Nothing Special   »   [go: up one dir, main page]

Academia.eduAcademia.edu
ΜΕΣΣΙΑΝΙΣΜΟΣ, ΛΑΤΡΕΙΑ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ ΣΤΟ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΟ Του Σωτήρη Στ. Λίβα, Καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο ABSTRACT: The present article endeavors to trace the connection between religious zealotism (whether in the form of Islamic extremism or in the guise of Zionistic fundamentalism) and political claims in the Israeli – Palestinian divide, especially in relation to land, rights and autonomy. We focus on certain aspects of religious zealotism: worship of martyrs and heroes, eschatology, the messianic element, the quest for justice. ΛΕΞΕΙΣ – ΚΛΕΙΔΙΑ: Παλαιστινιακό, σιωνιστικός φονταμενταλισμός, ισλαμισμός, Χαμάς, Γκους Εμουνίμ, Γιτζάκ Ράμπιν, εποικισμοί, μεσσιανισμός, Γάζα, ραβίνος Κούκ, Σεΐχης Γιασίν ……………………… Στο παρόν άρθρο, θα επιχειρήσουμε μια εξέταση του πώς οι πολιτικές διεκδικήσεις, ειδικώς σε σχέση με γη, δικαιώματα και αυτονομία, συνδέονται στην παλαιστινιακή διαμάχη με θρησκευτικά πιστεύω και αντιλήψεις, ιδιαίτερα σε ό, τι έχει να κάνει με το τέλος του κόσμου, την έννοια του θανάτου, τη λατρεία των μαρτύρων, τις θρησκευτικές υποχρεώσεις και την προσμονή του Μεσσία και του πώς αυτή η σύνδεση παροξύνει, καθώς λαμβάνει τη μορφή του θρησκευτικού ζηλωτισμού και εξτρεμισμού, τον λόγο και τα εγκλήματα μίσους, ειδικά σε εποχές πολέμου, έξαρσης φανατισμών και τρομοκρατίας. Η εμπέδωση της χρήσης του θρησκευτικού εξτρεμισμού ως μέσου πολιτικών διεκδικήσεων στο Παλαιστινιακό σχετίζεται, και στις δυο εμπόλεμες πλευρές, με τη διαδικασία και τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στις ειρηνευτικές συμφωνίες του Όσλου. Το στοιχείο αυτό από μόνο του μπορεί να φαίνεται κάπως αντιφατικό – οι ειρηνευτικές συνομιλίες να αποτελούν στην πραγματικότητα το έναυσμα για την έξαρση θρησκευτικών αταβισμών και πολιτικών φανατισμών – αλλά εξηγείται εύκολα αν κατανοήσουμε τις απαρχές του φαινομένου στα δυο αντιμαχόμενα «στρατόπεδα». Το ρεύμα που αποκαλείται φονταμενταλιστικός σιωνισμός δεν πρέπει να συγχέεται με τον φονταμενταλιστικό ιουδαϊσμό των Χαρεντίμ. Οι κοινότητες που συνδέονται με τον τελευταίο αμφισβητούν τον κοσμικόδοξο χαρακτήρα του κράτους του Ισραήλ, τηρούν με ιδιαίτερο ζήλο τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις που απορρέουν από την Τορά, ιδιαίτερα εκείνες που έχουν να κάνουν με την παύση κάθε δραστηριότητας κατά το Σαμπάθ, αρνούνται κατηγορηματικά τη θητεία στον ισραηλινό στρατό, φτάνουν στο σημείο να απορρίπτουν και το ίδιο το δικαίωμα του Ισραήλ να υπάρχει ως κράτος πριν την πολυαναμενόμενη άφιξη του Μεσσία και, πολλές φορές, δείχνουν ιδιαίτερη επιθετικότητα στην προσπάθεια επιβολής των απόψεών τους στην ισραηλινή κοινωνία. Συνεπώς, στο ρεύμα αυτό του θρησκευτικού ζηλωτισμού, απαγορεύεται στην πραγματικότητα η οποιαδήποτε συνέργεια ή συνεργασία με το κοσμικόδοξο ισραηλινό κράτος. Από την άλλη μεριά, ο φονταμενταλιστικός σιωνισμός, σε γενικές γραμμές, αντιμετωπίζει το θέμα της έλευσης του Μεσσία με πολύ πιο ενεργητικό και δραστήριο τρόπο. Αυτό, με τη σειρά του, έχει επιπτώσεις στη γενικότερη σχέση των μελών αυτού του ρεύματος με τo ίδιο το κράτος του Ισραήλ. Πιο συγκεκριμένα, ο φονταμενταλιστικός σιωνισμός, ενώ συνεχίζει να επιθυμεί και έχει ως απώτερο στόχο την ίδρυση θρησκευτικού κράτους στο Ισραήλ (όπως ακριβώς, δηλαδή, και ο ιουδαϊκός φονταμενταλισμός), θεωρεί ότι ο στρατός του κοσμικόδοξου σιωνιστικού κράτους του Ισραήλ, άθελά του, άνοιξε, με τη νίκη του 1967, τεράστιες ευκαιρίες για τον ερχομό του Μεσσία, ευκαιρίες οι οποίες δεν πρέπει να χαθούν. Ο ερχομός του Μεσσία συνδέεται βεβαίως με την εγκατάσταση των Εβραίων στο σύνολο της βιβλικής γης του Ισραήλ, στο Ερέτζ Ισραέλ (Eretz Israel). Αμέσως αντιλαμβάνεται κανείς ότι στον φονταμενταλιστικό σιωνισμό, η γη, η πίστη και το μεταφυσικό όραμα της άφιξης του Μεσσία ταυτίζονται – με έναν τρόπο καθολικό και απόλυτο. Και αυτή η ταύτιση επιτρέπει μια επίδειξη ανεκτικότητας προς τον κοσμικόδοξο, και συνεπώς άπιστο, χαρακτήρα του κράτους και της κοινωνίας – με την προϋπόθεση βεβαίως ότι δεν τίθενται εμπόδια στο μεγάλο σχέδιο της επέκτασης των εποικισμών σε όλη την επιφάνεια του βιβλικού Ερέτζ Ισραέλ. Πριν προχωρήσουμε νομίζω ότι θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η χρήση των όρων «φονταμενταλισμός» και «φονταμενταλιστικός» γίνεται με πλήρη γνώση των εννοιολογικών τους περιορισμών και σε καμία περίπτωση δεν υπονοεί την αποδοχή τού ότι πράγματι τα θεμέλια – φονταμέντα της πίστης (είτε του Ιουδαϊσμού, είτε του Ισλάμ) είναι αυτά που θεωρούν οι θεωρητικοί των εξτρεμιστικών αυτών τάσεων. Στην περίπτωση του φονταμενταλιστικού σιωνισμού, ο σπόρος της πεποίθησης ότι οι πιστοί μπορούν να επισπεύσουν την έλευση του Μεσσία και το Τέλος των Ημερών μέσω της εγκατάστασής τους στο σύνολο του Ερέτζ Ισραέλ είχε τεθεί από τον χαρισματικό, κατά τη βεμπεριανή αντίληψη Κατά τον Τάλκοτ Πάρσονς, ο Βέμπερ με τον όρο χάρισμα αναφέρεται στην «ποιότητα της ηγεσίας που απευθύνεται και αντιστοιχεί σε άλογα κίνητρα». Κατά τον Martin Klein, ο «χαρισματικός», κατά Βέμπερ, ηγέτης, αποτελεί νέα, αυτόνομη από προηγούμενες, πηγή νομιμοποίησης της εξουσίας που μπορεί να φτιάχνει νέους, εντελώς ξεχωριστούς από τους προηγούμενους κανόνες (Scott Appleby, 7). , ραβίνο Αβραάμ Ισαάκ Κούκ (1865 – 1935), ο οποίος, ως ραβίνος της Γιάφας (1904 – 1914), αντιμετώπιζε τους άθεους Εβραίους εποίκους στην Παλαιστίνη όχι ως αντιπάλους, αλλά ως όργανα του θεϊκού πνεύματος που διαποτίζει τα πάντα και κάνει «τα τέκνα του Ισραήλ να αναζητούν συνεχώς τον Κύριό τους» (Geideon Aran, 299). Ο Κούκ έδινε ιδιαίτερη σημασία στον ξεχωριστό χαρακτήρα του εβραϊκού έθνους, έναν χαρακτήρα που, στην πραγματικότητα, δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκοπεί από τη θρησκευτική πίστη. Και ο χαρακτήρας αυτός ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος, σύμφωνα με τον ίδιο τον Κούκ, με την ίδια τη «μοναδική ιερότητα του Ερέτζ Ισραέλ, που από μόνη της έχει τη δύναμη να αντισταθεί στο κακό και να αποκαλύψει μια για πάντα τη θεία ποιότητα του εβραϊκού έθνους» (Geideon Aran, 299). Ο Κούκ κατάφερε να συνδέσει τις κοσμικές επιδιώξεις του εβραϊκού έθνους για τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης κρατικής οντότητας με τη θρησκευτική ιερότητα της γης του Ισραήλ. Αλλά στόχευε σε κάτι επιπλέον: στη σηματοδότηση της έλευσης του Μεσσία – που σχετιζόταν περισσότερο με την εξυπηρέτηση «του Λαού και της Γης» παρά με την τήρηση των επιταγών της Τορά. Για τον Κούκ, άλλωστε, η εξιλέωση των πιστών δεν έρχεται ως αποτέλεσμα της μετάνοιάς τους για τια αμαρτίες τους (Geideon Aran, 307 - 308), αλλά συνδέεται με κάτι άλλο, πολύ σημαντικότερο: με την ίδια την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και με τη συνεχή επέκτασή του μέχρι ταύτισης της εδαφικής του επικράτειας με τα βιβλικά όρια του Ερέτζ Ισραέλ. Η επαναστατική, στον πυρήνα της, κοσμοθεωρία του Κούκ (που, στην εποχή της, αντιμετωπίστηκε ως αιρετική από τους περισσότερους ορθόδοξους ραβίνους) οδήγησε στη διαμόρφωση ενός ιδεολογικού ρεύματος, του κουκισμού, που με τη σειρά του και υπό την επίβλεψη του λιγότερο χαρισματικού αλλά εξαιρετικά οργανωτικού Κατά τον Scott Appleby, τα φονταμενταλιστικά κινήματα που έχουν πολιτικές επιδιώξεις ξεκινούν συνήθως ως κινήματα «χαρισματικής φύσης», αλλά για να επιζήσουν πρέπει να διέλθουν μια φάση οργάνωσης που περιορίζει το εύρος των μεταφυσικών τους προσδοκιών και προσαρμόζει τη στόχευσή τους στην αντιμετώπιση πιο εγκόσμιων ζητημάτων (400 – 406). ραβίνου Ζβι Γεχούντα Κούκ (1891 – 1982, γιου του Αβραάμ Ισαάκ Κούκ) εξελίχθηκε στο κίνημα Γκούς Εμουνίμ (Gush Emunim) Για τις αντιφάσεις της κουκιστικής θεολογίας και για τις λεπτές ισορροπίες στο εσωτερικό του Γκούς Εμουνίμ, βλ. Geideon Aran, 321 – 324.. Οι διδασκαλίες του Κούκ, ενσωματωμένες στο ιερό βιβλίο του κινήματος Ορότ (Orot, Τα Φώτα) απέβαλαν μέρος του δύστροπου, ηθικολογικού μυστικισμού τους και απέκτησαν έναν πιο επείγοντα μεσσιανικό και πολιτικό χαρακτήρα. Μέρος αυτής της αλλαγής ήταν και η σύνδεσή τους με τον πιο ξεκάθαρο και απροκάλυπτο μιλιταρισμό (Geideon Aran, 310). Το Γκούς Εμουνίμ (Η Παράταξη των Πιστών) ταυτίστηκε με αυτό που στο Ισραήλ αποκαλείται «ιδεολογικός εποικισμός» Ο εποικισμός αυτού του είδους και μορφής πρέπει να διαφοροποιείται συνεχώς από τους εποικισμούς ασφαλείας (π.χ. στα υψώματα του Γκολάν). Όπως άλλωστε λένε οι Efrat Ben – Ze’ev και Eyal Ben – Ari (132), στο επίκεντρο του Σιωνισμού πάντοτε βρισκόταν η πίστη ότι η δημιουργία του Ισραήλ συνδεόταν με τη «μεταμόρφωση του τοπίου της χώρας», μέσω τόσο της ευρείας και εκτεταμένης οικοδομικής δραστηριότητας, όσο και μέσω της ανάδειξης σημείων ιδιαίτερης σημασίας για την εβραϊκή κουλτούρα. , δηλαδή με την ιδεο-λογικά υποκινούμενη προσπάθεια οικοδόμησης οικισμών Εβραίων στα κατε-χόμενα, εν μέσω αραβικού πληθυσμού και, σε κάποιες περιπτώσεις, αρκετά μακριά από τα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα με το ίδιο το κράτος του Ισραήλ. Υπό το λάβαρο του κουκισμού, οι έποικοι γίνονται όχι απλώς στρα-τιώτες της πίστης, αλλά προάγγελοι και ιχνηλάτες του ερχομού του ίδιου του Μεσσία. Η ίδρυση του Γκούς Εμουνίμ το 1974 συμπίπτει, διόλου τυχαία, με την έναρξη των πρώτων συζητήσεων στην ισραηλινή πολιτική σκηνή για την προοπτική παράδοσης εδαφών με αντάλλαγμα την ειρήνη. Το κίνημα χρησιμοποιώντας ως πολεμική κραυγή του το «Καλύτερα νεκροί παρά παραβάτες του Νόμου» του υιού Κούκ (Geideon Aran, 313) πρωτοστατεί στην άνευ συζήτησης απόρ-ριψη της οποιασδήποτε σκέψης για παράδοση εδάφους ή για διάλυση εποι-κισμών (ιδίως στη χερσόνησο του Σινά). Η ισχυροποίηση του φονταμενταλιστικού σιωνισμού και η μεγιστοποίηση της επιρροής του σχετίζονται, όπως είπαμε και πιο πάνω, με την ειρηνευτική διαδι-κασία και τις συμφωνίες του Όσλου, αλλά και με ένα άλλο φαινόμενο που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην αλλαγή των συσχετισμών στην εσωτερική πολιτική σκηνή του Ισραήλ: τη μαζική εισροή μεταναστών από τις πρώην ανατολικές χώρες και τη Σοβιετική Ένωση, μεταναστών που εμφορούνταν από συντηρητικές απόψεις και που αποστρέφονταν τον «σοσιαλισμό» των Εργα-τικών. Για αυτούς τους μετανάστες, η αποδοχή του φονταμενταλιστικού μηνύ-ματος σήμαινε τόσο την ανάληψη μιας ηθικής αποστολής που θα οδηγούσε χωρίς άλλο στην ολοκλήρωση των προσδοκιών όλων των προηγούμενων γενε-ών του εβραϊκού έθνους, όσο και την αντιμετώπιση των αμεσότερων εγκόσμιων προβλημάτων τους (π.χ. την εξασφάλιση στέγης, την ασφάλεια κλπ). Και αυτό το τελευταίο δεν πρέπει ποτέ να παραγνωρίζεται – άλλωστε, τα φοντα-μενταλιστικά κινήματα, ειδικά στη Μέση Ανατολή, στηρίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την κοινωνική τους διείσδυση και επιτυχία στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών σε περιοχές υποβαθμισμένες ή «ξεχασμένες» από την επίσημη πολιτική. Η ριζοσπαστικοποίηση του φονταμενταλιστικού σιωνιστικού κινήματος συνδέεται άρρηκτα τόσο με τις περιπέτειες των εποίκων (στο Σινά και τη Δυτική Όχθη) και την αντιμετώπισή τους από την επίσημη πολιτεία, όσο και με τις συμφωνίες του Όσλου. Συνδέεται επίσης και βρίσκει την ακριβή της (πλην όμως αντεστραμμένη) εικόνα στη ριζοσπαστικοποίηση του ισλαμικού εξτρεμισμού στα κατεχόμενα Μια ακριβής εικόνα της αντιστοίχισης μεταξύ τρομοκρατικών επιθέσεων της Ισλαμικής Τζιχάντ και επιθέσεων εποίκων κατά Παλαιστινίων, επιθέσεων που, στην πραγματικότητα, εμπόδιζαν από την πρώτη στιγμή την ομαλή εξέλιξη των συμφωνιών δίνεται στο Samuel Heilman, 328 – 362.. Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός ρίζωσε στη Γάζα σχετικά νωρίς, με την ίδρυση του πρώτου παραρτήματος των Αδερφών Μουσουλμάνων στη Γάζα μόλις το 1946 Αυτό βεβαίως καθόλου δεν σημαίνει ότι το Ισλάμ δεν είχε και παλιότερα χρησιμοποιηθεί ως μέσο πολιτικών διεκδικήσεων στην Παλαιστίνη. Ο Σωτήρης Ρούσσος (81 – 82 και 104 – 118) πολύ εύστοχα καταδεικνύει ακριβώς αυτή τη χρήση κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Αραβικής Εξέγερσης (1936 – 1939).. Χρησιμοποιώντας ως μέσο την «πρακτική επανερμηνεία» της σύγχρονης πραγματικότητας μέσω της πολιτικοποίησης των ισλαμικών επιταγών (Brynjar Lia, 286), το κίνημα πολύ γρήγορα ακολούθησε τον δρόμο του Σάγεντ Κούτμπ στον τρόπο κατανόησης του κόσμου (Emmanuel Sivan, 50 – 82): η ισλαμική κοινωνία βρίσκεται σε παρακμή, παρόμοια με την κατάσταση της τζαχιλίγια, της προϊσλαμικής «άγνοιας» και αμαρτίας, οι κοσμικόδοξοι ηγέτες της κοινότητας είναι πουλημένοι στη Δύση τύραννοι, η λύση για τα ηθικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της ούμμα (της κοινότητας των πιστών) δεν είναι άλλη από το ίδιο το Ισλάμ Δηλαδή, το γνωστό σύνθημα Islam al – hal (όποιο και αν είναι το πρόβλημα, το Ισλάμ είναι η λύση). . Η ισχυροποίησή του, όμως, ως πολιτικού ρεύματος αμφισβήτησης του κοσμικόδοξου παλαιστινιακού εθνικισμού μπορεί να εντοπισθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και οφείλεται σε τρεις κυρίως παράγοντες: α) στην αποτυχία της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης να βρει βιώσιμη λύση στα μεγάλα προβλήματα των Παλαιστινίων, β) στην επιρροή που άσκησε η Ισλαμική Επανάσταση του Ιράν στην πλειονότητα των πιστών Μουσουλμάνων, επιρροή που εκδηλώθηκε αρχικά με τη δημιουργία μιας νέας οργάνωσης μέσα από τα σπλάχνα των Αδερφών Μουσουλμάνων (της Ισλαμικής Τζιχάντ), αλλά που μπορεί κυρίως να ανιχνευθεί στην επιβολή ενός συγκεκριμένου «σιιτικού» ήθους στον σουνιτικό πληθυσμό των κατεχομένων (φαινόμενο στο οποίο θα αναφερθούμε αναλυτικά πιο κάτω) και γ) στην εμφάνιση ενός (και πάλι, όπως στην περίπτωση του φονταμενταλιστικού σιωνισμού) χαρισματικού θρησκευτικού ηγέτη, του Σεΐχη Αχμάντ Γιασίν. Και στην περίπτωση του Γιασίν, η μεταφυσική έννοια του χαρίσματος ταυτίζεται σχεδόν με τη δυνα-τότητα εκμετάλλευσης των ευκαιριών, με την καθαρά ωφελιμιστική ικανότητα αντίληψης της ανάγκης των καιρών (Ziad Abu – Amr, 225 – 226). Εν προκειμένω, αυτό μπορούσε μόνο να λάβει τη μορφή της πλέον κατηγο-ρηματικής και απόλυτης άρνησης αναγνώρισης ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ. Από τις 11 Φεβρουαρίου 1988, ημερομηνία κυκλοφορίας του προπαγανδιστικού φυλλαδίου που φέρει το όνομα Χαμάς και που επισήμως για πρώτη φορά αναγνωρίζει τη σχέση της οργάνωσης με τους Αδερφούς Μου-σουλμάνους, οι φονταμενταλιστές διεξάγουν έναν διμέτωπο αγώνα κατά του Ισραήλ και κατά του παλαιστινιακού κοσμικόδοξου εθνικισμού της Αλ – Φατάχ, της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και (στη συνέχεια) της Παλαιστινιακής Αρχής. Ο διμέτωπος αυτός αγώνας όμως χαρακτηρίζεται από έναν ιδιαίτερο ρεαλισμό, από την κατανόηση δηλαδή του ότι οι μεταφυσικές προσδοκίες αποτελούν απλώς και μόνο μέσα για την επίτευξη πραγματικών πολιτικών στόχων. Άλλωστε, από την αρχή, το ιδιαίτερο ακτιβιστικό ύφος της Χαμάς, που συνδύαζε «τον πατριωτισμό με την ηθική αγνότητα και την κοινωνική δράση με την υπόσχεση της θείας χάριτος … [δηλαδή] όχι μόνο τη λύτρωση της πατρίδας, αλλά και τη σωτηρία της βασα-νισμένης ψυχής» (Schiff - Ya’ ari, 227), αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένο. Σε αντίθεση όμως προς τον φονταμενταλιστικό σιωνισμό που εξαρτά τη λύτρωση από την ανάγκη επανάκτησης της βιβλικής γης, εδώ έχουμε μια διαφορετική εστίαση: αυτή στη συμπεριφορά των πιστών, που αποτελεί προαπαιτούμενο της τελικής νίκης επί των «Σιωνιστών». Η κοσμική συμπεριφορά δεν μπορεί να γίνει ανεκτή, ούτε η παραμικρή παραχώρηση στους Σιωνιστές – Εβραίους – Ιουδαίους – Ισραηλινούς (έννοιες άλλωστε απόλυτα ταυτόσημες στην επίσημη γλώσσα της Χαμάς). Και αν σε σχέση με το εσωτερικό της κοινότητας, η έμφαση δίνεται στην ηθική αγνότητα, ως προς τη «σιωνιστική οντότητα», «τους εχθρούς του Θεού και της ανθρωπότητας», ο λόγος αποκτά χαρακτηριστικά δικαιοσύνης με το καταστατικό της Χαμάς να περιέχει το ερώτημα: «υπήρχε άραγε ποτέ στιγμή που οι άπιστοι φέρθηκαν με δικαιοσύνη στους πιστούς;» (Jensen, 19). Αυτό όμως που θα πρέπει αμέσως να γίνει κατανοητό είναι ότι αυτό που κυρίως διακρίνει τη σκέψη του Γιασίν (και, κατά συνέπεια, την πολιτική συμπεριφορά της Χαμάς) είναι ο ρεαλισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Χαμάς εκμεταλ-λεύτηκε, μέχρι να εδραιωθεί στη Γάζα, κάθε ευκαιρία που της έδωσαν τόσο η επιθυμία του Ισραήλ να υπάρχει ένα αντίβαρο στην ισχύ της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, όσο και οι «εμφύλιες» διαμάχες στο εσω-τερικό της Οργάνωσης μεταξύ της ηγεσίας και πιο ακραίων αριστερών στελεχών (Jensen, 14 – 19). Στα τριάντα πέντε χρόνια της ύπαρξής της, η πολιτική γλώσσα της Χαμάς προσαρμόζεται συνεχώς στους καιρούς, επιδεικνύοντας κάποιες φορές την πλέον ξεκάθαρη και απροκάλυπτη γενοκτόνα διάθεση για το σύνολο του εβραϊκού έθνους (άλλωστε η συγκεκριμένη αναφορά υπήρχε στο αρχικό καταστατικό του 1992 πριν απαλειφθεί το 2007) και κάποιες άλλες μια διάθεση «συνεννόησης» (μέσω της χρήσης της μακροχρόνιας ισλαμικής εκεχειρίας, της χούντνα, Livas, 126). Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι ξεκάθαρο ότι, όπως και στην περίπτωση του φονταμενταλιστικού σιωνισμού, η ιδιόλεκτος μπορεί να είναι θρησκευτική, οι επιδιώξεις όμως είναι πάντοτε πολιτικές. Εξετάζοντας την πολιτική συμπεριφορά της Χαμάς, μπορεί κανείς να παρα-τηρήσει και άλλες «συγγένειες» στην κοσμοαντίληψη με τους φονταμενταλιστές σιωνιστές του Γκους Εμουνίμ. Για παράδειγμα, την απόλυτη και καθολική απόρριψη κάθε ειρηνευτικού σχεδίου (τουλάχιστον όταν ένα τέτοιο σχέδιο προέρχεται ή έχει προετοιμασθεί από τους «φοβητσιάρηδες» Φυλλάδιο 102/Αύγουστος 1993 της Χαμάς (Jensen, 21). του Εθνικού Συμβουλίου ή όταν δεν προβλέπει την άνευ προϋποθέσεων παραχώρηση εδαφών στους Παλαιστινίους για ίδρυση δικού τους κράτους, Abu – Amr, 237 - 238). Άλλο παράδειγμα κοινής θεώρησης των πραγμάτων: η αντιμετώπιση των αντιπάλων ως προδοτών, ως εχθρών του Θεού. Και αυτή η θεώρηση θα αποδεικνυόταν ίσως η σημαντικότερη από όλες – τουλάχιστον σε σχέση με την εξέλιξη της πολιτικής ιστορίας του Ισραήλ. Κάποιες οργανώσεις προσκείμενες στο ρεύμα του φονταμενταλιστικού σιωνισμού έκαναν, κατά την κρίσιμη περίοδο μετά την υπογραφή των συμφωνιών του Όσλου, τα βήματα εκείνα που οδηγούν από την αντίληψη τού ότι καμία παραχώρηση γης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ή ανεκτή στην πε-ποίθηση τού ότι αυτός που είναι υπεύθυνος για μια τέτοια παραχώρηση διαπράττει αμαρτία τεράστια – και μάλιστα όχι απέναντι στους ανθρώπους, αλλά απέναντι στον ίδιο τον Θεό. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κάτι τέτοιο (δηλαδή, η ιδεολογική αναβάθμιση του «κινδύνου» με παράλληλη στοχο-ποίηση συγκεκριμένου ατόμου ή ατόμων) αποτελεί συνηθισμένη πρακτική στα φονταμενταλιστικά κινήματα στη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησής τους, κατά τη μετάβασή τους στον ένοπλο εξτρεμισμό και την τρομοκρατία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πράσινο φως άναψε από ένα ραβινικό συμβούλιο προσκείμενο στο Γκους Εμουνίμ, την Ένωση των Ραβίνων για τον Λαό και τη Γη του Ισραήλ, που την απάρτιζαν τόσο μαθητές του υιού Κούκ, όσο και νεώτεροι σε ηλικία και πιο ακραίοι ραβίνοι, σαν τον Μοσέ Λέβινγκερ, τον Σλόμο Άβινερ και τον Ελιέζερ Ουάλντμαν. Ξεκινώντας από την αντίληψη ότι οι συμφωνίες του Όσλου «είχαν μολύνει τον Σιωνισμό με το μικρόβιο της ειρήνης» Μοσέ Λέβινγκερ στο Heilman, 341., το συμβούλιο έφτασε να χαρακτηρίσει κάθε πράξη παράδοσης γης και κατεδάφισης κτιρίων εποίκων ως αμαρτία ισοδύναμη με την αφομοίωση και την απώλεια της εβραϊκής ταυτότητας (Heilman, 351) και ως «pikuach nefesh», δηλαδή ως απειλή στη ζωή των πιστών – που μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με άμυνα, ακόμη και πέραν των θεμιτών ορίων του νόμου (Heilman, 348). Η συγκεκριμένη «χαλακική» Μορφή θρησκευτικής θέσπισης, απόλυτα δεσμευτικής για όσους δέχονταν τη νομική αρμοδιότητα της Ένω-σης. διάταξη ήταν δεδομένο ότι θα είχε τραγικές συνέπειες – πόσο μάλλον όταν ήταν γνωστό από πριν ότι η Ένωση συνδεόταν με τη Μαχτερέτ, την Εβραϊκή Αντίσταση, μια τρομοκρατική οργάνωση που είχε ήδη στο ενεργητικό της αρκετές βίαιες επιθέσεις κατά Παλαιστινίων (Heilman, 342 – 346) και που στρατολογούσε τα μέλη της κυρίως από εποικισμούς σαν το Κιριάτ Αρμπά κοντά στη Χεβρώνα Ο μεγαλύτερος από τους εποικισμούς του Γκούς Εμουνίμ με πάνω από 20.000 κατοίκους σήμερα. Πολλοί κάτοικοί του ήταν προηγουμένως κάτοικοι εποικισμών στη χερσόνησο του Σινά. Το Κιριάτ Αρμπά (όπως και οι εποικισμοί στη Ναμπλούς και την Τζενίν) βρίσκεται και σήμερα πολύ συχνά στο επίκεντρο επεισοδίων μεταξύ εποίκων και Παλαιστινίων. Λίγο πριν τη δολοφονία του Ράμπιν, η γυναίκα του Λέβινγκερ είχε δηλώσει σε συνέντευξή της: «Δεν πρόκειται ποτέ να αφήσουμε να γίνει η Χεβρώνα Judenrein».. Στο ίδιο πνεύμα, ένας άλλος σημαντικός (από την οπτική γωνία της επιρροής που ασκούσε στην κοινωνία και την πολιτική ζωή του Ισραήλ) ραβίνος, ο Μεΐρ Καχάν Ο Καχάν είχε ακραίες, ρατσιστικές, για την εποχή του, απόψεις – απόψεις που επικεντρώνονταν στην εκδίωξη όλων των Παλαιστινίων από τα κατεχόμενα και που τώρα επαναλαμβάνονται ακόμη και από υπουρ-γούς της κυβέρνησης Νετανιάχου. (ιδρυτής του κόμματος Καχ, Kach) χαρακτήρισε τον Ράμπιν ως «ελληνίζοντα» (Heilman, 356), φέρνοντας στο νου ιστορικές μνήμες από την εξέγερση των Μακκαβαίων και τον τρόπο που αντιμετωπίζονταν από τους ομοθρήσκους τους όσοι Εβραίοι ελκύονταν από το ελληνιστικό πνεύμα των Σελευκιδών. Ο Καχάν ήταν γνωστός για την έντονη αντιπάθειά του προς την κοινοβουλευτική δημοκρατία, την οποία έβλεπε ως μορφή προδοσίας προς τον Θεό. Η σύνδεση γης, μεσσιανικής προσμονής, τήρησης των υποχρεώσεων της Τορά και αίσθησης απειλής αποτυπώθηκε με τον πλέον εναργή τρόπο στην πολεμική κραυγή του ραβίνου Ντοβ Λιόρ: «Χωρίς το σύνολο του Ερέτζ Ισραέλ, δεν υπάρχει ζωή στο Ισραήλ» (Heilman, 344), αλλά και στο σύνθημα: «Η Γέσα είναι παντού» που έβλεπε κανείς γραμμένο παντού σε τοίχους πόλεων του Ισραήλ, λίγο πριν τη δολοφονία του Γιτζάκ Ράμπιν. Γέσα (Yesha), το ακρωνύμιο για τη Σαμάρεια, τη Γάζα και τη Γαλιλαία Δηλαδή, οι τρεις περιοχές που θεωρούνται από τους φονταμενταλιστές οι κοιτίδες του εβραϊκού έθνους. , σημαίνει επίσης σωτηρία. Το επόμενο (λογικό σε αυτή την πορεία) βήμα ήταν ο χαρακτηρισμός του Ράμπιν Ο Γκραϊλσάμερ σημειώνει ότι ο Ράμπιν κατάφερε να πείσει την πλειονότητα των Ισραηλινών για την αναγκαιότητα υπογραφής των συμφωνιών του Όσλου και εξαιτίας του προφίλ του – του προφίλ, δηλαδή, ενός σκληροτράχηλου στρατιωτικού ηγέτη που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης εξαιτίας της ηγεσίας του στον πόλεμο του 1967 και που δεν είχε καμία σχέση με τον αριστερό διανοούμενο Πέρες, τον οποίον δεν εμπιστεύονταν ιδιαιτέρως οι Ισραηλινοί. ως ροντέφ (rodef), δηλαδή ως διώκτη των Εβραίων, ως νόμιμου προς εξόντωση στόχου και η δολοφονία του την 1η Νοεμβρίου 1995 από τον Γιγκάλ Αμίρ – που αντιμετωπίζεται μέχρι σήμερα ως ήρωας του φονταμενταλιστικού σιωνισμού Το ντοκιμαντέρ Πέρα από τον Φόβο που περιγράφει τη ζωή του Αμίρ μέσα στη φυλακή αντιμετωπίστηκε από πολλούς (ένας από αυτούς ήταν και ο Σιμόν Πέρες) ως προσπάθεια δικαιολόγησης του εγκλήματός του, https://www.bbc.com/news/blogs-news-from-elsewhere-33148290. . Αξίζει, νομίζω, να σημειωθεί η ομοιότητα των χαρακτηρισμών ροντέφ και Φαραώ (έτσι ονόμαζαν τον «τύραννο» Ανουάρ Σαντάτ οι Αδερφοί Μουσουλμάνοι Στην Απούσα Αρχή, κείμενο ιδεολογικών αρχών του Αμπντ αλ – Σαλάμ αλ – Φαράτζ, ενός των δολοφόνων του Σαντάτ, ο Αιγύπτιος Πρόεδρος χαρακτηρίζεται συνεχώς ως Φαραώ και Νεμρώδ. Ο τίτλος παραπέμπει στον «έκτο», κατά τους Ισλαμιστές, στύλο της πίστης, το τζιχάντ, που δεν αναγνωρίζεται ως τέτοιος από την πλειονότητα των πιστών. , Sivan, 102 - 105) και το κοινό τέλος των δυο ηγετών. Η ταύτιση προσμονής του Μεσσία, γης και πολιτικών επιδιώξεων Ξεχωριστή αναφορά χρειάζεται, νομίζω, στον φονταμενταλιστικό σιωνισμό, ευαγγελικής προέλευσης, του International Christian Embassy. Η ICE είναι μια εκκλησία που ίδρυσε ο Jan Willem van den Hoeven και που πιστεύει ότι η επέκταση του Ισραήλ σε όλη τη βιβλική γη του Ερέτζ Ισραέλ θα επισπεύσει τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού (Ariel). Οι ευαγγελιστές του ICE διαφέρουν από τις υπόλοιπες ευαγγελικές εκκλησίες ως προς τη δράση τους στο Ισραήλ γιατί απέχουν από οποιαδήποτε προσηλυτιστική δράση. συνεχίζεται στο κίνημα του ιδεολογικού εποικισμού από το Συμβούλιο της Γέσα και τον πρόεδρό του Σλόμο Νήμαν, για τον οποίο οι «εποικισμοί είναι ιδεολογία, είναι πίστη, είναι ζωή» (Lazaroff). Στον σιωνιστικό, όπως και στον ισλαμικό, φονταμενταλισμό, η εκφορά των πολιτικών διεκδικήσεων γίνεται μέσω της θρησκευτικής γλώσσας. Και η εκφορά αυτή αποκτά μέσω αυτής της γλώσσας έναν ιδιαίτερα σοβαρό και συμβολικό τόνο, έναν τόνο συμβατό με το επείγον και το άμεσο θεμάτων σαν το επερχόμενο τέλος των ημερών και την άφιξη του Μεσσία. Στη χρήση αυτής της γλώσσας δεν υπάρχουν στεγανά – δηλαδή, ο φονταμενταλισμός, όπως έχουμε ήδη δει, μπορεί να αξιοποιήσει κατά το δοκούν θρησκευτικά μοτίβα που δεν ανήκουν στο «δικό του», με τη στενή έννοια του όρου, αξιακό ή γνωσιακό περιβάλλον, αν αυτό κρίνεται πρόσφορο για την προώθηση των πολιτικών στόχων του. Αυτό ακριβώς κάνει η Χαμάς, που έχει εκμεταλλευθεί κατάλληλα τα αισθήματα αδικίας και απογοήτευσης του πληθυσμού της Γάζας για να επιβάλει και να διατηρήσει την εξουσία της, μέσω της χρήσης μιας ιδιολέκτου συναισθηματικά φορτισμένης και με έντονες σιιτικές καταβολές. Η πραγμα-τιστική, στην ουσία της, προσέγγιση της Χαμάς αποδεικνύεται πάνω απ’ όλα από την ανταπόκρισή της στις προσδοκίες των Παλαιστινίων – όχι μόνο σε επίπεδο ικανοποίησης αναγκών και κάλυψης κρατικών κενών, αλλά και σε επίπεδο συμβολικό. Η Χαμάς κατανόησε ότι δεν αρκούσε η χρήση της νομο-κεντρικής και ηθικολογικής σουνιτικής γλώσσας και ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα ήταν πολύ χρησιμότερη η αξιοποίηση της σιιτικής συναι-σθηματικής θεώρησης των πραγμάτων, του σιιτικού «ήθους». Μέρος αυτής της κοσμοαντίληψης είναι η λατρεία των μαρτύρων, των σαχίντ, όσων πέθαναν για τον Θεό και την πατρίδα. Οι δρόμοι της Γάζας (κατ’ αντι-στοιχία των δρόμων της Τεχεράνης) είναι γεμάτοι από τοιχογραφίες με εικόνες των μαρτύρων αυτών, που η μνήμη τους μένει ζωντανή μέσα από τραγούδια που μαθαίνουν οι μαθητές στα σχολεία από πολύ νωρίς. Η λατρεία αυτή έχει φτάσει στο σημείο εμμονής με τον θάνατο. Η γνωστή ρήση του Αγιατολάχ Χομεϊνί «ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτε απολύτως – ο θάνατος είναι ζωή» (Brumberg, 60) βιώνεται ως μια καθημερινή επιταγή για ανθρώπους που έχουν διδαχθεί από νωρίς να θεωρούν τον μαρτυρικό θάνατο ως ελκυστική προοπτική. Και αυτή η εμμονή οδηγεί σε μια αίσθηση συνεχούς αναμονής του τέλους του κόσμου Θα πρέπει να αναφερθούμε στην αντίστοιχη εσχατολογική θεώρηση του ISIS που είχε ονομάσει το διαδικτυακό περιοδικό του Dabiq, από το όνομα του μέρους («κάπου στο βόρειο Ιράκ») στο οποίο θα λάβει χώρα η τελική μάχη ανάμεσα στον Θεό και τον Σατανά., σε μιαν εσχατολογική αντιμετώπιση της ζωής (που, και αυτή όμως, αποδίδει στη Χαμάς πολιτικά οφέλη). Τέλος, η Χαμάς επενδύει στο αίσθημα αδικίας, στον συνεχή μανιχαϊστικό αγώνα ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, έναν αγώνα που, στο κλειστοφοβικό περιβάλλον της Γάζας, βγάζει απόλυτο νόημα. Υπό αυτό το πρίσμα, οι πιστοί γίνονται στρατιώτες και ακρίτες – ακριβώς όπως αντιμετωπίζει και το Γκούς Εμουνίμ τους δικούς του εποίκους – και η καθημερινή συμπεριφορά μετα-τρέπεται σε πράξη αντίστασης (είναι χαρακτηριστικό ότι ο υπαρχηγός της Χαμάς και πνευματικό παιδί του Γιασίν, ο Γιάχυα Σινουάρ O Σινουάρ φωτογραφίζεται συχνά κρατώντας στην αγκαλιά του παιδιά που έχουν στα χέρια τους Καλάσνικοφ, σε μια συμβολική απάντηση στη γνωστή πρόταση της Γκόλντα Μέιρ: «Ειρήνη θα υπάρξει όταν οι Άραβες αγαπήσουν τα παιδιά τους περισσότερο απ’ ό,τι μισούν εμάς». Ο Σινουάρ, ο πλέον καταζητούμενος από τους Ισραηλινούς πολιτικός ηγέτης της Χαμάς είναι ιδιαίτερα σκληρός απέναντι στους συνεργάτες των Ισραηλινών. Σε μια περίπτωση λέγεται ότι εκτέλεσε έναν καταδότη, βάζοντας τον αδερφό του να τον θάψει ζωντανό. Όταν το χώμα είχε αρχίσει να καλύπτει το πρόσωπό του, ο Σινουάρ πήρε το φτυάρι και τον ανάγκασε να ολοκληρώσει τη διαδικασία με ένα κουτάλι. (Yahya Sinwar) έχει αναγάγει το χιτζάμπ των γυναικών στο σημαντικότερο μέσο αντίστασης κατά των Ισραηλινών, Rory Jones). Η εξτρεμιστική χρήση του θρησκευτικού φονταμενταλισμού για πολιτικούς στόχους έχει, άλλωστε, σε κάθε περίπτωση την ικανότητα να μετατρέπει το καθημερινό, το απλό, το συνηθισμένο, σε όπλο, σε μέρος ενός κοσμικών διαστάσεων πολέμου. Και αυτό είναι ένα από τα κοινά στοιχεία και των δυο μορφών φονταμενταλισμού που εξετάζουμε στο παρόν άρθρο μας. Υπάρχουν και άλλες - αρκετές - ομοιότητες μεταξύ του φονταμενταλιστικού σιωνισμού του Γκούς Εμουνίμ και του ισλαμικού εξτρεμισμού της Χαμάς: Η κοινή, δεδηλωμένη πρόθεση εγκαθίδρυσης ενός θεοκρατικού πολιτικού συστήματος που δεν βάζει τίποτε πάνω από τον Θεό Η μείξη θρησκευτικού ζηλωτισμού και εθνικισμού Ην πλέον ξεκάθαρη και σαφής απαξίωση της δημοκρατίας, του κοινοβουλευτισμού, του σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα Η αντιμετώπιση κάθε προοπτικής ειρήνης ως προδοτικής προς τον Θεό Η ταύτιση πολιτικής κοινότητας και κοινότητας πιστών Ην προσκόλληση στη γη, στο έδαφος, στον τόπο κατοικίας Η συνεχής ανταπόκριση στις ανάγκες της κοινωνίας, που αποκτά χαρακτήρα θρησκευτικής υποχρέωσης Η πραγματιστική θεώρηση των πραγμάτων που επιβάλλει την πρόταξη βραχυπρόθεσμων στόχων, με παράλληλη συνεχή προβολή των δυσκολότερων να επιτευχθούν μακροπρόθεσμων στόχων Η διεξαγωγή απηνούς αγώνα κατά των μετριοπαθών στοιχείων και στις δυο κοινωνίες Η λατρεία προς τους μάρτυρες και τους ήρωες της πίστης Η εσχατολογική και μεσσιανική αντίληψη για τα πράγματα Η δαιμονοποίηση των αντιπάλων – που κατηγορούνται ως έχοντες διαπράξει προδοσία κατά της ίδιας της θεϊκής τάξης Η πρόταξη συγκεκριμένων αρχών, κανόνων και υποχρεώσεων της πίστης και η παρανάγνωση κάποιων άλλων Σε πολιτικό επίπεδο, και στις δυο αντιμαχόμενες πλευρές, ένα από τα πιο εμφανή αποτελέσματα είναι η κατασκευή ενός συστήματος μίσους που εμπε-ριέχει όλα τα γνωστά στοιχεία (αποανθρωποποίηση των αντιπάλων, το τρίπολο: ένδοξο παρελθόν/δύσκολο παρόν/αβέβαιο μέλλον, το ζεύγος αντιθέτων «εμείς – αυτοί», την αυτοθυματοποίηση) και που έχει επιβληθεί στον δημόσιο λόγο και στις δυο κοινωνίες, ακόμη και σε ανθρώπους με μη θρησκευτικές αντιλήψεις. Μια ανάγνωση ανακοινώσεων, τόσο παλαιότερων, όσο και πιο πρόσφατων, κατά τη διάρκεια του πολέμου, αρκεί για να το καταστήσει αυτό σαφές. Η συνεχής χρήση του όρου «κτήνη» για τους τρομοκράτες της Χαμάς από την πλευρά αξιωματικών του IDF, η παλαιότερη ρήση του πρώην υπουρ-γού Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας του Ισραήλ Άβιγκντορ Λίμπερμαν («Δεν υπάρχουν αθώοι στη Γάζα της Χαμάς»), η δικαιολογία του εκπροσώπου της Χαμάς Χαμντάν για την επίθεση της 7/10 («Οι έποικοι αποτελούν νόμιμους στόχους γιατί είναι όλοι στρατιώτες – συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των παιδιών») – όλα τα παραπάνω αποτελούν μέρη του κρατούντος πλέον και στις δυο αντιμαχόμενες πλευρές λόγου. Ενός λόγου που φέρει μέσα του την απολυτότητα της φονταμενταλιστικής αντίληψης των πραγμάτων και που, αναπόφευκτα, συμπαρασύρει και συμπεριφορές και πράξεις και νοοτροπίες. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ιλάν Γκραϊλσάμερ, Η νέα ιστορία του Ισραήλ, (μετάφραση: Αλέξανδρος Ζαγκούρογλου), Καστανιώτης, 2000 Σωτήρης Λίβας, Γλώσσα και Εξτρεμισμός – Δέκα +1 δοκίμια για τη γλώσσα του μίσους, Παπαζήσης, 2021 Σωτήρης Ρούσσος, Επανάσταση και Εξέγερση στη Μέση Ανατολή, Gutenberg, 2022 Ziad Abu – Amr, Shaykh Ahmand Yasin and the origins of Hamas, (225 – 256) στο R. Scott Appleby (ed), Spokesmen for the despised, The University of Chicago Press, 1997 Abbas Amanat, Apocalyptic Islam and Iranian Shi’ism., I. B. Tauris, 2009 R. Scott Appleby, Introduction (1 - 16), Conclusion – The Measure of a Fundamentalist Leader (398 – 414) στο R. Scott Appleby (ed), Spokesmen for the despised, The University of Chicago Press, 1997 Gideon Aran, The Father, the Son and the Holy Land – The Spiritual Authorities of Jewish – Zionist Fundamentalism in Israel (294 – 327), στο R. Scott Appleby (ed), Spokesmen for the despised, The University of Chicago Press, 1997 Yaakov Ariel, A Christian Fundamentalist vision of the Middle East, (363 – 397), στο R. Scott Appleby (ed), Spokesmen for the despised, The University of Chicago Press, 1997 Efrat Ben – Ze’ev και Eyal Ben – Ari, War, Heroism and Public Representations – The case of a Museum of “Coexistence” in Jerusalem (117 – 138) στο Edna Lomsky – Feder and Eyal Ben – Ari (eds), Military and Militarism in Israeli Society, University of New York Press, 1999 Daniel Brumberg, Khomeini’s Legacy – Islamic Rule and Islamic Social Justice (16 – 82) στο R. Scott Appleby (ed), Spokesmen for the despised, The University of Chicago Press, 1997 Samuel Heilman, Guides of the Faithful – Contemporary Religious Zionist Rabbis (328 – 362), στο R. Scott Appleby (ed), Spokesmen for the despised, The University of Chicago Press, 1997 Michael Irving Jensen, The Political Identity of Hamas – A grassroots perspective, I. B. Tauris, 2009 Rory Jones, The Hamas Leader Who Studied Israel’s Psyche—and Is Betting His Life on What He Learned, The Wall Street Journal, 23/12/2023, https://www.wsj.com/world/middle-east/hamas-yahya-sinwar-israel-palestinian-hostages-6407dc41 (τελευταία πρόσβαση, 25/12/2023) Tovah Lazaroff, A Land of his own: How a Soviet childhood links to West Bank annexation, Jerusalem Post, 19/8/2023, https://www.jpost.com/israel-news/article-755216 (τελευταία πρόσβαση, 25/12/2023) Brynjar Lia, The Society of the Muslim Brothers in Egypt – The Rise of an Islamic Mass Movement, 1928 – 1942, Ithaca, 1998 Sotiris Livas, From Exclusivity to Exclusion: The Constant Interplay of Israeli – Palestinian Politics, Boletim Malala, 3, 1, 2014, 124 – 127. Maxime Rodinson, Israel and the Arabs, Pelican, 1968 Emmanuel Sivan, Radical Islam – Medieval Theology and Modern Politics, Yale University Press, 1985 Ze’ev Schiff – Ehud Ya’ari, Intifada: The Palestinian Uprising – Israel’s Third Front, Simon and Schuster, 1989 25