Nothing Special   »   [go: up one dir, main page]

Academia.eduAcademia.edu

Το «γειτονικό» έννομο συμφέρον στην περί αυθαιρέτων περιβαλλοντική δίκη - Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 564/2021 (παράνομη τακτοποίηση αυθαίρετου κτίσματος)

2021, Περιβάλλον & Δίκαιο (τεύχος 3)

03 ΑΝΑΤΥΠΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ - ΕΝΕΡΓΕΙΑ - ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ - ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ - ΔΟΜΗΣΗ - ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ - ΜΝΗΜΕΙΑ ΓεώργιοςΚ.Καράντζιος Ασκ. Δικηγόρος I Το «γειτονικό» έννομο συμφέρον στην περί αυθαιρέτων περιβαλλοντική δίκη Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 564/2021 Παράνομη τακτοποίηση αυθαίρετου κτίσματος Online πρόσβαση σε ΠερΔικ στην Πλατφόρμα Νομικού Περιεχομένου | www.qualex.gr 474 Ι. ΔΑΣΗ – ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ Μητροπολιτικός Πόλος Ελληνικού – Δασικός χαρακτήρας έκτασης ΣτΕ Ολ 667/2021 Πρόεδρος: E. Σάρπ, Πρόεδρος ΣτΕ Εισηγητής: Χρ. Ντουχάνης, Σύμβουλος Επικρατείας Δικηγόροι: Σ. Ανδριοπούλου, Ν. Μουκαζής, Νομικός Σύμβουλος του Κράτους, Γ. Σιούτη, Μ. Φλώρου, Σπ. Βλαχόπουλος, Γ. Δελλής, Α. Χασαπόπουλος Διατάξεις: άρθρα 24 παρ. 1, 117 παρ. 3 Συντ., 1 παρ. 2 ν. 3900/2010, 45 επ. ν. 998/197 Πρότυπη δίκη. Δασική προστασία. Προϋποθέσεις εγκατάστασης έργων και δραστηριοτήτων σε δασικού χαρακτήρα εκτάσεις. Διαχρονικό δίκαιο. Ενσωμάτωση της άδειας της δασικής αρχής στην απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, όπου αυτή απαιτείται. Νόμοι συνεπαγόμενοι την άρση του δασικού χαρακτήρα έκτασης στο πλαίσιο της εφαρμογής χωροταξικού σχεδίου. Συμβατοί με το Σύνταγμα μόνο εφόσον προβλέπουν τη μεταβολή αυτή κατά τρόπο σαφή και όχι έμμεσο, υπεραναπληρώνοντας τη θυσία δασικού πλούτου με άλλα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα. Μητροπολιτικός Πόλος Ελληνικού - Αγίου Κοσμά. Χαρακτηρισμός ολόκληρης της συγκροτούσας αυτόν έκτασης ως μη έχουσας δασικό χαρακτήρα. Μη δυνατότητα χαρακτηρισμού ως δασικών ούτε κήρυξης ως αναδασωτέων εκτάσεων που έχουν νομίμως απολέσει τον δασικό τους χαρακτήρα πριν την 11.6.1975. Κρίση ότι το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων που συγκροτούν τον ΜΠΕΑ είχαν αποτελέσει σε χρόνο προγενέστερο της 11.6.1975 αντικείμενο αποφάσεων αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για το σκοπό λειτουργίας του αεροδρομίου του Ελληνικού και συνεπώς είχαν αποβάλει τον τυχόν δασικό τους χαρακτήρα, ακόμη και αν ορισμένες από αυτές εξακολούθησαν να καλύπτονται από δασικά φυτά. Νόμιμος ο χαρακτηρισμός των εκτάσεων αυτών ως μη δασικών, αφού και υπό την εκδοχή ότι απέκτησαν σε κάποιο χρονικό σημείο δασικό χαρακτήρα, τον είχαν μεταβάλει και είχαν αφιερωθεί σε άλλο προορισμό. Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης ΜΠΕΑ και Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας. Η μεταβολή του δασικού χαρακτήρα όσων τμημάτων του ΜΠΕΑ τυχόν τον διατηρούσαν, έχει αποτελέσει σαφή ρυθμιστική επιλογή ενός τουλάχιστον νομοθετήματος που επιχείρησε χωροταξικό σχεδιασμό, ο οποίος ενσωματώνει τη συνταγματική επιταγή της προστασίας του περιβάλλοντος και εναρμονίζεται με το Σύνταγμα, ΠερΔικ 3/2021 (ΕΤΟΣ 25ο) ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ενώ δεν συνιστά μη νόμιμη ευθεία πολεοδόμηση. (Αντιθ. μειοψ.). Πρότυπη δίκη. Προϋποθέσεις παραδεκτής υποβολής προδικαστικού ερωτήματος. Προδικαστικό ερώτημα για τη συνταγματικότητα της εξαίρεσης από τη δασική νομοθεσία των τεχνητών δασικών φυτειών. Απέχει από την επίλυση λόγω αλυσιτέλειας. (Αντιθ. μειοψ.). Εκδικάζει την αίτηση ακυρώσεως. Αβάσιμος ο ισχυρισμός περί διακοπής της διαδικασίας ανάρτησης του δασικού χάρτη με την πράξη χαρακτηρισμού, καθώς η όλη περιοχή του ΜΠΕΑ δεν θα ήταν σε κάθε περίπτωση δυνατόν να υπαχθεί στη δασική νομοθεσία. Αλυσιτελής ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας της εξαίρεσης από τη δασική νομοθεσία των τεχνητών δασικών φυτειών. (Αντιθ. μειοψ.). Απορρίπτεται η αίτηση ακυρώσεως. νονιστικών προτύπων. Εξάλλου η τυχόν αλυσιτέλεια των παραπάνω συναρτήσεων επαυξάνει τη δυσπιστία και τη συνωμοσιολογία προς τις συνθήκες της νομιμότητας, ενώ αντίθετα η συντεταγμένη εφαρμογή τους μπορεί να συμβάλλει στην ασφάλεια του δικαίου, ως θεμελιώδες προπύργιο της δημοκρατικής ισορροπίας και της κοινωνικο-οικονομικής προόδου, ειδικά στις κρίσιμες προκλήσεις της βιώσιμης ανάπτυξης στον 21ο αιώνα. Το «γειτονικό» έννομο συμφέρον στην περί αυθαιρέτων περιβαλλοντική δίκη Με την υπ’ αριθμ. 564/2021 απόφαση του Ε΄ τμήματος του ΣτΕ κρισιολογήθηκαν οι περιστάσεις βάσει των οποίων ο περίοικος δύναται να θεμελιώσει έννομο συμφέρον προς άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά της διοικητικής πράξης υπαγωγής όμορου ακινήτου στη νομοθεσία περί νομιμοποίησης αυθαίρετων κατασκευών. Αρχικά, η αιτούσα εταιρία προσέφυγε στον αρμόδιο ακυρωτικό σχηματισμό του ΔΕφΠειρ, το οποίο με την υπ’ αριθμ. 456/2018 απόφασή του απέρριψε το ασκηθέν ένδικο βοήθημα, λόγω μη στοιχειοθέτησης της διαδικαστικής προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος. Πιο συγκεκριμένα, κατά την πρωτοβάθμια δίκη η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε πως η έκδοση βεβαίωσης υπαγωγής γειτνιάζοντος κτίσματος στις διατάξεις του Ν 4178/20131, καθώς και η χορηγηθείσα άδεια εκτέλεσης εργασιών 1. Σημειώνεται ότι οι περιπτώσεις, όπως και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις τακτοποίησης των αυθαίρετων κατασκευών αναφέρονται ιδίως στους Ν 4178/2013, Ν 4495/2017 και Ν 4759/2020 εντός των οποίων εντοπίζεται μια αρκετά διευρυμένη δυνατότητα εξυγίανσης των γενόμενων πολεοδομικών παραβάσεων. ΙV. ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ - ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ - Παράνομη τακτοποίηση αυθαίρετου κτίσματος επ’ αυτού ήταν παράνομες, καθότι στηρίχθηκαν σε ανακριβή δικαιολογητικά στοιχεία. Προκειμένου δε να υποστηρίξει τη σε βάρος της απειλούμενη βλάβη, αλλά και να επιχειρηματολογήσει την ωφέλεια που θα ποριζόταν, εάν το δικαστήριο ακύρωνε τις επίδικες πράξεις,η αιτούσα εταιρία επικαλέστηκε πως η επίδικη ιδιοκτησία με την οποία συνόρευε ακίνητο δικής της κυριότητας βρισκόταν σε οικολογικά ευαίσθητη νησιωτική περιοχή που χαίρει αυξημένης νομοθετικής προστασίας. Περαιτέρω, σημείωσε πως υπό την ιδιότητα της ιδιοκτήτριας όμορου ακινήτου εκκίνησε τις διοικητικές διαδικασίες καταγγελίας των αυθαιρεσιών ενώπιον του ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α., επικαλούμενη για την ενεργητική της νομιμοποίηση τόσο στη διοικητική, όσο και στη δικαστική προστασία το συνταγματικής περιωπής ατομικό δικαίωμα προστασίας του περιβάλλοντος (άρθρο 24 Συντ.). Μολαταύτα, το δικάσαν εφετείο έκρινε πως η αιτούσα δεν στήριξε με επαρκή εξειδίκευση τον προσωπικό χαρακτήρα του θιγόμενου συμφέροντός της, καθ’ ο μέτρο δεν μερίμνησε να συγκεκριμενοποιήσει, αλλά και να αποδείξει τις συνέπειες που θα υφίστατο η δική της ιδιοκτησία, λόγω της φερόμενης ως παράνομης πολεοδομικής τακτοποίησης του γειτονικού κτίσματος.Εκ τούτου του λόγου, η σχετική αίτηση ακύρωσης απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Κατόπιν τούτων,η αιτούσα εταιρία προσέφυγε ενώπιον του ΣτΕ, ασκώντας έφεση κατά της απορριπτικής πρωτοβάθμιας κρίσης. Ειδικότερα, παραπονέθηκε πως η εξαχθείσα κρίση του ΔΕφ παραγνώρισε την πάγια νομολογία του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου ως προς τη διαπίστωση ανυπαρξίας εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπό της. Πράγματι, εκδικάζοντας τη σχετική διαφορά, το ΣτΕ έκρινε ότι η εκκαλούμενη απόφαση υπήρξε πλημμελής κατά την εκτίμηση του παραδεκτού της ασκηθείσας αίτησης ακύρωσης, καθώς περιόρισε ανεπιτρέπτως τα ερείσματα επί των οποίων μπορούσε να στηριχθεί ο ιδιοκτήτης γειτονικού ακινήτου, ούτως ώστε να αξιώσει δικαστική προστασία έναντι της φερόμενης ως παράνομης διοικητικής δράσης κατ’ εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας. Μολονότι, βέβαια, έκανε τυπικά δεκτή την ασκηθείσα έφεση, αναδικάζοντας την υπόθεση το δικαστήριο απέρριψε κατ’ ουσία την αίτηση ακύρωσηςως αλυσιτελή, λόγω του ότι είχε μεσολαβήσει εντωμεταξύ έτερη διοικητική και δικαστική διαδικασία που διέγνωσε τον -πράγματι- παράνομο χαρακτήρα της γενόμενης τακτοποίησης. Η εκ μέρους του κατ’ έφεση δικάσαντος ΣτΕ επεξεργασία της διαδικαστικής προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος ενόψει της αχθείσας ενώπιον του πολεοδομικής διαφοράς υπήρξε σαφέστατα διασταλτική, ακολουθώντας την κατεστημένη πλέον 475 παράδοση της«πράσινης» νομολογίας του2. Αποσυνδέοντας, δηλαδή, το βλαπτόμενο έννομο συμφέρον από τον εν στενή εννοία«προσωπικό»και «άμεσο»χαρακτήρα του3, το συνέπλεξε με την ανάγκη αποτελεσματικής άσκησης της αμυντικής αξίωσης που κατοχυρώνει το άρθρο 24 Συντ., αφ’ ης στιγμής το ανθρωπογενές περιβάλλον δεν παύει να είναι αναπόσπαστο τμήμα της φύσης4. Πράγματι, σε αντιδιαστολή προς τη θέση που υποστήριξε η πρωτόδικη απόφαση περί ανυπαρξίας δυσμενών επενεργειών στην ιδιοκτησία του γείτονα αυτή καθ’ αυτή, η εφετειακή κρίση θεώρησε πως το έννομο συμφέρον συστήνει -ως de facto γεγονός- μόνη η κατάσταση γειτνίασης, χωρίς να είναι απαραίτητο να συναφθεί το περιγραφόμενο συμφέρον με οιαδήποτε απτή βλάβη της περιουσίας ή των εν γένει προσωπικών εννόμων αγαθών του όμορου ιδιοκτήτη5. Μέσω δε της συγκεκριμένης διάκρισης διαμορφώθηκε η διαλεκτική των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία έφερε, εν τέλει, ως αντικείμενό της την κανονιστική κατανόηση του περιβαλλοντικού εννόμου αγαθού. Πράγματι, η νομική κρίση που εκδήλωσε το ΣτΕ χρωμάτισε την ποιοτική ιδιαιτερότητα της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης αυτής καθ’ αυτής, η οποία δεν αποτελεί αμιγώς «ιδία» υπόθεση του θιγόμενου διοικουμένου, αλλά συλ- 2. Χ. Μουκίου, Έννομο συμφέρον και actiopopularis, ΘΠΔΔ 8-9/2016, 736-738, η οποία συμπεραίνει ότι η εννοιολογική διαστολή της έννοιας του εννόμου συμφέροντος στην περιβαλλοντική νομολογία του ΣτΕ αποτέλεσε το ιστορικό προϊόν της ανάγκης για δικαιοπλαστική παρέμβαση του δικαστή σε ευάλωτες πτυχές της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, όπου -τουλάχιστον κατά το παρελθόν- δεν υφίστατο επαρκής νομοθετική ύλη. 3. Για τη δικονομική έννοια του εννόμου συμφέροντος βλ. Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Σάκκουλας, 2014, 453επ. και Π. Λαζαράτο, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σελ.532επ., ο οποίος θεωρεί ότι η διεύρυνση του περιβαλλοντικού εννόμου συμφέροντος αφορά ίσως την ηθική διάστασή του. 4. Βλ. σχετ. Α. Τάχο, Δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος, Σάκκουλας, 2006, 19επ. και Κ. Μενουδάκο, Η συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος μετά την αναθεώρηση, ΝοΒ 50/2002, 45-57. 5. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Α. Τάχος, Δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος, όπ.π., 137-138 σημειώνει ότι «το περιβάλλον συνιστά έννομο αγαθό σύνθετο και συλλογικό», γεγονός που συνεπάγεται ότι «η διαδικασία προστασίας του περιβάλλοντος και η κυρωτική διαδικασία είναι δυνατό να τίθεται σε κίνηση από τον έχοντα άμεσο ή και έμμεσο συμφέρον. Έτσι, η αίτηση έννομης προστασίας -δικαστικής ή διοικητικής- αποσυνδέεται, κατά περίπτωση, από την προϋπόθεση προσβολής ατομικού δικαιώματος ή συμφέροντος και συνδέεται με την έννοια της επικινδυνότητας να προσβληθεί εμμέσως δικαίωμα ή συμφέρον του ανθρώπου». Online πρόσβαση σε ΠερΔικ στην Πλατφόρμα Νομικού Περιεχομένου www.qualex.gr 476 λογικής σημασίας ζητούμενο6. Μ’ άλλα λόγια, η εκ μέρους του όμορου ιδιοκτήτη ευθεία αμφισβήτηση της νομιμότητας ανοικοδόμησης επί του συνορεύοντος γηπέδου θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως κατέτεινε εξ ορισμού στην προστασία της αντικειμενικής νομιμότητας της διοικητικής δράσης, υπερακοντίζοντας αισθητά τη σύγχρονη φυσιογνωμία της κλασικής διοικητικής δίκης, η οποία, εν πρώτοις, κατατείνει στην προστασία του θιγόμενου ιδιώτη έναντι της διοικήσεως και διά μέσου αυτής της σχέσης στην, εν τέλει, προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος7. Τούτο, άλλωστε, ισχυρίστηκε κατ’ ουσίαν η εκκαλούσα εταιρία, προτάσσοντας πως προσπαθούσε να «εμποδίσει» την παράνομη και περιβαλλοντικά επιβλαβή «οικοδόμηση ή άλλη αξιοποίηση [του] όμορου ακινήτου»8. Γενικότερα, η διευρυμένη αντίληψη του εννόμου συμφέροντος σε ζητήματα προστασίας του φυσικού, οικιστικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος σχετίζεται με το αίτημα αποτελεσματικής διασφάλισης των συνταγματικών επιταγών του σεβασμού της φύσης και του ορθολογικού χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, ούτως ώστε να διαφυλάσσεται και να βελτιώνεται η ποιότητα της ζωής των πολιτών, αλλά και η συναρμογή της ανθρωπογενούς δράσης και ανάπτυξης προς την ισόρροπη και ακώλυτη λειτουργία της ίδιας της φύσης (άρθρο 24 Συντ.)9. Βέβαια, ευθύς εξαρχής οφείλει να επισημανθεί πως η αξίωση δικαστικής προστασίας επί ζητημάτων προστασίας του εν γένει περιβάλλοντος δεν ταυτίστηκε πότε στην πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας με τη λεγόμενη «λαϊκή αγωγή»(“actio popularis”)10. Εξαιρουμέ6. Πρβλ. και Κ. Σταμάτη, Φιλοσοφία και Οικολογική Ηθική, Νήσος, 2013,163-181, ο οποίος εξηγεί ότι η ιδιαιτερότητα του περιβαλλοντικού αγαθού καθιδρύει συλλογικό νομικό καθήκον αλληλεγγύης για τη διάσωση της φύσης, καθ’ ο μέτρο το φυσικό περιβάλλον αποτελεί τον θεμελιωδέστερο όρο «αναπαραγωγής του κοινωνικού δεσμού». 7. Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, όπ. π., 232, 456, 471. 8. Βλ. ΣτΕ 564/2021, σκ. 5. 9. Χ. Ντουχάνης, Άρθρο 24 – Χωροταξία, σε: Φ. Σπυρόπουλο/Ξ. Κοντιάδη/Χ. Ανθόπουλο/Γ. Γεραπετρίτη (επιμ.), Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία,Σάκκουλας, 2017, 668-683, ο οποίος ορθώς κρίνει ότι διά του πλέγματος διατάξεων προστασίας του οικιστικού περιβάλλοντος θωρακίζεται, εν τέλει, το φυσικό περιβάλλον. Βλ. και Ε. Κρέτση, Το έννομο συμφέρον στις δίκες περιβάλλοντος, Δίκη 2/2007, διαθέσιμο σε: http://www.kostasbeys.gr/articles. php?s=4&mid=1479&mnu=3&id=23959 (τελευταία πρόσβαση: 03.09.2021). 10. Τούτο επιβεβαιώνει η Γ. Σιούτη, Εγχειρίδιο δικαίου περιβάλλοντος, Σάκκουλας, 2018, 122-129, σημειώνοντας ότι η προοπτική της καθιέρωσης μιας «λαϊκής αγωγής» στην απόλυτη μορφή της δεν δύναται να επισυμβεί τουλάχιστον υπό το εγχωρίως και ενωσιακώς ισχύον δικονομικό ΠερΔικ 3/2021 (ΕΤΟΣ 25ο) ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ νων ορισμένων μεμονωμένων περιπτώσεων, όπου η νομολογία επέδειξε αντανακλαστικά «δικαστικού ακτιβισμού», αποσυνδέοντας πλήρως την ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος από την επίδειξη ενός minimum προσωποποίησής του11, πάντοτε οι σχετικές δικαστικές αποφάνσεις ελάμβαναν κατ’ ελάχιστον υπόψη τους το κριτήριο του «χώρου», της «οικολογικής γειτνίασης» ή την ιδιότητα του περιοίκου12. Ιδίως δε στην περίπτωση των φυσικών προσώπων σχεδόν πάντοτε η νομολογία αξίωνε την ύπαρξη ενός -μικρότερου ή μεγαλύτερου- τοπικού δεσμού του αιτούντος με την επικαλούμενη βλάβη. Η τελευταία αυτή παραδοχή άγει στο συμπέρασμα πως δεν αλλοιώνεται νομολογιακά ο πυρήνας της δογματικής αναφοράς του εννόμου συμφέροντος, δηλαδή η εκ μέρους του εκάστοτε προσφεύγοντος επίκληση και απόδειξη εντονότερου από τους λοιπούς πολίτες ενδιαφέροντος για την εμπέδωση της αρχής της νομιμότητας13. Αξίζει, βέβαια, να επισημανθεί πως υποστηρίζεται ότι η δικαστική προστασία του οικιστικού περιβάλλοντος διαφοροποιείται κατά τι σε σύγκριση μ’ εκείνη που παρέχεται επί προσβολής του φυσικού -εξ απόψεως αισθητής συστολής του εννόμου συμφέροντος14. Δηλαδή, το λεγόμενο «διευρυμένο» έννομο συμφέρον σε διαφορές με αντικείμενο τη νομοθεσία περί αυθαιρέτων κατασκευών ή εξαιρέσεων από την κατεδάφιση δεν είναι κατά γεωγραφικό πλάτος τόσο ευρύ όσο σ’ άλλες περιπτώσεις που σχετίζονται 11. 12. 13. 14. σύστημα. Πρβλ. όμως και Α. Τάχο,Δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος, όπ.π., 138-139, ο οποίος τίθεται ευθέως υπέρ της θεσμικής καθιέρωσης της «λαϊκής αγωγής» στις περιβαλλοντικές διαφορές με τη σκέψη πως εξ ορισμού υφίσταται ακατάλυτος σύνδεσμος και ταύτιση ανάμεσα στο γενικό και το προσωπικό συμφέρον, αφ’ ης στιγμής θίγεται η προστασία του περιβάλλοντος. Χ. Μουκίου, Έννομο συμφέρον και actiopopularis, όπ. π.,736-738. Βλ. ΣτΕ 2274/2000, 1539/1996, 2753/1994, 2281/1992, 1157/1991. Α. Τάχος, Δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος, όπ. π., 138.Πρβλ. και Β. Σπυροπούλου, Η ενεργητική νομιμοποίηση στη δίκη των περιβαλλοντικών διαφορών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, σε: Περιβαλλοντικές Προκλήσεις στον 21ο Αιώνα, Σάκκουλας, 2020, 311-334. Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, όπ. π.,455456. Ιδιαιτέρως χαρακτηριστική είναι η ΣτΕ 858/2008, σκ. 7: «[…] οι αιτούντες, επικαλούμενοι μόνη την ιδιότητά τους των Ελλήνων πολιτών, ενδιαφερομένων για την προστασία του περιβάλλοντος, δεν έχουν το ειδικό έννομο συμφέρον που απαιτείται […] για να προσβάλουν το […] π.δ/γμα, αφού δεν προβάλλουν ότι ανήκουν σε μια κατηγορία πολιτών με εντονότερο, από τους λοιπούς Έλληνες πολίτες, ενδιαφέρον για τα θέματα της προστασίας του περιβάλλοντος […]». Βλ. σχετ. Α. Μίντζια, Αυθαίρετη Δόμηση. Ερμηνευτικοί προβληματισμοί στο πλαίσιο διατάξεων για τη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων κατασκευών, ΔιΔικ 20/2008, 2-12. ΙV. ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ - ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ - Παράνομη τακτοποίηση αυθαίρετου κτίσματος με το φυσικό περιβάλλον. Σαφέστατα, η ανάδειξη του τοπικού δεσμού του αιτούντος προς το αντικείμενο της αξιούμενης έννομης προστασίας σε ζητήματακτιριοδομικών, οικοδομικών ή πολεοδομικών παραβάσεων των διατάξεων της σχετικής νομοθεσίας παρουσιάζεται εύλογη. Και τούτο, διότι τα αποτελέσματα που εκλύει το υποστατό μιας παράνομης και βλαπτικής πράξης στον γείτονα ιδιοκτήτη αναφέρονται στην ίδια του τη βιοτική συνθήκη, δηλαδή την οικιστική φυσιογνωμία της περιοχής στην οποία διαβιώνει. Συναφώς, δεν απαιτείται ιδιαίτερη περίσκεψη ως προς το ότι η παρουσία περιπτώσεων αυθαίρετης δόμησης πλήττει δυσεπανόρθωτα την ισότητα ενώπιον του νόμου, υποχρεώνοντας τον συνεπή πολίτηνα ανεχθεί παραβατικές συμπεριφορές που εκδηλώνονται με την αλόγιστη αύξηση της οικιστικής πυκνότητας και τον κατακερματισμό του τοπίου. Έπειτα, δεν πρέπει να λησμονείται πως η επίκληση και η απόδειξη του εννόμου συμφέροντος εμπεριέχει αξιολογικές κρίσεις του προσφεύγοντος αναφορικά προς το θιγόμενο δικαίωμα ή συμφέρον του και, συνεπώς, αποσκοπεί στην καλλιέργεια πειθούς ως προς την αναγκαιότητα έννομης προστασίας του. Κατ’ αυτόν τον λόγο, η θέση ερμηνευτικών κριτηρίων διαπίστωσης του εννόμου συμφέροντος συμβάλει στο έργο επίλυσης των διαφορών που χρήζουν, πράγματι, δικαστικής συνδρομής15. Συναφώς, στην περίπτωση των διαφορών που ανακύπτουν εξαιτίας της έξαρσης του φαινομένου της αυθαίρετης δόμησης είναι εύλογο το επικαλούμενο έννομο συμφέρον να είναι διακριτό από τη γενική ιδιότητά του Έλληνα πολίτη, ο οποίος ενδιαφέρεται απλώς για τη διαφύλαξη της σύννομης διοικητικής δράσης. Και τούτο, διότι διαφορετικά το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης θα μετέπιπτε, τωόντι, σε «λαϊκή αγωγή». Επί δε του ζητήματος διαφοροποίησης των ορίων του χωρικού εύρους του έννομου συμφέροντος μεταξύ των διαφορών περί το φυσικό και το οικιστικό περιβάλλον η ειδοποιός διαφορά εστιάζει στην εξής σκέψη: ο δικαστικός έλεγχος εφαρμογής της αρχής της νομιμότητας σε ό,τι αφορά την εν γένει πολεοδομική νομοθεσία εκκινεί από τη διάγνωση ενός περισσότερου συγκεκριμενοποιημένου χωρικού κριτηρίου, το οποίο θέτει σαφέστερες γεωγραφικές μεθορίους. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο σε υποθέσεις ρύπανσης ή υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι χαρακτηριστική, μάλιστα, η νομολογιακή εκείνη στιγμή κατά την οποία αναγνωρίστηκε έννομο συμφέρον σε κάτοικο του κέντρου των Αθηνών επί αίτησης ακύρωσης κατά των πράξεων που επέτρεψαν την εκχέρσωση του 15. Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, όπ. π., 454-474. 477 δάσους των υπωρειών του Πεντελικού όρους, καθόσον το δικαστήριο έκρινε ότι το λεκανοπέδιο της Αττικής αποτελεί μια αδιάλειπτη οικιστική ενότητα με λιγοστούς πνεύμονες πρασίνου και, συνεπώς, η προστασία του δικαιώματος διατήρησης του πρασίνου αναφερόταν σ’ έναν εξ ορισμού ανοικτό κύκλο προσώπων16. Η ίδια, ωστόσο, «ανοικτότητα» δεν δύναται να εφαρμοστεί στις πολεοδομικές διαφορές, καθώς το επικαλούμενο έννομο συμφέρον συνάπτεται περισσότερο προς την παραβίαση της νομιμότητας, παρά στην άμεση ζημία του φυσικού περιβάλλοντος. Δηλαδή, στις συγκεκριμένες υποθέσεις κρίνεται κυρίως η συμφωνία ή ασυμφωνία της δικαιοπαραγωγικής δραστηριότητας της διοίκησης προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες και αρχές που πλαισιώνουν μια ορθολογική και ισορροπημένη οικοδομική ανάπτυξη εντός, βεβαίως, του φυσικού περιβάλλοντος. Βέβαια, η έμφαση στο χωρικό κριτήριο χάνει εν πολλοίς την ιδιαίτερη σημασία της στις πολεοδομικές διαφορές, καθώς η νομολογία του ΣτΕ δεν επέτυχε μέχρι σήμερα να αποσαφηνίσει το εννοιολογικό πλάτος και βάθος του τοπικού δεσμού του προσφεύγοντος με το αντικείμενο δίκης. Μ’ άλλα λόγια, η ερμηνεία της έννοιας του «χώρου» σε ό,τι αφορά τη στοιχειοθέτηση του εννόμου συμφέροντος παραμένει ρευστή17. Γενικότερα, η κύρια επί του θέματος νομολογία συνηγορεί πως η ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή συγκύριου18 εφαπτόμενης κατοικίας ή συνορεύοντος οικοπέδου προς το ακίνητο που παρουσιάζει αυθαίρετες και κατεδαφιστέες κατασκευές αρκεί για τηνομιμοποίηση προς άσκηση αίτησης ακύρωσης, εφόσον αποδειχθεί προσηκόντως19. Προστιθέμενο δε βάρος στην ως άνω ιδιότητα αποκτά η εμπλοκή του γείτονα ιδιοκτήτη στη διοικητική διαδικασία γνωστοποίησης των αυθαιρέτων κατασκευών προς τις αρμόδιες αρχές και ιδίως η με δική του πρωτοβουλία δημιουργία 16. ΣτΕ 1539/1996, 2753/1994, 2282/1992. 17. Δ. Μέλισσας, Το έννομο συμφέρον και η προθεσμία στις πολεοδομικές διαφορές, Σάκκουλας, 2007, 16-19. 18. ΣτΕ 2988/2017, 3033/1999, 5492/1995, 1287/1995. 19. ΣτΕ 4964/2014, σκ. 7: «[…] σε περίπτωση προσβολής οικοδομικής άδειας, η ιδιότητα του κυρίου ομόρου ακινήτου, νομίμως αποδεικνυόμενη, αρκεί, κατ’ αρχήν, για την θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος προς άσκηση της αίτησης ακυρώσεως […]», ΣτΕ 1456/2018, 1971/2012, 940/2010, 2657/2007,3143/2003, 881/2000, 958/2000, 3701/1999, 3125/1999, 2566/1999, 4025/1996, 5482/1995, 1078/1993, 291/1990, 57/1993, 3075/1992. Πρβλ. και ΣτΕ 827/2009, η οποία έκρινε ότι ο διαμένωνσε όμορη οικοδομή φέρει έννομο συμφέρον προς άσκηση αίτησης ακύρωσης, καθώς οι επικαλούμενες παρατυπίες επιφέρουν επιδείνωση των ευρύτερων όρων διαβίωσης της περιοχής, χωρίς να απαιτείται η απόδειξη ειδικότερης βλάβης της ιδιοκτησίας του από την επίδικη κατασκευή. Online πρόσβαση σε ΠερΔικ στην Πλατφόρμα Νομικού Περιεχομένου www.qualex.gr 478 της σχετικής διοικητικής αμφισβήτησης20. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν λείπουν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαστήριο έκρινε ότι δεν αρκεί απλώς η ιδιότητα του -εντός διαφορετικού οικοδομικού τετραγώνου- γειτνιάζοντος ιδιοκτήτη προς το γήπεδο που έχει ανεγερθεί το αυθαίρετο κτίσμα, καθώς απαιτείται να συντρέχει συγκεκριμενοποιημένη βλάβη του αιτούντος που να αιτιολογεί, μάλιστα, τους λόγους για τους οποίους λ.χ. η εξαίρεση του όμορου κτίσματος από την κατεδάφιση θίγει τον ίδιο ή γιατί η τυχόν υπέρβαση του ποσοστού οικοδομικής κάλυψης ζημιώνει τα έννομα αγαθά του21. Σε διαφορετική, εξάλλου, υπόθεση θεωρήθηκε πως δεν αρκεί για την προσβολή της αυθαιρεσίας η -μέσω παρεμβολής τρίτων ιδιοκτησιών- εκ πλαγίου επαφή της ιδιοκτησίας του περιοίκου με την επίμαχη έκταση22. Σε μια πιο διευρυμένη, βέβαια, αντίληψη του κριτήριου της «τοπικότητας» κατά καιρούς έχει κριθεί ο παραδεκτός χαρακτήρας της άσκησης ενδίκων βοηθημάτων εκ μέρους γειτόνων, οι οποίοι δεν συνορεύουν, αλλά διαβιούν έναντι ακριβώς της ιδιοκτησίας επί της οποίας ανεγείρεται αυθαίρετη κατασκευή ή απο- 20. ΣτΕ 1119/2014, σκ. 5: «[…]η κρινόμενη αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον από τους αιτούντες, φερόμενους ως ιδιοκτήτες όμορου ακινήτου σε σχέση με την επίδικη οικοδομή, οι οποίοι ενεπλάκησαν στη διοικητική διαδικασία […]»,ΣτΕ 2070/2016, η οποία αφορά στο έννομο συμφέρον του γείτονα, του οποίου η καταγγελία περί αυθαιρεσιών ευδοκιμεί στο στάδιο του διοικητικού ελέγχου, ούτως ώστε να παρεμβαίνει υπέρ της διατήρησης ισχύος της σχετικώς προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης επί της διανοιγόμενης ακυρωτικής δίκης υπό του ιδιοκτήτη της οικοδομικής αυθαιρεσίας, ΣτΕ 940/2016, 732/2000,1340/1996, 420/1995, 1601/1995, 1078/1993, 257/1993. 21. ΣτΕ 878/1995, 1131/1998, σκ.4: «[…] οι αιτούντες επικαλούνται για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός τους και την ιδιότητά τους ως γειτόνων καισυνιδιοκτητών οικοπέδου ομόρου προς το οικόπεδο, όπου έχει ανεγερθεί ηοικία, η οποία εξαιρέθηκε από την κατεδάφιση με την προσβαλλόμενη πράξη. Ούτε όμως η επίκληση της ιδιότητας αυτής, διατυπωμένη αορίστωςκαι χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένη βλάβη που υφίστανται οι αιτούντες από την πράξη αυτή, αρκεί για να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον τους για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, η οποία, κατά συνέπειαν,είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη […]». 22. ΣτΕ 2251/1997, σκ. 5:«[…] τα επίμαχα τμήματα της οικοδομής του παρεμβαίνοντος προβάλλουν στο ανατολικό πλάγιο όριο του οικοπέδου του, το οποίο αποτελεί κοινό όριο με δύο άλλα συνεχόμενα ακίνητα και όχι με το ακίνητο των αιτούντων, με το οποίο το οικόπεδο του παρεμβαίνοντος συνορεύει μόνον κατά το δυτικό πλάγιο όριο. Ενόψει αυτού και λαμβανομένου υπόψη ότι οι αιτούντες δεν ισχυρίζονται υπέρβαση του ποσοστού καλύψεως τουθ’ όπερπαραδεκτώς θα προεβάλλετο, ούτοι δεν θίγονται από την εξαίρεση από την κατεδάφιση των ως άνω τμημάτων και, ως εκ τούτου, χωρίς έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση […]»,ΣτΕ 1978/1991. ΠερΔικ 3/2021 (ΕΤΟΣ 25ο) ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ φασίζεται η εξαίρεσή της από την κατεδάφιση23 ή ακόμα και των γειτόνων, οι οποίοι διαμένουν πολύ κοντά24 ή πλησίον25 του τόπου στον οποίον αναφέρονται οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις. Αξιοσημείωτο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση προσφευγόντων υπό την ιδιότητα των συγκύριων σε αυθαίρετο κτίσμα (λ.χ. ιδιοκτήτες διαμερίσματος πολυκατοικίας)26, όπου έχει κριθεί ότι το συμφέρον τους προς άσκηση αίτησης ακύρωσης δεν παύει να είναι έννομο από μόνο το γεγονός ότι οι ίδιοι φέρονται να έχουν παραβιάσει πρότερα διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας27. Τέλος, για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος στην περίπτωση των νομικών προσώπων, αφ’ ης στιγμής πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου οντότητες (λ.χ. σωματεία, σύλλογοι) ελέγχονται οι καταστατικοί τους σκοποί28, ενώ εάν πρόκειται για ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ εξετάζεται το γεωγραφικό εύρος άσκησης των αρμοδιοτήτων τους29. 23. ΣτΕ 4893/2013, ΣτΕ 1015/2001, 975/2000, σκ. 5: «[…] με έννομο συμφέρον και παραδεκτώς εν γένει ασκείται η κρινομένη αίτηση από τους λοιπούς αιτούντες, οι οποίοι φέρονται ως κάτοικοι οικοδομών επί της οδού […], έναντι του ακινήτου, το οποίο αφορά η προσβαλλομένη οικοδομική άδεια [...]». 24. ΣτΕ 618/2018. 25. ΣτΕ 288/2003, η οποία αφορούσε, ωστόσο, περίπτωση μεταβολής της χρήσης γης: «[…] οι ιδιώτες-αιτούντες, φέρονται ως κάτοικοι […] και δη ως έχοντες την κατοικία τους πλησίον του […]. Με την ιδιότητα αυτή έχουν έννομο συμφέρον στην άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, με την οποία επιδιώκουν την διατήρηση […] ως χώρου πρασίνου […]». 26. ΣτΕ 2833/2018, σκ. 6: «[…] κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄8), το συμφέρον για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως δεν παύει να είναι έννομο από μόνο τογεγονός ότι ο αιτών φέρεται να έχει παραβιάσει διάταξη της κείμενης νομοθεσίας, δεδομένου ότι το παραπάνω άρθρο 47 παρ. 1 αποβλέπει και αρκείται στην ύπαρξη δεσμού που επιτρέπει στον αιτούντα να αμφισβητήσει την αντικειμενική νομιμότητα της προσβαλλομένης διοικητικής πράξης, προκειμένου να επιτύχει αποτέλεσμα μη αποδοκιμαζόμενο, καθ’ εαυτό, από την έννομη τάξη […]».Σημειωτέον πως η μνεία της απόφασης περί προάσπισης του κύρους του νόμου κατά την επεξεργασία της φυσιογνωμίας του εννόμου συμφέροντος στην πολεοδομική δίκη αναδεικνύει την εξ ορισμού διευρυμένη δικαιοτελεστική λειτουργία που, εν τέλει, καλείται τούτο να επιτελέσει στον ευαίσθητο τομέα της προστασίας του οικιστικού περιβάλλοντος. Πρβλ. και ΣτΕ 671/2018, 1719/2010, 2639-40/2009, 1309/2007, 3095/2001, 173/1998, 6070/1996, 4595/1996. 27. Περί της στοιχειοθέτησης του εννόμου συμφέροντος στην περίπτωση της «ιδίας» παρανομίας στις περιβαλλοντικές διαφορές βλ. περ. σε Γ. Σιούτη, Εγχειρίδιο δικαίου περιβάλλοντος, 126-127. 28. ΣτΕ 2390/2005, 188/2004, 2896/2003, 533/2003, 509/2003, 288/2003, ΔΕφΑθ 51/2009. 29. ΣτΕ 1687/2005, 735/2000, 3337/1999. ΙV. ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ - ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ - Παράνομη τακτοποίηση αυθαίρετου κτίσματος Η διαπιστωμένη «ρευστότητα» της νομολογίας αναφορικά προς το έννομο συμφέρον στις πολεοδομικές διαφορές επί αυθαίρετων κατασκευών, αναμφίβολα, σχετίζεται με τη μοναδικότητα και τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες της κάθε υπόθεσης30. Συνεπώς, η έρευνα της συγκεκριμένης διαδικαστικής προϋπόθεσης οφείλει να ενεργείται πάντοτε in concreto και με γνώμονα την ιδιομορφία του περιβαλλοντικού εννόμου αγαθού. Τούτο, όμως, δεν μπορεί να οδηγεί σε εκτεταμένη δογματική αποδέσμευση εκ του κανονιστικού περιεχομένου της έννοιας του εννόμου συμφέροντος, όπως διαρρυθμίζεται στη διάταξη του άρθρου 47 ΠΔ 18/1989. Έτσι, λοιπόν, η τοπική εγγύτητα, μικρότερη ή μεγαλύτερη -ως ύπατος ερμηνευτικός όρος-οπωσδήποτε οφείλει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη διαδικασία συναρμογής των εκάστοτε πραγματικών περιστατικών προς τις προϋποθέσεις κατάφασης του εννόμου συμφέροντος. Το γεγονός τούτο πρακτικώς σημαίνει πως η θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης εναπόκειται κυρίως στην επίτευξη δικανικής πεποίθησης ως προς την αλήθεια των εισφερόμενων ισχυρισμών βλάβης δικαιώματος ή συμφέροντος του διοικουμένου. Συναφώς, ο αιτών φέρει το δικονομικό βάρος επίκλησης και προσήκουσας απόδειξης της ιδιότητάς του προαποδεικτικώς (βλ. άρθρο 33 ΠΔ 18/1989)31. Πιο συγκεκριμένα, ο κάτοικος οφείλει να προσκομίζει στο δικαστήριο τα σχετικά στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να πιστοποιηθεί η χωρική του σχέση προς την εκάστοτε προσβαλλόμενη πράξη, ούτως ώστε να διαπιστώνεται η ενδεχόμενη οικιστική βλάβη που υφίσταται ως περίοικος32. Τέτοια στοιχεία δύνανται να αποτελέσουν λ.χ. συμβολαιογραφικές πράξεις ή πράξεις μεταγραφής που πιστοποιούν το δικαίωμα κυριότητας του αιτού- 30. Ενδεχομένως δε σε ορισμένες περιπτώσεις το έννομο συμφέρον μπορεί να συνάπτεται και με την προστασία της προσωπικότητας του αιτούντος, αφ’ ης στιγμής θίγεται το δικαίωμά του σε απόλαυση ενός ισορροπημένου αισθητικά οικιστικού περιβάλλοντος. 31. Η προαποδεικτική επίκληση του εννόμου συμφέροντος αναφέρεται στον πορισμό γνώσης για την ύπαρξή του από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, τα οποία υποβάλλει είτε ο αιτών, είτε προκύπτουν εκ του διοικητικού φακέλου. Βλ. περ. σε Π. Λαζαράτο, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, όπ. π., 543. Βλ. επίσης και ΣτΕ 3144/2004, 928/2004, 258/2004, 1528/2004, 929/2003, 384/2002. Ως απώτατο δε σημείο απόδειξης του εννόμου συμφέροντος λογίζεται το πέρας της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης. Πρβλ. και ΣτΕ 412/2019, σύμφωνα με την οποία δεν είναι δυνατό, αφ’ ης στιγμής η υπόθεση συζητηθεί, να υποκατασταθεί η προαποδεικτική επίκληση του εννόμου συμφέροντος διά αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται με την ευκαιρία υποβολής του δικογράφου του υπομνήματος. 32. Δ. Μέλισσας, Το έννομο συμφέρον και η προθεσμία στις πολεοδομικές διαφορές, όπ. π., 17-18. 479 ντος33, τοπογραφικά διαγράμματα και φωτογραφίες που επιβεβαιώνουν τόσο τη θέση της κατοικίας ή ιδιοκτησίας του, όσοκαι τον δεσμό γειτονίας με το αυθαίρετο κτίσμα34 κ.ά. Σημειωτέον, μάλιστα, ότι η νομολογία, παρότι αντιμετωπίζει με ευρύτητα τον προσωπικό και άμεσο χαρακτήρα του εννόμου συμφέροντος, στο ζήτημα της ενεστωτικής του διάστασης παραμένει απαρεγκλίτως συνεπής ως προς τα γενικώς ισχύοντα στη δικονομική πράξη. Κατ’ αυτόν τον λόγο, έχει κριθεί ότι δεν φέρει έννομο συμφέρον το πρόσωπο, το οποίο κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης δεν έφερε την ιδιότητα του κυρίου του γειτονικού ακινήτου, αλλά την απέκτησε μεταγενέστερα35. Κλείνοντας, πέραν των ως άνω δικονομικών παρατηρήσεων, το ουσιαστικό ζήτημα της σχολιαζόμενης κρίσης αναφέρεται στην ουσιαστική διαχείριση του πλέον δυσχερούς ζητήματος της αυθαίρετης δόμησης, η οποία έχει ταλανίσει νομοθετικά, αλλά και νομολογιακά την ημεδαπή έννομη τάξη36. Πράγματι, παρά την ύπαρξη ευεργετικών διατάξεων, οι οποίες κατατείνουν στην «τακτοποίηση» των αυθαίρετων κατασκευών37, παρακάμπτοντας τον βα33. ΣτΕ 618/2018, 2790/2014. 34. Σύμφωνα δε με τις ΣτΕ 2151/2000, 2283/2000, σκ. 7 τα ενδίκως προσκομιζόμενα έγγραφα ενεργητικής νομιμοποίησης οφείλουν να φέρουν επικύρωση από δημόσια υπηρεσία ή αρχή: «[…] για να αποδείξουν την […] ιδιότητά τους οι αιτούντες αυτοί έχουν προσκομίσει φωτοαντίγραφα συμβολαίων αγοράς ακινήτων και επιπλέον, οι δύο πρώτοι, φωτοαντίγραφο πιστοποιητικού μεταγραφής του ακινήτου τους. Τα φωτοαντίγραφα όμως των πιο πάνω αποδεικτικών στοιχείων δεν φέρουν καμία επικύρωση ούτε συνοδεύονται από την απαιτούμενη κατά το νόμο υπεύθυνη δήλωση. Συνεπώς, οι αιτούντες αυτοί δεν απέδειξαν νομοτύπως την ιδιότητα στην οποία θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον τους […]». 35. ΣτΕ 1051/2017, 489/2007. 36. Βλ. αντί πολλών Ν. Ρώτη, Η αντισυνταγματική νομιμοποίηση των αυθαιρέτων (ΣΕ 247/80 και 1876/80), ΤοΣ 6/1980,640-649, Κ. Σακελλαροπούλου, Η αυθαίρετη δόμηση και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας μέχρι και το νόμο 4014/2011, ΘΠΔΔ1/2016, 1-10, Ν. Ρόζος, Νομοθέτης, διοίκηση, δικαστής και αυθαίρετη δόμηση, Νόμος και Φύση, διαθέσιμο σε: www.nomosphysis. org.gr (τελευταία πρόσβαση: 03.09.2021). 37. Πρβλ. όμως και Κ. Γιαννακόπουλο, Από την αυθαίρετη δόμηση στην αυθαίρετη νομοθέτηση. Σκέψεις γύρω από τη συμβολή του διοικητικού δικαστή στον εξορθολογισμό της κρατικής δράσης με αφορμή την απόφαση ΣτΕ (Ε΄) 3610/2007, Νόμος και Φύση, διαθέσιμο σε: www. nomosphysis.org.gr (τελευταία πρόσβαση: 03.09.2021), όπου σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι «[…] η νομιμοποίηση των αυθαιρέτων διοικητικών καταστάσεων δεν μπορεί να συνιστά από μόνη της άσκηση κοινωνικής πολιτικής και, συνεπώς, δημόσιο σκοπό, διότι μια τέτοια νομιμοποίηση, εφόσον μάλιστα δεν συναρτάται προς σοβαρό λόγο άλλον από τη συμπτωματική ύπαρξη των εν λόγω αυθαίρετων καταστάσεων σε δεδομένη χρονική στιγμή, θα ήταν αντίθετη προς το Σύνταγμα […]». Online πρόσβαση σε ΠερΔικ στην Πλατφόρμα Νομικού Περιεχομένου www.qualex.gr 480 σικό κανόνα της κατεδάφισης, το πραγματικό υλικό της παρούσας διαφοράς αναδεικνύει πως οι διοικούμενοι δεν εμφανίζουν πολλές φορές ειλικρινή πρόθεση «νομιμοποίησης» υπό την έννοια της συμμόρφωσης στους ακριβείς όρους που τάσσει ο πολεοδομικός νομοθέτης προκειμένου να εξυγιανθεί ο αρχικά παράνομος χαρακτήρας της επιδειχθείσας συμπεριφοράς τους. Ασφαλώς, η συν τω χρόνω διαμόρφωση φαινομένων παρανομίας στο οικιστικό περιβάλλον ενισχύθηκε, λόγω της νομοθετικής και διοικητικής πρακτικής, οι οποίες ευνόησαν τη δημιουργία πεποίθησης δικαίου στην πρακτική των αυθαιρετούντων38. Όμως, μέσω αυτής της πρακτικής η προάσπιση του κύρους του νόμου και κυρίως η εμβάθυνση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου βρέθηκαν σε διαρκή υποχώρηση39. Οι δε πολλα- 38. Βλ. σχετ. Γ. Καράντζιο, Η ρύθμιση της αυθαίρετης δόμησης υπό το πρίσμα της απόφασης ΣτΕ Ολ 1858/2015, Υπαγωγή 1/2017, 136-150, διαθέσιμο σε: www.ypagogi. gr (τελευταία πρόσβαση: 03.09.2021). 39. Μόλις τη δεκαετία του 1980 και προτού καταγραφεί πλουσιότατη νομολογία αναφορικά προς την αυθαίρετη δόμηση είχε διατυπωθεί η σχετική αξιολογική κρίση από τον ΠερΔικ 3/2021 (ΕΤΟΣ 25ο) ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ πλώς επιζήμιες συνέπειες της οικοδομικής αυθαιρεσίας σε ευαίσθητες ζώνες του οικιστικού περιβάλλοντος40 καταδεικνύουν ότι -εν τέλει- η σημασία του εννόμου συμφέροντος αποκτά βαρύνουσα σημασία στην περιβαλλοντική δίκη, καθώς ενίοτε μπορεί να υπερβεί τη δικονομική του φύση και να τραπεί σε μέσον προάσπισης μιας ορθολογικής και βιώσιμης οικιστικής ανάπτυξης. Πάντοτε, όμως, με κάποια όρια, καθώς ο δικαστής δεν δύναται να υποκαθιστά το εμπιστευμένο στη νομοθετική λειτουργία καθήκον καλής και αποτελεσματικής νομοθέτησης. Γεώργιος Κ. Καράντζιος Ασκ. Δικηγόρος Β. Σκουρή, Χωροταξικό και Πολεοδομικό Δίκαιο ΙΙ, σε: Β. Σκουρής/Α. Τάχος(επιμ.), Ειδικό Διοικητικό Δίκαιο, τόμος 4/ΙΙ,Σάκκουλας,1985, 95. 40. Πρβλ. σχετ. Ε. Σταματίου, Καθεστώς αυθαίρετης δόμησης στον αιγιαλό του Εθνικού Πάρκου Σχινιά-Μαθαρώνα, ΠερΔικ2/2016, 201-210. Εκδοση | Εκπαίδευση | Καινοτοµία ΑΘΗΝΑ-ΚΕΝΤΡΙΚΑ: Μαυρομιχάλη 23, 106 80 | Τ 210 3678800 (30 γραμμές) | F 210 3678922 | E info@nb.org ΑΘΗΝΑ: Μαυρομιχάλη 2, 106 80 | Τ 210 3607521 | F 210 3603975 | E m2bookstr@nb.org ΠΑΤΡΑ: Κανάρη 15, 262 22 | Τ 2610 361600 | F 2610 361515 | E nbpatra@nb.org ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: Φράγκων 1, 546 26 | Τ 2310 545618, 2310 532134 | F 2310 551530 | E nbthess@nb.org www.nb.org