude: 3305.681138 *North latitude: -26650.105803 *South latitude: -26734.872039 Temporal extent: Beginning date: 19990701 Ending date: 200809 Vertical extent: Minimum value: 0 Maximum value: 100 Units of measure, length: Units: Meters Conversion to metric: 1 Meter = 1 m Vertical datum: Value: Sea Level Spatial Representation - Vector: *Level of topology for this dataset: geometry only Geometric objects: *Name: Drawings *Object type: complexes *Object count: 217 355 Reference System Information: Reference system identifier: *Value: HATT Data Quality Information: Scope of quality information: Level of the data: dataset Lineage: Lineage statement: For each plan drawing, individual pictures (orthophotos) are taken using a digital camera. These are merged and georeferenced into a 2D photomosaic, that covers the area to be recorded, using the Microstation IRAS-C module. The merged picture is inserted into ArcGIS and all relevant features are digitized. The digitised features are then dissolved into categories of data i.e. stones, pottery etc. Meanwhile a series of points are gathered using a total station. They provide the basis for the generation of a DTM of the recorded area using the IDW 12 interpolation procedure with breaklines. The dissolved features receive Z values using the "Features To 3D" module of the 3D Analyst extension. The 3D features are imported into the Drawings feature class using the "Load Objects" module from ArcMap. Distribution Information: Distributor: Contact information: Individual's name: Kostas Kotsakis Organization's name: Aristotle University Thessaloniki Contact's position: Professor of Archaeology Contact's role: resource provider Contact information: Phone: Voice: +302310997245 Fax: +302310997179 Address: Delivery point: Aristotle University Thessaloniki City: Thessaloniki Administrative area: Thessaloniki Postal code: 541 24 Country: Greece e-mail address: kotsakis@hist.auth.gr Available format: *Format name: Personal GeoDatabase Feature Class Format version: ESRI ArcGIS 9.0.0 Transfer options: Online source: *Online location (URL): file://\\YOUR4105E587B6\C\paliambe\GDB\ArchaeoGDB.mdb *Connection protocol: Local Area Network Description: Downloadable Data 356 Παράρτηµα στ’ Geoprocessing History: Process: *Process name: Create Feature Class *Date: 20060925 *Time: 142638 *Tool location: C:\Program Files\ArcGIS\ArcToolbox\Toolboxes\Data Management Tools.tbx\CreateFeatureclass *Command issued: CreateFeatureclass C:\paliambe\GDB\ArchaeoGDB.mdb\Drawings # z1909_Layer ENABLED ENABLED "{B286C06B-0879-11D2-AACA-00C04FA33C20};3288.028062 -26746.926590 63999999.940394;-1042.968266 999999.999069;0.000000 100000.000000" # 0 0 0 C:\paliambe\GDB\ArchaeoGDB.mdb\ExcavationData\Drawings Process: *Process name: Append *Date: 20060925 *Time: 142639 *Tool location: C:\Program Files\ArcGIS\ArcToolbox\Toolboxes\Data Management Tools.tbx\Append *Command issued: Append z1909_Layer C:\paliambe\GDB\ArchaeoGDB.mdb\ExcavationData\Drawings TEST C:\paliambe\GDB\ArchaeoGDB.mdb\ExcavationData\Drawings Process: *Process name: FeatureClassToFeatureClass_1 *Date: 20060925 *Time: 142639 *Tool location: C:\Program Files\ArcGIS\ArcToolbox\Toolboxes\Conversion Tools.tbx\FeatureClassToFeatureClass *Command issued: FeatureClassToFeatureClass C:\paliambe\drawings\arcview\z1909.shp C:\paliambe\GDB\ArchaeoGDB.mdb\Drawings # "Id Id VISIBLE;layer layer VISIBLE;plan_no plan_no VISIBLE" ENABLED ENABLED # 0 C:\paliambe\GDB\ArchaeoGDB.mdb\ExcavationData\Drawings Binary Enclosures: Thumbnail: Enclosure type: Picture 357 Παράρτηµα Z’ Αναφορά δεδοµένων βάση̋ DATA REPORT Schema Creation Creation Date 2008-11-18 11:30:57 System Information Operating System Microsoft Windows XP SP2 .Net Framework 1.1.4322.2407 Reporter 1.0.1743.32643 Database Information Database Name ArchaeoGDB Database Size 30.63 MB Feature Dataset: ExcavationData ObjectClass Name Type Geometry Subtype Drawings Simple Polyline FeatureClass ExcavationUnits Simple Multipatch FeatureClass Features Simple Multipatch FeatureClass Finds Simple Point FeatureClass Samples Simple Point FeatureClass SectionLayers Simple Multipatch FeatureClass SectionUnits Simple Polygon FeatureClass SiteTrenches Simple Polyline FeatureClass 360 - - - - - Total Extent 217 3210.1200100175 3305.6811382607 -26734.872039037 -26650.105803250 2421 3210.0000021187 3305.5450021832 -26738.920002345 -26650.000002677 68 3210.3852832830 3305.4345985484 -26735.000002759 -26650.636000536 2130 3210.0399977667 3305.3299993816 -26734.820001388 -26650.170001643 2197 3210.0000021187 3305.4000022430 -26735.200001953 -26650.000002677 73 3242.4201698635 3305.5091835169 -26735.000002759 -26651.899998521 141 3210.0000031287 3300.0000030268 -26735.000002759 -26652.000001611 39 3210.0000021187 3305.4999983480 -26735.000002759 -26650.000002677 Snapshot Παράρτηµα ζ’ Stand Alone ObjectClass(s) ObjectClass Name Type Geometry Subtype AnimalBone Table - - AnimalBoneSpecies Table - - BuildingMaterial Table - - BuildMaterialFragments Table - - Domains Table - - Drawing Table - - ExcavationLayer Table - - ExcavationUnit Table - - ExcavationUnitInclusions Table - - ExcavationUnitSpatialCoords Table - - Feature Table - - FeatureGroup Table - - FeatureSpatialCoords Table - - Find Table - - FindSpatialCoords Table - - FlotationSample Table - - HumanRelic Table - - MagSusSample Table - - Shell Table - - ShellSpecies Table - - Photograph Table - - PhysicalRelations Table - Feature Excavation Unit Pottery Table - - PotteryChronology Table - - PotteryTechnology Table - - Total Extent No Extent No 3260 Extent No 116 Extent No 174 Extent No 581 Extent No 96 Extent No 19 Extent No 2994 Extent No 6842 Extent No 12430 Extent No 123 Extent No 0 Extent No 201 Extent No 6255 Extent No 2130 Extent No 2289 Extent No 0 Extent No 865 Extent No 2340 Extent No 6417 Extent No 646 Extent 125 No 4933 4808 Extent No 2744 Extent No 1549 Extent No 80 Extent 1453 Snapshot - 361 ObjectClass Name Type Geometry Subtype ProjectTeamMember Table - - RecordSample Table - - ResidueSample Table - - ResidueSampleContents Table - - Sample Table - SampleSpatialCoords Table - SectionLayer Table - SectionLayerInclusions Table - SiteTrench Table - SiteTrenchAnnualSummary Table StratigraphicLayer Table - StratigraphicLayerGroup Table - StratigraphicPhase Table - Table - Timestamps Table - Excavation Unit Sample Find Strat. Layer Group Layer Feature Group Feature TrenchSection Table - - 362 No Extent No 1107 Extent No 1574 Extent No 7807 Extent 25 Flotation Sample 2280 Record Sample 0 No Special An. 7 2391 Extent Sample 98 Sp. Flot. Sample 6 No 2404 Extent No 77 Extent No 21 Extent No 29 Extent No 23 Extent No 10 Extent No 2 Extent No 0 Extent Feature Feature Group Strat. Layer Group Layer StratigraphicRelations Total Extent 10 0 12 2 830 0 5 0 5 0 0 Snapshot - - - 24 No Extent - 840 No Extent - 56 No Extent -